Ημέρα Τρίτη, ημέρα ρετρό,οπότε ο Μίλτος ο νταλικέρης μας ταξιδεύει ξανά στο παρελθόν και την αγαπημένη παρέα των 80’s με μια καλοκαιρινή, αθλητική ιστορία!
Ένα αγαπημένο καλοκαιρινό σπορ της εποχής, ήταν το ...ημιθαλάσσιο ποδοβόλεϊ. Μπαίναμε στη θάλασσα μέχρι τα γόνατα, στα ρηχά, εκεί που τέλειωναν τα βότσαλα και άρχισε η άμμος, βάζαμε τερματζή τον Πατούσα που λόγω πλατυποδίας και κιλών δεν είχε την απαραίτητη ευελιξία και οι άλλοι τρεις, ο Φώτης, εγώ κι ο Κεβόρκ ο Αρμένης (που τον φωνάζαμε Γιάννη πριν τον βαφτίσει Πέτρο ο Πέτρος της Κουφής και Μορφονιό επειδή είχε μεγάλη μύτη), παίζαμε πασούλες και κεφαλίτσες, μέχρι να πεταχτεί ένας από όλους έξω από τη θάλασσα και με ακροβατικό σουτ (γυριστό ή ανάποδο ψαλίδι) να «πυροβολήσει» τον δύσμοιρο Πατούσα που έπιανε μόνο όσα σουτ πήγαιναν πάνω του.
Αυτά τον έπιαναν, δηλαδή, και τον γέμιζαν κοκκινίλες...
Πασάραμε συνήθως εγώ κι ο Φώτης στον Μορφονιό κι αυτός, ως γνήσιος Αρειανός, έκανε και την περιγραφή της φάσης: «Νίκιιιτς, Μπάχιιιτς, Μπιμπισίδηηης και γκοοοολ»! Μπιμπισίδης ήταν ο Μορφονιός, ο οποίος δεν είχε χορτάσει ονόματα και παρατσούκλια φαίνεται και ήθελε κι άλλα. Εννοείται πως είχαμε γίνει ο φόβος κι ο τρόμος των λουόμενων, ειδικά από τότε που αποκτήσαμε μια γνήσια μπάλα βόλεϊ που βάραινε από νερό και γινόταν φονικό όπλο για όποιον ανύποπτο την έτρωγε κατακούτελα, ως αποτέλεσμα της -κυριολεκτικής- εκτελεστικής δεινότητας του ...Μπιμπισίδη! (δείτε τον να σκοράρει σε παιχνίδι με την ΑΕΚ στο βίντεο που ακολουθεί)

Εκείνη τη μέρα ο Πατούσας για κάποιο λόγο είχε αργήσει και προσωρινά κάθισα να κάνω τον ...στόχο, δηλαδή τον τερματζή. Η κραυγή «Μπιμπισίδηηης» δόνησε την ατμόσφαιρα, η μπάλα σηκώθηκε κατά τον ήλιο και πριν αρχίσει να πέφτει, είδα με την άκρη του ματιού μου το «πι» της Δωροθέας της Ζαβής και της Δωροθέα τη Ζαβή από πίσω του, να προσπαθεί να μπει κούτσα - κούτσα στη θάλασσα. Συνέβαινε το προφανές. Η μπάλα κατευθυνόταν με ...αστρονομική ακρίβεια (είπαμε, κατέβαινε από τον ήλιο) προς τα προγούλια της Ζαβής, που έμοιαζαν με δυο μπριζόλες μοσχαρίσιες κόντρα, κρεμασμένες κάτω από μουσούδι της. Έκανα το απονενοημένο, γιατί άρχισα να φαντάζομαι τις συνέπειες της συνάντησης της συγκεκριμένης μουσούδας με τον ...Μπιμπισίδη.
Πετάχτηκα προς την μπάλα, άπλωσα το χέρι, την απομάκρυνα, με περίτεχνο σπάσιμο μέσης απέφυγα τη δεξιά μπριζόλα της Ζαβής και προσγειώθηκα περίπου μισό μέτρο μακριά της, αποφεύγοντας το «πι» με κίνηση που θα ζήλευε ακόμα και άλτης του ύψους. Ο Ντίτμαρ Μέγκεμπουργκ, που ήταν και η φίρμα της εποχής...
«Να χαθείτε να χάνεστε αναθεματισμένοι, που έχετε το διάβολο μέσα σας ο διάβολος να σας πάρει», έκραξε η Δωροθέα η Ζαβή, προφανώς τρομαγμένη από την ...πτήση μου πάνω από το «πι» της, ενώ εγώ ακόμα προσπαθούσα να βγω από το νερό, με τα μάτια να τσούζουν από το αλάτι και με το μυαλό να μην ασχολείται για την ώρα με την ανάλυση της πρότασής της περί «πτυσσόμενου διαβόλου», που γίνεται και τόσο μικρός ώστε να χωρέσει μέσα μου και τόσο μεγάλος ώστε να με πάρει (με τη βέσπα;) και να φύγει. Τέλος πάντων, προσπάθησα να τα μαζέψω: «Τι φωνάζεις, θεια; Αφού σε γλίτωσα».
«Τι με γλίτωσες, βρε που κακό χρόνο νά ΄χεις; Με έβρεξες»! Προφανώς, η Ζαβή είχε βρει τον τρόπο να κάνει μπάνιο χωρίς να βραχεί, αλλά αυτή ήταν μια άλλη ιστορία από αυτή που εκτυλισσόταν εκείνη τη στιγμή: «Εσύ είσαι, βρε χαμένε; Όλα χαρτί και καλαμάρι στη μάνα σου», απείλησε η Ζαβή μόλις καθάρισε το τοπίο και κατάλαβε ποιος ήμουν.
Έκανε μεταβολή στο «πι», βγήκε, πήρε το χαρτί, πήρε και το καλαμάρι (μάλλον θα το ψάρεψε βγαίνοντας) και πήγε ντουγρού στη μάνα μου, η οποία με τη σειρά της έπιασε τον εξάψαλμο, εν μέσω ιατρικών αυτοδιαγνώσεων:
«Θα με πεθάνεις εσύ, άρρωστη γυναίκα (δεν ήταν). Εγώ δεν έκανα παιδί, έκανα τον Αλ Καπόνε (προφανώς ο Αλ έπαιζε ημιθαλάσσιο ποδοβόλεϊ με τον ...Μπιμπισίδη). Έρχονται κάθε φορά και μου κάνουν παράπονα για τα καμώματά σου (πρώτη φορά ήταν). Τώρα σε έπιασε στο στόμα της και η Δωροθέα (αυτό, πράγματι, ήταν πρόβλημα). Τι θα πει ο κόσμος με αυτό που της έκανες της γυναίκας; (μήπως ότι είμαι καλύτερος κι από τον Μέγκεμπουργκ;). Η μπάλα στη θάλασσα κομμένη από αύριο, εκτός κι αν θέλεις να μου φυτρώσεις τον καρκίνο πριν την ώρα μου (δεν ήθελα και δεν ήξερα ότι ο καρκίνος έβγαινε σε σπόρους και φύτρωνε όταν ο Μέγκεμπουργκ πετούσε πάνω από το «πι» της Ζαβής για να τη γλιτώσει από τον Μπιμπισίδη)».
Αυτά είπε η μάνα μου, ενώ ο πατέρας μου δεν είπε τίποτα. Με θαύμασε και μίλησε με τα μάτια: «Μέγκεμπούργκ μου εσύ»!
Ο Φώτης, που ήταν παρών στο σκηνικό, μαζί με τον ...Μπιμπισίδη, τον καθυστερημένο Πατούσα και τον Δεμπασκαλά, έκανε νόημα στους άλλους να φύγουν, αλλά ο Μπιμπισίδης ήθελε να αναλάβει την ευθύνη: «Δεν έφταιγε ο Μίλτος, κυρα-Δάφνη. Αυτός την έσωσε. Εγώ έφταιγα», είπε. «Κομμένη και σε σένα η μπάλα από αύριο», είπε η μάνα μου, που έκοβε μπάλες και σε ξένα παιδιά. Ο Πατούσας, που ήθελε να τα έχει καλά μαζί της γιατί κάθε φορά ερχόταν και χλαπάκιαζε μισό ταψί σπανακόπιτα σπεσιαλιτέ, είπε «έχει δίκιο η κυρα-Δάφνη, την έχεις αρρωστήσει τη γυναίκα» κι εξασφάλισε δυο κομμάτια τυρόπιτα για το μεσημέρι. Ο Φώτης, όμως, ήθελε να εξασφαλίσει το μέλλον κι άρχισε τις μαλαγανιές: «Δώσε τόπο στην οργή. Δεν την ξέρεις τώρα τη Ζαβή; Το τόσο το κάνει τόσο. Θα παίξουμε εμείς αύριο προσεκτικά κι ο Μίλτος που είναι τιμωρημένος, θα έρθει από βδομάδα. Θα τον αντικαταστήσει ο Δεμπασκαλάς».
Τι είπε ο Δεμπασκαλάς δεν χρειάζεται να σας πω, αλλά θα σας το πω γιατί μου λείπουν από το κείμενο τρεις λέξεις: «Δεν πας καλά». Αυτός δεν έπαιζε ποτέ μαζί μας ημιθαλάσσιο ποδοβόλεϊ. Το έπαιζε σοβαρός και μεγάλος. Καθόταν έξω στην παραλία σε μια ψάθα απλωμένη, έκανε ότι διαβάζει την Ελευθεροτυπία (όλο στην ίδια σελίδα τον βρίσκαμε) και μετά βούταγε για τα βαθιά, να τον βλέπουν τα κορίτσια και να νομίζουν πως είναι άντρας σωστός, διαβασμένος, προοδευτικός και ατρόμητος.
Την επομένη κάθισα κι εγώ μαζί του. Όχι επειδή ήμουν τιμωρημένος (από τη μάνα μου) για μια βδομάδα (από τον Φώτη). Αυτή ήταν η επίσημη δικαιολογία. Ο πραγματικός λόγος, όμως, ήταν άλλος. Το προηγούμενο απόγευμα, λίγο μετά τον σαματά με τη Ζαβή, έφτασε για διακοπές η Χριστίνα. Και το επόμενο πρωί, είχε απλώσει την ψάθα της δυο ψάθες απόσταση από του Δεμπασκαλά. Του ζήτησα την εφημερίδα, είπε «δεν πας καλά», τελικά τη μοιράσαμε και κάναμε κι οι δυο μας πως διαβάζαμε. Εγώ Φρέντυ Γερμανό κι εκείνος Φίλιππα Συρίγο.
Ήταν ο πιο ωραίος Φρέντυ Γερμανός που (δεν) είχα διαβάσει. Φορούσε ένα κόκκινο μπικίνι που είχε αρχίσει να φουσκώνει επικίνδυνα στο πάνω μέρος του, τόσο επικίνδυνα που φούσκωνα εγώ στο κάτω.
Ευτυχώς η απλωμένη Ελευθεροτυπία ...προστάτευε. Και εμένα και τη ...φουκαριάρα τη μάνα μου. Φαντάζεστε πόσες αρρώστιες θα φύτρωναν αν της έλεγε η Δωροθέα η Ζαβή χαρτί και καλαμάρι για τα φουσκωμένα τα δικά μου σε σχέση με τα φουσκωμένα της Χριστίνας;
Μέχρι να πούμε κι άλλα για τη Χριστίνα και τα ...αθλητικά της μπλεξίματα σε μια από τις επόμενες ρετρό ιστορίες, εγώ, ο Μίλτος, νά ΄μαι καλά...gazzetta gr