Στο
ζήτημα “Εθνική ομάδα” έχουν γραφτεί, ειπωθεί, αναλυθεί τα πάντα, από
τους πάντες. Δεν έχει πλέον καμιά απολύτως σημασία να προσθέσει κανείς
σχόλιο, άποψη, ισχυρισμούς και κρίσεις σχετικές με επιλογές
ποδοσφαιριστών, με τακτικές επιλογές από τους προπονητές, με την
διαχείριση των αγώνων. Στην υπεραπλούστευσή του άλλωστε το ζήτημα είναι
πολύ απλό: σε αυτό τον όμιλο, με αυτούς τους αντιπάλους, με 2 ή και 3
απευθείας εισιτήρια (η Ουγγαρία είναι πολύ πιθανό να αποδειχθεί η
καλύτερη 3η όλων των ομίλων και να προκριθεί δίχως μπαράζ) θα αρκούσε η
Εθνική να ήταν απλώς ομάδα για να καταφέρει να εξασφαλίσει το – για τον
προηγούμενο εαυτό της – αυτονόητο, την πρόκρισή της στην τελική φάση του
Euro 2016.
Επαψε να είναι ομάδα προτού καν επιστρέψει από τη Βραζιλία πριν από
1,5 χρόνο η Εθνική. Δεν ξανάγινε ποτέ ομάδα και γι' αυτό – και μόνο γι'
αυτό – κατάφερε να αποκλειστεί: επειδή απέναντί της βρήκε ομάδες. Ομάδα
ήταν η Βόρεια Ιρλανδία και γι' αυτό κατάφερε να υπερβεί τον μετριότατο
ποιοτικά εαυτό της και να φτάσει στην πρόκριση. Ομάδα ήταν στο
μεγαλύτερο διάστημα της προκριματικής φάσης η Ρουμανία. Ομάδα ήταν και η
μετριότατη Ουγγαρία, της οποίας το ρόστερ δεν περιλαμβάνει ούτε έναν
ποδοσφαιριστή – μέλος συλλόγου που αγωνίζεται σε κάποιο από τα πέντε
κορυφαία ευρωπαϊκά πρωταθλήματα (με εξαίρεση τον τερματοφύλακα
Μπόγκνταν, που δεν παίζει ούτε στην Ουγγαρία, ούτε φυσικά στη
Λίβερπουλ).
Στη σημερινή στιγμή η Εθνική ζει ημέρες της προ Ρεχάγκελ εποχής. Είναι όσο ομάδα ήταν τότε. Εχει ακριβώς τις ίδιες ανάγκες. Κι είναι τόσο ευδιάκριτο το πρόβλημά της, που σήμερα το εντοπίζουν ακόμη και οι ποδοσφαιριστές – μέλη της, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε τον Αύγουστο του 2001, την εποχή που η ΕΠΟ αποφάσιζε περίπου κατά τύχη να προσλάβει τον Βασιλιά Οτο.
Τι έκανε τότε ο Ρεχάγκελ; Επεισε πρώτους από όλους τους ποδοσφαιριστές ότι η Εθνική αλλάζει, ότι στη ζωή της μπαίνουν αρχές και κανόνες, ότι από τη ζωή της βγαίνουν όλοι οι αχρείαστοι, οι παρατρεχάμενοι, οι κολαούζοι, τα λαμόγια, οι βλαχοπρόεδροι, οι μανατζαρέοι, οι πιαρίστες δημοσιογράφοι. Τους έδειξε στις πρώτες κλήσεις ότι διαλέγει αυτός και μόνον αυτός και ότι διώχνει κάθε έναν που επιδεικνύει συμπεριφορά που διακατέχεται από κωλοπαιδισμό, εγωπάθεια, έπαρση, ελαφρότητα. Και κάπως έτσι, σε χρόνο dt, ποδοσφαιριστές που σε προηγούμενες κλήσεις πλακώνονταν στα αποδυτήρια για τον αριθμό της φανέλας που θα φορέσουν ή για το μενού στο ξενοδοχείο έφτασαν είτε να συμπεριφέρονται ως ταπεινά μέλη ομάδας είτε να βλέπουν τα παιχνίδια μόνο από την τηλεόραση.
Ευκολο είναι να το λες, να το διηγείσαι βιωματικά, να γίνεσαι κατανοητός μέσα από παραδείγματα. Είναι όμως εύκολο να το κάνεις; Καθόλου. Γι' αυτό και είναι βέβαιο ότι η σημερινή ΕΠΟ ακόμη και αν έβρισκε έναν κλώνο του Ρεχάγκελ ή του Σάντος, μια copy&paste φυσιογνωμία προπονητή, θα του δημιουργούσε τον κίνδυνο να καεί και αυτός σε διάστημα ολίγων μηνών. Διότι η σημερινή ΕΠΟ έδειξε με την πράξη της στη διαπραγμάτευση με τον Σούστερ ότι θέλει προπονητή αλά καρτ: πρώτα θα θέλει να του επιβάλει βοηθό, μετά θα θέλει να του επιβάλει μεταφραστή, μετά να του επιβάλει οδηγό – συνοδό, μετά να του επιβάλει επικοινωνιολόγο – δημοσιογράφο, μετά να του επιβάλει να μην επικοινωνεί με μια σειρά από πρόσωπα του ελληνικού ποδοσφαίρου τα οποία δεν ... εγκρίνει και μετά να του επιβάλει να ακούει συγκεκριμένες φωνές που θα του προτείνουν να καλεί τον τάδε ή και να μην καλεί τον δείνα.
Τα ίδια ήθελε να κάνει τότε η ΕΠΟ και στον Ρεχάγκελ, αλλά αφενός έπεσε πάνω σε γερμανικό αγύριστο κεφάλι και αφετέρου ο Οτο είχε την τύχη να αρχίσει να παίρνει αποτελέσματα πάνω που ετοιμαζόταν να τον διώξει ο Γκαγκάτσης. Ευτυχώς τότε έτυχε. Σήμερα όμως δεν υπάρχει καμιά απολύτως εγγύηση ότι θα ξανατύχει. Και αντιθέτως υπάρχει η εγγύηση ότι αυτή η ΕΠΟ γυρεύει έναν προπονητή για να τον βάλει στο καλούπι της και όχι για να τον αφήσει να φτιάξει εκείνος το δικό του καλούπι. Γυρεύει προπονητή που θα αποτύχει, όπως διδάσκει η ελληνική ιστορία.
Είναι δεδομένο ότι θα αποτύχει ο επόμενος; Φυσικά όχι, διότι ποδόσφαιρο είναι, και, όπως στη ζωή, συμβαίνουν και εκπλήξεις, διότι παίζει ρόλο και η τύχη, είναι στη φύση του αθλήματος. Μόνο όμως κατά τύχη μπορεί να συμβεί. Οχι με σχέδιο, διότι δεν υπάρχει σχέδιο. Ποιος να το εκπονήσει και ποιος να το υπηρετήσει; Η ΕΠΟ του Γκιρτζίκη και των λοιπών που δεν έχουν διοικήσει ούτε ερασιτεχνική ποδοσφαιρική ομάδα; Η ΕΠΟ που μπαινοβγαίνει στα ανακριτικά γραφεία; Η ΕΠΟ που οδήγησε την Εθνική από το απόγειο της υψηλότερης θέσης της σε Μουντιάλ στο ιστορικό ρεκόρ ηττών και αγώνων χωρίς νίκη και το ναδίρ της τελευταίας θέσης σε προκριματική φάση;
Το χειρότερο για την Εθνική ομάδα δεν είναι ότι τερμάτισε τελευταία και αποκλείστηκε, ούτε ότι κατρακύλησε στην παγκόσμια κατάταξη και δημιούργησε τη μαύρη προοπτική των δύσκολων κληρώσεων και προκριματικών φάσεων. Το χειρότερο είναι ότι η τύχη της και η προοπτική της παραμένουν σε ακατάλληλα μυαλά και χέρια. Κι ένας προπονητής δεν αρκεί. Εκτός και αν προσληφθεί κατά λάθος ένας πραγματικός κλώνος του Ρεχάγκελ, αν υπάρχει τέτοιος, ο οποίος θα έχει ακόμη περισσότερα κότσια και ηθικές αντιστάσεις για να καταφέρει να λειτουργήσει σε ένα οικοσύστημα πιο διεφθαρμένο από αυτό που συνάντησε ο Γερμανός το 2001 στην Ελλάδα. Πόσο πιθανό είναι να κυκλοφορεί στην αγορά ένας τέτοιος και σε προνομιακή τιμή; Κι αν υπάρχει τέτοιος, γιατί να τον προσλάβει η σημερινή ΕΠΟ; Πώς μπορεί να τον κρίνει συμβατό με τα δικά της οράματα για την Εθνική ομάδα και το ελληνικό ποδόσφαιρο;
ADVERTISEMENT
Στη σημερινή στιγμή η Εθνική ζει ημέρες της προ Ρεχάγκελ εποχής. Είναι όσο ομάδα ήταν τότε. Εχει ακριβώς τις ίδιες ανάγκες. Κι είναι τόσο ευδιάκριτο το πρόβλημά της, που σήμερα το εντοπίζουν ακόμη και οι ποδοσφαιριστές – μέλη της, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε τον Αύγουστο του 2001, την εποχή που η ΕΠΟ αποφάσιζε περίπου κατά τύχη να προσλάβει τον Βασιλιά Οτο.
Τι έκανε τότε ο Ρεχάγκελ; Επεισε πρώτους από όλους τους ποδοσφαιριστές ότι η Εθνική αλλάζει, ότι στη ζωή της μπαίνουν αρχές και κανόνες, ότι από τη ζωή της βγαίνουν όλοι οι αχρείαστοι, οι παρατρεχάμενοι, οι κολαούζοι, τα λαμόγια, οι βλαχοπρόεδροι, οι μανατζαρέοι, οι πιαρίστες δημοσιογράφοι. Τους έδειξε στις πρώτες κλήσεις ότι διαλέγει αυτός και μόνον αυτός και ότι διώχνει κάθε έναν που επιδεικνύει συμπεριφορά που διακατέχεται από κωλοπαιδισμό, εγωπάθεια, έπαρση, ελαφρότητα. Και κάπως έτσι, σε χρόνο dt, ποδοσφαιριστές που σε προηγούμενες κλήσεις πλακώνονταν στα αποδυτήρια για τον αριθμό της φανέλας που θα φορέσουν ή για το μενού στο ξενοδοχείο έφτασαν είτε να συμπεριφέρονται ως ταπεινά μέλη ομάδας είτε να βλέπουν τα παιχνίδια μόνο από την τηλεόραση.
Ευκολο είναι να το λες, να το διηγείσαι βιωματικά, να γίνεσαι κατανοητός μέσα από παραδείγματα. Είναι όμως εύκολο να το κάνεις; Καθόλου. Γι' αυτό και είναι βέβαιο ότι η σημερινή ΕΠΟ ακόμη και αν έβρισκε έναν κλώνο του Ρεχάγκελ ή του Σάντος, μια copy&paste φυσιογνωμία προπονητή, θα του δημιουργούσε τον κίνδυνο να καεί και αυτός σε διάστημα ολίγων μηνών. Διότι η σημερινή ΕΠΟ έδειξε με την πράξη της στη διαπραγμάτευση με τον Σούστερ ότι θέλει προπονητή αλά καρτ: πρώτα θα θέλει να του επιβάλει βοηθό, μετά θα θέλει να του επιβάλει μεταφραστή, μετά να του επιβάλει οδηγό – συνοδό, μετά να του επιβάλει επικοινωνιολόγο – δημοσιογράφο, μετά να του επιβάλει να μην επικοινωνεί με μια σειρά από πρόσωπα του ελληνικού ποδοσφαίρου τα οποία δεν ... εγκρίνει και μετά να του επιβάλει να ακούει συγκεκριμένες φωνές που θα του προτείνουν να καλεί τον τάδε ή και να μην καλεί τον δείνα.
Τα ίδια ήθελε να κάνει τότε η ΕΠΟ και στον Ρεχάγκελ, αλλά αφενός έπεσε πάνω σε γερμανικό αγύριστο κεφάλι και αφετέρου ο Οτο είχε την τύχη να αρχίσει να παίρνει αποτελέσματα πάνω που ετοιμαζόταν να τον διώξει ο Γκαγκάτσης. Ευτυχώς τότε έτυχε. Σήμερα όμως δεν υπάρχει καμιά απολύτως εγγύηση ότι θα ξανατύχει. Και αντιθέτως υπάρχει η εγγύηση ότι αυτή η ΕΠΟ γυρεύει έναν προπονητή για να τον βάλει στο καλούπι της και όχι για να τον αφήσει να φτιάξει εκείνος το δικό του καλούπι. Γυρεύει προπονητή που θα αποτύχει, όπως διδάσκει η ελληνική ιστορία.
Είναι δεδομένο ότι θα αποτύχει ο επόμενος; Φυσικά όχι, διότι ποδόσφαιρο είναι, και, όπως στη ζωή, συμβαίνουν και εκπλήξεις, διότι παίζει ρόλο και η τύχη, είναι στη φύση του αθλήματος. Μόνο όμως κατά τύχη μπορεί να συμβεί. Οχι με σχέδιο, διότι δεν υπάρχει σχέδιο. Ποιος να το εκπονήσει και ποιος να το υπηρετήσει; Η ΕΠΟ του Γκιρτζίκη και των λοιπών που δεν έχουν διοικήσει ούτε ερασιτεχνική ποδοσφαιρική ομάδα; Η ΕΠΟ που μπαινοβγαίνει στα ανακριτικά γραφεία; Η ΕΠΟ που οδήγησε την Εθνική από το απόγειο της υψηλότερης θέσης της σε Μουντιάλ στο ιστορικό ρεκόρ ηττών και αγώνων χωρίς νίκη και το ναδίρ της τελευταίας θέσης σε προκριματική φάση;
Το χειρότερο για την Εθνική ομάδα δεν είναι ότι τερμάτισε τελευταία και αποκλείστηκε, ούτε ότι κατρακύλησε στην παγκόσμια κατάταξη και δημιούργησε τη μαύρη προοπτική των δύσκολων κληρώσεων και προκριματικών φάσεων. Το χειρότερο είναι ότι η τύχη της και η προοπτική της παραμένουν σε ακατάλληλα μυαλά και χέρια. Κι ένας προπονητής δεν αρκεί. Εκτός και αν προσληφθεί κατά λάθος ένας πραγματικός κλώνος του Ρεχάγκελ, αν υπάρχει τέτοιος, ο οποίος θα έχει ακόμη περισσότερα κότσια και ηθικές αντιστάσεις για να καταφέρει να λειτουργήσει σε ένα οικοσύστημα πιο διεφθαρμένο από αυτό που συνάντησε ο Γερμανός το 2001 στην Ελλάδα. Πόσο πιθανό είναι να κυκλοφορεί στην αγορά ένας τέτοιος και σε προνομιακή τιμή; Κι αν υπάρχει τέτοιος, γιατί να τον προσλάβει η σημερινή ΕΠΟ; Πώς μπορεί να τον κρίνει συμβατό με τα δικά της οράματα για την Εθνική ομάδα και το ελληνικό ποδόσφαιρο;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου