Kάποτε μιλούσαμε, και γράφαμε, για κατάρα. Κάθε συναπάντημα με τους
Σέρβους ισοδυναμούσε με οδυνηρό αποκλεισμό. «Τετέλεσται», ήταν η
συνηθισμένη επωδός. Πλερέζες και μαύρα πανιά.
Χάναμε από τα αποδυτήρια. Πριν ακόμη γίνει το τζάμπολ. Σε
περισσότερες από μία περιπτώσεις, αρπάζαμε την ήττα μέσα από τα δόντια
της νίκης.
Στον ημιτελικό του Ευρωμπάσκετ ’95, μέσα στο ΟΑΚΑ που κόχλαζε από
πάθος και ενθουσιασμό, η Εθνική μας είχε δική της μπάλα για την
τελευταία επίθεση, με το σκορ ισόπαλο, αλλά ο Κώστας Παταβούκας ξέχασε
να σουτάρει, οπότε χάσαμε στην παράταση (52-60).
Στον ημιτελικό του Μουντομπάσκετ ’98, πάλι στο ΟΑΚΑ, πάλι με μέγα
πλήθος και μέγα πάθος, χάθηκε προβάδισμα 12 πόντων σε λιγότερο από ένα
ημίχρονο (73-78).
Στον ημιτελικό του Ευρωμπάσκετ ’97, στη Βαρκελώνη, η Εθνική άφησε να
ξεγλιστρήσει από το θυμικό της το αβαντάζ που της έδιναν οι 7
συνεχόμενες νίκες και έχασε 88-80.
Το 1996, στην πρεμιέρα του Ολυμπιακού τουρνουά της Ατλάντα, η πρεμιέρα ήταν καλή και η ήττα τιμητική – αλλά ήττα (63-71).
Πιο παλιά, το ’89 στο Ζάγκρεμπ, ο τελικός άφησε το κορμί της Εθνικής
μας γεμάτο τραύματα από το σφυροκόπημα: 77-98, χώρια το ασήκωτο 68-103
της πρώτης φάσης.
Το ’90 στην Αργεντινή, πάλι μια τρύπα στο νερό (67-77).
Το ’88, στο Προολυμπιακό τουρνουά στην Ολλανδία, το στέμμα της
πρωταθλήτριας Ευρώπης έπεσε άβολο στους Ελληνες διεθνείς (87-103).
Επί 11 συναπτά έτη, από το 1988 ως το 1998, έπεφτε η σφαλιάρα
σύννεφο. Ήμασταν οι καλύτεροι πελάτες των «Γιούγκων». Δεκάξι αγώνες,
δεκάξι ήττες. Μαύρη τρύπα.
Σαν να μας είχαν καταραστεί οι δις ηττημένοι του 1987, Ντράζεν και
σία, να μας βγει εκείνος ο θρίαμβος ξινός στα χέρια των «πλάβυ». Μηδέν
στα δεκαέξι, για να μάθουμε να μη βγάζουμε γλώσσα.
Αυτοί στο μεταξύ πήγαν στον πόλεμο και βάλθηκαν να σκοτώνουν τα
ξαδέλφια του, σκόρπισαν, αποδεκατίστηκαν, βρήκαν καταφύγιο στη φιλόξενη
για τους «αδελφούς ορθόδοξους» Ελλάδα, αλλά συνέχισαν να μας
ξεκατινιάζουν στο μπάσκετ.
«Στον ουρανό έχουμε τον Θεό και στη γη τους Ελληνες», δοξολογούσαν
τότε. «Χαλάλι τους που μας νικάνε, δεν έχουν στον ήλιο μοίρα», λέγαμε
εμείς, βρίζοντας κάτω από τα μουστάκια μας.
Σε εκείνον τον αλήστου μνήμης τελικό του 1995, το ΟΑΚΑ σείστηκε από
τη μυριόστομη ιαχή «Λιέτουβα-Λιέτουβα». Οι Σέρβοι δεν μας το συγχώρησαν
ποτέ.
Ακόμα και το 2005, στο Βελιγράδι, στάθηκαν στο πλευρό μας αλλά με
επιφυλάξεις: «Δεν έπρεπε να το κάνετε αυτό, ήταν τελείως άδικο», θυμάμαι
ότι μου έλεγε ο ταξιτζής που με πήγαινε στην Μπεογκράντσκα Αρένα.
Το πρόβλημά μας ήταν η διαιτησία και η σκανδαλώδης εύνοια στους
«Γιούγκους» από τη FIBA του μπαρμπα-Στάνκοβιτς. Έτσι πιστεύαμε τότε και
δεν σηκώναμε μύγα στο σπαθί μας.
Τη νιώθαμε στο πετσί μας την αδικία, σας το ορκίζομαι. Και δεν θέλαμε να τους βλέπαμε ούτε ζωγραφιστούς, τους Γιουγκοσλάβους.
Μυστηριωδώς πως, η διαιτησία βοήθησε εμάς στον ημιτελικό του ’87 και
όχι τα πατριωτάκια του Μπόρα. Έπειτα, άνοιξε ο ασκός του Αιόλου και μας
παρέσυρε το τσουνάμι. «Σφαγή» το ’95, «χειρουργείο» το ’97, «νυστέρι» το
’98 και ούτω καθ’εξής.
Ήταν αλήθεια, όμως; Ή μήπως τρωγόμασταν με τα ρούχα μας και χάναμε
τον μπούσουλα; Μήπως μας παρέσυρε προκαταβολικά η αίσθηση της «βέβαιης»
αδικίας και αδικούσαμε τους εαυτούς μας;
Τώρα που μεγάλωσα και βλέπω τα πράγματα πιο ψύχραιμα, με τη βοήθεια
βεβαίως των βίντεο της εποχής, νομίζω ότι ήμασταν υπερβολικοί. Δεν
βλάπτει ολίγος ψύχραιμος ρεβιζιονισμός.
Οι λογής λογής Γιουγκοσλάβοι έπαιρναν χαμόγελα όπως αρμόζει σε ένα
μεγαθήριο, τα σπόρια όπως λένε στα καφενεία, αλλά σπάνια κέρδιζαν αγώνες
με την αιγίδα της γκρίζας δύναμης.
Στους δύο πολυσυζητημένους αγώνες με την Εθνική μας στο ΟΑΚΑ, οι
διαιτητές απλώς έκλεισαν τα αυτιά στις άναρθρες κραυγές της κερκίδας.
Εάν υπάρχει ένα σκάνδαλο για το οποίο οφείλει να λογοδοτήσει η FIBA,
αυτό αφορά άλλους. Όχι την Ελλάδα.
Είναι ο τελικός του Μουντομπάσκετ του 2002, στα τελευταία
δευτερόλεπτα του οποίου έγινε τριπλή ληστεία σε βάρος της Αργεντινής.
Δυστυχώς, ο δράστης ήταν ένας Έλληνας διαιτητής, ο Νίκος Πιτσίλκας. Οι
Αργεντίνοι τον έχουν έκτοτε επικηρυγμένο. Όχι άδικα.
Στην τετραετία 1999-2003 δεν υπήρξε επίσημη αναμέτρηση των Ελλήνων με
τους Σέρβους. Τόσο το καλύτερο. Ήμασταν σε φάση ενδοσκόπησης και δεν
μας έπαιρνε να τα βάλουμε με τα θηρία.
Ο αγώνας που έμελλε να γκρεμίσει την αρνητική παράδοση δεν είχε
ιδιαίτερο βαθμολογικό ενδιαφέρουν, αλλά βρήκε τον κατάλληλο άνθρωπο στην
κατάλληλη θέση: προπονητής της Εθνικής μας ήταν ο ακραιφνής εχθρός του
«σέρβικου λόμπι», Γιάννης Ιωαννίδης.
Η ελληνική ομάδα κέρδισε εκείνο το ματς στη Στοκχόλμη (για την 5
η-6
η θέση του Ευρωμπάσκετ ’03) και δεν ξανάχασε έκτοτε από τα Σερβόπουλα, με εξαίρεση σκόρπια φιλικά.
Η αναμέτρηση του 2007 στη Γρανάδα ήταν σκέτη απόλαυση, αφού έστειλε
τους «πλάβι» στο σπίτι τους και τους έκανε να διαμαρτύρονται σε όλους
τους τόνους για τη διαιτησία (68-67 στην παράταση). Ναι, οι Σέρβοι
χάλασαν τον κόσμο εκείνη τη βραδιά! Τους πέρασε, έλεγαν, πριονοκορδέλα ο
Βασιλακόπουλος. Τι να λέμε τώρα, σπάραξε η καρδιά μου.
Ακόμα και σήμερα, όποτε θέλω να γελάσω ανασύρω από το YouTube το
βίντεο με το ξεκαρδιστικό ξέσπασμα του Ντάρκο Μίλιτσιτς. «Θα πηδήξω τους
διαιτητές και τις γυναίκες τους. Και, αν έχουν αδελφές, θα τις βρω και
θα τις πηδήξω και αυτές». Σιγά, μίστερ, μη βγάλεις κανένα μάτι.
Διασκεδάσαμε πολύ και τον Σεπτέμβριο του 2011 στο Κάουνας, όταν η
Εθνική μας αντιμετώπισε τους Σέρβους του Ίβκοβιτς σε αγώνα κατάταξης και
τους καταδίκασε σε διετία απραξίας, αφού ο νικητής του αγώνα κέρδιζε το
εισιτήριο για το Προολυμπιακό τουρνουά του 2012.
Η Νιγηρία μας έκοψε το χάχανο μαχαίρι, λίγους μήνες αργότερα.
Ωσπου, έφτασε η ώρα για να ένα ραντεβού βγαλμένο από τα παλιά.
Νοκ-άουτ αναμέτρηση στην παγκόσμια σκηνή, όπου ο νικητής πάει στα
προημιτελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου και ο ηττημένος κατ’ευθείαν στον
καναπέ του.
Εχουν να μας νικήσουν από το 1998, αλλά πέρασαν και 27 χρόνια από την
τελευταία φορά που τους αντιμετωπίσουμε σε αγώνα τέτοιας σημασίας. Με
τις καρέκλες δεν πρόκειται να ασχοληθώ άλλο, αρκετά πληρώσαμε τότε την
απερισκεψία. Ημών των Ελλήνων και ουχί των Σέρβων.
Εάν πάνε όλα καλά, εδώ στη Μαδρίτη, θα βγω και θα γράψω ότι ο
καιρός έχει γυρίσματα και ότι η εκδίκηση τρώγεται κρύα σαν δροσερό
σπανιόλικο γκασπάτσο. Ειδάλλως, θα σας συναντήσω τη Δευτέρα στην Αθήνα.