Είναι ωραία τα ξενύχτια το
καλοκαίρι. Και τα αθλητικά ξενύχτια, επίσης. Τον Ιούνιο, τα χαλάλισα
στους τελικούς του ΝΒΑ. Δεν μετάνιωσα. Όταν το πράγμα είναι αληθινά
καλό, δεν κοιτάζεις ρολόι. Δεν καταλαβαίνεις την ώρα. Το έκτο παιγνίδι,
Μαϊάμι-Σαν Αντόνιο, με την παράταση τελείωσε…επτά και τέταρτο το πρωί.
Τώρα, τον Ιούλιο, τα ξενύχτια αξίζουν για το Κόπα Λιμπερταδόρες. Όταν
κοίταξα το ρολόι στο κλείσιμο του ημιτελικού Ατλέτικο Μινέιρο-Νιούελ’ς
Ολντ Μπόις, ήταν έξι και είκοσι πέντε. Τα επόμενα, πλέον στους τελικούς.
Την επόμενη Τετάρτη. Δηλαδή, Πέμπτη. Και τη μεθεπόμενη.
Όπως με το ΝΒΑ όταν έχει προηγηθεί θέαση Ευρωλίγκας, έτσι και
με το Λιμπερταδόρες όταν είσαι γεμάτος από Τσάμπιονς Λιγκ, ένας άλλος
κόσμος. Δεν λέω, καλύτερος. Δεν λέω, χειρότερος. Λέω, άλλος. Κι ακριβώς
αυτό είναι το ελκυστικό. Ενας κόσμος, διαφορετικός. Στη Νότια Αμερική το
ποδόσφαιρο, η ομάδα, παραμένει μια υπόθεση για πολύ περισσότερο πάθος
απ’ όσο (δεν) χωρεί σήμερα στις λίγο-πολύ παγκοσμιοποιημένες κερκίδες
της Βαρκελώνης, του Μάντσεστερ, του Μονάχου, του Μιλάνου, του Παρισιού,
της Μαδρίτης. Εδώ, στο τζετ-σετ της Ευρώπης, κατά κόρον συντελείται
ποδοσφαιρικός τουρισμός. Μαζεύεται στην εξέδρα κάθε καρυδιάς καρύδι. Απ’
όπου γης. Εκεί, μικρούς-μεγάλους, άντρες-γυναίκες, μαύρους ή λευκούς,
κατ’ εξοχήν τους ενώνει το να συμπάσχουν ως τα μύχια. Κάθε ματς, μια
λιτανεία. Μια ντόπια λιτανεία.
Ένα πρώτο πράγμα που μου έκανε εντύπωση, βλέποντας τους τέσσερις
ημιτελικούς, ήταν η υπερεξάρτηση της απόδοσης των ομάδων απ’ την
παράμετρο-έδρα. Ενώ στην Ευρώπη κανείς πια δεν φοβάται κανένα και
πουθενά, πηγαίνουν όλοι και παίζουν εκεί που είναι να παίξουν αυτό που
είναι να παίξουν, παίρνουν εκτός έδρας ισοπαλία και δεν το λες θετικό
αποτέλεσμα, μόνο το λες ουδέτερο αποτέλεσμα, απεναντίας στη Νότια
Αμερική η αυξομείωση είναι δραματική. Νύχτα και μέρα. Παρακολουθείς τα
πρώτα παιγνίδια, 2-0 και 2-0. Λες, δεν γυρίζουν ποτέ. Υστερα,
παρακολουθείς και τις ρεβάνς. Δεν απορείς πώς το γύρισε η Ατλέτικο
Μινέιρο στους Νιούελ’ς Ολντ Μπόις. Απορείς πώς δεν το γύρισε και η
Ιντεπεντιέντε Σάντα Φε στην Ολίμπια Ασουνσιόν. Από σύμπτωση, μονάχα.
Είτε ομάδες δουλεμένες όπως οι Νιούελ’ς είτε ομάδες δίχως καθαρό
σχέδιο όπως η Ατλέτικο, η αγωνιστική συμπεριφορά δεν αλλάζει. Άλλες
εντός, άλλες εκτός. Η Ατλέτικο Μινέιρο είναι 54 σερί ματς αήττητη,
εντός. Ούτ’ η Μπαρτσελόνα, τόσα! Όλα, φυσικά, ακόμη είναι μες στο μυαλό
τους. Το δικό τους μυαλό δεν τα ‘χει προσπεράσει. Τις ιδεοληψίες. Δεν
παίζουν καν, να πεις, στα κολαστήρια της παλιάς εποχής. Εκεί που δεν
υπήρχε περίπτωση φιλοξενούμενος να εκτελέσει κόρνερ, αν δεν τον
προστάτευαν καμιά δεκαριά αστυνομικές ασπίδες. Τέτοια εικόνα, μία είδα
όλη κι όλη. Στο Ροσάριο, με τον Ροναλντίνιο. Όχι πως έπεφτε η βροχή των
αντικειμένων. Προληπτικά περισσότερο, δυο ασπίδες τον φυλούσαν. Στην
ουσία, στη στενωσιά του χώρου τον ενοχλούσαν. Πάσχιζε να τις
απομακρύνει, για να κάνει τη δουλειά του. Ηταν ολοφάνερο ότι δεν ένιωθε
φόβο. Απειλή.
Το δεύτερο είναι πως ό,τι έχουν να σου δείξουν, είναι το δικό τους.
Το αυθεντικό δικό τους. Η Ατλέτικο Μινέιρο, ένα ρόστερ με καμιά
τριανταριά ποδοσφαιριστές, είναι όλοι Βραζιλιάνοι. Μόνο Βραζιλιάνοι. Οι
Νιούελ’ς, σχεδόν όλοι. Αργεντινοί. Εχουν ένα απ’ το Περού κι ένα απ’ την
Παραγουάη. Σε 36 παίκτες ημιτελικού, οι 34 να είναι απ’ τις δύο χώρες
που οι ομάδες εκπροσωπούν, αυτό στο Τσάμπιονς Λιγκ «δεν υπάρχει».
Υπήρξε, δεκαετίες πίσω. Όταν έπαιξε ο Παναθηναϊκός στο Ουέμπλεϊ με
έντεκα Ελληνες. Κι ο Αγιαξ, με δέκα Ολλανδούς και τον Βάσοβιτς. Στη
Νότια Αμερική, θα δεις «το δικό τους». Είτε τους νέους τους, που
ονειρεύονται την Ευρώπη. Είτε τους παλιννοστούντες τους, που την έζησαν
και γύρισαν πίσω. Το όνειρο, άλλωστε, του κάθε Νοτιοαμερικανού είναι το
Τσάμπιονς Λιγκ. Αλλά δεν είναι όνειρο του κάθε Ευρωπαίου…το Κόπα
Λιμπερταδόρες!
Τα τρέχοντα οικονομικά δεδομένα, σε Αργεντινή και Βραζιλία, ευνοούν
την παλιννόστηση. Οσοι παλιννοστούν, οι οκτώ ή οι εννέα στους δέκα, δεν
είναι «αυτοί που ήταν» στην Ευρώπη. Και οι δέκα είναι όμως, για εκεί
όπου επιστρέφουν, καθοριστικοί. Καθορίζουν την απόσταση ανάμεσα στην
επιτυχία και στην αποτυχία. Ο Ζιλμπέρτο Σίλβα, ο Ζοσουέ, ο Ροναλντίνιο, ο
Ζο, ο Ντιέγκο Ταρντέλι. Ο Χάιντσε, ο Ματέο, ο Μπερνάρδι, ο Σκόκο, ο
Μάξι Ροδρίγες. Ο Ροναλντίνιο κινείται στην ελάχιστη ακτίνα.
Αντιλαμβάνεται κανείς, γιατί δεν γίνεται να είναι στην Εθνική. Αλλά τον
πληρώνουν για τις στιγμές του. Τις δίνει. Τους αρκούν. Επίσης,
αντιλαμβάνεται κανείς γιατί ο Ζιλμπέρτο Σίλβα εξοικονομεί ενέργεια
βρίσκοντας τη θέση του, όχι στους χαφ, πιο πίσω, στους στόπερ. Σ’ αυτή
τη θέση όμως, είναι λύση. Όχι πρόβλημα. Τους αρκεί.
Θα δεις, αναφέραμε, και τους νέους τους. Ο Βίκτορ, ο τερματοφύλακας
της Ατλέτικο Μινέιρο, μόλις…30 ετών, στη σωστή ηλικία για τη θέση
δηλαδή, είναι σπουδαίος. Για μια δεκαετία μπροστά, πολύ άνετα τον
φαντάζεσαι στην εστία οποιασδήποτε ευρωπαϊκής ομάδας συμβαίνει να ψάχνει
τερματοφύλακα. Ο Μάρκος Ρόσα, 25 ετών, τυπικός δεξιός μπακ «σχολής
Καφού», αμέσως προξενεί ενδιαφέρον. Ο Ρέβερ, σέντερ-μπακ ή/και αμυντικός
μέσος, ήδη είναι στη Σελεσάο. Όπως είναι και το διαμάντι του φυτωρίου
τους, ο Μπέρναρντ, 21 ετών, ένας κοντός που σώθηκε απ’ τον Καιάδα στον
οποίον το ποδόσφαιρο έχει σήμερα την τάση να πετά τους κοντούς…
Οι Νιούελ’ς έχουν τον Βερχίνι, ένας στόπερ με προσωπικότητα, 25 ετών,
ψηλός, γρήγορος, πάντοτε με επεμβάσεις to-the-point, μ’ ένα μυαλό που
φαίνεται πως δεν ιδρώνει ποτέ. Γενικώς οι Νιούελ’ς, εδώ και 40 χρόνια
ένα εθνικό πρότυπο υποδομών για το ποδόσφαιρο της Αργεντινής, δεν θα
πάψουν ποτέ να «έχουν». Το πρότζεκτ-Γκρίφα, απ’ το όνομα εκείνου που το
οραματίστηκε και το θεμελίωσε, εξακολουθεί να είναι το ιερό ευαγγέλιο
του σωματείου. Όχι παραγωγή. Ολοκληρωμένη διαπαιδαγώγηση. Στην Ελλάδα,
το πρότζεκτ-Γκρίφα πρόσφερε ένα Ρότσα. Θα μπορούσε να έχει προσφέρει κι
ένα Αλφάρο, Ρόκε Αλφάρο, επιθετικός-παικτάρα, ο περίφημος «Μπιστάκης»
που αργότερα πήρε Λιμπερταδόρες και Διηπειρωτικό με τη Ρίβερ Πλέιτ. Αλλ’
ήταν το βίτσιο του Καπετάνιου τότε, να εννοεί να τους κάνει
όλους…Ελληνες. Ένα βίτσιο που «έκλεισε» στο σίριαλ-φιάσκο με τον Χάτζι!
Στη Νότια Αμερική, βλέπεις ακόμη και τους δικούς τους διαιτητές.
Ανώτερης, πολύ ανώτερης, κλάσης απ’ τους Ευρωπαίους. Ιδίως απ’ την εποχή
που όλη εκείνη η καλή τάξη με τον Κολίνα, τον Φρισκ, τον Μίχελ, τον
Μερκ, τον Μεχούτο Γκονθάλεθ βγήκε, μονοκοπανιά, στη σύνταξη. Οι
Νοτιοαμερικανοί διαιτητές εξασκούνται να διαχειρίζονται «άλλα κόλπα».
Κόλπα ζόρικα. Σφυρίζουν, στην πραγματική ζωή. Σκληραγωγούνται, ενόσω οι
Ευρωπαίοι εθίζονται να διαιτητεύουν σε «αποστειρωμένες» συνθήκες.
Σκληραγωγούμενοι, οι Νοτιοαμερικανοί, αναπτύσσουν προσωπικότητα. Δεν
φοβούνται το παιγνίδι. Αφήνουν το παιγνίδι. Ξέρουν, πότε είναι η στιγμή
να επέμβουν. Εν τέλει, συνεισφέρουν στο παιγνίδι. Το βοηθούν. Δεν το
δυναστεύουν.
Ο νικητής του Λιμπερταδόρες, όποιος κι αν είναι, θα πάρει την τιμή
και την ευθύνη να παραβγεί, τον Δεκέμβριο στο Μαρόκο, στη Μπάγερν.
Δύσκολο να σκεφτεί κανείς, ακόμη κι αν πρόκειται για μόνον ένα ματς, ότι
θα τα καταφέρουν. Η επιτυχία των Κορίνθιανς, πέρυσι με την Τσέλσι στη
Γιοκοχάμα, ήταν μία σαφής εξαίρεση. Αλλ’ αυτό με το οποίο θα πάνε σε
τούτο τον πόλεμο, είτε η Ατλέτικο Μινέιρο είτε η Ολίμπια Ασουνσιόν,
σημειώσαμε ποιο θα είναι. Το δικό τους.