Ο Ολυμπιακός έκανε σεφτέ στο TOP 16 νικώντας την Αναντολού Εφές και
ο
Βασίλης Σκουντής εξηγεί γιατί ο Σπανούλης μπορεί να νιώθει όπως κάποτε ο
Γκάλης!
Δεν ξέρω αν ο Γκάλης έβλεπε τον χθεσινό αγώνα του Ολυμπιακού με τους
Τούρκους, αλλά αν τύχαινε ν' ανοίξει την τηλεόρασή του γύρω στο 15ο
λεπτό, είναι σίγουρο ότι θα τον καταλάμβανε μια νοσταλγία...
Το εννοώ αυτό, όπως το εννόησε και ο Βασίλης Σπανούλης, διαπιστώνοντας
ξαφνικά τη μεγίστη τιμή που του επιφύλαξε ο Ουφούκ Σαρίτσα: να
προσπαθήσει, δηλαδή, να τον αναχαιτίσει και κυρίως να αποκόψει τον
ομφάλιο λώρο που τον συνδέει με τους συμπαίκτες του με ένα παλιό κόλπο,
το οποίο είχε μεγάλη πέραση στη δεκαετία του '80 και ο προπονητής της
Αναντολού Εφές το έβγαλε από τη ναφθαλίνη!
Εδώ βεβαίως οφείλω ν' ανοίξω μια παρένθεση και να υπενθυμίσω τη
διακηρυγμένη και μάλιστα σοφή άποψη του Θεόδωρου Ροδόπουλου, που
επιμένει εδώ και χρόνια πως “δεν υπάρχουν παρωχημένα συστήματα στο
μπάσκετ, διότι είναι σαν τα φουστάνια των γυναικών” εξηγώντας ότι “το
μίνι, το μίντι και το μάξι έρχονται φεύγουν κι επιστρέφουν στη μόδα”!
Το ίδιο ακριβώς ισχύει και με τις αμυντικές και τις επιθετικές πατέντες
του μπάσκετ, που μόνο λίγο καιρό ξαποσταίνουν και ξανά προς τη δόξα
τραβούν! Το γράφω αυτό με αφορμή όχι μόνο τη χθεσινή επιλογή του
Σαρίτσα, αλλά και το debate που άνοιξε τον περασμένο Μάρτιο, όταν (στη
σειρά Παναθηναϊκός-Μπαρτσελόνα), ο Ομπράντοβιτς εφάρμοσε τη σύνθετη
άμυνα 1-4 (που ήταν ένας συγκερασμός του παλιού box and one ή diamond
and one με τη λογική της ζώνης προσαρμογής πάνω σε έναν παίκτη) με τον
Καλάθη να γίνεται κολλιτσίδα στο Ναβάρο, ενώ παράλληλα έδωσε χώρο και
χρόνο για σουτ σε παίκτες που θεωρούνται ατζαμήδες, αλλά παρεμπιπτόντως
τώρα οργιάζουν στο ΝΒΑ (Ρούμπιο).
Ζούμε λοιπόν στη δεύτερη γενιά (όχι του 1-1-4, αλλά) του 1-04. Μπλέκω
και τα πολιτικά, διότι η πρώτη γενιά του κανονικού 1-1-4 ανδρώθηκε,
παράλληλα με τον “Ανένδοτο” στις αρχές της δεκαετίας του '60, μέσα από
τις εκλογές της βίας και της νοθείας και αργότερα με την Αποστασία . Το
1-1-4 ήταν ένα κίνημα ενθουσιασμού των νέων και στόχευε στην προστασία
της συνταγματικής νομιμότητας, όπως επέτασσε το ακροτελεύτιο άρθρο του
Συντάγματος, το 114. Ομοίως και το 1-4 του μπάσκετ επιδιώκει να
εξολοθρεύσει τον καλύτερο σκόρερ της αντίπαλης ομάδας και να προασπίσει
την αμυντική νομιμότητα!
Υπάρχουν διάφορες σύνθετες άμυνες, αλλά το 1-4 (σχηματισμός με τέσσερις
παίκτες σε ζώνη και έναν σε over play στον δεινότερο αντίπαλο σκόρερ)
και το 3-2 (triangle and two, με τρεις παίκτες σε ζώνη και δυο man to
man στους γκαρντ) σημάδεψαν μια ολόκληρη εποχή στο ευρωπαϊκό μπάσκετ,
μάλιστα η Ελλάδα μπορεί να καμαρώνει ότι υπήρξε το πεδίο στο οποίο
εφαρμόσθηκαν κατά κύριο λόγο.
Η άμυνα 1-4 έχει δύο βασικές παραλλαγές, αναλόγως με το γεωμετρικό
σχήμα στο οποίο διατάσσεται η ζώνη και μπορεί να είναι είτε τετράγωνο
(box and one), είτε ρόμβος (diamond and one). Τέτοιες άμυνες οι
Αμερικανοί τις αποκαλούν “junk defenses”, κοινώς σαβουροάμυνες, ωστόσο η
ιστορία αποδεικνύει ότι τόσο στο ΝCAA (όπου σε αντίθεση με τον
δογματισμό του ΝΒΑ, επιτρέπονταν οι ζώνες) όσο και στον υπόλοιπο κόσμο
τέτοια σκουπίδια ήταν πανάκριβα!
Στην Ελλάδα αυτές οι “κλέφτικες άμυνες” γνώρισαν ακμή και έξαρση στις
αρχές της δεκαετίας του '80, όταν όλοι οι προπονητές σπαζοκεφάλιαζαν για
το πώς θα αναχαιτίσουν τον Γκάλη ή αργότερα το δίδυμο του Νικ με τον
Γιαννάκη. Ο πρώτος που εφάρμοσε με συνέπεια, αλλά και συγκεκριμένοι
σχέδιο αυτή την τακτική ήταν ο Ροδόπουλος, ο οποίος ως προπονητής του
ΠΑΟΚ βρήκε το λαβράκι που έψαχνε στο πρόσωπο πρώτα του Δημήτρη Καλπάκη
και εν συνεχεία του Χρήστου Κωνσταντινίδη.
Ο Καλπάκης ήταν ένας γεροδεμένος γκαρντ που προερχόταν (όπως ο Βαγγέλης
Αλεξανδρής και ο Χάρης Παπαγεωργίου) από την Αναγέννηση Θεσσαλονίκης.
Είχε αμυντικές ικανότητες και γι' αυτό επιλέχθηκε από τον Ροδόπουλο στο
ρόλο του ενός: του ενός που θα αποσχιζόταν από τη ζώνη και θα κυνηγούσε
τον Γκάλη ακόμη και στις τουαλέτες του Παλέ. Ωστόσο εκτός από την
ατομική ικανότητα του Καλπάκη και αργότερα (όταν ο Δημήτρης κατηφόρισε
στον Παναθηναϊκό, εξαργυρώνοντας τη φήμη του ως αντίδοτο του Γκάλη) του
Χρήστου Κωνσταντινίδη, τότε ο Ροδόπουλος πόνταρε και στην παρουσία του
Φασούλα: όλη η λογική του κυνηγητού στον Γκάλη ήταν αφενός να μην πάρει
εύκολα και γρήγορα την μπάλα και αφετέρου να οδηγηθεί σκοπίμως στο
κέντρο της ρακέτας και να πέσει πάνω στον “Πάνι”, που καραδοκούσε...
Χάρη σε αυτή την άμυνα, ο ΠΑΟΚ κατάφερε να περιορίσει την
παραγωγικότητα του Γκάλη (στους 20-25 πόντους από τους 40-45 που έβαζε
συνήθως) και να πέτυχε νίκες επί του Αρη, ενώ η πατέντα γρήγορα ξεπέρασε
τα ελληνικά σύνορα και έγινε κτήμα της παγκόσμιας μπασκετικής πιάτσας.
Τότε βεβαίως (ελλείψει της σημερινής προηγμένης τεχνολογίας) το scouting
ήταν περιορισμένο, αλλά έστω και από στόμα σε στόμα κυκλοφόρησε αυτό το
τρικ και φορέθηκε πολύ στην επόμενη δεκαετία.
Εκτός από τον ΠΑΟΚ (του Ροδόπουλου) αυτή τη σύνθετη άμυνα
χρησιμοποίησαν αργότερα και οι υπόλοιπες ελληνικές ομάδες, ή τουλάχιστον
όσες είχαν κατάλληλα αμυντικά εργαλεία: ο Παναθηναϊκός με τον Ιωάννου
και με τον Πεδουλάκη, ο Ολυμπιακός με τον Κουκή, ο Πανιώνιος με τον
Θόδωρο Καραμανώλη και πάει λέγοντας. Πολύ γρήγορα όμως πέρασε τα
ελληνικά σύνορα και χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον από τους αντιπάλους του
Αρη και της εθνικής ομάδας, μάλιστα υπήρξε ποικιλία στις επιλογές του
εξολοθρευτή, που άλλοτε ήταν γκαρντ και άλλοτε πολύ ψηλότερος παίκτης.
Για παράδειγμα ο Ραλφ Κλάιν και ο Σβι Σερφ (με το Ισραήλ και τη Μακάμπι)
έβαλαν πάνω στον Γκάλη και κοντό παίκτη (Λίπιν) και ημίψηλο (Ντάνιελ),
αλλά ακόμη και ψηλό (Μπάρλοου), ενώ τη λογική του δίμετρου παίκτη
ενστερνίστηκαν ο Πίτερσον με τον Καζαλίνι με την Ολύμπια Μιλάνο (Πίτις)
και ο Ιβκοβιτς με την εθνική Γιουγκοσλαβίας στο Προολυμπιακό Τουρνουά
του Ρότερνταμ (Κούκοτς).
Αυτή την άμυνα ξεπατίκωσε επίσης και ο προπονητής της Κούβας, Χουάν
Ορτέγκα στις 14 Ιουλίου του 1986, στη Βαρκελώνη μάλιστα έστειλε πάνω του
τον εξόχως μυώδη Λερονάρντο Πέρεζ, ο οποίος πίεσε ασφυκτικά τον Γκάλη
και πρόλαβε να βάλει και 25 πόντους. Ο Νικ έμεινε στους 18, η εθνική
γνώρισε τη δεύτερη από τις τρεις σερί ήττες της στη δεύτερη φάση του
Μουντομπάσκετ (με σκορ 66-74) και την επόμενη μέρα κατέφτασε επειγόντως η
συχωρεμένη πρώτη σύζυγος του Νικ, η Τζένη Ρήγα, για να επιληφθεί του
προβλήματος!
Ως απάντηση σε αυτή την πίεση πάνω στον Γκάλη και στο over play, η
εθνική ομάδα λανσάρισε στο Ευρωμπάσκετ του 1987 (με ιδέα του Ευθύμη
Κιουμουρτζόγλου, που έτυχε της αποδοχής του Κώστα Πολίτη) το περίφημο
σύστημα “1”, στο οποίο ο Γκάλης έπαιρνε την μπάλα από το άουτ και
αναλάμβανε να την κατεβάσει ως πόιντ γκαρντ, ενώ ο Γιαννάκης πήγαινε στα
πλάγια. Το ίδιο επιθετικό σύστημα χρησιμοποιήθηκε και στο Προολυμπιακό
Τουρνουά του 1988, όπου ο Γκάλης (θυμήθηκε τις πρώτες σεζόν του στο
Seton Hall) έπαιξε περισσότερο ως πόιντ και λιγότερο ως σούτιγκ γκαρντ,
άλλωστε προερχόταν από αποχή και είχε ενσωματωθεί καθυστερημένα στους
κόλπους της εθνικής.
Μετά την αποχώρηση του Γκάλη και του Γιαννάκη (τον οποίο συχνά
αντιμετώπιζαν με 1-4 οι αντίπαλοι του Ιωνικού Νικαίας), αλλά και των
προικισμένων σκόρερς του ευρωπαϊκού μπάσκετ αυτή η σύνθετη άμυνα
εγκαταλείφθηκε, ωστόσο δεν ξεχάστηκε κιόλας. Την χρησιμοποίησε πέρυσι ο
Ομπράντοβιτς, την εφάρμοσε χθες ο Σαρίτσα και ανεξαρτήτως των
αποτελεσμάτων που επιφέρει, πάντοτε θα προκαλεί έκπληξη και θα απαιτεί
από τις επιτιθέμενες ομάδες έγκαιρο και ορθό διάβασμα, αλλά και ένα
μεταβατικό στάδιο προσαρμογής, όπως το παραδέχθηκε μετά τον αγώνα ο
Βασίλης Σπανούλης, που είδε ξαφνικά τον Ολιβερ Λαφαγέτ να του γίνεται
στενός κορσές!
Εκτός από την Ευρώπη και το λεγόμενο διεθνές μπάσκετ, το 1-4 έχει
μεγάλη πέραση και στο κολεγιακό πρωτάθλημα των ΗΠΑ, μάλιστα ήταν ο πιο
συνηθισμένος τρόπος με τον οποίο οι προπονητές προσπαθούσαν να
περιορίσουν τον Αλεν Αϊβερσον με το Τζορτζτάουν και τον Ρέι Αλεν με το
Κονέκτικατ.
Στη διάταξη του τετραγώνου, οι δύο ψηλότεροι παίκτες παίζουν κοντά στο
καλάθι και οι δύο άλλοι στη γραμμή του φάουλ, ενώ στο ρόμβο ο σέντερ
μένει κάτω από το καλάθι, δύο παίκτες βρίσκονται ανάμεσα στο καλάθι και
στη γραμμή του φάουλ και ο τέταρτος ακριβώς πάνω στη γραμμή του φάουλ.
Το αδύνατο σημείο του box and one είναι η ευπάθεια του στις πάσες μέσα
στο χώρο του τετραγώνου, όπου δεν βρίσκεται κανείς αμυνόμενος και εφόσον
η επιτιθέμενη ομάδα έχει καλό passing game μπορεί να εκμεταλλευθεί αυτό
κενό και να βγάλει από εκεί τα σπασμένα του (εγκλωβισμένου) μεγάλου
σκόρερ της.
πηγή: gazzetta.gr