Ξεκινώντας το 1968, με τον Ritchie Blackmore (κιθάρα), τον Jon Lord (πλήκτρα), τον Ian Paice (τύμπανα), τον Rod Evans (φωνητικά) και τον Nick Simper (μπάσο),γνώρισαν μεγάλη επιτυχία με τη διασκευή στο κλασικό "Hush" του Joe South, το οποίο ανέβηκε στο #4 των αμερικανικών charts. Το ντεμπούτο-άλμπουμ τους "Shades of Deep Purple" έφτασε στο #24 στις Η.Π.Α. και #19 στον Καναδά. Τα "The Book of Taliesyn" (#54 στις Η.Π.Α.) και "Deep Purple" (#162 στις Η.Π.Α.) που ακολούθησαν δεν γνώρισαν ανάλογη επιτυχία και η τριάδα Blackmore/Lord/Paice αποφάσισε την αλλαγή των Evans και Simper με τους Ian Gillan (φωνητικά) και Roger Glover (μπάσο) από τους Episode Six.
Πρώτη κυκλοφορία του ανανεωμένου συγκροτήματος ήταν το Δεκέμβριο του 1969, το ζωντανά ηχογραφημένο άλμπουμ "Concerto for Group and Orchestra". Η εν λόγω ηχογράφηση έγινε στο Ρογιαλ Άλμπερτ Χολ του Λονδίνου σε συνεργασία με τη Συμφωνική Ορχήστρα του Λονδίνου και γνώρισε μία πρώτη επιτυχία στα βρετανικά charts φτάνοντας στο #26. Τον Ιούνιο του 1970 κυκλοφορεί το πρώτο άλμπουμ (ηχογραφημένο σε στούντιο) των Deep Purple με τους Gillan/Glover, το "Deep Purple In Rock". Ο δίσκος αυτός, γνώρισε πολύ μεγάλη επιτυχία στην Ευρώπη φτάνοντας στο #4 στη Μεγάλη Βρετανία και το #1 στη Γερμανία, αλλά πολύ μικρή επιτυχία στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού. Το "In Rock" συνοδευόταν από το σινγκλ "Black Night", επίσης μεγάλη ευρωπαϊκή επιτυχία για τους Deep Purple, και περιείχε το θρυλικό "Child in Time" και τα εκρηκτικά "Speed King", "Flight of the Rat" και "Hard Lovin' Man".
Τον Ιούλιο του 1971 κυκλοφορεί το "Fireball", το πρώτο #1 για το βρετανικό συγκρότημα στην πατρίδα του, μαζί με το Top-10 σινγκλ "Strange Kind of Woman". Ο δίσκος έγινε χρυσός στις Η.Π.Α., και περιείχε τα πολύ δυνατά "Fireball" (#15 στη Μεγάλη Βρετανία) και "Fools". Τον Απρίλιο του 1972, Oi Deep Purple κυκλοφορούν τον πιο επιτυχημένο δίσκο τους "Machine Head". Ο δίσκος έφτασε στο #1 στη Βρετανία και #7 στις Η.Π.Α., ενώ περιείχε μεγάλες επιτυχίες όπως τα "Smoke on the Water", "Highway Star" και "Space Truckin". Μία πολύ μεγάλη περιοδεία ξεκίνησε, κατά τη διάρκεια της οποίας ηχογραφήθηκε το ιστορικό ζωντανό άλμπουμ "Made in Japan" (#16 στη Βρετανία και #6 στις Η.Π.Α.), ένα από τα καλύτερα live άλμπουμ όλων των εποχών. Οι διαμάχες μεταξύ του Blackmore και του Gillan, τα προβλήματα αλκοολισμού του τελευταίου και ο κορεσμός μετά από τις συνεχείς περιοδείες και ηχογραφήσεις, οδήγησαν το καλοκαίρι του 1973 το δίδυμο Gillan/Glover σε αποχώρηση από τους Deep Purple, λίγο μετά την κυκλοφορία του μέτριου "Who Do We Think We Are" (#4 στη Βρετανία και #15 στις Η.Π.Α) το οποίο περιείχε την επιτυχία "Woman from Tokyo".
Αντικαταστάτες τους ήταν οι David Coverdale (φωνητικά) και Glenn Hughes (μπάσο). Τον Φεβρουάριο του 1974 κυκλοφορεί το "Burn" που φτάνει στο #3 των βρετανικών charts και το #9 των αντίστοιχων αμερικανικών. Μεγάλες επιτυχίες του εν λόγω δίσκου το ομώνυμο κομμάτι, το "Might Just Take Your Life" και το "Sail Away". Με τη νέα σύνθεση, οι Deep Purple εμφανίστηκαν στις 6 Απριλίου του 1974 ως πρώτο όνομα σε μία πολύ μεγάλη συναυλία στην California των Η.Π.Α. μπροστά σε 200.000 θεατές, πάνω από τους Black Sabbath, Black Oak Arkansas, Eagles και άλλους. Τον Δεκέμβριο του 1974 κυκλοφορεί το τελευταίο άλμπουμ πριν την αποχώρηση του Ritchie Blackmore, "Stormbringer" (#6 στη Βρετανία, #20 στις Η.Π.Α.) με τα "Soldier of Fortune", "Hold On" και "Stormbringer" να ξεχωρίζουν.
Το 1975 αποχωρεί από την ιστορική μπάντα το ιδρυτικό μέλος και ένας από τους σπουδαιότερους κιθαρίστες όλων των εποχών, ο Ritchie Blackmore, ο οποίος αντικαταστάθηκε από τον Tommy Bolin. Με την τελευταία αυτή προσθήκη, οι Deep Purple πρόλαβαν να κυκλοφορήσουν μόλις ένα δίσκο, το "Come Taste the Band" τον Οκτώβριο του 1975 (#19 στη Βρετανία και #43 στις Η.Π.Α.). Το συγκρότημα διαλύθηκε το 1976, ενώ λίγους μήνες αργότερα βρέθηκε νεκρός από υπερβολική δόση ο Tommy Bolin. Μέχρι την επανένωση τους το 1984, τα μέλη του συγκροτήματος δημιούργησαν άλλα επιτυχημένα και μη συγκροτήματα. Ο Ian Gillan δημιούργησε τους Gillan ενώ το 1983 τραγούδησε για το άλμπουμ "Born Again" των Black Sabbath. Ο Ritchie Blackmore δημιούργησε τους Rainbow με τους Ronnie James Dio, Cozy Powell και Don Airey (αργότερα μέλος των Deep Purple) ηχογραφώντας κάποια ιστορικά άλμπουμ όπως το "Rising" του 1976 και το "Long Live Rock 'n' Roll" του 1977. Οι υπόλοιποι συμμετείχαν σε διάφορα γκρουπ όπως οι "Whitesnake", "Rainbow", "Gillan", "Paice, Ashton & Lord" και "Gary Moore". Από το 1976 ως το 1984, κυκλοφόρησαν διάφορες ζωντανές ηχογραφήσεις παλιότερων συναυλιών του συγκροτήματος αλλά και επιτυχημένες συλλογές, όπως το "Deepest Purple" του 1980 που ανέβηκε στην κορυφή των βρετανικών charts και είναι πλέον πλατινένιο στις Η.Π.Α..
Το 1984 το ιστορικό hard rock συγκρότημα επανενώνεται στην πιο επιτυχημένη του μορφή, δηλαδή με την πεντάδα Blackmore/Gillan/Glover/Lord/Paice και κυκλοφορεί το πλατινένιο "Perfect Strangers" (#5 στη Βρετανία, #17 στις Η.Π.Α.). Ακολουθεί μία μεγάλη περιοδεία και τον Ιανουάριο του 1987 κυκλοφορησε το "House of Blue Light" (#10 στη Βρετανία, #34 στις Η.Π.Α.), στην περιοδεία του οποίου ηχογραφήθηκε το "Nobody's Perfect" (#38 στη Βρετανία, #105 στις Η.Π.Α.). Το 1989, ο Ian Gillan αποχώρησε για δεύτερη φορά από το συγκρότημα, για να αντικατασταθεί από τον Joe Lynn Turner (πρώην Rainbow). Με τον Turner στα φωνητικά οι Deep Purple κυκλοφορησαν το πολύ μέτριο "Slaves and Masters" (#45 στη Βρετανία, #87 στις Η.Π.Α.) τον Οκτώβριο του 1990.
Το 1993, επανενώθηκε για δεύτερη φορά η κλασική σύνθεση του γκρουπ, και κυκλοφόρησε τον Ιούλιο του ίδιου έτους το "The Battle Rages on"(#21 στη Βρετανία, #192 στις Η.Π.Α.). Στην επερχόμενη περιοδεία ηχογραφήθηκε το "Come Hell or High Water" (#29 στη Βρετανία), για να ακολουθήσει η αποχώρηση του Blackmore αυτή τη φορά, του οποίου τη θέση πήρε αρχικά ο μεγάλος Joe Satriani και λίγους μήνες αργότερα ο Steve Morse, ο οποίος παραμένει ως σήμερα.
Η νέα σύνθεση, κυκλοφορεί το "Purpendicular" (#58 στη Βρετανία) τον Φεβρουάριο του 1996, το οποίο περιείχε ένα από τα καλύτερα κομμάτια της νεότερης ιστορίας του συγκροτήματος, το "Sometimes I Feel Like Screaming". Τον Μάϊο του 1998 κυκλοφορεί το "Abandon" (#76 στη Βρετανία), ενώ το 2001 Don Airey αντικαθιστά τον Jon Lord στα πλήκτρα. Λίγο πριν την αποχώρηση του Jon Lord από το συγκρότημα, κυκλοφόρησε το In Concert with the London Symphony Orchestra με τη συμφωνική του Λονδίνου, τριάντα χρόνια μετά το πρώτο ανάλογο εγχείρημα. Το 2003 κυκλοφόρησαν το "Bananas" (#85 στη Βρετανία) και το 2005 το "Rapture of the Deep" (#81 στη Βρετανία).