Σαν σήμερα, πριν από ακριβώς 30 χρόνια, ο Ντιέγκο Μαραντόνα τον είχε
νιώσει στο πετσί του. Ο Μίλτος ο Νταλικέρης θυμάται, στις ρετρό ιστορίες
της Τρίτης...
Ήταν
24 Σεπτεμβρίου του 1983 όταν ο μεγάλος
Ντιέγκο, ποδοσφαιριστής της
Μπαρτσελόνα τότε, έφυγε από το γήπεδο
με το πόδι στα χέρια. Ποιος του το έδωσε; Ο
Άντονι Γκοϊκοετσέα Ολασκοάγα, ένας καλοκάγαθος Βάσκος αμυντικός της
Αθλέτικ Μπιλμπάο, ο οποίος, εξαιτίας προφανώς της έμφυτης
ευγένειας που τον διέκρινε εντός αγωνιστικών χώρων, συνέδεσε την καριέρα του με το προσωνύμιο «
Ο χασάπης του Μπιλμπάο»! Ο ίδιος τζέντλεμαν που έσπασε το πόδι του Ντιέγκο, ουσιαστικά τέλειωσε και την καριέρα του σπουδαίου Γερμανού
Μπερντ Σούστερ, αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία.
Θυμηθείτε
το ...χάδι του Άντονι Γκοϊκοετσέα στον Ντιέγκο Μαραντόνα στο
βίντεο που ακολουθεί και μετά πάμε παρακάτω, στη ρετρό ιστορία μας...
Μπορεί ο Γκοϊκοετσέα να πλήγωσε βάναυσα το απόλυτο ποδοσφαιρικό
ίνδαλμα των παιδικών μας χρόνων, ωστόσο σε κάποιες περιπτώσεις μας
φάνηκε χρήσιμος ως «
σημειολογική» αναφορά. Όπως, για παράδειγμα, όταν στην περιοχή εμφανίστηκαν δύο φρέσκα «
φρούτα». Δυο αδέρφια που είχαν μεγαλώσει στην
Ιταλία, τα οποία «
δέθηκαν» με άλλη παρέα και αποτέλεσαν για πολλά χρόνια τους
μόνιμους αντιπάλους σε ό,τι κι αν παίζαμε. Ποδόσφαιρο, βόλεϊ, μπάσκετ. Μέχρι και το άλλο που παίζαμε, όταν πηγαίναμε στο σινεμά για καμιά
σεξοκωμωδία, χωριστά το κάναμε. Δεν πηγαίναμε σινεμά μαζί τους! Αν το έργο παιζόταν Δευτέρα-Τρίτη, Δευτέρα βλέπαμε εμείς τον «
Μπόμπο γιατρό στο Ίκα»,
Τρίτη τον έβλεπαν οι Ιταλοί με την παρέα τους, έστω κι αν εκείνοι θα
έπρεπε να έχουν προτεραιότητα επειδή ήξεραν τη γλώσσα του Μπόμπο.
Την πρώτη φορά που τους συναντήσαμε, η ομάδα τους λεγόταν αλλιώς. Δεν θυμάμαι πώς. Από την επομένη, όμως, για εμάς ήταν οι «
Ιταλοί»,
παρότι ήταν πατριωτάκια και μιλούσαν καλά ελληνικά, έστω με μια σχετική
ιταλική, τραγουδιστή προφορά. Η πρώτη γνωριμία ήταν επεισοδιακή. Ο
μεγάλος αδερφός, ο οποίος λεγόταν
Μιχάλης (
είχε πάρει το όνομα του Έλληνα παππού του), μας συστήθηκε ως «
Μικέλε» κι ο
Φώτης άρπαξε φωτιά κοιτάζοντας στα μάτια τον μικρό αδερφό. «
Και του λόγου σου πώς σε λένε; Πρόσεξε τι θα πεις...». Ο μικρός, που τον είχαν βαφτίσει
Ιωσήφ, Σήφη ντε, δεν πρόσεξε τι θα πει και συστήθηκε ως «
Τσίπε». «
Ποιον ήρθατε να κοροϊδέψετε, ρε ζουλάπια; Ο ένας ...Νικέλε, ο άλλος Τζιπ... Τι σόι τζιπ, ρε; Λαντ Ρόβερ;»,
φούντωσε ο Φώτης και μέχρι να του εξηγήσουν οι Ιταλοί και να του
εξηγήσουμε κι εμείς τα περί Μιχάλη, Ιωσήφ, Σήφη και τα ρέστα, το κλίμα
είχε γίνει ήδη πολεμικό. «
Που θα μου πει εμένα Τζιπ... Στα μούτρα σου, ρε χάχα»!
Από το πρώτο ματς
τους πήραμε τον αέρα. Πότε με το καλό, πότε με το άγριο, οι «
Ιταλοί»,
δηλαδή ο Μικέλε, ο Τσίπε και η παρέα τους, ήταν οι καλύτεροί μας
πελάτες. Ακόμα κι αν τρία λεπτά πριν το τέλος χάναμε με δυο γκολ
διαφορά, το έβλεπες στα μάτια τους πως θα πάμε τουλάχιστον παράταση. Κι
αν κατάφερναν να προηγηθούν κι εκεί, είχαμε σίγουρα τα πέναλτι. Τότε
έπαιζα
τερματοφύλακας, σε ένα ψυχολογικό παιχνίδι που
ουσιαστικά κατάλαβα αρκετά χρόνια αργότερα. Όταν ήμουν απέναντί τους στα
πέναλτι, σούταραν λες και έκλειναν τα μάτια.
Ούτε λίμνη δεν θα μπορούσαν να πετύχουν, πολύ περισσότερο να σημαδέψουν ανάμεσα στον ...πυροσβεστικό κρουνό και τον τσιμεντόλιθο που είχαμε για δοκάρια.
Εννοείται πως κάπου εκεί άρχισαν και οι
πλάκες και
πως κάπου εκεί κολλάει και ο ...αγαπημένος Άντονι Γκοϊκοετσέα. Μετά τα
πρώτα, αναγνωριστικά παιχνίδια αρχίσαμε να παίζουμε με τα νεύρα τους
πριν καν ξεκινήσουν οι αγώνες. Έτσι, κάποια φορά ανακάλυψα ένα
μεγάλο σακί από πατάτες
και πριν τη σέντρα, σε μια κίνηση αντίστοιχη της ανταλλαγής λαβάρων
ανάμεσα σε αρχηγούς, πήγα και το παρέδωσα στα χέρια του Μικέλε που τότε
έπαιζε τερματοφύλακας στους «
Ιταλούς». Όταν ρώτησε «
τι να το κάνω», του είπα «
για να βάζεις τα γκολ που θα μαζέψεις». Από το βλέμμα του και μόνο απέναντι στα δικά μας γέλια, καταλάβαμε πως εκείνη τη μέρα
είχαμε κερδίσει πριν τη σέντρα...
Η «
πλάκα Γκοϊκοετσέα» όμως, ή αλλιώς, «
πλάκα χασάπης του Μπιλμπάο» ήταν σαφώς πιο άγρια. Ψαχουλεύοντας στην αποθήκη είχα ανακαλύψει ένα
τσεκούρι. Το οποίο τσεκούρι, με τη σύμφωνη γνώμη όλων μας, «
φόρεσε» ο Φώτης. Απίθανη εικόνα. Κοντομάνικο, λευκό πουκάμισο γκόμενου, μπλε σορτσάκι με άσπρες, πετσετέ τσέπες (
μόδα της εποχής), μαύρα,
φρεσκοβαμμένα σκαρπίνια, άσπρες, αθλητικές κάλτσες μέχρι το γόνατο και ...
ένα τσεκούρι μέσα από τη μία κάλτσα, με τη λεπίδα του να εξέχει ακριβώς δίπλα στο γόνατο.
Ο Φώτης υποτίθεται πως θα έπαιζε μπάλα ...έτσι! Με το τσεκούρι
εφαρμοσμένο πάνω του, έτοιμος να κόψει φέτες κάθε αντίπαλο που θα τον
πλησίαζε.
Είχαμε τον ...Γκοϊκοετσέα μας! Μόλις τον είδαν οι αντίπαλοι, σοκαρίστηκαν. «
Δεν μπορεί να παίξει έτσι», είπε ο Μικέλε, «
εμείς δεν παίζουμε»,
συμπλήρωσε ο Τσίπε κι έκανε να φύγει και φυσικά, αφού πρώτα σκάσαμε στα
γέλια, μετά τους πήραμε στο ψιλό για την αντίδρασή τους στο θεατρικό
δρώμενο. Φυσικά και δεν θα έπαιζε ο Φώτης με το τσεκούρι, φυσικά και δεν
θα έπαιζε ο Φώτης γενικώς, πρώτα απ΄ όλα γιατί συνήθως
μας έσκαγε τις μπάλες με τα σκαρπίνια, αλλά και γιατί ...είχε ραντεβού. Με ή χωρίς Φώτη, με ή χωρίς τσεκούρι, με την ψυχολογία των αντιπάλων στα Τάρταρα,
ξέρετε ποιος κέρδισε...
Μέχρι να ξεχάσω την «πλάκα Γκοϊκοετσέα», εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...