Συμβαίνει κάθε Κυριακή και μέχρι να ολοκληρωθούν οι
θέσεις (τέρμα, άμυνα, κέντρο, επίθεση). Πρόκειται για τη δική μας λίστα
με τους κορυφαίους στα μεγάλα πρωταθλήματα. Ποιοι, πως, γιατί; Τα
κριτήρια είναι οι τίτλοι, η διάρκεια καριέρας, η προσφορά, οι μαρτυρίες
(για τους πιο παλιούς), η δική μας αίσθηση (για όσους έχουμε δει). Η
αντίστροφη μέτρηση είναι φυσικά υποκειμενική, μιας και ο κάθε ένας από
εμάς θα μπορούσε να έχει τη δική του διαφορετική άποψη. Διαβάστε,
συμφωνείστε και πάνω απ' όλα διαφωνήστε: καταγράψτε τις επιλογές σας με
επιχειρήματα, έτσι για να περάσουμε όμορφα και ποδοσφαιρικά...
Μετά το αφιέρωμα στη Μπουντεσλίγκα, σειρά έχει πάρει το Καμπιονάτο. Αφού ξεκινήσαμε με τους πορτιέρε της Σέριε Α', πήγαμε στους πλάγιους αμυντικούς, σειρά έχουν οι σέντερ μπακ της...
* Ο λίμπερο, ήταν από τότε που εφαρμόστηκε το Κατενάτσιο έως και τα μέσα των 80ς, ο ελεύθερος κεντρικός αμυντικός που έπαιζε μπροστά από τους δύο στόπερ σε άμυνα τριών σέντερ μπακ και μπορούσε να κινείται έως και την επίθεση. Ο sweeper είναι εκείνος που παίζει πίσω από τους δύο σέντερ μπακ σε άμυνα τριών, ώστε να καθαρίζει... σκουπίζει, ό,τι περνάει από εκείνους!
10. Σάντρο Σαλβαντόρε (1958-'74)
Αν και ξεκίνησε με δύο πρωταθλήματα με την Μίλαν, πέρασε μία 12ετία (1962-'74) και άφησε εποχή στη Γιουβέντους, προσθέτοντας στην τροπαιοθήκη του τρεις ακόμα πρωτιές στη Σέριε Α' και ένα Κύπελλο. Ωστόσο, ηττήθηκε στον τελικό του Πρωταθλητριών το 1973. Επιβλητικός λίμπερο και ηγέτης με τα όλα του, ήταν εκείνος που δίδαξε την θέση στον τεράστιο Γκαετάνο Σιρέα. Μάλιστα ο Σαλβαντόρε ήταν τόσο μεγάλος, που όταν το 1974 άφηνε την θέση του στον Σιρέα, άπαντες αναρωτιόνταν εάν ο μικρός θα μπορούσε να τον αντικαταστήσει επάξια. Τελικά τον ξεπέρασε. Ο Σαλβαντόρε με την Εθνική (36 συμμ.) έφτασε στην κορυφή της Ευρώπης το 1968.
*Πηγή: gazzetta.gr*
Μετά το αφιέρωμα στη Μπουντεσλίγκα, σειρά έχει πάρει το Καμπιονάτο. Αφού ξεκινήσαμε με τους πορτιέρε της Σέριε Α', πήγαμε στους πλάγιους αμυντικούς, σειρά έχουν οι σέντερ μπακ της...
* Ο λίμπερο, ήταν από τότε που εφαρμόστηκε το Κατενάτσιο έως και τα μέσα των 80ς, ο ελεύθερος κεντρικός αμυντικός που έπαιζε μπροστά από τους δύο στόπερ σε άμυνα τριών σέντερ μπακ και μπορούσε να κινείται έως και την επίθεση. Ο sweeper είναι εκείνος που παίζει πίσω από τους δύο σέντερ μπακ σε άμυνα τριών, ώστε να καθαρίζει... σκουπίζει, ό,τι περνάει από εκείνους!
10. Σάντρο Σαλβαντόρε (1958-'74)
Αν και ξεκίνησε με δύο πρωταθλήματα με την Μίλαν, πέρασε μία 12ετία (1962-'74) και άφησε εποχή στη Γιουβέντους, προσθέτοντας στην τροπαιοθήκη του τρεις ακόμα πρωτιές στη Σέριε Α' και ένα Κύπελλο. Ωστόσο, ηττήθηκε στον τελικό του Πρωταθλητριών το 1973. Επιβλητικός λίμπερο και ηγέτης με τα όλα του, ήταν εκείνος που δίδαξε την θέση στον τεράστιο Γκαετάνο Σιρέα. Μάλιστα ο Σαλβαντόρε ήταν τόσο μεγάλος, που όταν το 1974 άφηνε την θέση του στον Σιρέα, άπαντες αναρωτιόνταν εάν ο μικρός θα μπορούσε να τον αντικαταστήσει επάξια. Τελικά τον ξεπέρασε. Ο Σαλβαντόρε με την Εθνική (36 συμμ.) έφτασε στην κορυφή της Ευρώπης το 1968.
9. Αρμάντο Πίκι (1954-'69)
Γύρω από την καριέρα του στην Grande Inter που είχε στήσει ο Ελένιο Ερέρα, παραμένει ζωντανός ένας αστικός μύθος που μάλλον είναι και αληθινός. Ο μεγάλος αρχηγός της ήταν ο βασικός άξονας για την εφαρμογή του Κατενάτσιο. Εκείνος ήταν που κινούνταν ελεύθερος από τους τρεις σέντερ μπακ. Κάθε φορά λοιπόν που ανέβαινε χωρίς τη μπάλα, ο εκφωνητής στις μεταδόσεις της τηλεόρασης στα μεγάλα ματς των Νερατζούρι, φώναζε: «Picchi e' libero, Picchi e' libero» (σ.σ.: ο Πίκι είναι ελεύθερος). Ετσι βγήκε και η ορολογία του λίμπερο μέσα από την άμυνα τριών που είχε δημιουργήσει ο Ερέρα. Ηγετική φιγούρα που έπαιξε ένα διαφορετικό ποδόσφαιρο απ' ότι έπαιζαν τότε οι Ιταλοί αμυντικοί, πανηγύρισε τρία πρωταθλήματα και δύο Πρωταθλητριών (1964, 1965), χάνοντας στον τελικό του 1967, ενώ πήρε δύο φορές και το Διηπειρωτικό. Με την Εθνική (12 συμμετοχές) στάθηκε άτυχος, καθώς τραυματίστηκε σε φιλικό και έμεινε εκτός του EURO του 1968 που πήρε η Ιταλία.
Γύρω από την καριέρα του στην Grande Inter που είχε στήσει ο Ελένιο Ερέρα, παραμένει ζωντανός ένας αστικός μύθος που μάλλον είναι και αληθινός. Ο μεγάλος αρχηγός της ήταν ο βασικός άξονας για την εφαρμογή του Κατενάτσιο. Εκείνος ήταν που κινούνταν ελεύθερος από τους τρεις σέντερ μπακ. Κάθε φορά λοιπόν που ανέβαινε χωρίς τη μπάλα, ο εκφωνητής στις μεταδόσεις της τηλεόρασης στα μεγάλα ματς των Νερατζούρι, φώναζε: «Picchi e' libero, Picchi e' libero» (σ.σ.: ο Πίκι είναι ελεύθερος). Ετσι βγήκε και η ορολογία του λίμπερο μέσα από την άμυνα τριών που είχε δημιουργήσει ο Ερέρα. Ηγετική φιγούρα που έπαιξε ένα διαφορετικό ποδόσφαιρο απ' ότι έπαιζαν τότε οι Ιταλοί αμυντικοί, πανηγύρισε τρία πρωταθλήματα και δύο Πρωταθλητριών (1964, 1965), χάνοντας στον τελικό του 1967, ενώ πήρε δύο φορές και το Διηπειρωτικό. Με την Εθνική (12 συμμετοχές) στάθηκε άτυχος, καθώς τραυματίστηκε σε φιλικό και έμεινε εκτός του EURO του 1968 που πήρε η Ιταλία.
8. Αλεσάντρο Κοστακούρτα (1986-'07)
Ο εκπληκτικός "Billy" πέρασε (με διάλειμμα μίας σεζόν δανεισμού στη Μόντσα) όλη του την καριέρα στη Μίλαν, βιώνοντας την κορυφαία περίοδο της ιστορίας της και μάλιστα εις διπλούν. Σε αυτές τις δύο περιπτώσεις συνέθεσε μυθικές για το άθλημα τετράδες στα μετόπισθεν. Πανέξυπνος, φανταστικός τακτικά και με εξαιρετικό διάβασμα του παιχνιδιού, αγωνίστηκε έως και τα 41 του (σ.σ.: ο γηραιότερος σκόρερ στην Σέριε Α'). Με τους Ροσονέρι πήρε επτά πρωταθλήματα, ένα Κύπελλο και πέντε Σούπερ Καπ. Ωστόσο, την μεγάλη διαφορά την έκανε στο Champions League, κατακτώντας πέντε τίτλους (1989, 1990, 1994, 2003, 2007), ενώ ηττήθηκε σε ακόμα δύο τελικούς το 1995 και το 2005 (σ.σ.: ρεκόρ μαζί με Πάολο Μαλντίνι οι 7 τελικοί και οι 5 κατακτήσεις). Τέσσερα ακόμα Σούπερ Καπ Ευρώπης και δύο Διηπειρωτικά συμπληρώνουν το μοναδικό παλμαρέ αυτού του εξαιρετικού αμυντικού, ο οποίος με την Εθνική (59/ 2) το 1994 άγγιξε την κορυφή του κόσμου, αλλά ηττήθηκε στον τελικό.
Ο εκπληκτικός "Billy" πέρασε (με διάλειμμα μίας σεζόν δανεισμού στη Μόντσα) όλη του την καριέρα στη Μίλαν, βιώνοντας την κορυφαία περίοδο της ιστορίας της και μάλιστα εις διπλούν. Σε αυτές τις δύο περιπτώσεις συνέθεσε μυθικές για το άθλημα τετράδες στα μετόπισθεν. Πανέξυπνος, φανταστικός τακτικά και με εξαιρετικό διάβασμα του παιχνιδιού, αγωνίστηκε έως και τα 41 του (σ.σ.: ο γηραιότερος σκόρερ στην Σέριε Α'). Με τους Ροσονέρι πήρε επτά πρωταθλήματα, ένα Κύπελλο και πέντε Σούπερ Καπ. Ωστόσο, την μεγάλη διαφορά την έκανε στο Champions League, κατακτώντας πέντε τίτλους (1989, 1990, 1994, 2003, 2007), ενώ ηττήθηκε σε ακόμα δύο τελικούς το 1995 και το 2005 (σ.σ.: ρεκόρ μαζί με Πάολο Μαλντίνι οι 7 τελικοί και οι 5 κατακτήσεις). Τέσσερα ακόμα Σούπερ Καπ Ευρώπης και δύο Διηπειρωτικά συμπληρώνουν το μοναδικό παλμαρέ αυτού του εξαιρετικού αμυντικού, ο οποίος με την Εθνική (59/ 2) το 1994 άγγιξε την κορυφή του κόσμου, αλλά ηττήθηκε στον τελικό.
7. Πιέτρο Βιέρκοβουντ (1976-'00)
Τον αποκάλεσαν «ο Τσάρος» και αυτό δεν ήταν μόνο εξαιτίας της ουκρανικής καταγωγής του, αλλά κυρίως λόγω του εμβληματικού παιξίματος. Ηταν πολύ γρήγορος και τρομερά δυνατός, με εντυπωσιακές αντοχές και κάλπαζε στην επίθεση, όποτε έκλεβε την μπάλα. Κατέκτησε σχεδόν τα πάντα και μάλιστα πήρε πρωτάθλημα με Ρόμα (1983) και Σαμπντόρια (1991), κάνοντας δηλαδή κάτι απίστευτα δύσκολο. Στη Σαμπ (1983-'95) υπήρξε μέλος μια τεράστιας ομάδας που σήκωσε πέντε Κύπελλα, τρία Σούπερ Καπ, το Κυπελλούχων (1990) και ηττήθηκε στον τελικό του πρώτου Champions League (1992). Αυτό το τελευταίο όμως θα το σήκωνε με τη Γιουβέντους το 1996. Πολύ νωρίτερα όμως είχε γευτεί και την κορυφή του κόσμου αν και ως πιτσιρικάς δεν είχε παίξει ούτε λεπτό στο Μουντιάλ του 1982. Με την Εθνική (45/ 2) πήρε και το χάλκινο μετάλλιο το 1990. Το μεγαλύτερο παράσημο όμως του το προσέφερε χρόνια αργότερα ο Ντιέγκο Μαραντόνα: «Ο Βιέρκοβουντ ήταν ο δυσκολότερος αμυντικός που αντιμετώπισα στην καριέρα μου. Ηταν τόσο δυνατός που νόμιζες ότι είχε μύες ακόμα και στις βλεφαρίδες. Κάθε φορά που τον έβρισκα μπροστά μου, έπρεπε να τον περάσω 2,3,4 φορές και πάλι με ξαναπρολάβαινε!» Μύθος!
Ενώ έπεφτε με δύναμη στους αντιπάλους του, το έκανε πάντοτε με έναν απίστευτα ιδιοφυή, καθαρό τρόπο και ως συνέπεια αυτού, ουδέποτε αποβλήθηκε σε όλη την καριέρα του. Επαιζε με την ίδια ευκολία αρχικά ως λίμπερο και εν συνεχεία ως sweeper και μέχρι το 1986, όταν δηλαδή σταμάτησε από την Εθνική (78/ 2), ο Φράνκο Μπαρέζι καθόταν συνήθως στον πάγκο. Ζώντας επί 14 χρόνια στη Γιουβέντους, είναι ένας από τους εννέα που έχουν κατακτήσει τους τρεις ευρωπαϊκούς τίτλους. Αρχικά πήρε το UEFA (1977), έχασε στον τελικό του Πρωταθλητριών (1983) και αφού πήρε το Κυπελλούχων (1984), σήκωσε τελικά και το Πρωταθλητριών στον ματωμένο τελικό του «Χέιζελ» (1985). Επίσης πανηγύρισε το Σούπερ Καπ Ευρώπης (1984) και το Διηπειρωτικό την επόμενη χρονιά. Σε εγχώριο επίπεδο οδήγησε τη Γιύβε σε επτά Σκουντέτο και τρία Κύπελλα. Εκτός από την κορυφή του Παγκοσμίου Κυπέλλου (1982), ήρθε με την Ιταλία 4ος το 1978 και στο EURO το 1980. Δυστυχώς, έφυγε από την ζωή το 1989, στα 36 του, μόλις δηλαδή είχε σταματήσει το ποδόσφαιρο.
Τον αποκάλεσαν «ο Τσάρος» και αυτό δεν ήταν μόνο εξαιτίας της ουκρανικής καταγωγής του, αλλά κυρίως λόγω του εμβληματικού παιξίματος. Ηταν πολύ γρήγορος και τρομερά δυνατός, με εντυπωσιακές αντοχές και κάλπαζε στην επίθεση, όποτε έκλεβε την μπάλα. Κατέκτησε σχεδόν τα πάντα και μάλιστα πήρε πρωτάθλημα με Ρόμα (1983) και Σαμπντόρια (1991), κάνοντας δηλαδή κάτι απίστευτα δύσκολο. Στη Σαμπ (1983-'95) υπήρξε μέλος μια τεράστιας ομάδας που σήκωσε πέντε Κύπελλα, τρία Σούπερ Καπ, το Κυπελλούχων (1990) και ηττήθηκε στον τελικό του πρώτου Champions League (1992). Αυτό το τελευταίο όμως θα το σήκωνε με τη Γιουβέντους το 1996. Πολύ νωρίτερα όμως είχε γευτεί και την κορυφή του κόσμου αν και ως πιτσιρικάς δεν είχε παίξει ούτε λεπτό στο Μουντιάλ του 1982. Με την Εθνική (45/ 2) πήρε και το χάλκινο μετάλλιο το 1990. Το μεγαλύτερο παράσημο όμως του το προσέφερε χρόνια αργότερα ο Ντιέγκο Μαραντόνα: «Ο Βιέρκοβουντ ήταν ο δυσκολότερος αμυντικός που αντιμετώπισα στην καριέρα μου. Ηταν τόσο δυνατός που νόμιζες ότι είχε μύες ακόμα και στις βλεφαρίδες. Κάθε φορά που τον έβρισκα μπροστά μου, έπρεπε να τον περάσω 2,3,4 φορές και πάλι με ξαναπρολάβαινε!» Μύθος!
6. Ταρκίζιο Μπούρνιτς (1958-'77)
Μπορούσε να παίξει με την ίδια άνεση ως στόπερ, sweeper ή δεξιός full back. Ηταν εκπληκτικός στα τάκλιν που έκανε και καθώς υπήρξε τόσο δυνατός παίκτης, ο παρτενέρ του και αρχηγός της Grande Inter, Αρμάντο Πίκι, τον αποκαλούσε «ο βράχος». Ως μέλος της τεράστιας Ιντερ του Ελένιο Ερέρα, πανηγύρισε τρία πρωταθλήματα και δύο Πρωταθλητριών (1964, 1965), χάνοντας στον τελικό του 1967, ενώ πήρε δύο φορές και το Διηπειρωτικό. Υπήρξε καταλυτικός στο Κατενάτσιο που εφάρμοσαν στα 60ς οι Νερατζούρι. Μαζί τους πήρε επίσης και τέσσερα πρωταθλήματα και ένα ακόμα στο ξεκίνημα της καριέρας του με τη Γιουβέντους, αλλά και ένα Κύπελλο με τη Νάπολι προς το φινάλε. Με την Σκουάντρα Ατζούρα (66/ 2) σήκωσε το EURO του 1968 και έπαιξε στον χαμένο τελικό του Μουντιάλ δύο χρόνια αργότερα.
2. Γκαετάνο Σιρέα (1972-'88)Μπορούσε να παίξει με την ίδια άνεση ως στόπερ, sweeper ή δεξιός full back. Ηταν εκπληκτικός στα τάκλιν που έκανε και καθώς υπήρξε τόσο δυνατός παίκτης, ο παρτενέρ του και αρχηγός της Grande Inter, Αρμάντο Πίκι, τον αποκαλούσε «ο βράχος». Ως μέλος της τεράστιας Ιντερ του Ελένιο Ερέρα, πανηγύρισε τρία πρωταθλήματα και δύο Πρωταθλητριών (1964, 1965), χάνοντας στον τελικό του 1967, ενώ πήρε δύο φορές και το Διηπειρωτικό. Υπήρξε καταλυτικός στο Κατενάτσιο που εφάρμοσαν στα 60ς οι Νερατζούρι. Μαζί τους πήρε επίσης και τέσσερα πρωταθλήματα και ένα ακόμα στο ξεκίνημα της καριέρας του με τη Γιουβέντους, αλλά και ένα Κύπελλο με τη Νάπολι προς το φινάλε. Με την Σκουάντρα Ατζούρα (66/ 2) σήκωσε το EURO του 1968 και έπαιξε στον χαμένο τελικό του Μουντιάλ δύο χρόνια αργότερα.
5. Φούλβιο Κολοβάτι (1976-'93)
Αντικατέστησε στη Μίλαν τον μεγάλο Ρομπέρτο Ροζάτο (σ.σ.: έμεινε οριακά εκτός της λίστας μας) και θεωρείται ένας από τους κορυφαίους αμυντικούς στον κόσμο για τα τέλη των 70ς και το πρώτο μισό των 80ς και ήταν πολύ μοντέρνος στον τρόπο παιχνιδιού για την εποχή του. Ενώ υπήρξε στόπερ και ειδικός στο man to man, ήταν πολύ δυνατός στον αέρα και με γκάζι και ταυτόχρονα διέθετε εξαιρετικά τεχνικά χαρίσματα. Μοίρασε την καριέρα του στις δύο ομάδες του Μιλάνου, αλλά τίτλους πήρε μόνο με τους Ροσονέρι (1 πρωτ., 1 Κύπ.), Ωστόσο, με την Εθνική (50/ 3) κατάφερε ως βασικός να κατακτήσει το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1982.
Αντικατέστησε στη Μίλαν τον μεγάλο Ρομπέρτο Ροζάτο (σ.σ.: έμεινε οριακά εκτός της λίστας μας) και θεωρείται ένας από τους κορυφαίους αμυντικούς στον κόσμο για τα τέλη των 70ς και το πρώτο μισό των 80ς και ήταν πολύ μοντέρνος στον τρόπο παιχνιδιού για την εποχή του. Ενώ υπήρξε στόπερ και ειδικός στο man to man, ήταν πολύ δυνατός στον αέρα και με γκάζι και ταυτόχρονα διέθετε εξαιρετικά τεχνικά χαρίσματα. Μοίρασε την καριέρα του στις δύο ομάδες του Μιλάνου, αλλά τίτλους πήρε μόνο με τους Ροσονέρι (1 πρωτ., 1 Κύπ.), Ωστόσο, με την Εθνική (50/ 3) κατάφερε ως βασικός να κατακτήσει το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1982.
4. Φάμπιο Καναβάρο (1992-'11)
Οπως καταλαβαίνετε, σε αυτή την περίπτωση πραγματικά δυσκολευτήκαμε πολύ για να επιλέξουμε ποιος θα είναι στο Νο3 και στο Νο4, αυτός δηλαδή ή ο Νέστα. Μιλάμε για δύο από τους κορυφαίους στόπερ στην ιστορία του αθλήματος ανεξαρτήτου χώρας. Τρομερή δύναμη, ταχύτητα στο πως έβγαινε στην μπάλα και αίσθηση αυτοθυσίας στο maximum. Η τρελή θητεία του ξεκίνησε με την εκπληκτική Πάρμα στο Β' μισό των 90ς (σ.σ.: έχει ψηφιστεί ο κορυφαίος της ιστορίας της). Μαζί της πήρε δύο Κύπελλα, ένα Σούπερ Καπ και το UEFA (1999). Το φοβερό είναι ότι ενώ έπαιξε και σε Ιντερ, Γιουβέντους (καθώς του ακυρώθηκαν τα δύο πρωταθλήματα εξαιτίας του Calciopoli), δεν πήρε άλλον τίτλο στο Καμπιονάτο. Σε συλλογικό επίπεδο τουλάχιστον πανηγύρισε δύο πρωταθλήματα με τη Ρεάλ Μαδρίτης (+1 Σούπερ Καπ). Φυσικά το 2006 ήταν η χρονιά του. Αφού οδήγησε την Ιταλία στην κορυφή του κόσμου, του δόθηκαν 10 ατομικές διακρίσεις. Εννοείται σημαντικότερη όλων η «Χρυσή Μπάλα». Κανείς άλλος -μόνο- αμυντικός δεν πήρε το κορυφαίο βραβείο (Ζάμερ και Μπεκενμπάουερ έπαιζαν και ως αμυντικοί μέσοι), ενώ ήταν και ο γηραιότερος που το έλαβε. Πάντως στις έξι φορές που βρέθηκαν στις θέσεις 1-2 με τον Νέστα ως κορυφαίοι αμυντικοί της Σέριε Α', ο Καναβάρο ήταν 1ος στις δύο! Με την Εθνική (136/ 2) ήταν φιναλίστ στο EURO 2000.
Οπως καταλαβαίνετε, σε αυτή την περίπτωση πραγματικά δυσκολευτήκαμε πολύ για να επιλέξουμε ποιος θα είναι στο Νο3 και στο Νο4, αυτός δηλαδή ή ο Νέστα. Μιλάμε για δύο από τους κορυφαίους στόπερ στην ιστορία του αθλήματος ανεξαρτήτου χώρας. Τρομερή δύναμη, ταχύτητα στο πως έβγαινε στην μπάλα και αίσθηση αυτοθυσίας στο maximum. Η τρελή θητεία του ξεκίνησε με την εκπληκτική Πάρμα στο Β' μισό των 90ς (σ.σ.: έχει ψηφιστεί ο κορυφαίος της ιστορίας της). Μαζί της πήρε δύο Κύπελλα, ένα Σούπερ Καπ και το UEFA (1999). Το φοβερό είναι ότι ενώ έπαιξε και σε Ιντερ, Γιουβέντους (καθώς του ακυρώθηκαν τα δύο πρωταθλήματα εξαιτίας του Calciopoli), δεν πήρε άλλον τίτλο στο Καμπιονάτο. Σε συλλογικό επίπεδο τουλάχιστον πανηγύρισε δύο πρωταθλήματα με τη Ρεάλ Μαδρίτης (+1 Σούπερ Καπ). Φυσικά το 2006 ήταν η χρονιά του. Αφού οδήγησε την Ιταλία στην κορυφή του κόσμου, του δόθηκαν 10 ατομικές διακρίσεις. Εννοείται σημαντικότερη όλων η «Χρυσή Μπάλα». Κανείς άλλος -μόνο- αμυντικός δεν πήρε το κορυφαίο βραβείο (Ζάμερ και Μπεκενμπάουερ έπαιζαν και ως αμυντικοί μέσοι), ενώ ήταν και ο γηραιότερος που το έλαβε. Πάντως στις έξι φορές που βρέθηκαν στις θέσεις 1-2 με τον Νέστα ως κορυφαίοι αμυντικοί της Σέριε Α', ο Καναβάρο ήταν 1ος στις δύο! Με την Εθνική (136/ 2) ήταν φιναλίστ στο EURO 2000.
3. Αλεσάντρο Νέστα (1993-'14)
Ενώ ήταν λιγότερο δυνατός και ταχύς από τον Καναβάρο, εκείνο που σε ξετρέλαινε όταν τον έβλεπες, ήταν το πόσο κλασάτα και αρχοντικά έβγαινε πρώτος στην μπάλα. Στόπερ ή sweeper υπήρξε από τους πιο έξυπνους και τακτικά-τεχνικά άρτιους όλων των εποχών για την θέση. Σχεδόν ποτέ του δεν έδιωχνε τη μπάλα όπως να 'ναι. Μονίμως χαμηλά με υπομονή σε κάποιον συμπαίκτη, μοίραζε μαεστρικά το παιχνίδι από πίσω. Η καριέρα του μοιράστηκε με τρομερή επιτυχία στην κορυφαία Λάτσιο όλων των εποχών και στην τεράστια Μίλαν των 00ς. Με τους Ρωμαίους πήρε ένα Σκουντέτο, δύο Κύπελλα και ισάριθμα Σούπερ Καπ Ιταλίας, αλλά και το τελευταίο Κυπελλούχων (1999), το Σούπερ Καπ Ευρώπης, χάνοντας έναν τελικό UEFA (1998). Με την μετακόμιση του στους Ροσονέρι πρόσθεσε ακόμα δύο πρωταθλήματα, ένα Κύπελλο και δύο εγχώρια Σούπερ Καπ, για να φτάσει σε δύο κατακτήσεις Champions League (2003, 2007) και σε έναν χαμένο τελικό (2005). Πρόσθετα έβαλε στην τροπαιοθήκη δύο Σούπερ Καπ Ευρώπης και ένα Μουντιάλ Συλλόγων. Τέσσερις φορές καλύτερος Ιταλός αμυντικός, βρέθηκε άλλες τόσες στην 11άδα της UEFA και το 2000 στην 5η θέση της «Χρυσής Μπάλας». Ηταν η χρονιά που έχασε στον τελικό το EURO, ενώ με την Ιταλία (78 συμμ.) σήκωσε το Μουντιάλ του 2006, έχοντας όμως τραυματιστεί από νωρίς. Γενικότερα εάν δεν είχε τραυματισμούς, θα είχε κάνει ακόμα πιο μυθικά πράγματα.
Ενώ ήταν λιγότερο δυνατός και ταχύς από τον Καναβάρο, εκείνο που σε ξετρέλαινε όταν τον έβλεπες, ήταν το πόσο κλασάτα και αρχοντικά έβγαινε πρώτος στην μπάλα. Στόπερ ή sweeper υπήρξε από τους πιο έξυπνους και τακτικά-τεχνικά άρτιους όλων των εποχών για την θέση. Σχεδόν ποτέ του δεν έδιωχνε τη μπάλα όπως να 'ναι. Μονίμως χαμηλά με υπομονή σε κάποιον συμπαίκτη, μοίραζε μαεστρικά το παιχνίδι από πίσω. Η καριέρα του μοιράστηκε με τρομερή επιτυχία στην κορυφαία Λάτσιο όλων των εποχών και στην τεράστια Μίλαν των 00ς. Με τους Ρωμαίους πήρε ένα Σκουντέτο, δύο Κύπελλα και ισάριθμα Σούπερ Καπ Ιταλίας, αλλά και το τελευταίο Κυπελλούχων (1999), το Σούπερ Καπ Ευρώπης, χάνοντας έναν τελικό UEFA (1998). Με την μετακόμιση του στους Ροσονέρι πρόσθεσε ακόμα δύο πρωταθλήματα, ένα Κύπελλο και δύο εγχώρια Σούπερ Καπ, για να φτάσει σε δύο κατακτήσεις Champions League (2003, 2007) και σε έναν χαμένο τελικό (2005). Πρόσθετα έβαλε στην τροπαιοθήκη δύο Σούπερ Καπ Ευρώπης και ένα Μουντιάλ Συλλόγων. Τέσσερις φορές καλύτερος Ιταλός αμυντικός, βρέθηκε άλλες τόσες στην 11άδα της UEFA και το 2000 στην 5η θέση της «Χρυσής Μπάλας». Ηταν η χρονιά που έχασε στον τελικό το EURO, ενώ με την Ιταλία (78 συμμ.) σήκωσε το Μουντιάλ του 2006, έχοντας όμως τραυματιστεί από νωρίς. Γενικότερα εάν δεν είχε τραυματισμούς, θα είχε κάνει ακόμα πιο μυθικά πράγματα.
Ενώ έπεφτε με δύναμη στους αντιπάλους του, το έκανε πάντοτε με έναν απίστευτα ιδιοφυή, καθαρό τρόπο και ως συνέπεια αυτού, ουδέποτε αποβλήθηκε σε όλη την καριέρα του. Επαιζε με την ίδια ευκολία αρχικά ως λίμπερο και εν συνεχεία ως sweeper και μέχρι το 1986, όταν δηλαδή σταμάτησε από την Εθνική (78/ 2), ο Φράνκο Μπαρέζι καθόταν συνήθως στον πάγκο. Ζώντας επί 14 χρόνια στη Γιουβέντους, είναι ένας από τους εννέα που έχουν κατακτήσει τους τρεις ευρωπαϊκούς τίτλους. Αρχικά πήρε το UEFA (1977), έχασε στον τελικό του Πρωταθλητριών (1983) και αφού πήρε το Κυπελλούχων (1984), σήκωσε τελικά και το Πρωταθλητριών στον ματωμένο τελικό του «Χέιζελ» (1985). Επίσης πανηγύρισε το Σούπερ Καπ Ευρώπης (1984) και το Διηπειρωτικό την επόμενη χρονιά. Σε εγχώριο επίπεδο οδήγησε τη Γιύβε σε επτά Σκουντέτο και τρία Κύπελλα. Εκτός από την κορυφή του Παγκοσμίου Κυπέλλου (1982), ήρθε με την Ιταλία 4ος το 1978 και στο EURO το 1980. Δυστυχώς, έφυγε από την ζωή το 1989, στα 36 του, μόλις δηλαδή είχε σταματήσει το ποδόσφαιρο.
1. Φράνκο Μπαρέζι (1977-'99)
Εχει αποκαλύψει, ότι στα τελευταία ματς του Μουντιάλ του 1982 που αμφότεροι κατέκτησαν (ο Μπαρέζι ως αλλαγή), έτρεμε μην τυχόν και τραυματιστεί ο Σιρέα και χρειαστεί να μπει. Τελικά, έστω και οριακά μάλλον τον ξεπέρασε (ίσως για κάποιος στο Νο1 να έπρεπε να είναι ο Σιρεά και μπορεί να έχουν και δίκιο)! Αν και ήταν σχετικά κοντός (1,76) και όχι τόσο ταχύς, τα πήγαινε εξαιρετικά στον αέρα και είχε μόνιμα πλεονέκτημα σε σχέση με τους αντιπάλους του, καθώς υπήρξε απίστευτα ευφυής και βρισκόταν ένα κλικ πιο μπροστά τους στη φάση. Ο τρόπος που διάβαζε το ματς ήταν μοναδικός και θεωρείται ίσως ο κορυφαίος καθαρός σέντερ μπακ (sweeper) στην ιστορία του αθλήματος (σ.σ.: με βάση το ότι ο Μπεκενμπάουερ έπαιζε συχνά και ως αμυντικός μέσος). Οπως και ο Πάολο Μαλντίνι υπηρέτησε πιστά μόνο τη Μίλαν και το 2000 ψηφίστηκε ως ο καλύτερος της για τον 20ό αιώνα. Μαζί της πήρε έξι πρωταθλήματα (την ακολούθησε και για δύο σεζόν στη Σέριε Β') και τέσσερα Σούπερ Καπ Ιταλίας. Μαζί του οι Ροσονέρι έκαναν το μυθικό ρεκόρ των 932 λεπτών χωρίς να δεχτούν γκολ και πήραν τα τρία Πρωταθλητριών/ Champions League (1989, 1990, 1994), χάνοντας στον τελικό του 1995. Επίσης σήκωσαν δύο Σούπερ Καπ Ευρώπης και άλλα τόσα Διηπειρωτικά. Κορυφαίος Ιταλός γενικά το 1990, έναν χρόνο νωρίτερα τερμάτισε 2ος στην «Χρυσή Μπάλα» (πίσω από Φαν Μπάστεν) και δύο φορές ψηφίστηκε κορυφαίος Ευρωπαίος αμυντικός, μπαίνοντας και στην καλύτερη 20άδα της Ευρώπης για τον 20ό αιώνα. Με την Εθνική (82/ 2) έζησε εξίσου τεράστιες στιγμές. Στην κούπα του 1982 μπορεί να μην ήταν βασικός, αλλά πήγε την Ιταλία στην 3η θέση (1990) και στον χαμένο τελικό του 1994. Εκεί όπου έζησε και το χειρότερο του, το χαμένο πέναλτι κόντρα στην Βραζιλία.
Εχει αποκαλύψει, ότι στα τελευταία ματς του Μουντιάλ του 1982 που αμφότεροι κατέκτησαν (ο Μπαρέζι ως αλλαγή), έτρεμε μην τυχόν και τραυματιστεί ο Σιρέα και χρειαστεί να μπει. Τελικά, έστω και οριακά μάλλον τον ξεπέρασε (ίσως για κάποιος στο Νο1 να έπρεπε να είναι ο Σιρεά και μπορεί να έχουν και δίκιο)! Αν και ήταν σχετικά κοντός (1,76) και όχι τόσο ταχύς, τα πήγαινε εξαιρετικά στον αέρα και είχε μόνιμα πλεονέκτημα σε σχέση με τους αντιπάλους του, καθώς υπήρξε απίστευτα ευφυής και βρισκόταν ένα κλικ πιο μπροστά τους στη φάση. Ο τρόπος που διάβαζε το ματς ήταν μοναδικός και θεωρείται ίσως ο κορυφαίος καθαρός σέντερ μπακ (sweeper) στην ιστορία του αθλήματος (σ.σ.: με βάση το ότι ο Μπεκενμπάουερ έπαιζε συχνά και ως αμυντικός μέσος). Οπως και ο Πάολο Μαλντίνι υπηρέτησε πιστά μόνο τη Μίλαν και το 2000 ψηφίστηκε ως ο καλύτερος της για τον 20ό αιώνα. Μαζί της πήρε έξι πρωταθλήματα (την ακολούθησε και για δύο σεζόν στη Σέριε Β') και τέσσερα Σούπερ Καπ Ιταλίας. Μαζί του οι Ροσονέρι έκαναν το μυθικό ρεκόρ των 932 λεπτών χωρίς να δεχτούν γκολ και πήραν τα τρία Πρωταθλητριών/ Champions League (1989, 1990, 1994), χάνοντας στον τελικό του 1995. Επίσης σήκωσαν δύο Σούπερ Καπ Ευρώπης και άλλα τόσα Διηπειρωτικά. Κορυφαίος Ιταλός γενικά το 1990, έναν χρόνο νωρίτερα τερμάτισε 2ος στην «Χρυσή Μπάλα» (πίσω από Φαν Μπάστεν) και δύο φορές ψηφίστηκε κορυφαίος Ευρωπαίος αμυντικός, μπαίνοντας και στην καλύτερη 20άδα της Ευρώπης για τον 20ό αιώνα. Με την Εθνική (82/ 2) έζησε εξίσου τεράστιες στιγμές. Στην κούπα του 1982 μπορεί να μην ήταν βασικός, αλλά πήγε την Ιταλία στην 3η θέση (1990) και στον χαμένο τελικό του 1994. Εκεί όπου έζησε και το χειρότερο του, το χαμένο πέναλτι κόντρα στην Βραζιλία.
* Επιλαχόντες οι Τσίρο Φεράρα, Τσέζαρε Μαλντίνι, Ρικάρντο Φέρι, Ρομπέρτο Ροζάτο!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου