Τα επεισόδια που προκάλεσαν Σέρβοι χούλιγκαν στη Γένοβα, στον ποδοσφαιρικό αγώνα της Σερβίας με την Ιταλία, απασχολούν έντονα την κοινή γνώμη και προβληματίζουν τις σερβικές αρχές. Με αφορμή τα επεισόδια αυτά επανέρχεται στο προσκήνιο το ζήτημα των συλλόγων οπαδών των ομάδων και κατά πόσο η δράση τους περιορίζεται στο χώρο του αθλητισμού.
Το Συνταγματικό Δικαστήριο της Σερβίας συνεδρίασε την Τετάρτη για να εξετάσει αίτημα της Γενικής Εισαγγελίας, που κατατέθηκε πριν από ένα χρόνο, με το οποίο ζητείται να απαγορευτεί η λειτουργία 14 συλλόγων φιλάθλων, τριών ποδοσφαιρικών ομάδων, του Ερυθρού Αστέρα, της Παρτιζάν και της Ραντ.
Στο αιτιολογικό του αιτήματος αναφέρεται ότι οι σύλλογοι αυτοί «παραβιάζουν το Σύνταγμα διασπείροντας εθνικό, ρατσιστικό και θρησκευτικό μίσος». Το Συνταγματικό Δικαστήριο θα αποφασίσει για το αίτημα αυτό την επόμενη εβδομάδα. Ανάλογο αίτημα υπάρχει και για την απαγόρευση των ακροδεξιών, εθνικιστικών και ρατσιστικών οργανώσεων, «Obraz», «Dveri», «Nasi», «SNP 1389».
Στον κυβερνητικό συνασπισμό κυριαρχεί η άποψη ότι οι σύλλογοι φιλάθλων και οι ακροδεξιές οργανώσεις λειτουργούν από κοινού κάθε φορά που οι ηγέτες τους κρίνουν ότι κάποια κίνηση των αρχών ή κάποια εκδήλωση είναι αντιπατριωτική, θίγει τα εθνικά και θρησκευτικά συναισθήματα ή καταλύει τις ηθικές αρχές όπως αυτοί τις προσδιορίζουν.
Ετσι «φίλαθλοι» και ακροδεξιοί συχνά βγαίνουν μαζί στους δρόμους, καίνε και καταστρέφουν, υπερασπιζόμενοι, όπως διακηρύττουν οι ηγέτες τους, το τρίπτυχο «πατρίδα, θρησκεία, οικογένεια».
Κοινή δράση οπαδών και ακροδεξιών υπήρξε το 2001, όταν διαλύθηκε με τη βία η πορεία των ομοφυλόφιλων, ή το 2008 όταν με την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του Κοσόβου καταστράφηκαν ξένες πρεσβείες και πυρπολήθηκε η πρεσβεία των ΗΠΑ, όπου βρήκε τραγικό θάνατο στις φλόγες ένας νεαρός, οργανωμένος οπαδός της «Παρτιζάν».
Οι επιθέσεις σε εκθέσεις ζωγραφικής, φιλοσοφικές διαλέξεις, δημόσιες ραδιοφωνικές εκπομπές, καταυλισμούς τσιγγάνων αποτελούν επίσης «επιτεύγματα» της δράσης ακροδεξιών και οπαδών.
Την περασμένη Κυριακή ξαναβγήκαν στους δρόμους για να διαλύσουν την Πορεία των Ομοφυλόφιλων -Beldrade Pride Parade- και για ακόμη μία φορά επιδόθηκαν σε βανδαλισμούς.
Τα επεισόδια στη Γένοβα επίσης φέρονται να έχουν σχέση με τα επεισόδια της περασμένης Κυριακής.
Η πρόεδρος του σερβικού Κοινοβουλίου, Σλάβιτσα Τζούκιτς-Ντεγιάνοβιτς, σχολιάζοντας τη συμπεριφορά των χούλιγκαν στη Γένοβα μίλησε «για υποκείμενα εκμετάλλευσης που εξυπηρετούν σκοπούς διαφόρων σκοτεινών πολιτικών κύκλων».
Την ίδια άποψη εξέφρασε και ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Μπόζινταρ Τζέλιτς, εκτιμώντας ότι και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για ενορχηστρωμένη και καλά οργανωμένη δράση.
Η σχέση των οργανωμένων οπαδών με την ακροδεξιά φαίνεται και από το γεγονός ότι τα συνθήματά τους είναι τα ίδια. «Σκότωσε, σφάξε, Αλβανός να μη μείνει» ή «Λεπίδι, σύρμα Σρμπρενίτσα» είναι συνθήματα των ακροδεξιών που ακούγονται κάθε Κυριακή στα γήπεδα.
Τα συνθήματα αυτά ακούστηκαν και στη Γένοβα, όπου οι Σέρβοι χούλιγκαν έκαψαν και την αλβανική σημαία. Η συγγένεια των ακροδεξιών και των οργανωμένων οπαδών διαπιστώνεται και μέσα από την κοινή ιδεολογία. Το μίσος για τους ξένους, εκτός από κάποια ομόθρησκα έθνη, ο αντιευρωπαϊσμός, η επιστροφή στην πηγαία ορθοδοξία και ο ρατσισμός που εκδηλώνεται κυρίως κατά των Ρομά, αποτελούν κοινά χαρακτηριστικά των οπαδών και των ακροδεξιών.
Παράδοση 20ετίας...
Η σχέση πολιτικής και γηπέδου δεν ξεκίνησε πρόσφατα, αλλά έχει παράδοση είκοσι ετών. Το 1990 όταν ο Μιλόσεβιτς άρχισε να εφαρμόζει τα εθνικά του σχέδια και προετοιμαζόταν για πόλεμο είχε την ανάγκη μιας ευρείας κοινωνικής συνοχής. Οι οργανωμένοι οπαδοί των ποδοσφαιρικών ομάδων και κυρίως αυτοί του Ερυθρού Αστέρα τού χαλούσαν τα σχέδια, αφού είχαν ταχθεί στο πλευρό του πρωτοεμφανιζόμενου, τότε, ηγέτη της αντιπολίτευσης Βουκ Ντράσκοβιτς.
Η λύση από το καθεστώς Μιλόσεβιτς βρέθηκε στο πρόσωπο του Ζέλικο Ραζνάτοβιτς-Αρκάν. Ενός νεαρού από την κοινωνία του υπόκοσμου, ο οποίος, όπως και ο ίδιος παραδέχτηκε σε μία δίκη του το 1991, εργαζόταν και για την Κρατική Υπηρεσία Πληροφοριών (SDB).
Ο Αρκάν κατόρθωσε να ενώσει όλους τους συλλόγους φιλάθλων του Ερυθρού Αστέρα δημιουργώντας ένα σύλλογο με την ονομασία «Ντέλιγιε» (Delije). Μέχρι το τέλος του 1991 στους «Ντέλιγιε» εντάχθηκαν όλοι οι οργανωμένοι οπαδοί της ομάδας των ερυθρόλευκων. Έτσι, στα γήπεδα δεν ακούγονταν συνθήματα υπέρ του Ντράσκοβιτς, αλλά συνθήματα που εξυμνούσαν τον Μιλόσεβιτς και διέδιδαν το μίσος κατά των λαών που βρέθηκαν στο στόχαστρο της πολεμικής μηχανής του Βελιγραδίου, Κροατών, μουσουλμάνων και αργότερα Αλβανών.
«Σλόμπο, Σλόμπο στείλε μας σαλάτες έχουμε κρέας θα σφάξουμε Κροάτες» ακουγόταν από τις κερκίδες των σταδίων την περίοδο του πολέμου στην Κροατία. Ο Σύλλογος «Ντέλιγιε» αποτέλεσε επίσης και ένα ανεξάντλητο φυτώριο μαχητών για τις παραστρατιωτικές οργανώσεις.
Η «Εθνική Φρουρά» του Αρκάν, αλλά και άλλες παραστρατιωτικές οργανώσεις αντλούσαν ανθρώπινο δυναμικό από τους συλλόγους φιλάθλων. Τα ανταλλάγματα που πρόσφερε το καθεστώς ήταν μερίδιο στην παραοικονομία (λαθρεμπόριο καυσίμων, ποτών, τσιγάρων) και ανοχή των αρχών σε αξιόποινες πράξεις, όπως εμπορία ναρκωτικών και λευκής σαρκός.
Οι δε «μαχητές» είχαν και το δικαίωμα να κάνουν πλιάτσικο σε κάθε περιοχή που καταλάμβαναν. Ο Μιλόσεβιτς χρησιμοποιούσε τους οργανωμένους οπαδούς των ομάδων και στο εσωτερικό της Σερβίας για να διαλύει συγκεντρώσεις της αντιπολίτευσης και γενικά να καταπνίγει με τη βία κάθε φωνή διαμαρτυρίας.
Αυτό συνέβαινε μέχρι το 2000, όταν η ήττα στο Κόσοβο, η δολοφονία του Αρκάν, η έλλειψη εξωτερικών εχθρών και κυρίως το γεγονός ότι «έπεσαν οι δουλειές» μιας και στην οικονομικά εξαντλημένη Σερβία δεν υπήρχαν περιθώρια κέρδους, ακόμη και για τους λαθρέμπορους, ανάγκασαν τους οργανωμένους οπαδούς να γυρίσουν την πλάτη στον Μιλόσεβιτς.
Στη λαϊκή εξέγερση της 5ης Οκτωβρίου του 2000 η δράση των οπαδών του Ερυθρού Αστέρα αποδείχθηκε καθοριστικής σημασίας για να αναγκαστεί ο Μιλόσεβιτς να παραδώσει την εξουσία. Αυτοί ήταν που κατέλαβαν δύο μεγάλα αστυνομικά τμήματα στο κέντρο του Βελιγραδίου, αυτοί εισέβαλαν πρώτοι στη Βουλή και την πυρπόλησαν και αυτοί κατέλαβαν το κτίριο της ραδιοτηλεόρασης δίνοντας τη χαριστική βολή στο καθεστώς Μιλόσεβιτς. Για το ρόλο τους στα γεγονότα της 5ης Οκτωβρίου του 2000 οι οπαδοί του Ερυθρού Αστέρα τιμήθηκαν και από τον τότε πρωθυπουργό Ζόραν Τζίντζιτς και απέσπασαν το δημοσιογραφικό βραβείο Β92 για τη συμβολή τους στον εκδημοκρατισμό της χώρας.
Μετά το 2000 οι οργανωμένοι οπαδοί άρχισαν να χάνουν την επιρροή που είχαν στην πολιτική ζωή, αλλά και τα οικονομικά προνόμια που τους παρείχε το καθεστώς Μιλόσεβιτς. Όλες οι προσπάθειες των ηγετών τους να επανέλθουν στο προσκήνιο και να επανακτήσουν το ρόλο που είχαν απέτυχαν, αφού η Σερβία πολιτικά και οικονομικά άρχισε να μπαίνει σε κάποια τάξη. Σήμερα οι σύλλογοι των οπαδών ακόμη προσπαθούν να επιβληθούν προσεγγίζοντας ακροδεξιές παρατάξεις και φλερτάροντας με κάποια κοινοβουλευτικά κόμματα, αλλά και κάποιους ακραίους εκκλησιαστικούς φορείς. Η δράση τους είναι κατά κανόνα βίαιη και τελευταία αποκτά επικίνδυνες διαστάσεις. Πηγη Το Βημα
Το Συνταγματικό Δικαστήριο της Σερβίας συνεδρίασε την Τετάρτη για να εξετάσει αίτημα της Γενικής Εισαγγελίας, που κατατέθηκε πριν από ένα χρόνο, με το οποίο ζητείται να απαγορευτεί η λειτουργία 14 συλλόγων φιλάθλων, τριών ποδοσφαιρικών ομάδων, του Ερυθρού Αστέρα, της Παρτιζάν και της Ραντ.
Στο αιτιολογικό του αιτήματος αναφέρεται ότι οι σύλλογοι αυτοί «παραβιάζουν το Σύνταγμα διασπείροντας εθνικό, ρατσιστικό και θρησκευτικό μίσος». Το Συνταγματικό Δικαστήριο θα αποφασίσει για το αίτημα αυτό την επόμενη εβδομάδα. Ανάλογο αίτημα υπάρχει και για την απαγόρευση των ακροδεξιών, εθνικιστικών και ρατσιστικών οργανώσεων, «Obraz», «Dveri», «Nasi», «SNP 1389».
Στον κυβερνητικό συνασπισμό κυριαρχεί η άποψη ότι οι σύλλογοι φιλάθλων και οι ακροδεξιές οργανώσεις λειτουργούν από κοινού κάθε φορά που οι ηγέτες τους κρίνουν ότι κάποια κίνηση των αρχών ή κάποια εκδήλωση είναι αντιπατριωτική, θίγει τα εθνικά και θρησκευτικά συναισθήματα ή καταλύει τις ηθικές αρχές όπως αυτοί τις προσδιορίζουν.
Ετσι «φίλαθλοι» και ακροδεξιοί συχνά βγαίνουν μαζί στους δρόμους, καίνε και καταστρέφουν, υπερασπιζόμενοι, όπως διακηρύττουν οι ηγέτες τους, το τρίπτυχο «πατρίδα, θρησκεία, οικογένεια».
Κοινή δράση οπαδών και ακροδεξιών υπήρξε το 2001, όταν διαλύθηκε με τη βία η πορεία των ομοφυλόφιλων, ή το 2008 όταν με την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του Κοσόβου καταστράφηκαν ξένες πρεσβείες και πυρπολήθηκε η πρεσβεία των ΗΠΑ, όπου βρήκε τραγικό θάνατο στις φλόγες ένας νεαρός, οργανωμένος οπαδός της «Παρτιζάν».
Οι επιθέσεις σε εκθέσεις ζωγραφικής, φιλοσοφικές διαλέξεις, δημόσιες ραδιοφωνικές εκπομπές, καταυλισμούς τσιγγάνων αποτελούν επίσης «επιτεύγματα» της δράσης ακροδεξιών και οπαδών.
Την περασμένη Κυριακή ξαναβγήκαν στους δρόμους για να διαλύσουν την Πορεία των Ομοφυλόφιλων -Beldrade Pride Parade- και για ακόμη μία φορά επιδόθηκαν σε βανδαλισμούς.
Τα επεισόδια στη Γένοβα επίσης φέρονται να έχουν σχέση με τα επεισόδια της περασμένης Κυριακής.
Η πρόεδρος του σερβικού Κοινοβουλίου, Σλάβιτσα Τζούκιτς-Ντεγιάνοβιτς, σχολιάζοντας τη συμπεριφορά των χούλιγκαν στη Γένοβα μίλησε «για υποκείμενα εκμετάλλευσης που εξυπηρετούν σκοπούς διαφόρων σκοτεινών πολιτικών κύκλων».
Την ίδια άποψη εξέφρασε και ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Μπόζινταρ Τζέλιτς, εκτιμώντας ότι και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για ενορχηστρωμένη και καλά οργανωμένη δράση.
Η σχέση των οργανωμένων οπαδών με την ακροδεξιά φαίνεται και από το γεγονός ότι τα συνθήματά τους είναι τα ίδια. «Σκότωσε, σφάξε, Αλβανός να μη μείνει» ή «Λεπίδι, σύρμα Σρμπρενίτσα» είναι συνθήματα των ακροδεξιών που ακούγονται κάθε Κυριακή στα γήπεδα.
Τα συνθήματα αυτά ακούστηκαν και στη Γένοβα, όπου οι Σέρβοι χούλιγκαν έκαψαν και την αλβανική σημαία. Η συγγένεια των ακροδεξιών και των οργανωμένων οπαδών διαπιστώνεται και μέσα από την κοινή ιδεολογία. Το μίσος για τους ξένους, εκτός από κάποια ομόθρησκα έθνη, ο αντιευρωπαϊσμός, η επιστροφή στην πηγαία ορθοδοξία και ο ρατσισμός που εκδηλώνεται κυρίως κατά των Ρομά, αποτελούν κοινά χαρακτηριστικά των οπαδών και των ακροδεξιών.
Παράδοση 20ετίας...
Η σχέση πολιτικής και γηπέδου δεν ξεκίνησε πρόσφατα, αλλά έχει παράδοση είκοσι ετών. Το 1990 όταν ο Μιλόσεβιτς άρχισε να εφαρμόζει τα εθνικά του σχέδια και προετοιμαζόταν για πόλεμο είχε την ανάγκη μιας ευρείας κοινωνικής συνοχής. Οι οργανωμένοι οπαδοί των ποδοσφαιρικών ομάδων και κυρίως αυτοί του Ερυθρού Αστέρα τού χαλούσαν τα σχέδια, αφού είχαν ταχθεί στο πλευρό του πρωτοεμφανιζόμενου, τότε, ηγέτη της αντιπολίτευσης Βουκ Ντράσκοβιτς.
Η λύση από το καθεστώς Μιλόσεβιτς βρέθηκε στο πρόσωπο του Ζέλικο Ραζνάτοβιτς-Αρκάν. Ενός νεαρού από την κοινωνία του υπόκοσμου, ο οποίος, όπως και ο ίδιος παραδέχτηκε σε μία δίκη του το 1991, εργαζόταν και για την Κρατική Υπηρεσία Πληροφοριών (SDB).
Ο Αρκάν κατόρθωσε να ενώσει όλους τους συλλόγους φιλάθλων του Ερυθρού Αστέρα δημιουργώντας ένα σύλλογο με την ονομασία «Ντέλιγιε» (Delije). Μέχρι το τέλος του 1991 στους «Ντέλιγιε» εντάχθηκαν όλοι οι οργανωμένοι οπαδοί της ομάδας των ερυθρόλευκων. Έτσι, στα γήπεδα δεν ακούγονταν συνθήματα υπέρ του Ντράσκοβιτς, αλλά συνθήματα που εξυμνούσαν τον Μιλόσεβιτς και διέδιδαν το μίσος κατά των λαών που βρέθηκαν στο στόχαστρο της πολεμικής μηχανής του Βελιγραδίου, Κροατών, μουσουλμάνων και αργότερα Αλβανών.
«Σλόμπο, Σλόμπο στείλε μας σαλάτες έχουμε κρέας θα σφάξουμε Κροάτες» ακουγόταν από τις κερκίδες των σταδίων την περίοδο του πολέμου στην Κροατία. Ο Σύλλογος «Ντέλιγιε» αποτέλεσε επίσης και ένα ανεξάντλητο φυτώριο μαχητών για τις παραστρατιωτικές οργανώσεις.
Η «Εθνική Φρουρά» του Αρκάν, αλλά και άλλες παραστρατιωτικές οργανώσεις αντλούσαν ανθρώπινο δυναμικό από τους συλλόγους φιλάθλων. Τα ανταλλάγματα που πρόσφερε το καθεστώς ήταν μερίδιο στην παραοικονομία (λαθρεμπόριο καυσίμων, ποτών, τσιγάρων) και ανοχή των αρχών σε αξιόποινες πράξεις, όπως εμπορία ναρκωτικών και λευκής σαρκός.
Οι δε «μαχητές» είχαν και το δικαίωμα να κάνουν πλιάτσικο σε κάθε περιοχή που καταλάμβαναν. Ο Μιλόσεβιτς χρησιμοποιούσε τους οργανωμένους οπαδούς των ομάδων και στο εσωτερικό της Σερβίας για να διαλύει συγκεντρώσεις της αντιπολίτευσης και γενικά να καταπνίγει με τη βία κάθε φωνή διαμαρτυρίας.
Αυτό συνέβαινε μέχρι το 2000, όταν η ήττα στο Κόσοβο, η δολοφονία του Αρκάν, η έλλειψη εξωτερικών εχθρών και κυρίως το γεγονός ότι «έπεσαν οι δουλειές» μιας και στην οικονομικά εξαντλημένη Σερβία δεν υπήρχαν περιθώρια κέρδους, ακόμη και για τους λαθρέμπορους, ανάγκασαν τους οργανωμένους οπαδούς να γυρίσουν την πλάτη στον Μιλόσεβιτς.
Στη λαϊκή εξέγερση της 5ης Οκτωβρίου του 2000 η δράση των οπαδών του Ερυθρού Αστέρα αποδείχθηκε καθοριστικής σημασίας για να αναγκαστεί ο Μιλόσεβιτς να παραδώσει την εξουσία. Αυτοί ήταν που κατέλαβαν δύο μεγάλα αστυνομικά τμήματα στο κέντρο του Βελιγραδίου, αυτοί εισέβαλαν πρώτοι στη Βουλή και την πυρπόλησαν και αυτοί κατέλαβαν το κτίριο της ραδιοτηλεόρασης δίνοντας τη χαριστική βολή στο καθεστώς Μιλόσεβιτς. Για το ρόλο τους στα γεγονότα της 5ης Οκτωβρίου του 2000 οι οπαδοί του Ερυθρού Αστέρα τιμήθηκαν και από τον τότε πρωθυπουργό Ζόραν Τζίντζιτς και απέσπασαν το δημοσιογραφικό βραβείο Β92 για τη συμβολή τους στον εκδημοκρατισμό της χώρας.
Μετά το 2000 οι οργανωμένοι οπαδοί άρχισαν να χάνουν την επιρροή που είχαν στην πολιτική ζωή, αλλά και τα οικονομικά προνόμια που τους παρείχε το καθεστώς Μιλόσεβιτς. Όλες οι προσπάθειες των ηγετών τους να επανέλθουν στο προσκήνιο και να επανακτήσουν το ρόλο που είχαν απέτυχαν, αφού η Σερβία πολιτικά και οικονομικά άρχισε να μπαίνει σε κάποια τάξη. Σήμερα οι σύλλογοι των οπαδών ακόμη προσπαθούν να επιβληθούν προσεγγίζοντας ακροδεξιές παρατάξεις και φλερτάροντας με κάποια κοινοβουλευτικά κόμματα, αλλά και κάποιους ακραίους εκκλησιαστικούς φορείς. Η δράση τους είναι κατά κανόνα βίαιη και τελευταία αποκτά επικίνδυνες διαστάσεις. Πηγη Το Βημα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου