Άντε
πάλι με τους... επικήδειους, αλλά αξίζει τον κόπο! Όσο κυνική και
μακάβρια και αν ακούγεται αυτή η ούτως ή άλλως θλιβερή παραδοχή, δεν
απέχει από την πραγματικότητα: τις προάλλες ήταν ο Ρόι Τάρπλεϊ που
εγκατέλειψε πρόωρα, αλλά όχι κι απροσδόκητα τα εγκόσμια, τώρα έφτασε το
πλήρωμα του χρόνου για τον πλήρη ημερών (αλλά δυστυχώς, εδώ και τέσσερα
χρόνια, και πλήρη άνοιας) μέγα -και άνευ εισαγωγικών, αφού αυτό σημαίνει
στα ελληνικά το όνομα του-πρύτανη του παγκοσμίου μπάσκετ.
Ο Dean δεν μένει πια εδώ, αλλά μετοίκησε στον παράδεισο κι εκεί
απαλλαγμένος πια από το Αλτσχάιμερ και από τα γεράματα, θα έχει όλη την
άνεση να σταθεί όρθιος στην άκρη του πάγκου και να δώσει τη συνηθισμένη
πριν από κάθε αγώνα οδηγία του, που υπήρξε κιόλας η συμπυκνωμένη
πεμπτουσία του προπονητικού δόγματος του...
«Play hard, play together, play smart»!
Τον Ντιν Σμιθ είχα το προνόμιο να τον συναντήσω και να συζητήσω επί
μακρόν μαζί του τρεις φορές: το 1983 όταν πρωτοήλθε στην Ελλάδα με το
Νορθ Καρολάινα, το 1994 επί τη ευκαιρία της δεύτερης επίσκεψης του για
να διδάξει στο σεμινάριο που διοργανώθηκε στα εκπαιδευτήρια Κωστέα
Γείτονα και το 2005 στο Σεντ Λούις, στο περιθώριο του Φάιναλ Φορ του
NCAA, όπου είδε τον επίγονο του Ρόι Γουίλιαμς να οδηγεί τους «Tar Heels»
στον τρίτο κολεγιακό τίτλο τους.
Τις πρώτες δύο φορές και κυρίως τη δεύτερη (χάρη στην πίεση που του
άσκησε ο μαθητής του Ευθύμης Κιουμουρτζόγλου) συζήτησα επί μακρόν μαζί
του. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την ευγένεια και την ευπροσηγορία με την οποία
με δέχθηκε στο σαλόνι του ξενοδοχείου κι αντί να με... ξεπετάξει στο πι
και φι καθόταν επί δυο ώρες και μου ανέλυε με το νι και με το σίγμα τη
φιλοσοφία του, που τέσσερα χρόνια προτού αποσυρθεί δεν ήταν
στεγανοποιημένη, αλλά την αναθεωρούσε και την προσάρμοζε αναλόγως με τα
δρώμενα του μπάσκετ.
Ασφαλώς ήταν άλλο πράγμα να παίζεις με τον Λάρι Μπράουν, άλλο με τον
Μπομπ Μακ Αντού, άλλο με τον Τζέημς Γουόρθι, άλλο με τον Μάικλ Τζόρνταν,
άλλο με τον Ντόναλντ Ουίλιαμς (που του χάρισε το δεύτερο κολεγιακό
τίτλο και έδωσε τις καλύτερες συστάσεις στον Κώστα Πετρόπουλο για να τον
φέρει στον Σπόρτιγκ) και άλλο με τον Βινς Κάρτερ!
Θα απαιτούνταν πολύτομες εγκυκλοπαίδειες για να αναλυθούν διεξοδικώς
οι ρηξικέλευθες και συναρπαστικές καινοτομίες τις οποίες εμπνεύστηκε,
εισήγαγε, καθιέρωσε και από προχθές τις κληροδότησε ως πολύτιμη διαθήκη
και ως ανεκτίμητο κειμήλιο αφενός στην ιστορική μνήμη και αφετέρου στα
play books όλων όσοι διακονούν την τέχνη του προπονητή.
Μπορεί να με μαλώσει ο (μέγας μύστης της μπασκετικής θεωρίας και
γνώστης, όσο κανείς άλλος στην Ελλάδα, της εξέλιξης της τακτικής)
Θόδωρος Ροδόπουλος, αλλά με το φτωχό μου το μυαλό, νομίζω ότι κανείς
άλλος προπονητής στον πλανήτη δεν επηρέασε τόσο δραματικά την εξέλιξη
του παιχνιδιού. Ο Σμιθ καθ' όλο τον προπονητικό βίο του λειτούργησε ως
ένας γνήσιος πιονιέρος του μπάσκετ και ως ένας αυθεντικός εφευρέτης
τακτικών και συμπεριφορών (όπως επί παραδείγματι το νεύμα του
κουρασμένου παίκτη για να γίνει αλλαγή, η μπουνιά του πόιντ γκαρντ για
να δείξει τι σύστημα θα «τρέξει» σύστημα, το ύψωμα του δακτύλου δίκην
επιβράβευσης του σκόρερ προς τον πασέρ, η αυστηρή τήρηση της ιεραρχίας
στο ποιος μαζεύει τις μπάλες από το άουτ και ποιος πίνει πρώτος νερό στα
διαλείμματα της προπόνησης), ενώ παράλληλα διαπαιδαγώγησε γενιές και
γενιές μεγάλων παικτών, μελλοντικών προπονητών και διοικητικών
παραγόντων που απαρτίζουν σαν μια μασονική στοά την περιβόητη «Carolina
Family».
Δεν θα υποκύψω στον πειρασμό να απαριθμήσω και να αναλύσω διεξοδικά
όλους τους επαναστατικούς νεωτερισμούς του τόσο στη στρατηγική και στην
τακτική, όσο και στη λειτουργία της ομάδας και στους κώδικες
συμπεριφοράς των παικτών. Απλώς για να μην υπάρχει η παραμικρή υποψία
ότι υπερβάλλω-δεδομένου κιόλας ότι ο νεκρός δεδικαίωται-περιορίζομαι να
επισημάνω ότι ελόγου του λανσάρησε την περιβόητη «multiple defence» ή
«scrabble defence» με τις διαδοχικές αλλαγές από ζώνη σε man to man
(θιασώτης της οποίας είναι ο Ντούσαν Ιβκοβιτς), την «point zone» (μια
ζώνη προσαρμογής για να προστατεύει τους παίκτες από τα φάουλ), το «run
and jump» και το «double -teaming the screen-and-roll», ενώ ανέπτυξε την
«four corner offence» που ενδείκνυται για τα τελευταία λεπτά ενός
αγώνα, το «Τ-Game» (σε επιθέσεις μισού γηπέδου), το passing game, τον
δευτερεύοντα αιφνιδιασμό και, ελέω της μανιώδους τελειομανίας του, την
προπόνηση των «ειδικών καταστάσεων».
Είκοσι ένα χρόνια από τότε θεωρώ τη συνέντευξη που είχε την ευγενή
καλοσύνη να μου παραχωρήσει στις 29 Μαϊου του 1994 (και δημοσιεύθηκε την
επόμενη ημέρα στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ») μια από τις κορυφαίες «στιγμές»
της καριέρας μου. Στην πραγματικότητα εκείνο το μεσημέρι με κατέστησε
κοινωνό όχι απλώς της προπονητικής φιλοσοφίας, αλλά του μοναδικό modus
vivendi, που ξεπερνούσε κατά πολύ το (μπασκετικό) modus operandi του.
Όταν σηκώθηκα να φύγω, αισθανόμουν τόσο τυχερός και τόσο ευλογημένος,
που -εάν δεν φοβόμουν μήπως με παρεξηγήσει-θα έσκυβα ευλαβικά και θα
του φιλούσα το χέρι!
Τώρα που το σκέπτομαι καλύτερα, έπρεπε να το κάνω...
Την ξετρύπωσα από το αρχείο μου αυτή τη συνέντευξη και την
αναδημοσιεύω σήμερα εδώ: όχι ως επικήδειο, ούτε ως μνημόσυνο, αλλά ως
οφειλόμενο χρέος προς έναν μέντορα ο οποίος σε όλο τον βίο του σημάδεψε,
όσο ελάχιστοι τη ροή και την εξέλιξη του μπάσκετ.
Το ταλέντο δεν είναι το παν
ΝΤΙΝ Σμιθ, ένας θρύλος ανάμεσα μας. Ο καλύτερος προπονητής του κόσμου
είπατε; Μπορεί αλλά μας φτάνει (και προφανώς του φτάνει) να κρατήσουμε
τη μία λέξη και να τη γράψουμε με κεφαλαία γράμματα: Ντιν Σμιθ, Ο
ΠΡΟΠΟΝΗΤΗΣ: Αυτό τα λέει όλα.
Ο Ντιν Σμιθ στην Αθήνα, έντεκα χρόνια μετά την πρώτη του επίσκεψη
στην Ελλάδα. Πίσω του ένα.. ασκέρι προπονητών, που ανέβηκαν στην Παλλήνη
για να κοινωνήσουν από το νάμα του! Υπερβολές; Όχι, γιατί αυτός ο
άνθρωπος δεν πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες, ούτε έχει ανάγκη τη
διαφήμιση. Έχει γράψει την ιστορία του, πήρε δύο πανεπιστημιακά
πρωταθλήματα, μετέδωσε τη γνώση του σε ένα σωρό παίκτες και προπονητές,
διαμόρφωσε την περί μπάσκετ αντίληψη όχι μόνο στα στενά αμερικάνικα
όρια, για τέσσερις δεκαετίες, έδωσε το δικό του στυλ κι απλώς περιμένει
κάποιον Οκτώβριο για να πάρει τη σύνταξη του και ν' ασχοληθεί με το
γκολφ. Πότε; Ούτε ο ίδιος το ξέρει.
«Πάντως, θα είναι κάποιος Οκτώβριος, κι όχι απαραιτήτως του 2001,
τότε που λήγει το συμβόλαιο μου με το Νορθ Καρολάινα», δηλώνει στα
«ΝΕΑ», μ' ένα απλανές βλέμμα, λες και προσπαθεί να προσδιορίσει το
«retiring» του. «Κάποιον Οκτώβριο, όταν θα αρχίζει η σεζόν, θα το πάρω
απόφαση κι αντί να κάνω το δρομολόγιο, που ακολουθώ εδώ και 33 χρόνια,
θα πάω για γκολφ. Εκείνο το πρωινό θα έχω τελειώσει από το μπάσκετ».
-Τι θα έχει συμβεί εκείνο το πρωινό;
-Απλώς θα έχω βαρεθεί το μπάσκετ, θα έχει κοπεί ο ομφάλιος λώρος, που
με συνδέει μαζί του. Όλα είναι θέμα ψυχισμού, διάθεσης και ενθουσιασμού
και κάποια στιγμή πρέπει να συζητήσεις με τον εαυτό σου και να τα
βρείτε. Το μυστικό είναι ένα: Να σου αρέσει να είσαι εκεί. Αν δεν σου
αρέσει, παίρνεις το καπέλο σου και φεύγεις.
-Τριάντα τρία χρόνια, μια ζωή, δεν βαρεθήκατε να βλέπετε τους
ίδιους τοίχους; Δεν θελήσατε ποτέ να αλλάξετε περιβάλλον; Το δέλεαρ του
NBA;
-Α, μια στιγμή να το ξεκαθαρίσω. Ποτέ μου δεν πίστεψα ότι το NBA
είναι μεγαλύτερη τιμή από το NCAA για έναν προπονητή. Δεν είναι ένα βήμα
παραπάνω, ούτε προαγωγή, πιστέψτε με. Κάθε τόσο δέχομαι προτάσεις, αλλά
ποτέ δεν αντιμετώπισα σοβαρά το δίλημμα να μείνω ή να φύγω. Το 1970 με
πίεσε η Ατλάντα, το 1983 οι Νικς, ενώ κάθε φορά, που υπάρχει πρόβλημα
στους Λέικερς και χτυπάει το τηλέφωνο μου, είμαι σίγουρος ότι στην άλλη
άκρη θα είναι ο Τζέρι Ουέστ. Και πάντα, η ίδια απάντηση: «Ευχαριστώ,
αλλά όχι.»
-Μα, 33 χρόνια μέσα στους ίδιους τοίχους;
-Ναι, αλλά καθένα απ' αυτά τα 33 χρόνια είναι διαφορετικά και ποτέ
δεν ένιωσα ανία, ούτε έπληξα. Κάθε χρόνο βλέπω διαφορετικά παιδιά και
αντιμετωπίζω μια καινούργια πρόκληση: να τους μάθω σωστό μπάσκετ, να
τους δώσω τα εφόδια για να βγουν στη ζωή και να κερδίσουν μέσα στα
γήπεδα. Η αίσθηση της δημιουργίας, της διάπλασης χαρακτήρων και παικτών,
δίνει νόημα στη δουλειά μου και δεν μου επιτρέπει να εγκλωβιστώ, γι'
αυτό δεν θα ξεχάσω ποτέ, αυτό που μου είπε ο Μπιλς Φιτς, όταν έφυγε από
τους Σέλτικς. «Βαρέθηκα να μου λένε καλημέρα, οκτώ χρόνια, οι ίδιοι
παίκτες». Ξέρεις πόσοι παίκτες έχουν πει καλημέρα, σ' εμένα, σε οκτώ
χρόνια;
-Τελικά τι ακριβώς είναι ο προπονητής; Δάσκαλος, πατέρας, παιδαγωγός, τύραννος;
-Είναι ένα ..κοκτέιλ όλων αυτών αλλά κυρίως και ένα καλοπροαίρετος
δικτάτορας. Ένας δάσκαλος σε μια ιδιότυπη τάξη. Για να βάλουμε τα
πράγματα στη θέση τους, εγώ είμαι υπεύθυνος για τις ήττες και οι παίκτες
για τις νίκες. Ποτέ στη ζωή μου δεν κατηγόρησα παίκτη, επειδή χάσαμε
κάποιο ματς.
-Τι είναι μπάσκετ; Μπορεί η ερώτηση να φαίνεται απλοϊκή.
-Δεν είναι όμως. Το μπάσκετ παραμένει ένα όμορφο παιχνίδι όπως το
επινόησε ο Τζέιμς Νέισμιθ και έτσι πρέπει να μείνει. Εγώ επιμένω στο
θέμα της τηλεόρασης, ότι δηλαδή το μπάσκετ είναι το ιδανικότερο αθλητικό
τηλεοπτικό θέαμα, γιατί μπορείς να βλέπεις από κοντά τα πρόσωπα των
αθλητών, τις εκφράσεις και τους μορφασμούς τους. Στο τένις και το χόκεϊ
για παράδειγμα, το μπαλάκι και τα πακ είναι πολύ μικρά και μερικές φορές
χάνονται στο βάθος της εικόνας, ενώ στο μπάσκετ όλα είναι κοντά. Είναι
ωραίο το παιχνίδι, μέχρι τη στιγμή, που κάποιοι τρελοί φίλαθλοι αρχίζουν
και πετούν κέρματα και άλλα αντικείμενα, όπως ξέρω ότι συμβαίνει εδώ
στην Ελλάδα και γενικότερα στην Ευρώπη. Στην Αμερική όμως, οι άνθρωποι
πηγαίνουν στο γήπεδο για να περάσουν όμορφα το βράδυ τους, ν' απολαύσουν
το θέαμα κι αν τύχει να νικήσει η ομάδας τους, έχει καλώς. Αν χάσει,
δεν τους νοιάζει και πολύ. Εδώ, όμως οι φίλαθλοι. πεθαίνουν ή σκοτώνουν
αν χάσει η ομάδας τους κι ο κόουτς πρέπει να ανησυχεί μήπως χάσει τη
δουλειά του. Γι' αυτό λοιπόν, επιμένω «play the game, enjoy the game»
(παίξτε το παιχνίδι, απολαύστε το παιχνίδι).
-Έχετε υπολογίσει, αν δουλεύατε στην Ευρώπη, και κατακτούσατε
μόνο δύο πρωταθλήματα σε 33 χρόνια, πόσες φορές θα είχατε απολυθεί;
-Ναι αλλά εκεί όπου είμαι, δεν μ' έχουν απολύσει ακόμη. Και το χειρότερο; Είναι ευχαριστημένοι μαζί μου. (Σ.Σ: γέλια)
-Τόσο ευχαριστημένοι που έδωσαν το όνομα σας στο γήπεδο, ενώ είσθε ακόμη εν ζωή και εν ενεργεία στον πάγκο.
-Στην αρχή αντέδρασα, αλλά μου είπαν ότι είναι ο μόνος τρόπος για να
τιμήσουν την προσφορά μου. Με τα πολλά, δέχθηκα, τι άλλο να κάνω.; Είναι
ένα καταπληκτικό γήπεδο, άλλωστε κόστισε 39.000.000 δολάρια.
-Είπαμε για το παιχνίδι και για τον προπονητή. Ο παίκτης τι
είναι; Από ποια υλικά και σε ποιες δόσεις θα φτιάξουμε αυτό το κοκτέιλ;
-Πάνω από όλα είναι η προσπάθεια ενός παίκτη. Πιο πάνω κι από το
ταλέντο. Δέχομαι έναν παίκτη, που δεν έχει ταλέντο γιατί δεν είναι το
παν, άλλα όχι κάποιον που δεν προσπαθεί. Προτιμώ, λοιπόν την προσπάθεια
από το ταλέντο και την ταχύτητα από το ύψος. Δεν με νοιάζει αν ένας
παίκτης είναι κοντός, αρκεί να κάνει τη δουλειά που χρεώνεται. Πάρε
παράδειγμα τον Μπογκς, που όταν τον είχαμε αντίπαλο, με το Ουέικ Φόρεστ,
δεν προλαβαίναμε να τον βλέπουμε. Και φυσικά ο σωστός παίκτης
συμπληρώνεται από το μυαλό, τη δυνατότητα σωστών επιλογών και στην
επιδεξιότητα του μέσα στο γήπεδο.
-Ποιες είναι οι τελευταίες κουβέντες που λέτε στους παίχτες, πριν αρχίσει το ματς;
-Τρία απλά πράγματα «play hard, play smart, play together» (Παίξτε δυνατά, παίξτε έξυπνα και ομαδικά).
-Σαν μια οικογένεια δηλαδή..
-Μα είμαστε οικογένεια, έτσι τουλάχιστον νιώθω. Ο βοηθός και άλλοτε
παίκτης μου, ο Φιλ Φορντ, κάθε φορά που τον ρωτούσαν πόσα παιδιά έχει ο
Ντιν Σμιθ, δίνει μια σωστή απάντηση: «Έχει 205 παιδιά! Τα 200 τα έκανε
με την ομάδα του και τα πέντε με τη γυναίκα του».
-Καλοί παίκτες ή καλά παιδιά;
-Πρωτίστως καλά παιδιά, αυτό μας ενδιαφέρει. Να βγάλουμε σωστούς
ανθρώπους στην κοινωνία, γι' αυτό άλλωστε μαζί με το «recruiting» των
παικτών, κοιτάζουμε και τον. φάκελο τους. Από ποια οικογένεια
προέρχονται, πως πέρασαν τα παιδικά τους χρόνια κλπ.
-Μα καλά, στα 63 σας χρόνια έχετε ακόμα το κουράγιο να βγαίνετε στη... γύρα και να βλέπετε υποψήφιους παίκτες;
-Κάποτε έκανα αυτή την επιχείρηση, αλλά τώρα εμπιστεύομαι τους
βοηθούς μου στο «recruiting». Εγώ βλέπω τους παίκτες μια φορά και τους
εγκρίνω ή τους απορρίπτω.
-Τι μετράει περισσότερο σε μια κολεγιακή ομάδα; Η τακτική ή η ψυχολογία;
-Η τακτική σίγουρα. Ίσως το λέω αυτό επειδή δεν είμαι καλός
ψυχολόγος. Για παράδειγμα ο συχωρεμένος ο Τζίμι Βαλβάνο ήταν άριστος σ'
αυτό τον τομέα, καταπληκτικός εμψυχωτής μιας ομάδας.
-Ο Νάιτ τι είναι; Πετάει καρέκλες στους διαιτητές, βρίζει,
δέρνει τους παίκτες, είναι αθυρόστομος, αλλά και μεγάλος προπονητής.
Αποδέχεσθε αυτό το καθ' υπερβολήν μαχητικό πνεύμα;
-Ο Μπόμπι κατ' αρχήν είναι πολύ φίλος μου. Παίζουμε τα ίδια πράγματα
στο γήπεδο, αλλά αυτός δέχεται μεγαλύτερη πίεση από μένα. Ξέρετε κάτι;
Δεν είναι τόσο κακός όσο δείχνει! Κάποτε στο Πουέρτο Ρίκο συμπεριφερόταν
άψογα, μέχρι τη στιγμή, που κάτι του..την έδωσε, τα έκανε γυαλιά-καρφιά
και συνελήφθη. Είναι θέμα συγκυριών, δηλαδή. Σίγουρα ο Μπόμπι είναι
πανέξυπνος, τον σέβονται οι παίκτες, κι όσο για τους υπόλοιπους τους
γράφει στα παλιά του τα παπούτσια.
-Ο Ντιν Σμιθ θα μπορούσε να κάνει αυτές τις τρέλες στο πάγκο;
-Εγώ είμαι διαφορετικός. Αν μας δει κάποιος παράλληλα, θα νομίσει ότι
εγώ παρακολουθώ θέατρο κι ο Μπόμπι πολεμάει στη πρώτη γραμμή! Πιστεύω
όμως ότι έχω κάνει καλά τη δουλειά μου όλη την εβδομάδα πριν από το ματς
και στα αποδυτήρια και έχω εμπιστοσύνη στα παιδιά μου. Μερικές φορές,
όμως είμαι πιο εκφραστικός, όταν χρειάζεται να ενθαρρύνω έναν παίκτη ή
να χειροκροτήσω την καλή προσπάθεια του.
-Ζηλεύετε κάποιον προπονητή;
-Όχι. Ο Θεός μ' ευλόγησε να κοουτσάρω τον Μάικλ Τζόρνταν και αρκετούς
άλλους μεγάλους παίκτες, αλλά και ν΄ αναδείξω σπουδαίους προπονητές. Ο
Μπιλ Κάνιγχαμ (ΣΣ: ο προπονητής που οδήγησε τους Σίξερς στην κατάκτηση
του τίτλου το 1983) ήταν ο πρώτος μεγάλος παίκτης μου και τον αγαπώ
πάντα.
-Ποιοι είναι οι καλύτεροι προπονητές του NBA;
-Εδώ δεν είμαι δίκαιος, γιατί ξεχωρίζω αμέσως δύο δικά μου παιδιά,
που χρημάτισαν και αρχηγοί στην ομάδα του Νορθ Καρολάινα, τον Λόρι
Μπράουν και τον Τζορτζ Καρλ. Αυτοί είναι οι καλύτεροι.
-Μια και το φέρε η κουβέντα, τι γνώμη έχετε για το τρελό
παιχνίδι του Πολ Ουεστχεντ; Λέει ότι η καλύτερη επίθεση γίνεται στα τρία
δευτερόλεπτα.
-Ω, είναι φοβερή εμπειρία να παίξεις σε μια ομάδα του Ουέστχεντ.
Κάποτε παίξαμε με το Λογιόλα και στο ημίχρονο προηγηθήκαμε με διαφορά 27
πόντων. Μαζεύω λοιπόν, τους παίκτες στα αποδυτήρια και τους λέω:
«Παιδιά, αυτοί παίζουν τρελό παιχνίδι. Γυρίστε στο γήπεδο σαν ν' αρχίζει
το ματς και είμαστε 0-0».
-Ποια είναι η δική σας απάντηση;
-Αν δεν έχουμε πρωτεύοντα ή δευτερεύοντα αιφνιδιασμό και αναγκασθούμε
να παίξουμε απέναντι σε οργανωμένη άμυνα, πρέπει η μπάλα να περάσει
τουλάχιστον δυο φορές από τα χέρια του σέντερ.
-Ένας Έλληνας προπονητής (ΣΣ: Γιάννης Ιωαννίδης) μετά την
ήττα της ομάδας του στον τελικό του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος είπε ότι
«δεν ήθελε ο Θεός να νικήσουμε». Εσείς, που είσθε πολύ θρήσκος,
αποδέχεσθε αυτή την εκδοχή της ήττας;
-Ε, όχι. Αλίμονο αν ο Θεός έπαιζε στοίχημα με κάθε προπονητή. Την
ατυχία μας ή τα λάθη μας δεν μπορούμε να φορτώνουμε στο Θεό, που είναι
δημιουργός και μας αγαπάει όλους εξίσου.
-Τώρα, που τελειώνουμε την κουβέντα, τι θα μας υποσχεθείτε; Να σας περιμένουμε κάποιον Οκτώβριο στην Ευρώπη;
-Μα ήδη έχω πει όχι. Το 1971 με κάλεσε ο Τσέζαρε Ρουμπίνι να αναλάβω
την Ολύμπια Μιλάνο αλλά ήμουν σαφής: «Με τίποτε». Τώρα που το
ξανασκέφτομαι όμως, μπορεί κάποιον Οκτώβριο ν' αλλάξω ιδέες...
«Η ζωή μου με τον Τζόρνταν»
Στις δέκα λέξεις που λέει, οι πέντε είναι Μάικλ και οι άλλες πέντε
Τζόρνταν. Ο Μάικλ είπε, ο Μάικλ έκανε, ο Τζόρνταν θα έλεγε εκείνο, ο
Τζόρνταν θα έκανε αυτό. Εντάξει, μην πάρετε τοις μετρητής αυτή την
αναλογία, αλλά μην αμφιβάλλετε κιόλας ότι ο Μάικλ Τζόρνταν είναι μια
έμμονη ιδέα στο μυαλό του Ντιν Σμιθ. Μα μήπως φταίει μόνο αυτός; Αφού ο
Θεός τον ευλόγησε να πάρει στα χέρια του και να κρατήσει, τρία χρόνια,
το «θαύμα της φύσεως», για ποιον άλλο θα έπρεπε να μιλάει;
Λοιπόν, τώρα, διαβάστε κι αυτό για να πάρετε θάρρος. Εάν, λοιπόν, τον
Αϊνστάιν τον είχαν διώξει από το πρώτο σχολείο ως..βλάκα και ανεπίδεκτο
μαθήσεως, ο Τζόρνταν όταν πρωτοεμφανίστηκε στο Νορθ Καρολάινα δεν ήταν ο
τύπος που από μικρός έδειχνε ότι θα μεγαλώσει! «Ναι δεν ήταν τίποτε
τρομερό, δεν σου. έβγαζε τα μάτια», αποκαλύπτει ο Ντιν Σμιθ. «Είχε τις
προοπτικές να γίνει ένας καλός παίκτης, αλλά δεν φαινόταν ότι θα γίνει
ο... Τζόρνταν. Διέθετε αθλητικές ικανότητες, αλλά υστερούσε σε κάμποσα
στοιχεία του μπάσκετ. Δεν μπορούσε να κάνει αριστερή ντρίμπλα, ενώ στο
σχολείο είχε συνηθίσει να παίζει στη θέση του πάουερ φόργουορντ. Έπρεπε
να δουλέψουμε πολύ για να εμπλουτίσει το ρεπερτόριο των κινήσεων του από
την περιφέρεια προς την ρακέτα. Μου φαίνεται ότι κάτι πετύχαμε, έτσι
δεν είναι (σ.σ. : γέλια)
-Πως είναι να μιλάς, ή να σε βάζουν να μιλάς, συνεχώς για τον Τζόρνταν; Καταντάει βαρετό, ακόμα και αν πρόκειται για τον «AIR»;
-Όχι νιώθω πολύ ευχάριστα κάθε φορά που μιλάω για τον Μάικλ. Και
ξέρεις κάτι; Μιλάμε πολύ συχνά οι δυο μας στο τηλέφωνο, συναντιόμαστε
κιόλας και είμαστε κοντά ο ένας στον άλλον. Η σχέση μας δεν τελείωσε το
καλοκαίρι του 1984, όταν έφυγε για το Σικάγο.
-Χωρίς να έχει πάρει το πτυχίο του.
-Ναι, έφυγε «τζούνιορ» αλλά ήλθε αργότερα και το πήρε, όπως επίσης
και ο Τζέιμς Γουόρθι κι ο J.R. Ριντ. Υπήρχε, άλλωστε όρος στα συμβόλαια
τους στο NBA, ότι θα έπαιρναν τα πτυχία τους από τα πανεπιστήμια, αλλιώς
θα πλήρωναν πρόστιμο 25.000 δολαρίων. Εντάξει, το ποσόν είναι πολύ
μικρό μπροστά στα συμβόλαια τους, αλλά και οι ίδιοι αντιμετωπίζουν το
πτυχίο σαν μια ηθική υποχρέωση. Ότι και αν κάνουν αργότερα στη ζωή τους,
θέλουν να έχουν το πτυχίο τους, έστω κι αν το βάλουν σ' ένα συρτάρι.
Όλα αυτά τα χρόνια στο Νορθ Καρολάινα πέρασαν από τα χέρια μου 200
παίκτες και μόνο τέσσερις δεν το πήραν ποτέ.
-Πάντως ο Τζόρνταν όταν έφυγε, μπορεί να μην πήρε το πτυχίο,
αλλά πήρε κάτι άλλο και δεν το αποχωρίσθηκε ποτέ. Το σορτσάκι του Νορθ
Καρολάινα...
Α, ναι, φορούσε πάντα μέσα από το σορτσάκι των Μπουλς, αλλά δεν ήταν ο
μόνος που ένιωθε τόσο συνδεδεμένος με το πανεπιστήμιο. Θυμάμαι ότι ο
Κένι Σμιθ, ύστερα από έναν αγώνα που κρίθηκε με δικό του καλάθι, στο
τέλος βγήκε στην τηλεόραση και είπε: «Έκανα το κόλπο του Νορθ
Καρολάινα».
-Να ξαναγυρίσουμε στον Μάικλ. Τι του υποσχεθήκατε όταν τον πήρατε στη μεγάλη οικογένεια;
Πάντως όχι ότι θα έφευγε τρεις ίντσες πιο ψηλός (σ.σ:γέλια). Δεν
έχουμε το δικαίωμα να υποσχεθούμε κάτι, γιατί είναι παράνομο.
Υποσχόμαστε και παρέχουμε σε όλους τους παίκτες τα ίδια πράγματα.
-Τελικά, μάθαμε την αληθινή αιτία για την αποχώρηση του από τα γήπεδα;
-Δεν νομίζω ότι υπάρχει κάτι ύποπτο πίσω από αυτό το γεγονός. Πήρε τη
σωστή απόφαση, γιατί ήθελε να φύγει στο αποκορύφωμα της δόξα του, κι
αυτή η στιγμή ήταν πέρυσι, μετά τα τρία συνεχή πρωταθλήματα. Πάντως
δέχεται τεράστια πίεση για να επιστρέψει, αλλά αποκλείεται να τον
ξαναδούμε στα γήπεδα του μπάσκετ, είτε ως παίκτη είτε ως προπονητή. Το
πρόβλημα του τώρα είναι πως θα ηρεμήσει μετά το άγχος του NBA και του
πρωταθλητισμού. Θα ήθελε να έρθει στην Ευρώπη.
-Για να παίξει;
-Όχι απλώς για να φορέσει μαύρα γυαλιά και να πάει σ' ένα μικρό
χωριό, όπου δεν θα τον αναγνωρίσουν. Πέρυσι πήγαμε μαζί στη Χαβάη για να
παίξουμε γκολφ και δεν μπορούσαμε να προχωρήσουμε πουθενά. Στους
δρόμους έτρεχαν να τον αγγίξουν και να του ζητήσουν αυτόγραφο, στο
εστιατόριο όλα τα βλέμματα ήταν καρφωμένα πάνω του. Τρομερή περιπέτεια.
-Να ξαναγυρίσουμε στο 1984. Τι λέει ένας προπονητής που παραδίδει τον Τζόρνταν στο NBA; «Νυν απολύοις τον δούλον σου κύριε;».
-Όχι, δεν μου πέρασε από το μυαλό να τα παρατήσω. Σκέπτομαι μόνο ότι
αν ο Μάικλ άκουγε τη μητέρα του, θα έπαιζε ένα ακόμη χρόνο στο Νορθ
Καρολάιν και θα καθυστερούσε την ένταξη του στο NBA. Βιαζόταν όμως να
παίξει και να γίνει ο πρώτος. Τότε ήταν τυχεροί οι Μπούλς, γιατί θα
έπαιρναν το «Νο3», ενώ οι δύο ομάδες, που διάλεγαν πρώτες προτιμούσαν
ψηλούς και το έπαιζαν κορόνα-γράμματα. Το Χιούστον εάν δεν έπαιρνε τον
Ολάζουον, ήθελε τον Τζόρνταν και το Πόρτλαντ εάν δεν έπαιρνε τον Μπούι
θα έπαιρνε τον Τζόρνταν. Τελικά, τον πήρε, το Σικάγο και βρήκε την υγεία
του. Εγώ έτσι και αλλιώς ήμουν ευτυχισμένος.
-Ποια ήταν τα τελευταία λόγια που του είπατε πριν φύγει για το Σικάγο;
Θυμάμαι τη σκηνή λες και ήταν χθες. Του είπα: "Μάικλ για τρία
πράγματα να είσαι σίγουρος. Πρώτον, θα κάνεις ένα σπουδαίο συμβόλαιο.
Δεύτερον, θα παίξεις μεγάλο μπάσκετ. Τρίτον, θα γεμίσεις το γήπεδο." Δεν
έκανα λάθος σε κανένα από αυτά.
Άμυνα, Άμυνα
ΚΑΙ ΤΩΡΑ ας μιλήσουμε για άμυνα...
«Μού αρέσει να νικώ από την άμυνα», τονίζει ο Ντιν Σμιθ και το μυαλό του πηγαίνει πάλι στον Τζόρνταν.
«Μην ξεχνάτε ότι ο Μάικλ ήταν πάντα ένας σπουδαίος αμυντικός και
κυρίως στα πανεπιστήμια δουλεύουμε πολύ την άμυνα και τη θεωρούμε ως το
βασικότερο κεφάλαιο».
-Και στην Ευρώπη, τώρα τελευταία, το παιχνίδι έγινε πολύ σκληρό και αμυντικογενές.
-Έτσι πρέπει. Εγώ θυμάμαι, το 1983 στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, τον
Γκάλη. Πολύ καλός επιθετικός παίκτης, αλλά στην άμυνα μηδέν. Τότε
πάντως ήταν πολύ γρήγορος και μπορούσε να τρυπήσει οποιαδήποτε άμυνα.
-Εσείς ζείτε σε μια άλλη κοινωνία και αθλητική κουλτούρα, όπου ο κόσμος φωνάζει «άμυνα άμυνα» στο γήπεδο.
-Ναι αλλά πάντα σε όλο τον κόσμο, το πρώτο πράγμα που προσέχει
κάποιος στις εφημερίδες είναι οι πόντοι. Στη ζωή μου μόνο μια φορά
τηλεφώνησα σε κάποια εφημερίδα και έδωσα συγχαρητήρια σε κάτι που
έγραψαν. Πριν δυο χρόνια είδα στον τίτλο τη φράση «Ο Ντέρικ Φελπς
οδήγησε το Νορθ Καρολάιν στη νίκη». Και ενθουσιάστηκα, γιατί ο Φελπς
είχε πετύχει μόνο 2 πόντους, αλλά είχε 9 κλεψίματα, 12 ασίστ και είχε
εξαφανίσει τον καλύτερο παίκτη των αντιπάλων μας. Εξάλλου, στις
συνεντεύξεις Τύπου δεν μιλάω ποτέ για τους σκόρερς, γιατί αυτούς ξέρουν
όλοι...