Ο Νίκος Παπαϊωάννου και ο Κώστας Σωτηρίου εύχονται χρόνια πολλά στον
Michael Jordan που σήμερα γίνεται 49 ετών. Ο πρώτος περιγράφει τις
ιστορικές στιγμές που βίωσε ως αυτόπτης μάρτυρας κι ο δεύτερος θυμάται
το τελευταίο του παιχνίδι. Διαβάστε για το πως είναι ο MJ από κοντά!
Γράφει ο Νίκος Παπαϊωάννου
Τελικά κάποια πράγματα είναι σημαδιακά. Αλλιώς δεν εξηγείται το ότι
έμελλε να γνωρίσω από κοντά τον Michael Jordan τον Απρίλιο 1996, όταν τα
χρόνια μου ήταν όσα και ο αριθμός της φανέλας του: 23.
Ήμουν αυτόπτης μάρτυρας σε μερικές από τις πιο χαρακτηριστικές στιγμές της σπουδαίας του καριέρας όταν:
Οδήγησε το Σικάγο στην ιστορική 70η νίκη επί των Bucks μέσα στο Μιλγουόκι τον Απρίλιο του 1996.
Συμπεριλήφθηκε στους 50 καλύτερους παίκτες στα 50 χρόνια του ΝΒΑ στο
All Star Game του Κλίβελαντ, όπου έκανε το μοναδικό triple double στην
ιστορία των All Star.
Σημείωσε buzzer beater στο πρώτο ματς των τελικών του ΝΒΑ απέναντι στους Utah Jazz στο United Center τον Ιούνιο του 1997.
Έδωσε ένα ανεπανάληπτο σόου στο περίφημο flu game στο 5 ματς της σειράς
των τελικών του ΝΒΑ, όπου πέτυχε 38 πόντους στο Delta Center,
αγωνιζόμενος με υψηλό πυρετό λόγω δηλητηρίασης.
Στέφθηκε για 5 φορά πρωταθλητής και πολυτιμότερος παίκτης των τελικών το 1997.
Παρέλαβε το βραβείο του MVP στο All Star Game της Νέας Υόρκης τον
Φεβρουάριο του 1998, με τον κομισσάριο David Stern να του λέει: «Θα σου
δώσω το βραβείο με την προϋπόθεση ότι δεν θα σταματήσεις το καλοκαίρι».
Ευστόχησε στο τελευταίο του καλάθι ως παίκτης των Bulls στα 5.2
δευτερόλεπτα του 6ου ματς της σειράς των τελικών του ΝΒΑ το 1998,
δίνοντας στους Bulls τη νίκη με 87-86 μέσα στη Γιούτα και παράλληλα
κερδίζοντας το 6 του πρωτάθλημα και το 6 βραβείο MVP τελικών.
Επαιξε τον πρώτο του επίσημο αγώνα με τη φανέλλα των Wizards στην
πρεμιέρα της σεζόν 2001-02 στο Madison Square Garden κόντρα στους
Knicks.
Επέστρεψε δύο φορές ως All Star το 2002 στη Φιλαδέλφεια και το 2003
στην Ατλάντα. Εκεί, στο τελευταίο του All Star Game, μία εβδομάδα πριν
κλείσει τα 40, σημείωσε ένα απίστευτο καλάθι στα 4.8 δευτερόλεπτα του
αγώνα, στέλνοντάς τον στην παράταση.
Με μία πρόχειρη καταμέτρηση πρέπει να τον παρακολούθησα και να τον
κάλυψα για λογαριασμό του Ελεύθερου Τύπου και του Nitro για καμιά
τριανταριά αγώνες.
Ομως αυτό που είναι χαραγμένο έντονα στην μνήμη είναι οι 10-15
προπονήσεις των Bulls που είδα. Τις περισσότερες εξ’ αυτών λαθραία από
τις γρίλιες του παραθύρου του καλού φίλου και αρχισκάουτερ των «Ταύρων»,
του Κροάτη Ivica Dukan, στο Berto Center. Σε όλες είχε απέναντί του
στην αντίπαλη πεντάδα τον Scottie Pippen και σε κάθε μία εξ’ αυτών
έπαιζε με ένταση αγώνα. Δεν χαριζοταν σε κανέναν και φυσικά δεν δίσταζε
να την λέει στον Pippen κάθε φορά που του έβαζε καλάθι ή όποτε κάρφωνε
πάνω στους δύσμοιρους Bill Wennington, Brian Williams, James Edwards και
John Salley.
Σε όλες τις προπονήσεις που είδα, έμενε πάντα τελευταίος στο παρκέ για
να κάνει επιπλέον σουτ, με τον Toni Kukoc, να τον βοηθάει στο ριμπάουντ.
Το πιο περίεργο όλων; Η προπόνηση με την ομάδα ήταν η δεύτερη της
ημέρας για τον ίδιο! Προηγούταν πάντοτε η ατομική στο γήπεδο στο σπίτι
του στο Highland Park υπό τις οδηγίες του γυμναστή του Tim Grover, στις
6.30 το πρωί, μαζί με τους Pippen και Ron Harper στο περίφημο Breakfast
Club, που είχαν δημιουργήσει. Ο Toni Kukoc, μου είχε πει τότε για την
μοναδική φορά που πήγε ν’ ακολουθήσει το πρόγραμμα αυτό: «Αφού κατάφερα
να ξυπνήσω στις έξι με τα χίλια ζόρια, πήγα εκεί και νόμιζα ότι έκαναν
την τελευταία προπόνηση της ζωής τους. Μετά φάγαμε όλοι μαζί πρωϊνό και
κατευθυνθήκαμε στο Berto. Εγώ μετά από μισή ώρα προπόνησης με την ομάδα
ήμουν έτοιμος να κάνω εμετό. Ο Michael συνέχισε σε τρελλή ένταση για
άλλες δυόμιση ώρες. Μάλλον γι’ αυτό είναι ο καλύτερος όλων των εποχών».
Μετά το τέλος μιας από εκείνες τις προπονήσεις, το 1996, με φώναξε ο
υπεύθυνος τύπου των Bulls Tim Hallam και με συνωμοτικό βλέμμα εκπλήρωσε
μία μεγάλη επιθυμία μου: «Ελα μαζί μου. Να ξέρεις ότι έχεις ακριβώς 10
λεπτά. Εκμεταλλεύσου τα». Ηταν 10 λεπτά με τον Jordan, όπου του έκανα τη
συνέντευξη για το Nitro.
«Εκανες τόσο δρόμο από την Ελλάδα για να μου μιλήσεις; Το σέβομαι
ιδιαιτέρως. Ακούω τις ερωτήσεις σου», μου είπε κοιτώντας με μέσα στα
μάτια ενώ εγώ ένιωθα να κόβονται τα πόδια μου. Το δεκάλεπτο εκείνο μου
φάνηκε δευτερόλεπτο και αυτό που κράτησα ήταν η απάντησή του στην
ερώτηση για το πως καταφερνει και δεν κουράζεται κάνοντας δύο
προπονήσεις το πρωί και παίζοντας αγώνα το βράδυ. Σούφρωσε το βλέμμα του
και μου απάντησε κοφτά: «Οι αγώνες δεν είναι ποτέ κουραστικοί, απλά
αποτελούν τη συνέχεια της προπόνησης. O παίκτης καθορίζεται από τις
προπονήσεις». Γι’ αυτό είναι ο κορυφαίος όλων των εποχών!
Χρόνια πολλά MJ!
Δεκτές όλες οι απόψεις σας επί του θέματος και στο Twitter στο @ndpapaioannou
Γράφει ο Κώστας Σωτηρίου
Μη γελάσετε, αλλά κάθε φορά που το ημερολόγιο γράφει «17 Φεβρουαρίου»
συλλαμβάνω τον εαυτό μου να ψιθυρίζει... «χρόνια πολλά MJ»! Είναι μάλλον
ανεξήγητο, αλλά αυτή η συναισθηματική σύνδεση με τον Michael Jordan, ο
οποίος σήμερα γιορτάζει τα 49α γενέθλιά του (γεννήθηκε στις 17
Φεβρουαρίου 1963), υπήρχε, υπάρχει και -υποθέτω- θα υπάρχει για πάντα.
Ξεκίνησε ως θαυμασμός, εξελίχθηκε σε πάθος, μετετράπη σε λατρεία και
τώρα που υποτίθεται ότι μεγαλώσαμε και ωριμάσαμε (λέμε τώρα) θα μπορούσε
να χαρακτηριστεί ως αιώνιος σεβασμός προς το πρόσωπο του κατά την
ταπεινή μου γνώμη κορυφαίου μπασκετμπολίστα όλων των εποχών, ασχέτως αν
τελευταία μας τα χάλασε ως ιδιοκτήτης πρεσβεύοντας απόψεις που δεν θα
δεχόταν να ακούσει (πόσω μάλλον να διαπραγματευτεί) ως αθλητής.
Ο @ndpapaioannou, ο @varnaoutoglou, ο @stefanos_Rose και τόσοι άλλοι,
με ισχυρότερη μνήμη από τη δική μου και πιο ειδικοί στο ΝΒΑ, θα
μπορούσαν να θυμηθούν αμέτρητα κατορθώματα του «Air». Προσωπικά, μια
φάση βλέπω κατά καιρούς και ακόμη ανατριχιάζω: την παγίδα που του
«στήνουν» τα αμυντικά τέρατα των New York Knicks Joahn Starks και
Charles Oakley στο Game 3 του πρώτου γύρου των πλέι οφ της Ανατολικής
Περιφέρειας το 1991, την προσποίηση και την περιστροφή του κορμιού του
προς τα δεξιά, τη λυσσαλέα είσοδο στη ρακέτα από την «εσωτερική», την
κατάρριψη του νόμου της βαρύτητας και το κάρφωμα - «posterize» στα
μούτρα του τεράστιου Patrick Ewing!
Εκείνη τη στιγμή έβαλα το στοίχημα με τον εαυτό μου: «Αυτόν τον παίκτη
πρέπει να τον δεις έστω και μια φορά live στη ζωή σου. Οσο χρονών κι αν
είναι, 30, 35, 40, δεν έχει καμία σημασία. Αρκεί να τον προλάβεις εν
ενεργεία». Για να μην τα πολυλογώ και χρειαστούν δέκα «scroll down» για
να φτάσετε στο τέλος, δύο χρόνια αργότερα, στις 6 Οκτωβρίου 1993 ήλθε η
πρώτη ψυχρολουσία. Ο «MJ» ανακοινώνει την αποχώρησή του από την ενεργό
δράση επικαλούμενος την πρόσφατη δολοφονία του πατέρα του.
Το 1998 διαβάζω (ή μάλλον «καταβροχθίζω» σε ένα βράδυ) την
αυτοβιογραφία του με τίτλο «For the Love of the Game: My Story» και μέσα
από τις υπέροχες φωτογραφίες και τις περιγραφικές λεζάντες, διαπιστώνω
μετά λύπης μου ότι το όνειρο δεν επρόκειτο να εκπληρωθεί ποτέ. Ακόμη και
όταν φόρεσε τα ρούχα του μπέιζμπολ για να αγωνιστεί στους Chicago White
Sox, οι ελπίδες μου να τον δω να παίζει μπάσκετ ήταν απειροελάχιστες.
Στις 18 Μαρτίου του 1995, όμως, είπε το θρυλικό «I ‘m back». Τόσο απλά
και ακαριαία. Καινούργια, ολόφρεσκα όνειρα, αλλά και ένα τεράστιο πώς.
«Πιτσιρίκι τότε στην ΕΡΑ Σπορ, ακόμη δεν είχα πάει φαντάρος, ήθελα και
Τζόρνταν;», σκέφτηκα και αρκέστηκα να τον παρακολουθώ στην τηλεόραση
να... ξανακάνει πλάκα στους Knicks σκοράροντας 55 πόντους στο θρυλικό
«Madison Square Garden». Το τι έκανε ο άνθρωπος τα επόμενα χρόνια είναι
λίγο ως πολύ γνωστά. Δεύτερο «three-peat» με τους Chicago Bulls, νέες
ατομικές διακρίσεις για τον 35χρονο πλέον (το 1998) «Air».
Ψυχρολουσία... νούμερο δύο. Στις 13 Ιανουαρίου του 1999 ανακοινώνει για
δεύτερη φορά την αποχώρησή του (τον ίδιο μήνα, μάλιστα, υποστηρίζει ότι
«κατά 99,9%» δεν πρόκειται να ξαναπαίξει επαγγελματικά) και στις 19
Ιανουαρίου του 2000 επιστρέφει στο ΝΒΑ, όχι ως παίκτης, αλλά ως
συνιδιοκτήτης των Washington Wizards. Αυτό ήταν! Τζόρνταν τέλος, αλλά
μερικούς μήνες αργότερα, στις 25 Σεπτεμβρίου του 2001, εγένετο θαύμα: Ο
«MJ» ανακοινώνει ότι είναι έτοιμος να επιστρέψει στα παρκέ δωρίζοντας
την αμοιβή του στις οικογένειες των θυμάτων της 11ης Σεπτεμβρίου.
Αλλη μια ευκαιρία, η οποία δεν θα μπορούσε να πάει (και αυτή, όπως οι
προηγούμενες) χαμένη. Ανυπομονώ για την ανακοίνωση του προγράμματος του
ΝΒΑ και κυκλώνω με κόκκινο μαρκαδόρο την ημερομηνία 16 Απριλίου 2003:
Washington Wizards @ Philadelphia 76ers. Αυτό είναι! Ποιος αγωνίζεται
στη Philadelphia εκείνη τη χρονιά; Ο άνθρωπός μας Ευθύμης Ρεντζιάς, ο
οποίος αναλαμβάνει τη φιλοξενία και εγώ τα αεροπορικά εισιτήρια και τις
διαπιστεύσεις για το παιχνίδι μέσω του NBA Europe.
Εκείνο το υπέροχο δεκαήμερο παρακολούθησα και άλλα παιχνίδια στη
Βοστόνη (ας είναι καλά η οικογένεια Στεργιόπουλου) και στη Νέα Υόρκη
(πολλά ευχαριστώ στην οικογένεια Μαρινάκη – απλή συνωνυμία με τον
πρόεδρο του Ολυμπιακού), αλλά το κερασάκι στην τούρτα ήταν «ο τελευταίος
αγώνας του Μάικλ Τζόρνταν». Ετσι το είχαν ονομάσει οι Αμερικανοί για να
γίνει ακόμη μεγαλύτερος τζερτζελές, έτσι ήθελα να το φαντάζομαι και
εγώ, ως το τελευταίο ματς του κορυφαίου (κατ’ εμέ και κατά πολλούς)
αθλητή που έπαιξε ποτέ μπάσκετ.
Με το θηριώδες τζιπ του Ευθύμη μπήκαμε κατ’ ευθείαν στο Parking των
παικτών των Sixers. Πλάκες με τον γερόλυκο Derrick Coleman και τον Keith
Van Horn και αμέσως μετά χωρίζουν οι δρόμοι μας: εκείνος στα αποδυτήρια
και εγώ στον χώρο αναμονής της αποστολής των Wizards και του Michael
Jordan. Οι φωτογράφοι είναι «οπλισμένοι», οι cameramen σε θέση μάχης,
αρκετοί κινέζοι δημοσιογράφοι, κάνα δυο Ευρωπαίοι και η αφεντιά μου.
Κάποια στιγμή αρχίζει να αιωρείται ένας γιγάντιος ψίθυρος: «Ερχεται».
Και ξεπροβάλλει ο «Air», επιβλητικός, με το μπεζ κοστούμι του και τη
χρυσή γραβάτα, ασορτί με το τεράστιο, ολόχρυσο σκουλαρίκι στο αριστερό
αφτί. Δεν μπορώ να πω ότι πάγωσα, αλλά σίγουρα με διαπέρασε ένα δέος.
Και η εκτυφλωτική λάμψη του, την ώρα που σχεδόν ολόκληρο το φιλμ της
απαστράπτουσας καριέρας του ξετυλιγόταν μπροστά στα μάτια μου.
Ξανά... μη γελάσετε, αλλά κάποια στιγμή και ενώ μετέδιδα ραδιοφωνικά το
παιχνίδι για την ΕΡΑ Σπορ, με εκλεκτούς προσκεκλημένους εκείνο το
βράδυ, ανθρώπους που σέβομαι και με σέβονται, κάνω μέσα μου αφελώς μια
ευχή. «Μακάρι να καρφώσει έστω και μια φορά, έστω και σε ηλικία 40
ετών!», γιατί τόσο ήταν. 40 και δύο μηνών. Δεν θα ήταν φυσικά το «Air
Jordan» από τη γραμμή του φάουλ, που έκανε στα νιάτα του, ούτε κάποιο
τύπου 360ο. Η ευχή μου εκπληρώθηκε. Πήρε την μπάλα στο low post και με
το ένα χέρι την κάρφωσε στο καλάθι των Sixers μέσα σε αποθέωση.
Λίγο αργότερα (μετά τους 15 πόντους, 4 ριμπάουντ και 4 ασίστ σε 28’
συμμετοχής) και αφού η υπεύθυνη Τύπου διακόπτει σχεδόν άγαρμπα τον Allen
Iverson για να μιλήσει ο Jordan, που είχε καταφθάσει, ανακοίνωσε το
οριστικό «αντίο» στην αίθουσα Τύπου του γηπέδου των Sixers. Το θυμάμαι
σαν να ήταν χθες, γιατί στεκόμουν δύο μέτρα μακριά του και κάθε λέξη του
έκανε γκελ στην καρδιά μου: «Basketball has been my life» («Το μπάσκετ
ήταν η ζωή μου»). Και η δική μας... τότε!
ΠΗΓΗ: NBA.com