Μια μεγάλη φυσιογνωμία του παγκόσμιου ποδοσφαίρου, συμπληρώνει σήμερα το 41ο έτος της ζωής του και δεν είναι κανένας άλλος παρά τον Ντιέγκο Σιμεόνε. Το sday.gr σας παρουσιάζει τα ποδοσφαιρικά κατορθώματα του Αργεντινού άσου, στο ρόλο του ποδοσφαιριστή όσο και του προπονητή.
Η ποδοσφαιρική γέννηση ενός… ηγέτη!
Σε ηλικία μόλις 17 ετών, ο γεννημένος στο Μπουένος Άιρες, Ντιέγκο Πάμπλο Σιμεόνε, κάνει τις πρώτες του εμφανίσεις στον χώρο του ποδοσφαίρου για λογαριασμό της Βελέζ Σάρσφιλντ. Το ταλέντο του ήταν να «σκουπίζει» αλλά και να οργανώνει, όσο ήταν αυτό δυνατό, το παιχνίδι της ομάδας του, μιας και η θέση του αμυντικού μέσου απαιτούσε αυτά τα στοιχεία. Από τον πρώτο χρόνο ξεχώρισε και δίκαια πήρε φανέλα βασικού για τα επόμενα 2 χρόνια, όπου μετά έκανε το μεγάλο βήμα για την Ευρώπη και πιο συγκεκριμένα στην Ιταλία και την ομάδα της Πίζα, στην οποία ο τότε προπονητής ήταν ο Μιρτσέα Λουτσέσκου. Η ομάδα της Πίζα μόλις είχε υποβιβαστεί στην 2η κατηγορία και αγόρασε τον 19χρονο τότε Αργεντινό ποντάροντας πολλά στο ταλέντο του. Στην ομάδα της Πίζα, ο Σιμεόνε, αγωνίστηκε μόνο για 2 χρόνια, καθώς το 1992 η Σεβίλλη του πρόσφερε ένα αξιοσημείωτο συμβόλαιο, για τα λεγόμενα του ίδιου, και δεν δυσκολεύτηκε να τον κάνει δικό της.
Μετακομίσεις για χάρη των… τίτλων!
Το καλοκαίρι του 1994, μετά από το Μουντιάλ της Αμερικής, η Ατλέτικο Μαδρίτης σε χρόνο ρεκόρ, αποκτά τον Αργεντινό μέσο. Αυτό που αναζητούσε ο πλέον 24χρονος άσος ήταν ένας τίτλος. Αυτός ήρθε φορώντας τα χρώματα της Ατλέτικο Μαδρίτης, καθώς το 1996 οι «ροχιμπλάνκος» κατακτούν το νταμπλ στην Ισπανία. Ύστερα από έναν χρόνο, αποφασίζει να ξαναδοκιμάσει την τύχη του στα γήπεδα της Ιταλίας, αλλά αυτή τη φορά στο μεγαθήριο που ακούει στο όνομα Ίντερ! Με τους «νερατζούρι» μπορεί να μην κατάφερε να κατακτήσει κάποιον τίτλο στην Ιταλία, αλλά ευτύχησε να κατακτήσει το τότε κύπελλο Ουέφα. Το 1999 η Λάτσιο και πιο συγκεκριμένα οι ιδιοκτήτες της, αποφάσισαν να «ρίξουν» λεφτά στην αγορά, για να καταφέρουν να φτάσουν στην κατάκτηση του πρωταθλήματος, το οποίο είχαν χάσει από τη Γιουβέντους μόλις για 2 βαθμούς. Έτσι στην περίφημη Λάτσιο του 2000 προστέθηκε και ο Νντιέγκο Σιμεόνε, μαζί με τους Βερόν, Νέντβεντ, Αλμέιδα, Κρέσπο και πολλών άλλων. Με τους «λατσιάλι» κατάφερε να πάρει 4 τίτλους μέσα σε 2 χρόνια, τίτλοι οι οποίοι ήταν ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ 1999, πρωτάθλημα και κύπελλο αλλά και σούπερ Καπ Ιταλίας το 2000. Έμεινε στους «μπιανκοτσελέστι» ως το 2003, όπου και μετακόμισε και πάλι στην Ατλέτικο Μαδρίτης, για να μείνει στην Ισπανία 2 χρόνια και να αποχωρίσει για την πατρίδα του και την Ρασίνγκ, όπου και ολοκλήρωσε την καριέρα του.
Στην εθνική ομάδα της Αργεντινής αγωνίστηκε για 14 χρόνια μετρώντας 106 εμφανίσεις με το εθνόσημο και σκοράροντας 11 τέρματα. Οι διακρίσεις τους με το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα της χώρας του ήταν ένα ασημένιο μετάλλιο στους Ολυμπιακούς αγώνες της Ατλάντα το 1996 και δυο Κόπα Αμέρικα, το 1991 στην Χιλή και δύο χρόνια αργότερα στο Εκουαδόρ.
Γιατί όχι και προπονητής;
Στην ομάδα της Ρασίνγκ, έκλεισε την καριέρα του ως ποδοσφαιριστής, μετρώντας 84 τέρματα σε 513 αγώνες, σε όλες τις ομάδες που αγωνίστηκε, αλλά άνοιξε μια νέα καριέρα αυτή του προπονητή. Έτσι αφού κρέμασε τα παπούτσια του, η διοίκηση της Ρασίνγκ τον ονόμασε ως πρώτο προπονητή. Τα ηνία του συλλόγου, στο τέλος της ποδοσφαιρικής σεζόν του 2006, άλλαξαν χέρια και ο Σιμεόνε παραιτήθηκε από τη θέση του προπονητή. Λίγες μέρες αργότερα προσλαμβάνεται ως προπονητής από την Εστουντιάδες, την οποία οδήγησε στην κατάκτηση του πρωταθλήματος, μετά από 23 χρόνια. Το 2007 έκατσε στον πάγκο της Ρίβερ Πλέιτ, κατακτώντας το Κλαουσούρα το 2008. Ο επόμενος χρόνος δεν ήταν καλός για τον παλαίμαχο μέσο και το 2009 προσλαμβάνεται από την Σαν Λορέντζο, ομάδα με την οποία δεν κατάφερε να κατακτήσει κάποιον τίτλο, αποδεχόμενος μάλιστα και σκληρή κριτική. Το βήμα στην Ευρώπη, ως προπονητής τώρα, το έκανε τον Ιανουάριο του 2011, για χάρη της Κατάνια, ομάδα που παραμένει μέχρι και σήμερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου