Oι αφιλότιμοι οι Λιθουανοί, μου χάλασαν το σχέδιο. Είχα ετοιμάσει ένα
αφιέρωμα, μούρλια. Το είχα μισογράψει κιόλας, στο διάλειμμα ανάμεσα
στους δύο χθεσινούς αγώνες.
*Πηγή: gazzetta.gr*
Ο τίτλος θα ήταν: «Ο αχώνευτος τελικός». Απ’την Κική κι απ’την Κοκό, ποιαν να διαλέξω;
Τους αντιπαθητικούς ή τους αντιπαθητικούς; Τους ενοχλητικούς ή τους ενοχλητικούς;
Τους αλαζονικούς δυνάστες της τελευταίας δεκαετίας ή τους αλαζονικούς δυνάστες της προηγούμενης;
Εάν είστε από τους όψιμους μπασκετικούς, ξύνετε την κεφαλή σας από απορία. Τι διάβολο μας λέει αυτός;
Από τη μία είναι οι ακατανόμαστοι Ισπανοί που δεν θέλουμε να τους βλέπουμε ούτε ζωγραφιστούς και από την άλλη θα ήταν οι όρθοντοξ μπράδερς που έχουν άρρηκτους δεσμούς με τον ελληνισμό και με το μπάσκετ μας.
Αυτά, αλλού.
Εγώ είμαι από τους παλαιούς. Εξαιρώ τον Σκουντή που είναι δεδηλωμένος σερβόφιλος και επικαλούμαι τη μαρτυρία των λοιπών συνοδοιπόρων της παλαιάς φρουράς.
Πείτε κι εσείς, κύριε Φιλέρη μου, κύριε Καρύδα μου, κύριε Ευσταθίου μου. Γιώργο μου, τι γνώμη είχε ο συγχωρεμένος ο πατέρας σου για τους Γιούγκους;
Πριν το περιλάλητο 2007 που ακόμα μας πονάει και σας πονάει εσάς εκεί έξω τους νεώτερους, υπήρξε το 1995 με τα αλήστου μνήμης «Λιέτουβα-Λιέτουβα». Και το 1998, πάλι στην Αθήνα.
Και ο ημιτελικός του 1997, στη Βαρκελώνη, όταν ένας Σέρβος παλιόφιλος μας έμαθε την έκφραση «τάληρο-δεκάρικο» (τον κώλο μας εννοούσε, για να μη ψάχνετε).
Και το Προολυμπιακό του 1988 στο Ντεν Μπος. Και τα δύο ματς του 1989 στο Ζάγκρεμπ, πρώτος γύρος και τελικός. Και η Αργεντινή, έναν χρόνο αργότερα. Και η πρεμιέρα στην Ατλάντα.
Ξέρετε πόσες ήττες μαζεμένες είναι αυτές; Ξέρετε πόσες φορές φύγαμε από γήπεδο βλαστημώντας τους διαιτητές και τον Στάνκοβιτς;
Ξέρετε πώς γελούσαν μες στα μούτρα μας οι ευγνώμονες για όλα όρθοντοξ μπράδερς; Ξέρετε με πόση χαιρεκακία χόρευαν πάνω από το πτώμα μας;
Το 2007, οι περισσότεροι το θυμούνται για τα πικρά δάκρυα του χαμένου ημιτελικού με την Ισπανία.
Εγώ θυμάμαι και κάτι άλλο, όμως. Πολύ πιο ευχάριστο. Τον θρίαμβο επί των Σέρβων στη Σεβίλλη και τις έντονες διαμαρτυρίες τους για τη διαιτησία.
Το ξέσπασμα του Μίλιτσιτς (που σήμερα κάνει καριέρα ως κικ-μπόξερ, όπως του αρμόζει) είναι από τις πιο αστείες και απολαυστικές στιγμές που μπορεί να εντοπίσει κανείς στο YouTube.
Με τη διαιτησία, έτσι μας άρεσε! «Πούστη Βασιλακόπουλε», έβριζαν οι ηττημένοι Σέρβοι. Πώς λέμε «Στάνκοβιτς φακ οφ»; Κάπως έτσι.
Η νίκη της Εθνικής μας, με κορυφαίο τον Δήμο Ντικούδη, τους έστειλε πίσω στο Βελιγράδι με ολόαδεια χέρια από τον πρώτο γύρο κιόλας. Εκείνο το βράδυ, ήπιαμε μαζεμένη σαμπάνια είκοσι ετών. Άλλο αν μας την έβγαλαν ξυνή το 2014 στη Μαδρίτη.
Πάει αυτό, όμως. Ο αχώνευτος τελικός έμεινε στα αζήτητα. Τον ματαίωσαν τα ξανθά παιδιά από τον βορρά, που είναι, λίγο πολύ, και παιδιά δικά μας.
Ο Γιόνας Καζλάουσκας της Εθνικής Ελλάδας (ναι, ο αποτυχημένος…) και του Ολυμπιακού.
Ο Γιόνας Ματσιούλις του Παναθηναϊκού.
Ο Ρενάλντας Σεϊμπούτις, του Αμαρουσίου και του Ολυμπιακού.
Ο Αντάνας Καβαλιάουσκας, του Πανιωνίου και της Καβάλας. Μάλιστα, της Καβάλας.
Ο Ρομπέρτας Γιαβτόκας, του Παναθηναϊκόυ και αυτός.
Και αυτοί που προηγήθηκαν. Ο Σάρας, ο Μάτσας, ο Κάρνι, ο Σίσκα, ο Γκέτσας, ο ψηλός ο Ζούκας.
Ο Γιοβάισα, που δεν έγινε ποτέ δικός μας, αλλά θα είναι για πάντα δικός μας. Ο Κουρτινάιτις, ο Χόμιτσιους.
Ο Μαρτσουλιόνις, που σήμερα θα γίνει μέλος του Hall of Fame της FIBA εδώ στη Λιλ
Πάνω απ’όλους ο Άρβιντας Σαμπόνις, που γεμίζει το «Πιερ Μωρουά» με τη βαριά σκιά του και με το ακριβοθώρητο χαμόγελο που περιμένει τον τελικό για να εμφανιστεί μια και καλή. Έχει και τον γιο του στην ομάδα…
Βρήκαμε, τουλάχιστον, ομάδα να υποστηρίξουμε στον τελικό. Κι ας μη μας πολυχωνεύουν οι Λιθουανοί. Κι ας ήταν σκυλάκι της Μέρκελ η μουντρούχα πρωθυπουργίνα τους στις Συνόδους Κορυφής.
Στο μπάσκετ, οφείλουμε να τους βγάλουμε το καπέλο. Πρόκειται για μία χώρα με μέγεθος μισό από την Ελλάδα, που έχει την πορτοκαλί μπάλα για εικόνισμα.
Το παλιό κλισέ, που θέλει «το μπάσκετ πρώτο άθλημα σε αυτή τη χώρα», ισχύει για μία και μόνο για μία: τη Λιθουανία. «Κρεπσίνιο», το λένε εκεί. Μη γελιέστε, οι Σέρβοι είναι σαν τους Έλληνες. Αγαπούν τις νίκες και όχι τον αθλητισμό. Το «τάληρο-δεκάρικο» τους οιστρηλατεί
Η Εθνική Λιθουανίας είχε το 2011 μία θαυμάσια αφορμή για να διαλυθεί και για να απωλέσει το λαϊκό έρεισμα. Ηττήθηκε στον προημιτελικό του Ευρωμπάσκετ, όχι από κάποια υπερδύναμη, αλλά από την απίθανη FYROM. Όχι σε κάποια μακρυνή χώρα του ευρωπαϊκού νότου, αλλά στο Κάουνας, μπροστά στο δικό της κοινό.
Σε άλλες χώρες, όνομα και μη χωριό, θα έστηναν ικριώματα.
Οι Λιθουανοί απλώς ανασκουμπώθηκαν και επέστρεψαν με δύο συνεχόμενους ευρωπαϊκούς τελικούς (2013, 2015). Η κοινή γνώμη έδωσε ψήφο εμπιστοσύνης στην ομάδα που δεν έχει χάσει ούτε μία Ολυμπιάδα από το 1992. Στα μεγάλα ραντεβού, η πρασινοκίτρινη εξέδρα είναι πάντοτε γεμάτη, με πλήθος, φωνή, τύμπανα, μπύρα και πάθος.
Η ομάδα δεν αλλάζει προπονητές για ψύλλου πήδημα. Οι παίκτες θεωρούν τη συμμετοχή τους τιμή και υποχρέωση. Όταν υπάρχουν απουσίες, δεν οφείλονται σε αρνήσεις, αλλά σε τραυματισμούς ή γηρατειά.
Ας μη νομιστεί ότι η Λιθουανία του φετινού Ευρωμπάσκετ 2015 είναι πλήρης. Της λείπει ο υπέροχος Μοτιεγιούνας, των Χιούστον Ρόκετς. Ο Πότσιους, ο καλύτερος σουτέρ της. Ο Κλέιζα, που πλέον πάλιωσε. Οι δύο αδελφοί Λαβρίνοβιτς. Ο βετεράνος αλλά ανθεκτικός Καουκένας. Ο Γιασάιτις.
Μία επτάδα πρώτης γραμμής. Στην ομάδα του 2013, έπαιξαν μόνο οι μισοί από τους δώδεκα φετινούς.
Η Εθνική Καναδά, που πήρε το εισιτήριο για το Προολυμπιακό, έχει στις τάξεις της τον Νικ Στάουσκας των Σίξερς. Από πού νομίζετε ότι βαστάει η σκούφια του; Προτίμησε, όμως, να εκπροσωπήσει τη χώρα όπου μεγάλωσε. Σεσημασμένος «Lithuanian-American» ήταν και ο Ρικ Μπάρι με τα πολλά αδέλφια.
Βρήκα, λοιπόν, ομάδα να υποστηρίξω στον αυριανό τελικό. «Λιέτουβα» και ξερό ψωμί. Αν ζήλεψα τους Ισπανούς μία φορά για τη νίκη επί των Γάλλων, τους Λιθουανούς τους ζηλεύω δέκα.
Τους αντιπαθητικούς ή τους αντιπαθητικούς; Τους ενοχλητικούς ή τους ενοχλητικούς;
Τους αλαζονικούς δυνάστες της τελευταίας δεκαετίας ή τους αλαζονικούς δυνάστες της προηγούμενης;
Εάν είστε από τους όψιμους μπασκετικούς, ξύνετε την κεφαλή σας από απορία. Τι διάβολο μας λέει αυτός;
Από τη μία είναι οι ακατανόμαστοι Ισπανοί που δεν θέλουμε να τους βλέπουμε ούτε ζωγραφιστούς και από την άλλη θα ήταν οι όρθοντοξ μπράδερς που έχουν άρρηκτους δεσμούς με τον ελληνισμό και με το μπάσκετ μας.
Αυτά, αλλού.
Εγώ είμαι από τους παλαιούς. Εξαιρώ τον Σκουντή που είναι δεδηλωμένος σερβόφιλος και επικαλούμαι τη μαρτυρία των λοιπών συνοδοιπόρων της παλαιάς φρουράς.
Πείτε κι εσείς, κύριε Φιλέρη μου, κύριε Καρύδα μου, κύριε Ευσταθίου μου. Γιώργο μου, τι γνώμη είχε ο συγχωρεμένος ο πατέρας σου για τους Γιούγκους;
Πριν το περιλάλητο 2007 που ακόμα μας πονάει και σας πονάει εσάς εκεί έξω τους νεώτερους, υπήρξε το 1995 με τα αλήστου μνήμης «Λιέτουβα-Λιέτουβα». Και το 1998, πάλι στην Αθήνα.
Και ο ημιτελικός του 1997, στη Βαρκελώνη, όταν ένας Σέρβος παλιόφιλος μας έμαθε την έκφραση «τάληρο-δεκάρικο» (τον κώλο μας εννοούσε, για να μη ψάχνετε).
Και το Προολυμπιακό του 1988 στο Ντεν Μπος. Και τα δύο ματς του 1989 στο Ζάγκρεμπ, πρώτος γύρος και τελικός. Και η Αργεντινή, έναν χρόνο αργότερα. Και η πρεμιέρα στην Ατλάντα.
Ξέρετε πόσες ήττες μαζεμένες είναι αυτές; Ξέρετε πόσες φορές φύγαμε από γήπεδο βλαστημώντας τους διαιτητές και τον Στάνκοβιτς;
Ξέρετε πώς γελούσαν μες στα μούτρα μας οι ευγνώμονες για όλα όρθοντοξ μπράδερς; Ξέρετε με πόση χαιρεκακία χόρευαν πάνω από το πτώμα μας;
Το 2007, οι περισσότεροι το θυμούνται για τα πικρά δάκρυα του χαμένου ημιτελικού με την Ισπανία.
Εγώ θυμάμαι και κάτι άλλο, όμως. Πολύ πιο ευχάριστο. Τον θρίαμβο επί των Σέρβων στη Σεβίλλη και τις έντονες διαμαρτυρίες τους για τη διαιτησία.
Το ξέσπασμα του Μίλιτσιτς (που σήμερα κάνει καριέρα ως κικ-μπόξερ, όπως του αρμόζει) είναι από τις πιο αστείες και απολαυστικές στιγμές που μπορεί να εντοπίσει κανείς στο YouTube.
Με τη διαιτησία, έτσι μας άρεσε! «Πούστη Βασιλακόπουλε», έβριζαν οι ηττημένοι Σέρβοι. Πώς λέμε «Στάνκοβιτς φακ οφ»; Κάπως έτσι.
Η νίκη της Εθνικής μας, με κορυφαίο τον Δήμο Ντικούδη, τους έστειλε πίσω στο Βελιγράδι με ολόαδεια χέρια από τον πρώτο γύρο κιόλας. Εκείνο το βράδυ, ήπιαμε μαζεμένη σαμπάνια είκοσι ετών. Άλλο αν μας την έβγαλαν ξυνή το 2014 στη Μαδρίτη.
Πάει αυτό, όμως. Ο αχώνευτος τελικός έμεινε στα αζήτητα. Τον ματαίωσαν τα ξανθά παιδιά από τον βορρά, που είναι, λίγο πολύ, και παιδιά δικά μας.
Ο Γιόνας Καζλάουσκας της Εθνικής Ελλάδας (ναι, ο αποτυχημένος…) και του Ολυμπιακού.
Ο Γιόνας Ματσιούλις του Παναθηναϊκού.
Ο Ρενάλντας Σεϊμπούτις, του Αμαρουσίου και του Ολυμπιακού.
Ο Αντάνας Καβαλιάουσκας, του Πανιωνίου και της Καβάλας. Μάλιστα, της Καβάλας.
Ο Ρομπέρτας Γιαβτόκας, του Παναθηναϊκόυ και αυτός.
Και αυτοί που προηγήθηκαν. Ο Σάρας, ο Μάτσας, ο Κάρνι, ο Σίσκα, ο Γκέτσας, ο ψηλός ο Ζούκας.
Ο Γιοβάισα, που δεν έγινε ποτέ δικός μας, αλλά θα είναι για πάντα δικός μας. Ο Κουρτινάιτις, ο Χόμιτσιους.
Ο Μαρτσουλιόνις, που σήμερα θα γίνει μέλος του Hall of Fame της FIBA εδώ στη Λιλ
Πάνω απ’όλους ο Άρβιντας Σαμπόνις, που γεμίζει το «Πιερ Μωρουά» με τη βαριά σκιά του και με το ακριβοθώρητο χαμόγελο που περιμένει τον τελικό για να εμφανιστεί μια και καλή. Έχει και τον γιο του στην ομάδα…
Βρήκαμε, τουλάχιστον, ομάδα να υποστηρίξουμε στον τελικό. Κι ας μη μας πολυχωνεύουν οι Λιθουανοί. Κι ας ήταν σκυλάκι της Μέρκελ η μουντρούχα πρωθυπουργίνα τους στις Συνόδους Κορυφής.
Στο μπάσκετ, οφείλουμε να τους βγάλουμε το καπέλο. Πρόκειται για μία χώρα με μέγεθος μισό από την Ελλάδα, που έχει την πορτοκαλί μπάλα για εικόνισμα.
Το παλιό κλισέ, που θέλει «το μπάσκετ πρώτο άθλημα σε αυτή τη χώρα», ισχύει για μία και μόνο για μία: τη Λιθουανία. «Κρεπσίνιο», το λένε εκεί. Μη γελιέστε, οι Σέρβοι είναι σαν τους Έλληνες. Αγαπούν τις νίκες και όχι τον αθλητισμό. Το «τάληρο-δεκάρικο» τους οιστρηλατεί
Η Εθνική Λιθουανίας είχε το 2011 μία θαυμάσια αφορμή για να διαλυθεί και για να απωλέσει το λαϊκό έρεισμα. Ηττήθηκε στον προημιτελικό του Ευρωμπάσκετ, όχι από κάποια υπερδύναμη, αλλά από την απίθανη FYROM. Όχι σε κάποια μακρυνή χώρα του ευρωπαϊκού νότου, αλλά στο Κάουνας, μπροστά στο δικό της κοινό.
Σε άλλες χώρες, όνομα και μη χωριό, θα έστηναν ικριώματα.
Οι Λιθουανοί απλώς ανασκουμπώθηκαν και επέστρεψαν με δύο συνεχόμενους ευρωπαϊκούς τελικούς (2013, 2015). Η κοινή γνώμη έδωσε ψήφο εμπιστοσύνης στην ομάδα που δεν έχει χάσει ούτε μία Ολυμπιάδα από το 1992. Στα μεγάλα ραντεβού, η πρασινοκίτρινη εξέδρα είναι πάντοτε γεμάτη, με πλήθος, φωνή, τύμπανα, μπύρα και πάθος.
Η ομάδα δεν αλλάζει προπονητές για ψύλλου πήδημα. Οι παίκτες θεωρούν τη συμμετοχή τους τιμή και υποχρέωση. Όταν υπάρχουν απουσίες, δεν οφείλονται σε αρνήσεις, αλλά σε τραυματισμούς ή γηρατειά.
Ας μη νομιστεί ότι η Λιθουανία του φετινού Ευρωμπάσκετ 2015 είναι πλήρης. Της λείπει ο υπέροχος Μοτιεγιούνας, των Χιούστον Ρόκετς. Ο Πότσιους, ο καλύτερος σουτέρ της. Ο Κλέιζα, που πλέον πάλιωσε. Οι δύο αδελφοί Λαβρίνοβιτς. Ο βετεράνος αλλά ανθεκτικός Καουκένας. Ο Γιασάιτις.
Μία επτάδα πρώτης γραμμής. Στην ομάδα του 2013, έπαιξαν μόνο οι μισοί από τους δώδεκα φετινούς.
Η Εθνική Καναδά, που πήρε το εισιτήριο για το Προολυμπιακό, έχει στις τάξεις της τον Νικ Στάουσκας των Σίξερς. Από πού νομίζετε ότι βαστάει η σκούφια του; Προτίμησε, όμως, να εκπροσωπήσει τη χώρα όπου μεγάλωσε. Σεσημασμένος «Lithuanian-American» ήταν και ο Ρικ Μπάρι με τα πολλά αδέλφια.
Βρήκα, λοιπόν, ομάδα να υποστηρίξω στον αυριανό τελικό. «Λιέτουβα» και ξερό ψωμί. Αν ζήλεψα τους Ισπανούς μία φορά για τη νίκη επί των Γάλλων, τους Λιθουανούς τους ζηλεύω δέκα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου