Πλησίαζαν μεσάνυχτα της Παρασκευής 27 Ιουλίου 1996 και έφευγα από ένα
πάρτυ. Ένα ελληνικό πάρτυ, στη μακρυνή Ατλάντα. Προς τιμήν ενός
Ολυμπιονίκη που έμελλε να γίνει ημίθεος στο άθλημά του, αλλά και
βουλευτής των Ελλήνων.
Κάθε φορά που η αποστολή κέρδιζε ένα μετάλλιο, ακολουθούσε μικρή δεξίωση εσωτερικής κατανάλωσης, σε ένα sports bar στο κέντρο της πόλης, από αυτά τα άνοστα αμερικάνικα που έχουν παντού οθόνες και παίζουν αθλητικά.
Υπό άλλες συνθήκες θα το προσπερνούσα και θα πήγαινα για λίγες ώρες ακριβού ύπνου, αλλά ήταν η βραδιά του Πύρρου. Είχε κατακτήσει το δεύτερο χρυσό Ολυμπιακό μετάλλιο της καριέρας του μερικές ώρες νωρίτερα και μας περίμενε για κέρασμα.
Το μπαράκι γέμισε με κόσμο και με χαμόγελα. Φάγαμε, ήπιαμε, συζητήσαμε, βγάλαμε και φωτογραφίες. Δεν ήταν η πρώτη ούτε η τελευταία φορά που περάσαμε τις πύλες εκείνου του μαγαζιού. Η Ελλάδα έφυγε από τους Αγώνες της Εκατονταετηρίδας με 4 χρυσά και 4 ασημένια μετάλλια.
Φεύγοντας από το πάρτυ, αποφασίσαμε με μία συνάδελφο να πάμε για το τελευταίο ποτό της βραδιάς, δέκα πόρτες παραπέρα. Δέκα πόρτες πιο κοντά στο γεμάτο κόσμο Ολυμπιακό Πάρκο.
Ήταν κατακαλόκαιρο και καθίσαμε στη βεράντα. Άλλο ένα βράδυ ρουτίνας στην πόλη που «έκλεψε» με τη δύναμη του δολαρίου τους Αγώνες από την Αθήνα.
Λογαριάζαμε χωρίς τον τρομοκράτη.
Ενας υπόκωφος κρότος κάπου μακριά και, ξαφνικά, χαλασμός. Στους κλειστούς για τα επιβατικά αυτοκίνητα δρόμους του κέντρου, βάλθηκαν να τρέχουν περιπολικά, με τις σειρήνες στη διαπασών.
Μετά από λίγα λεπτά, κατέφτασαν ασθενοφόρα. Και πεζοί αστυνομικοί με μπλε και κίτρινα ρούχα, να διώχνουν σαστισμένοι τους σαστισμένους διαβάτες και να κλειδώνουν τις πόρτες των μπαρ.
Κόσμος έτρεχε χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει. Πανικός. Ο σώζων εαυτόν σωθήτω.
Η δημοσιογραφική διαπίστευση δεν ήταν πια αρκετή για να ανοίξουν πόρτες. Το Κέντρο Τύπου, με άπλετη θέα στο Ολυμπιακό Πάρκο και με ανιχνευτές μετάλλων στο ισόγειο, έκλεισε ερμητικά τις εισόδους του.
Τα κινητά τηλέφωνα βούιζαν συνεχώς. Ίντερνετ δεν υπήρχε. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτε, παρά μόνο να περιμένουμε κάποιο έκτακτο δελτίο από την τηλεόραση του μπαρ. Στο κάτω κάτω, βρισκόμασταν στην πόλη του CNN.
«Μη περιμένετε ενημέρωση, έβαλαν βόμβα στο CNN», είπε κάποιος από το διπλανό τραπέζι.
Η πληροφορία του αποδείχθηκε αληθινή μόνο κατά το ήμισυ. Πράγματι, είχε εκραγεί βόμβα. Αλλά όχι στο CNN. Στο Ολυμπιακό Πάρκο, ενώ έπαιζε ζωντανή μουσική.
Παρασκευή βράδυ, λίγο μετά τη 1. Σε χώρο που ήταν πλημμυρισμένος κόσμο 15-20 ώρες το 24ωρο. Ωχ...
Οι συναυλίες δεν σταματούσαν ποτέ στο Πάρκο. Και ήσαν, όλες, δωρεάν. Μόνο το φαγητό και τις μπύρες πλήρωνες. Πολλοί έφερναν από το σπίτι και έκαναν πικνίκ.
Και άλλοι δούλευαν. Το προηγούμενο βράδυ, ίδια ώρα, ήμουν εκεί και άκουγα τους γερόλυκους Iron Butterfly. Την επομένη, σκόπευα να την κοπανήσω από την κολύμβηση για να ακούσω τη δημοφιλέστατη, τότε, Joan Osborne (του "Οne Of Us").
Ο συναυλιακός χώρος βρισκόταν δίπλα ακριβώς στον διάδρομο που ένωνε το Κέντρο Τύπου με τον πλησιέστερο σταθμό του μετρό. Περνούσα από εκεί 3-4 φορές την ημέρα. Εγώ και δεκάδες χιλιάδες άλλοι.
Με κάποιον τρόπο που δυσκολεύομαι να θυμηθώ, έφυγα από το μπαρ και έτρεξα προς την πιάτσα των ταξί, που ευτυχώς λειτουργούσε ακόμη, για όσους ήθελαν να απομακρυνθούν.
Μετά από μισή ώρα αγωνίας, με τις σειρήνες να στριγγλίζουν στα αυτιά μου, έφτασα στο απυθμένου μετριότητας ξενοδοχείο όπου έμενα (δίπλα δίπλα με τον Σκουντή), ένα Days Inn Clairmont κάπου στα προάστια.
Με το ένα χέρι άναψα την τηλεόραση και με το άλλο άρπαξα το τηλέφωνο. Ευτυχώς, λειτουργούσαν και τα δύο.
Το πρώτο μέλημα ήταν να τηλεφωνήσω στο σπίτι στην Αθήνα. Ήταν νωρίς πρωί Σαββάτου και τα μαύρα μαντάτα δεν είχαν μαθευτεί ακόμα. «Καλημέρα, κάτι έχει γίνει εδώ, αλλά μην ανησυχήσετε, είμαι σώος και αβλαβής». Ναι, αλλά ...οι άλλοι;
Το CNN και τα άλλα κανάλια μετέδιδαν τις πρώτες πληροφορίες για την έκρηξη βόμβας στο Ολυμπιακό Πάρκο. «Υπάρχουν πολλοί τραυματίες, ορισμένοι σε κρίσιμη κατάσταση», έλεγαν. Αυτό συνήθως σημαίνει: «Εχουμε νεκρούς».
Πόσοι νεκροί; Ποιοι; Ποιας εθνικότητας; Τι απέγιναν οι Ελληνες φίλοι που έφυγαν από το πάρτυ του Πύρρου μία ώρα πριν την βομβιστική επίθεση; Το σημείο μηδέν βρισκόταν περίπου 1,5 χιλιόμετρο μακριά. Με έζωσαν φίδια και με έλουσε κρύος ιδρώτας.
Πέρασα το επόμενο δίωρο πάνω από το τηλέφωνο μέσα στη μαύρη νύχτα, με τα αυτιά καρφωμένα στην τηλεόραση. Τα περισσότερα κινητά ήταν ακόμη νεκρά και το αρχηγείο της ελληνικής αποστολής στο Ολυμπιακό Χωριό βούιζε ασταμάτητα.
Το προσκλητήριο που διατάχτηκε αμέσως στην ελληνική πτέρυγα ήταν περίπλοκη υπόθεση, αφού πολλοί αθλητές, προπονητές και ιδίως συνοδοί βρίσκονταν στην πόλη ή σε άγνωστο σημείο. Ιδίως κάποιοι που είχαν ξεμπερδέψει με τις υποχρεώσεις και έκαναν τουρισμό μέχρι τη μέρα της επιστροφής.
Θα πρέπει να ήταν 4 τα ξημερώματα όταν κατόρθωσα να μιλήσω με τον αρχηγό της αποστολής –και συντοπίτη- Γιάννη Παπαδογιαννάκη. «Είμαστε όλοι καλά, πριν από λίγο εμφανίστηκαν και οι τελευταίοι », μου είπε εκείνος. «Μη μου ζητάτε όμως λεπτομέρειες, γιατί χρειαζόμαστε τα τηλέφωνα. Ολοι θέλουν να καλέσουν στα σπίτια τους και όλοι ψάχνουν εμάς για πληροφορίες».
Αργότερα έμαθα ότι δύο τουλάχιστον μέλη της πολυπρόσωπης ελληνικής αποστολής βρίσκονταν κοντά στο σημείο της έκρηξης. Εάν δεν με απατά η μνήμη, ήταν ο Κώστας Παταβούκας και ο Νίκος Φιλίππου. Δύο φίλοι.
Χρειάστηκε βέβαια να ξημερώσει η επόμενη ημέρα για να βεβαιωθούμε ότι δεν υπήρχε Έλληνας (δημοσιογράφος, φίλαθλος κ.ο.κ.) ανάμεσα στα θύματα της επίθεσης. Μόνο όταν ανακοινώθηκαν τα ονόματα πήγε η καρδιά στη θέση της.
Μία 44χρονη γυναίκα από το γειτονικό Όλμπανι σκοτώθηκε από την έκρηξη, ενώ ένας Τούρκος εικονολήπτης 40 ετών έπαθε έμφραγμα και έπεσε νεκρός ενώ έτρεχε στο καθήκον με την κάμερα στο χέρι, στο αντίθετο «ρεύμα» με τους πανικόβλητους θεατές. Περισσότεροι από 110 άνθρωποι τραυματίστηκαν και ορισμένοι κατέληξαν σε χειρουργεία, αλλά δεν υπήρξε άλλη απώλεια.
Οι Αμερικανοί είπαν «πάλι καλά», ανέπνευσαν με ανακούφιση και διέταξαν τη συνέχιση της διοργάνωσης, όπως έγινε και το 1972. Το Πάρκο ξανάνοιξε τρεις μέρες μετά το μακελειό, με δρακόντεια πλέον μέτρα ασφαλείας. Στο υπόλοιπο των Αγώνων, δεν επιτρέπονταν επισκέπτες στο Χωριό των Αθλητών και στους χώρους του Τύπου.
Ήταν όμως πολύ αργά. Ο μύθος της «ασφαλούς Ολυμπιάδας» εξανεμίστηκε και πήρε μαζί του δύο ανθρώπινες ζωές.
Νωρίτερα, στην Τελετή Έναρξης, είχε συλληφθεί ένας τύπος που κατόρθωσε να μπει στο Στάδιο οπλισμένος, ντριμπλάροντας αρκετές ζώνες ελέγχου. Μόλις 10 μέρες πριν τη βομβιστική ενέργεια στην Ατλάντα, ένα Μπόινγκ της TWA εξερράγη στον αέρα μία ώρα μετά την απογείωσή του από τη Νέα Υόρκη και έστειλε στον άλλο κόσμο 230 ψυχές.
Εάν αυτά συνέβαιναν σε άλλη χώρα, οι Αμερικανοί θα κήρυσσαν παντοτινό μποϊκοτάζ και θα την έπνιγαν στις ταξιδιωτικές οδηγίες...
Δεν κοιμήθηκα καθόλου εκείνο το Σαββατοκύριακο. Ο ύπνος, άλλωστε, ήταν ακραία πολυτέλεια στους Αγώνες της Ατλάντα, αφού η διαφορά της ώρας και το τσουνάμι των διακρίσεων καταδίκαζαν τους απεσταλμένους των εφημερίδων σε ασταμάτητο τρεχαλητό.
Η βόμβα έσκασε ξημερώματα Σαββάτου για την Ελλάδα, πάει να πει πολύ αργά για τις σαββατιάτικες εκδόσεις, αλλά οι κυριακάτικες και οι δευτεριάτικες περίμεναν χειρόγραφα, με δεκάδες σελίδες ανοιχτές.
Δίπλα στο αθλητικό ρεπορτάζ με τη βροχή των ελληνικών μεταλλίων, ήρθε να κολλήσει και το αστυνομικό. Υπενθυμίζω ότι αυτά συνέβησαν πριν την εποχή του διαδικτύου, ενώ το παινεμένο «υπερσύγχρονο» σύστημα πληροφορικής των διοργανωτών εξελίχθηκε σε τσίρκο.
Τέσσερις μέρες μετά την τραγωδία, η τοπική εφημερίδα Αtlanta Journal-Constitution «έδειξε» ως βασικό ύποπτο τον αστυνομικό που αρχικά χαιρετίστηκε ως ήρωας, επειδή έδιωχνε κόσμο από το Πάρκο μετά από ανώνυμο προειδοποιητικό τηλεφώνημα 22 λεπτά πριν το φονικό.
«Αυτός ο άνθρωπος, ο Ρίτσαρντ Τζούελ, είναι ο βομβιστής της Ατλάντα», έγραψε. Με φωτογραφία και όνομα. Μόνο τη διεύθυνσή του δεν δημοσίευσε.
Η στοχοποίηση αποδείχθηκε γκάφα ολκής, όχι μόνο της εφημερίδας, αλλά και των διωκτικών αρχών. Ο Τζούελ αποδείχθηκε αθώος και απαλλάχτηκε από κάθε κατηγορία τρεις μήνες αργότερα.
Ο πραγματικός δολοφόνος, ένας παράφρων ονόματι Έρικ Ρούντολφ, εντοπίστηκε και πιάστηκε τον Μάιο του 2003, με επτά χρόνια καθυστέρηση δηλαδή, αφού πρώτα έβαλε βόμβες σε δύο κλινικές για αμβλώσεις και σε ένα μπαρ για ομοφυλόφιλες γυναίκες.
Η φιλελεύθερη πολιτική του προέδρου Κλίντον, ιδίως στο φλέγον θέμα των εκτρώσεων, ήταν το βασικό κίνητρο του φονιά. Είναι εύκολο να ξεχνάμε ότι υπάρχουν και στη «πολιτισμένη» Δύση ισχυρότατοι θύλακοι θρησκευτικού και ακροδεξιού φονταμενταλισμού. Και άφθονα όπλα για να τους θωρακίσουν...
Ο βομβιστής της Ατλάντα, Έρικ Ρούντολφ ομολόγησε τις πράξεις του και καταδικάστηκε σε τετράκις ισόβια, αποφεύγοντας τη θανατική ποινή. Είχε αφήσει τον εκρηκτικό μηχανισμό μέσα σε έναν σχολικό σάκκο, παραγεμισμένο με καρφιά. Παραμένει μέχρι και σήμερα στη φυλακή, στα 49 του χρόνια, στο Φλόρενς του Κολοράντο. Πρόσφατα έγραψε και βιβλίο.
Ο άδικα ατιμασμένους Τζούελ προχώρησε σε αγωγές για δυσφήμιση και λίβελλο, αλλά πέθανε από καρδιά πριν προφτάσει να χαρεί τα εκατομμύρια που κέρδισε σε εξωδικαστικούς συμβιβασμούς από NBC, CNN, Νew York Post και άλλα μέσα. Ηταν μόλις 45 ετών.
*Πηγή: gazzetta.gr*
Κάθε φορά που η αποστολή κέρδιζε ένα μετάλλιο, ακολουθούσε μικρή δεξίωση εσωτερικής κατανάλωσης, σε ένα sports bar στο κέντρο της πόλης, από αυτά τα άνοστα αμερικάνικα που έχουν παντού οθόνες και παίζουν αθλητικά.
Υπό άλλες συνθήκες θα το προσπερνούσα και θα πήγαινα για λίγες ώρες ακριβού ύπνου, αλλά ήταν η βραδιά του Πύρρου. Είχε κατακτήσει το δεύτερο χρυσό Ολυμπιακό μετάλλιο της καριέρας του μερικές ώρες νωρίτερα και μας περίμενε για κέρασμα.
Το μπαράκι γέμισε με κόσμο και με χαμόγελα. Φάγαμε, ήπιαμε, συζητήσαμε, βγάλαμε και φωτογραφίες. Δεν ήταν η πρώτη ούτε η τελευταία φορά που περάσαμε τις πύλες εκείνου του μαγαζιού. Η Ελλάδα έφυγε από τους Αγώνες της Εκατονταετηρίδας με 4 χρυσά και 4 ασημένια μετάλλια.
Φεύγοντας από το πάρτυ, αποφασίσαμε με μία συνάδελφο να πάμε για το τελευταίο ποτό της βραδιάς, δέκα πόρτες παραπέρα. Δέκα πόρτες πιο κοντά στο γεμάτο κόσμο Ολυμπιακό Πάρκο.
Ήταν κατακαλόκαιρο και καθίσαμε στη βεράντα. Άλλο ένα βράδυ ρουτίνας στην πόλη που «έκλεψε» με τη δύναμη του δολαρίου τους Αγώνες από την Αθήνα.
Λογαριάζαμε χωρίς τον τρομοκράτη.
Ενας υπόκωφος κρότος κάπου μακριά και, ξαφνικά, χαλασμός. Στους κλειστούς για τα επιβατικά αυτοκίνητα δρόμους του κέντρου, βάλθηκαν να τρέχουν περιπολικά, με τις σειρήνες στη διαπασών.
Μετά από λίγα λεπτά, κατέφτασαν ασθενοφόρα. Και πεζοί αστυνομικοί με μπλε και κίτρινα ρούχα, να διώχνουν σαστισμένοι τους σαστισμένους διαβάτες και να κλειδώνουν τις πόρτες των μπαρ.
Κόσμος έτρεχε χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει. Πανικός. Ο σώζων εαυτόν σωθήτω.
Η δημοσιογραφική διαπίστευση δεν ήταν πια αρκετή για να ανοίξουν πόρτες. Το Κέντρο Τύπου, με άπλετη θέα στο Ολυμπιακό Πάρκο και με ανιχνευτές μετάλλων στο ισόγειο, έκλεισε ερμητικά τις εισόδους του.
Τα κινητά τηλέφωνα βούιζαν συνεχώς. Ίντερνετ δεν υπήρχε. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτε, παρά μόνο να περιμένουμε κάποιο έκτακτο δελτίο από την τηλεόραση του μπαρ. Στο κάτω κάτω, βρισκόμασταν στην πόλη του CNN.
«Μη περιμένετε ενημέρωση, έβαλαν βόμβα στο CNN», είπε κάποιος από το διπλανό τραπέζι.
Η πληροφορία του αποδείχθηκε αληθινή μόνο κατά το ήμισυ. Πράγματι, είχε εκραγεί βόμβα. Αλλά όχι στο CNN. Στο Ολυμπιακό Πάρκο, ενώ έπαιζε ζωντανή μουσική.
Παρασκευή βράδυ, λίγο μετά τη 1. Σε χώρο που ήταν πλημμυρισμένος κόσμο 15-20 ώρες το 24ωρο. Ωχ...
Οι συναυλίες δεν σταματούσαν ποτέ στο Πάρκο. Και ήσαν, όλες, δωρεάν. Μόνο το φαγητό και τις μπύρες πλήρωνες. Πολλοί έφερναν από το σπίτι και έκαναν πικνίκ.
Και άλλοι δούλευαν. Το προηγούμενο βράδυ, ίδια ώρα, ήμουν εκεί και άκουγα τους γερόλυκους Iron Butterfly. Την επομένη, σκόπευα να την κοπανήσω από την κολύμβηση για να ακούσω τη δημοφιλέστατη, τότε, Joan Osborne (του "Οne Of Us").
Ο συναυλιακός χώρος βρισκόταν δίπλα ακριβώς στον διάδρομο που ένωνε το Κέντρο Τύπου με τον πλησιέστερο σταθμό του μετρό. Περνούσα από εκεί 3-4 φορές την ημέρα. Εγώ και δεκάδες χιλιάδες άλλοι.
Με κάποιον τρόπο που δυσκολεύομαι να θυμηθώ, έφυγα από το μπαρ και έτρεξα προς την πιάτσα των ταξί, που ευτυχώς λειτουργούσε ακόμη, για όσους ήθελαν να απομακρυνθούν.
Μετά από μισή ώρα αγωνίας, με τις σειρήνες να στριγγλίζουν στα αυτιά μου, έφτασα στο απυθμένου μετριότητας ξενοδοχείο όπου έμενα (δίπλα δίπλα με τον Σκουντή), ένα Days Inn Clairmont κάπου στα προάστια.
Με το ένα χέρι άναψα την τηλεόραση και με το άλλο άρπαξα το τηλέφωνο. Ευτυχώς, λειτουργούσαν και τα δύο.
Το πρώτο μέλημα ήταν να τηλεφωνήσω στο σπίτι στην Αθήνα. Ήταν νωρίς πρωί Σαββάτου και τα μαύρα μαντάτα δεν είχαν μαθευτεί ακόμα. «Καλημέρα, κάτι έχει γίνει εδώ, αλλά μην ανησυχήσετε, είμαι σώος και αβλαβής». Ναι, αλλά ...οι άλλοι;
Το CNN και τα άλλα κανάλια μετέδιδαν τις πρώτες πληροφορίες για την έκρηξη βόμβας στο Ολυμπιακό Πάρκο. «Υπάρχουν πολλοί τραυματίες, ορισμένοι σε κρίσιμη κατάσταση», έλεγαν. Αυτό συνήθως σημαίνει: «Εχουμε νεκρούς».
Πόσοι νεκροί; Ποιοι; Ποιας εθνικότητας; Τι απέγιναν οι Ελληνες φίλοι που έφυγαν από το πάρτυ του Πύρρου μία ώρα πριν την βομβιστική επίθεση; Το σημείο μηδέν βρισκόταν περίπου 1,5 χιλιόμετρο μακριά. Με έζωσαν φίδια και με έλουσε κρύος ιδρώτας.
Πέρασα το επόμενο δίωρο πάνω από το τηλέφωνο μέσα στη μαύρη νύχτα, με τα αυτιά καρφωμένα στην τηλεόραση. Τα περισσότερα κινητά ήταν ακόμη νεκρά και το αρχηγείο της ελληνικής αποστολής στο Ολυμπιακό Χωριό βούιζε ασταμάτητα.
Το προσκλητήριο που διατάχτηκε αμέσως στην ελληνική πτέρυγα ήταν περίπλοκη υπόθεση, αφού πολλοί αθλητές, προπονητές και ιδίως συνοδοί βρίσκονταν στην πόλη ή σε άγνωστο σημείο. Ιδίως κάποιοι που είχαν ξεμπερδέψει με τις υποχρεώσεις και έκαναν τουρισμό μέχρι τη μέρα της επιστροφής.
Θα πρέπει να ήταν 4 τα ξημερώματα όταν κατόρθωσα να μιλήσω με τον αρχηγό της αποστολής –και συντοπίτη- Γιάννη Παπαδογιαννάκη. «Είμαστε όλοι καλά, πριν από λίγο εμφανίστηκαν και οι τελευταίοι », μου είπε εκείνος. «Μη μου ζητάτε όμως λεπτομέρειες, γιατί χρειαζόμαστε τα τηλέφωνα. Ολοι θέλουν να καλέσουν στα σπίτια τους και όλοι ψάχνουν εμάς για πληροφορίες».
Αργότερα έμαθα ότι δύο τουλάχιστον μέλη της πολυπρόσωπης ελληνικής αποστολής βρίσκονταν κοντά στο σημείο της έκρηξης. Εάν δεν με απατά η μνήμη, ήταν ο Κώστας Παταβούκας και ο Νίκος Φιλίππου. Δύο φίλοι.
Χρειάστηκε βέβαια να ξημερώσει η επόμενη ημέρα για να βεβαιωθούμε ότι δεν υπήρχε Έλληνας (δημοσιογράφος, φίλαθλος κ.ο.κ.) ανάμεσα στα θύματα της επίθεσης. Μόνο όταν ανακοινώθηκαν τα ονόματα πήγε η καρδιά στη θέση της.
Μία 44χρονη γυναίκα από το γειτονικό Όλμπανι σκοτώθηκε από την έκρηξη, ενώ ένας Τούρκος εικονολήπτης 40 ετών έπαθε έμφραγμα και έπεσε νεκρός ενώ έτρεχε στο καθήκον με την κάμερα στο χέρι, στο αντίθετο «ρεύμα» με τους πανικόβλητους θεατές. Περισσότεροι από 110 άνθρωποι τραυματίστηκαν και ορισμένοι κατέληξαν σε χειρουργεία, αλλά δεν υπήρξε άλλη απώλεια.
Οι Αμερικανοί είπαν «πάλι καλά», ανέπνευσαν με ανακούφιση και διέταξαν τη συνέχιση της διοργάνωσης, όπως έγινε και το 1972. Το Πάρκο ξανάνοιξε τρεις μέρες μετά το μακελειό, με δρακόντεια πλέον μέτρα ασφαλείας. Στο υπόλοιπο των Αγώνων, δεν επιτρέπονταν επισκέπτες στο Χωριό των Αθλητών και στους χώρους του Τύπου.
Ήταν όμως πολύ αργά. Ο μύθος της «ασφαλούς Ολυμπιάδας» εξανεμίστηκε και πήρε μαζί του δύο ανθρώπινες ζωές.
Νωρίτερα, στην Τελετή Έναρξης, είχε συλληφθεί ένας τύπος που κατόρθωσε να μπει στο Στάδιο οπλισμένος, ντριμπλάροντας αρκετές ζώνες ελέγχου. Μόλις 10 μέρες πριν τη βομβιστική ενέργεια στην Ατλάντα, ένα Μπόινγκ της TWA εξερράγη στον αέρα μία ώρα μετά την απογείωσή του από τη Νέα Υόρκη και έστειλε στον άλλο κόσμο 230 ψυχές.
Εάν αυτά συνέβαιναν σε άλλη χώρα, οι Αμερικανοί θα κήρυσσαν παντοτινό μποϊκοτάζ και θα την έπνιγαν στις ταξιδιωτικές οδηγίες...
Δεν κοιμήθηκα καθόλου εκείνο το Σαββατοκύριακο. Ο ύπνος, άλλωστε, ήταν ακραία πολυτέλεια στους Αγώνες της Ατλάντα, αφού η διαφορά της ώρας και το τσουνάμι των διακρίσεων καταδίκαζαν τους απεσταλμένους των εφημερίδων σε ασταμάτητο τρεχαλητό.
Η βόμβα έσκασε ξημερώματα Σαββάτου για την Ελλάδα, πάει να πει πολύ αργά για τις σαββατιάτικες εκδόσεις, αλλά οι κυριακάτικες και οι δευτεριάτικες περίμεναν χειρόγραφα, με δεκάδες σελίδες ανοιχτές.
Δίπλα στο αθλητικό ρεπορτάζ με τη βροχή των ελληνικών μεταλλίων, ήρθε να κολλήσει και το αστυνομικό. Υπενθυμίζω ότι αυτά συνέβησαν πριν την εποχή του διαδικτύου, ενώ το παινεμένο «υπερσύγχρονο» σύστημα πληροφορικής των διοργανωτών εξελίχθηκε σε τσίρκο.
Τέσσερις μέρες μετά την τραγωδία, η τοπική εφημερίδα Αtlanta Journal-Constitution «έδειξε» ως βασικό ύποπτο τον αστυνομικό που αρχικά χαιρετίστηκε ως ήρωας, επειδή έδιωχνε κόσμο από το Πάρκο μετά από ανώνυμο προειδοποιητικό τηλεφώνημα 22 λεπτά πριν το φονικό.
«Αυτός ο άνθρωπος, ο Ρίτσαρντ Τζούελ, είναι ο βομβιστής της Ατλάντα», έγραψε. Με φωτογραφία και όνομα. Μόνο τη διεύθυνσή του δεν δημοσίευσε.
Η στοχοποίηση αποδείχθηκε γκάφα ολκής, όχι μόνο της εφημερίδας, αλλά και των διωκτικών αρχών. Ο Τζούελ αποδείχθηκε αθώος και απαλλάχτηκε από κάθε κατηγορία τρεις μήνες αργότερα.
Ο πραγματικός δολοφόνος, ένας παράφρων ονόματι Έρικ Ρούντολφ, εντοπίστηκε και πιάστηκε τον Μάιο του 2003, με επτά χρόνια καθυστέρηση δηλαδή, αφού πρώτα έβαλε βόμβες σε δύο κλινικές για αμβλώσεις και σε ένα μπαρ για ομοφυλόφιλες γυναίκες.
Η φιλελεύθερη πολιτική του προέδρου Κλίντον, ιδίως στο φλέγον θέμα των εκτρώσεων, ήταν το βασικό κίνητρο του φονιά. Είναι εύκολο να ξεχνάμε ότι υπάρχουν και στη «πολιτισμένη» Δύση ισχυρότατοι θύλακοι θρησκευτικού και ακροδεξιού φονταμενταλισμού. Και άφθονα όπλα για να τους θωρακίσουν...
Ο βομβιστής της Ατλάντα, Έρικ Ρούντολφ ομολόγησε τις πράξεις του και καταδικάστηκε σε τετράκις ισόβια, αποφεύγοντας τη θανατική ποινή. Είχε αφήσει τον εκρηκτικό μηχανισμό μέσα σε έναν σχολικό σάκκο, παραγεμισμένο με καρφιά. Παραμένει μέχρι και σήμερα στη φυλακή, στα 49 του χρόνια, στο Φλόρενς του Κολοράντο. Πρόσφατα έγραψε και βιβλίο.
Ο άδικα ατιμασμένους Τζούελ προχώρησε σε αγωγές για δυσφήμιση και λίβελλο, αλλά πέθανε από καρδιά πριν προφτάσει να χαρεί τα εκατομμύρια που κέρδισε σε εξωδικαστικούς συμβιβασμούς από NBC, CNN, Νew York Post και άλλα μέσα. Ηταν μόλις 45 ετών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου