Το ιδιαίτερο με την περίπτωση του, ήταν ότι άπαντες στην Ισπανία
άκουσαν γι αυτόν, όταν πήγε με τη Λας Πάλμας στο «Καμπ Νόου» σε ένα ματς
Κυπέλλου και κατέβασε ρολά κόντρα στην κορυφαία Μπαρτσελόνα των 50ς.
Του Κουμπάλα, του Λουίς Σουάρεθ, του Θέσαρ. Ο Αντόνιο Μπετανκόρ ήταν
τότε μόλις 19 ετών και ο Σαντιάγο Μπερναμπέου ζήτησε περισσότερες
πληροφορίες για τον πιτσιρικά. Τέσσερα χρόνια αργότερα ο θρυλικός
πρόεδρος της Ρεάλ θα τον έντυνε στα λευκά. Και κάπως έτσι ο νεαρός
πορτιέρο θα ξεκινούσε να χτίζει τον προσωπικό μύθο του μαζί με την επική
ομάδα των Yé-yé.
Αρχικά ο Μπετανκόρ στην Μαδρίτη δεν τα κατάφερε, καθώς μπροστά του είχε τον ξακουστό Βάσκο τερματοφύλακα, τον Αρακιστάιν. Χρειάστηκε λοιπόν ένας δανεισμός του στην Λα Κορούνια (1962-’63), ώστε να επιστρέψει πιο έτοιμος. Εκείνη την περίοδο η Ρεάλ βρισκόταν σε μία ιδιαίτερη κατάσταση. Ηταν η μετάβαση από την υπερομάδα των πέντε διαδοχικών Πρωταθλητριών. Από το ρόστερ των Ντι Στέφανο, Φέρντς Πούσκας και όλων των άλλων ιστορικών ονομάτων προς την επόμενη γενιά. Εκείνη των περίεργων… μαλλιάδων.
Η νέα φουρνιά ονομάστηκε Yé-yé. Ο λόγος ήταν ότι όλα τα νέα φυντάνια είχαν μακριά κόμμωση, ακολουθώντας το φαινόμενο εκείνων των καιρών. Και τούτο δεν ήταν άλλο από τους Beatles. Όταν λοιπόν η εφημερίδα «Marca» τους έκανε πρωτοσέλιδο για πρώτη φορά με τη μαλλούρα και τα παντελόνια καμπάνα, τους ονόμασε Yé-yé, εξηγώντας ότι ο όρος ήταν εμπνευσμένος από το χιτ της εποχής. «She loves you… Yé-yé-yé» τραγουδούσαν τα Σκαθάρια και η Ρεάλ λικνιζόταν εντός γηπέδου στο ρυθμό τους.
Τη δουλειά της μετάβασης από τον Ντι Στέφανο στους Beatles, είχε αναλάβει σταδιακά να την κάνει ο Μιγκέλ Μουνιόθ, ο οποίος ως αμυντικός μέσος και αρχηγός ήταν στυλοβάτης στις πρώτες κατακτήσεις της κορυφής της Ευρώπης. Όταν λοιπόν αποφάσισε το 1963-’64 να ρίξει τον –ίσως μοναδικό μη μακρυμάλλη και χωρίς φαβορίτες- Μπετανκόρ στη φωτιά, εκείνος δεν κάηκε. Αντιθέτως, έδωσε με τις αποκρούσεις του τροφή για τους παλαιότερους που τον είδαν, να αφηγούνται τα κατορθώματα του στους σύγχρονους τους.
Αμέσως έπεσε στα βαθιά και βρέθηκε να παίζει στο Πρωταθλητριών. Μαζί με τους Αμάνθιο Αμάρο, Ραμόν Γκρόσο, Πέδρο ντε Φιλίπε, Μανουέλ Σαντσίς, Μάνουελ Βάθκεθ, Ιγνάθιο Θόκο, Πατσίν και πάνω απ’ όλους τον μοναδικό Πάκο Χέντο (έπαιξε σε οκτώ τελικούς Πρωταθλητριών, παίρνοντας τους έξι) να συνδέει τις δύο εποχές του συλλόγου, εκείνη η Ρεάλ έφτασε το 1966 για 6η φορά στην κορυφή της Ευρώπης.
Φυσικά ο Μπετανκόρ ήταν ο βασικός πορτιέρο της σε αυτή την πορεία. Μόνο που δεν έπαιξε στον τελικό του «Χέιζελ», όπου η Ρεάλ έχανε από την Παρτιζάν και πήρε την κούπα με ανατροπή (2-1). Ο Μπετανκόρ είχε πραγματοποιήσει μία επική εμφάνιση στον ημιτελικό με την προηγούμενη κάτοχο, την Ιντερ του Ελένιο Ερέρα. Τότε, παίζοντας με βγαλμένο ώμο στο μισό ματς (σ.σ.: δεν υπήρχε δυνατότητα αλλαγής), είχε κρατήσει όρθια την ομάδα δίχως να δεχτεί γκολ.
Οι Yé-yé θα άντεχαν μέχρι τα πρώτα 70ς. Ο Μπετανκόρ πάλι θα αποχωρούσε το 1971 για να επιστρέψει στην αγαπημένη του Λας Πάλμας. Στις αποσκευές του είχε εκτός από το Πρωταθλητριών (σ.σ.: και τον χαμένο τελικό του 1964), έξι πρωταθλήματα και δύο ακόμα Κύπελλα Ισπανίας. Σε προσωπικό επίπεδο όμως φρόντισε να κουβαλήσει ένα ακατάρριπτο μέχρι σήμερα ρεκόρ. Το 1965 και το 1967 δέχτηκε από 15 γκολ και ανακηρύχτηκε κορυφαίος τερματοφύλακας στην χώρα. Ποτέ κανείς στην ιστορία της Primera Division δεν δέχτηκε λιγότερα σε μία σεζόν (σ.σ.: επίσης 15 δέχτηκε σε μία σεζόν μόνο ο Χοσέ Μανουέλ Πεσούδο της Μπαρτσελόνα).
Και με τη Λας Πάλμας όμως στα δύο επόμενα χρόνια, έως και την απόσυρση του δηλαδή, έκανε σπουδαία πράγματα, καθώς θα κατάφερε και στις δύο σεζόν να παίξει στο Κύπελλο UEFA. Δυστυχώς δεν είχε μεγάλη παρουσία στην Εθνική Ισπανίας. Τούτο όμως ήταν απόλυτα δικαιολογημένο, μιας και μπροστά ντου είχε τον τεράστιο Χοσέ Ανχελ Ιριμπάρ της Αθλέτικ Μπιλμπάο που θεωρείται ένας εκ των 3-4 κορυφαίων όλων των εποχών στην χώρα. Την Κυριακή, 15 Μαρτίου ο Αντόνιο Μτετανκόρ έφυγε από την ζωή σε ηλικία 78 ετών, έχοντας φροντίσει όμως να γράψει την δική του σελίδα στο τρανό βιβλίο της Ρεάλ Μαδρίτης.
*Πηγή: gazzetta.gr*
Αρχικά ο Μπετανκόρ στην Μαδρίτη δεν τα κατάφερε, καθώς μπροστά του είχε τον ξακουστό Βάσκο τερματοφύλακα, τον Αρακιστάιν. Χρειάστηκε λοιπόν ένας δανεισμός του στην Λα Κορούνια (1962-’63), ώστε να επιστρέψει πιο έτοιμος. Εκείνη την περίοδο η Ρεάλ βρισκόταν σε μία ιδιαίτερη κατάσταση. Ηταν η μετάβαση από την υπερομάδα των πέντε διαδοχικών Πρωταθλητριών. Από το ρόστερ των Ντι Στέφανο, Φέρντς Πούσκας και όλων των άλλων ιστορικών ονομάτων προς την επόμενη γενιά. Εκείνη των περίεργων… μαλλιάδων.
Η νέα φουρνιά ονομάστηκε Yé-yé. Ο λόγος ήταν ότι όλα τα νέα φυντάνια είχαν μακριά κόμμωση, ακολουθώντας το φαινόμενο εκείνων των καιρών. Και τούτο δεν ήταν άλλο από τους Beatles. Όταν λοιπόν η εφημερίδα «Marca» τους έκανε πρωτοσέλιδο για πρώτη φορά με τη μαλλούρα και τα παντελόνια καμπάνα, τους ονόμασε Yé-yé, εξηγώντας ότι ο όρος ήταν εμπνευσμένος από το χιτ της εποχής. «She loves you… Yé-yé-yé» τραγουδούσαν τα Σκαθάρια και η Ρεάλ λικνιζόταν εντός γηπέδου στο ρυθμό τους.
Τη δουλειά της μετάβασης από τον Ντι Στέφανο στους Beatles, είχε αναλάβει σταδιακά να την κάνει ο Μιγκέλ Μουνιόθ, ο οποίος ως αμυντικός μέσος και αρχηγός ήταν στυλοβάτης στις πρώτες κατακτήσεις της κορυφής της Ευρώπης. Όταν λοιπόν αποφάσισε το 1963-’64 να ρίξει τον –ίσως μοναδικό μη μακρυμάλλη και χωρίς φαβορίτες- Μπετανκόρ στη φωτιά, εκείνος δεν κάηκε. Αντιθέτως, έδωσε με τις αποκρούσεις του τροφή για τους παλαιότερους που τον είδαν, να αφηγούνται τα κατορθώματα του στους σύγχρονους τους.
Αμέσως έπεσε στα βαθιά και βρέθηκε να παίζει στο Πρωταθλητριών. Μαζί με τους Αμάνθιο Αμάρο, Ραμόν Γκρόσο, Πέδρο ντε Φιλίπε, Μανουέλ Σαντσίς, Μάνουελ Βάθκεθ, Ιγνάθιο Θόκο, Πατσίν και πάνω απ’ όλους τον μοναδικό Πάκο Χέντο (έπαιξε σε οκτώ τελικούς Πρωταθλητριών, παίρνοντας τους έξι) να συνδέει τις δύο εποχές του συλλόγου, εκείνη η Ρεάλ έφτασε το 1966 για 6η φορά στην κορυφή της Ευρώπης.
Φυσικά ο Μπετανκόρ ήταν ο βασικός πορτιέρο της σε αυτή την πορεία. Μόνο που δεν έπαιξε στον τελικό του «Χέιζελ», όπου η Ρεάλ έχανε από την Παρτιζάν και πήρε την κούπα με ανατροπή (2-1). Ο Μπετανκόρ είχε πραγματοποιήσει μία επική εμφάνιση στον ημιτελικό με την προηγούμενη κάτοχο, την Ιντερ του Ελένιο Ερέρα. Τότε, παίζοντας με βγαλμένο ώμο στο μισό ματς (σ.σ.: δεν υπήρχε δυνατότητα αλλαγής), είχε κρατήσει όρθια την ομάδα δίχως να δεχτεί γκολ.
Οι Yé-yé θα άντεχαν μέχρι τα πρώτα 70ς. Ο Μπετανκόρ πάλι θα αποχωρούσε το 1971 για να επιστρέψει στην αγαπημένη του Λας Πάλμας. Στις αποσκευές του είχε εκτός από το Πρωταθλητριών (σ.σ.: και τον χαμένο τελικό του 1964), έξι πρωταθλήματα και δύο ακόμα Κύπελλα Ισπανίας. Σε προσωπικό επίπεδο όμως φρόντισε να κουβαλήσει ένα ακατάρριπτο μέχρι σήμερα ρεκόρ. Το 1965 και το 1967 δέχτηκε από 15 γκολ και ανακηρύχτηκε κορυφαίος τερματοφύλακας στην χώρα. Ποτέ κανείς στην ιστορία της Primera Division δεν δέχτηκε λιγότερα σε μία σεζόν (σ.σ.: επίσης 15 δέχτηκε σε μία σεζόν μόνο ο Χοσέ Μανουέλ Πεσούδο της Μπαρτσελόνα).
Και με τη Λας Πάλμας όμως στα δύο επόμενα χρόνια, έως και την απόσυρση του δηλαδή, έκανε σπουδαία πράγματα, καθώς θα κατάφερε και στις δύο σεζόν να παίξει στο Κύπελλο UEFA. Δυστυχώς δεν είχε μεγάλη παρουσία στην Εθνική Ισπανίας. Τούτο όμως ήταν απόλυτα δικαιολογημένο, μιας και μπροστά ντου είχε τον τεράστιο Χοσέ Ανχελ Ιριμπάρ της Αθλέτικ Μπιλμπάο που θεωρείται ένας εκ των 3-4 κορυφαίων όλων των εποχών στην χώρα. Την Κυριακή, 15 Μαρτίου ο Αντόνιο Μτετανκόρ έφυγε από την ζωή σε ηλικία 78 ετών, έχοντας φροντίσει όμως να γράψει την δική του σελίδα στο τρανό βιβλίο της Ρεάλ Μαδρίτης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου