Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2013

Πεδουλάκης, η καλύτερη επιλογή!!

Ο Νίκος Παπαδογιάννης γράφει για την επόμενη μέρα της Εθνικής μπάσκετ και τα λάθη που οδήγησαν στην αποτυχία της Σλοβενίας.
Στα μέσα της περιόδου 2007-8, ο τότε Ομοσπονδιακός προπονητής Παναγιώτης Γιαννάκης υπέγραψε στον Ολυμπιακό.  Δεν υπήρχε κανονισμός που να απαγορεύει ρητώς παράλληλη απασχόληση, όπως δεν υπάρχει ούτε τώρα.
Η Εθνική ομάδα είχε μπροστά της τη μεγάλη πρόκληση των Ολυμπιακών Αγώνων του Πεκίνου, αλλά ο Γιαννάκης όφειλε να ασχοληθεί και με τους τελικούς της Α1, οι οποίοι έγιναν μέσα σε κλίμα τρομακτικής πόλωσης, όπως συνήθως. Αρχισαν και τελείωσαν «ομαλά», τηρουμένων των ελληνικών αναλογιών: δηλαδή, χωρίς νεκρούς.
Μόλις τελείωσε το πρωτάθλημα, ο Γιαννάκης έβγαλε την κόκκινη φόρμα, φόρεσε τη γαλάζια και οδήγησε την Εθνική ομάδα στο Πεκίνο, δίχως το παραμικρό παρατράγουδο. Η ομάδα έκλεισε τα αυτιά της στους κάθε λογής καλοθελητές και εμφανίστηκε στους Αγώνες συσπειρωμένη και ισχυρή. Κατέλαβε την 5η θέση και έχασε την πρόκριση στα ημιτελικά για ένα σουτ.
Όταν η αποστολή επέστρεψε από την Κίνα, η ΕΟΚ είχε στα χέρια της τη χρυσή ευκαιρία για να σπάσει αυγά και να τρίψει τα τσόφλια στα μούτρα των κάθε λογής μικρονοϊκών. Δεν το έκανε. Προτίμησε να υποκύψει στην «παντοδυναμία» του πρασινοκόκκινου οπαδισμού και να αποκαθηλώσει στην πράξη τον Γιαννάκη, ο οποίος είχε στο πλευρό του την κοινωνία του μπάσκετ και την κοινή γνώμη, με εξαίρεση τους τυφλωμένους από το οπαδιλίκι.
Ο «δράκος» θεωρήθηκε «προδότης» όσο και ο …Ιωαννίδης, ο οποίος παράτησε την Εθνική λίγο πριν το 2004 για να γίνει βουλευτής, τρομάρα μας.
Ο Γιαννάκης, με όλα τα κουσούρια του, ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση, ικανός να κρατήσει στον αέρα και τις δύο μπάλες χωρίς να ρίξει καμία στο παρκέ. Οι παίκτες τον πίστευαν και παρέμεναν ενωμένοι, αγνοώντας επιδεικτικά ακόμα και τις άναρθρες κραυγές των ένθεν κακείθεν φανατισμένων διοικήσεων.
Πρώτος τις αγνοούσε ο ίδιος ο Γιαννάκης. Πίστευε, αφελώς ίσως, ότι το στάτους του ως εθνικού ήρωα ήταν αδύνατο να φθαρεί. Δεν υπήρχε σώφρων φίλαθλος που θα του καταλόγιζε σκοπιμότητα εάν λ.χ. απέκλειε τον «πράσινο» Βουγιούκα για να πάρει τον «κόκκινο» Γλυνιαδάκη. Αυτά είναι για μικρά παιδιά, ασχέτως αν τα μικρά παιδιά φορούν πότε πότε κοστούμι προέδρου ή αντιπροέδρου.
Ηταν το πρώτο μεγάλο λάθος της Ομοσπονδίας, από τα πολλά που ακολούθησαν. Στην προσπάθειά της να κρατήσει την Εθνική ομάδα μακριά από την κόντρα Ολυμπιακού-Παναθηναϊκού (η οποία όμως τροφοδοτείται διαρκώς από τις οπαδικές φυλλάδες, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τους εκατέρωθεν παρωπιδόφορους), την άφησε χωρίς προπονητή, κατέβασε τον πήχυ της και ταυτόχρονα έκλεισε το παράθυρο σε λύσεις που θα μπορούσαν να τη λυτρώσουν.
Μέσα στη βασανιστική πενταετία που ακολούθησε –με απρόσμενη εξαίρεση το μετάλλιο του 2009 στην Πολωνία- θα μπορούσαν θεωρητικά να καθίσουν στην ηλεκτρική καρέκλα ο Γιαννάκης, ο Ομπράντοβιτς, ο Ιτούδης, ο Ιβκοβιτς, ο Μπαρτζώκας, ο Πεδουλάκης.
Αποκλείστηκαν, όλοι, εξ ορισμού. «Τι θα πει ο Ολυμπιακός; Τι θα πει ο Παναθηναϊκός;»
Ας πει ό,τι θέλει ο ρημαδιασμένος ο Ολυμπιακός, και ο Παναθηναϊκός. Μήπως έβγαλαν τον σκασμό τώρα που έχουμε ουδέτερο προπονητή; Στο λιμάνι μιλάνε ακόμη για την «Εθνική του Βασιλακόπουλου» και στο ΟΑΚΑ για την «Εθνική των φίλων του Σπανούλη». Όχι τόσο οι Αγγελογιαννακόπουλοι, όσο οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ και η πανίσχυρη «περιρρέουσα ατμόσφαιρα». Αλλά όχι μόνο αυτή. Δεν είναι άλλωστε αυτόφωτη.
Μετά το διαζύγιο με τον Γιαννάκη, η Ομοσπονδία, δηλαδή ο Βασιλακόπουλος, αποδύθηκε σε σαφάρι ανεύρεσης νέου προπονητή, ψαρεύοντας όμως σε θολά νερά. Οι κορυφαίοι Ελληνες κρίθηκαν συλλήβδην ανέτοιμοι για τον θρόνο του «πρώτου κυρίου» του ελληνικού μπάσκετ.
Ο πρόεδρος της ΕΟΚ μιλούσε με υπερηφάνεια στις συνεντεύξεις του για την ελληνική σχολή, αλλά την κρίσιμη στιγμή ψήφισε έναν ουρανοκατέβατο ξένο. Ο Γιόνας Καζλάουσκας ήταν μία ακατανόητη επιλογή, αφού έφερε μαζί του φιλοσοφία ξένη προς την ελληνική σχολή και αύρα συνταξιούχου δημοδιδάσκαλου.
Η συνταγή του 2005-8, χωρίς φόβο αλλά με πάθος, γύρισε τούμπα: είχαμε πλέον προπονητή με φόβο και χωρίς πάθος. Επί των ημερών του Λιθουανού, η Εθνική απώλεσε τα πατροπαράδοτα χαρακτηριστικά της και έχασε (το 2010, πλήρης για τελευταία φορά) μία σπάνια ευκαιρία μεγάλης διάκρισης.
Η ψήφος εμπιστοσύνης στον Ηλία Ζούρο ήταν μία εύστοχη διορθωτική κίνηση και δικαιώθηκε με την καλή πορεία στο Ευρωμπάσκετ του 2011, όταν η Εθνική εμφανίστηκε αποδεκατισμένη και αποψιλωμένη από πείρα και ταλέντο.  Δεν είχαμε καν Σπανούλη τότε. Είχαμε όμως αρχή, μέση και τέλος. Αρχές και πλάνο. Και στεγανά.
Στο Προολυμπιακό τουρνουά του 2012, η Εθνική απέτυχε παταγωδώς, χωρίς όμως να στοιχειοθετείται αντικειμενική ευθύνη του προπονητή. Η ομάδα πήγε στο Καράκας χωρίς χρόνο για προετοιμασία, αφού 3 βασικότατοι παίκτες της σκοτώνονταν στους ιταλικούς τελικούς μέχρι τις παραμονές του τουρνουά, ενώ οι υπόλοιποι εμφανίστηκαν (Ιούνιο μήνα) με όλους τους σωματικούς και πνευματικούς δείκτες στα κόκκινα. Η δε αποστολή στη Νότια Αμερική ήταν σκορποχώρι.
Ο Ζούρος έγινε εξιλαστήριο θύμα: το τρίτο μεγάλο λάθος της ΕΟΚ. Ο ίδιος πιστεύει ότι απολύθηκε επειδή συζητούσε με τον Ολυμπιακό, ενώ ήταν ακόμη προπονητής της Εθνικής ομάδας. Σαν ένα κακόγουστο ριμέικ του σήριαλ Γιαννάκη.
Όταν αναζητήθηκε ο διάδοχός του Ζούρου, ο Βασιλακόπουλος βρέθηκε να κολυμπάει ξανά σε ρηχά νερά. Οι σκέψεις για συνεργασία με τον Φώτη Κατσικάρη τράκαραν στις απαιτήσεις του τελευταίου, οικονομικές και μη, όχι απαραίτητα παράλογες. Οι φήμες για επιστροφή του Παναγιώτη Γιαννάκη (με όλα τα ελαττώματα, τα μειονεκτήματα και τα λοξά βλέμματα που αυτή θα έφερνε μαζί της) έμειναν φήμες, παρά την επιμονή του μακαρίτη Γιώργου Κολοκυθά: δεν είναι και τόσο εύκολο να επισκευαστούν οι γέφυρες που γκρεμίστηκαν –με ευθύνη του ίδιου του Γιαννάκη εν πολλοίς- τη διετία 2007-8.
Ο Πεδουλάκης φορούσε πια τα πράσινα, ο Μπαρτζώκας τα κόκκινα, χρώματα ασυμβίβαστα με το γαλάζιο, όπως και το θαμπό πράσινο του Ιτούδη. Οι υπόλοιποι Ελληνες αποκλείστηκαν, ξανά, ως «μικροί» για την Εθνική ομάδα, μολονότι έπαιξε αρκετά το όνομα του Κώστα Μίσσα.
Επελέγη, όπως ήταν φυσικό, ένας ξένος προπονητής που θεωρητικά ταίριαζε με την ελληνική νοοτροπία, εργατικός και φιλοσοφημένος, ταυτόχρονα φτηνός, άφθαρτος, και βολικός για το κυνήγι μαγισσών που ακολουθεί κάθε αποτυχία. Ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση, για ένα νέο ξεκίνημα.
Αλλά ο συμπαθής και ικανός Αντρέα Τρινκιέρι έφερε στις βαλίτσες του από την Ιταλία χτυπητά μειονεκτήματα. Δεν είχε κοουτσάρει ποτέ στη ζωή του Εθνική ομάδα. Δεν είχε δουλέψει ποτέ έξω από την πατρίδα του. Δεν είχε συνεργαστεί ποτέ με αστέρες. Δεν ενστερνίστηκε καν τη φιλοσοφία της περίφημης ελληνικής σχολής, με αποτέλεσμα να μετατρέψει την Εθνική σε ομάδα της Lega Uno, ή όπως αλλιώς λέγεται το ιταλικό πρωτάθλημα: «Ελλάδα λάιτ». Όταν πελάγωσε, απλώς τα έκανε θάλασσα.
Κατά την ταπεινή μου γνώμη, ο Τρινκιέρι ήταν το τέταρτο μεγάλο λάθος. Απόλυση Γιαννάκη, πρόσληψη Καζλάουσκας, απόλυση Ζούρου, πρόσληψη Τρινκιέρι. Πέντε χρόνια επιλογών που στην πράξη ακυρώνονται. Και που ξεκίνησαν επειδή υποκλιθήκαμε στην παντοκρατορία του πρασινοκόκκινου διπολισμού.
Αλήθεια, υπάρχει καλύτερη επιλογή για την επόμενη μέρα και για project 3ετίας (αρχής γενομένης από τη wild card) από τον Αργύρη Πεδουλάκη; Ασχέτως με το ασυμβίβαστο, εννοώ. Μήπως προλαβαίνουμε ακόμα να τα σπάσουμε εκείνα τα αυγά;
Σημειώστε ότι ο Πεδουλάκης είχε βρεθεί στο κατώφλι της Εθνικής Ανδρών πριν από 10 ολόκληρα χρόνια, όταν προτιμήθηκε πάνω στο νήμα ως διάδοχος του Ιωαννίδη –με βασικό υποστηρικτή τον Γ.Κολοκυθά- ο Γιαννάκης.
* Μίλησα με τον Γιώργο Βασιλακόπουλο μία και μοναδική φορά το τελευταίο δίμηνο, για 5 λεπτά, στην πρεμιέρα του τουρνουά «Ακρόπολις». Τον ρώτησα αν του άρεσε η ομάδα και εισέπραξα την εξής εκπληκτική απάντηση: «Είναι σαν τα κείμενά σου. Γίνονται πολλά πράγματα μέσα στο παιχνίδι της, είναι γεμάτη και πλούσια, και στο τέλος δεν καταλαβαίνεις τίποτα»!
Γέλασα και συμφώνησα μαζί του («πρώτη φορά συμβαίνει αυτό», είπε εκείνος). Δεν ξέρω αν θα πρέπει να το θεωρήσω κοπλιμέντο ή θάψιμο, ούτε μ’ενδιαφέρει κιόλας, αλλά μου φάνηκε εύστοχο αυτό που είπε ο ισχυρός άνδρας της ΕΟΚ. Πράγματι, έτσι ήταν η Εθνική του 2013. Στο παρκέ γινόταν ο κακός χαμός, αλλά στο τέλος δεν σου έμενε τίποτε και δεν καταλάβαινες γρυ. Εκτός αν ήσουν ο Μάλκοβιτς, ο Ντέτμαν ή ο Πιανιτζάνι.
Ο σινιόρε Τρινκιέρι θα απολυθεί και θα φορτωθεί το μεγαλύτερο μέρος από το στραπάτσο, μολονότι έκανε ό,τι μπορούσε και ό,τι κατέβαζε η κούτρα του. Όταν όμως μία αποτυχία πέφτει στην καμπούρα του προπονητή, την ευθύνη δεν τη χρεώνεται τόσο ο ίδιος, όσο εκείνος που υπογράφει τις επιταγές του.
Πηγή: gazzetta.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: