Το
ημερολόγιο έγραφε 7 Μαίου του 2013, όταν ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς
ανταποκρινόταν ασμένως στην πρόσκληση και έσκαγε μύτη στο Αλεξάνδρειο
Μέλαθρο για να το δει να μετονομάζεται σε «Nick Gallis Hall» και να
ανατριχιάσει κι ελόγου του βλέποντας την κίτρινη φανέλα με το «Νο 6» να
ανεβαίνει στον ουρανό του γηπέδου και να μένει εκεί ως διαχρονικό
ιστορικό μνημείο!
Από τότε πέρασαν δυόμισι χρόνια και χθες έλαχε ο κλήρος στον (επίγονο του Ζοτς στον πράσινο πάγκο) Σάσα Τζόρτζεβιτς να ζήσει στο πετσί του τη μαγεία που εξακολουθεί να εκπέμπει ο Γκάλης, πολλώ δε μάλλον όταν τυγχάνει να είναι εκεί...
Σε μια εποχή και σε μια χώρα που από συνήθεια ή από ιδεολογία ισοπεδώνουν τα πάντα και τους πάντες, οι χθεσινές σκηνές τείνουν να θεωρηθούν αλλόκοτες: δεν ξέρω εάν αυτή είναι η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα, σίγουρα πάντως η εικόνα του κουστουμαρισμένου Τζόρτζεβιτς να χαιρετίζει σε σεβάσμια στάση προσοχής και με ένα παρατεταμένο χειροκρότημα την είσοδο του Γκάλη στο «Παλέ ντε σπορ» (που το λες και μαυσωλείο του!) αποτελεί ένα μοναδικό hhighlight μέσα στην περιρρέουσα ρουτίνα...
Ο Σάσα ξέρει καλά ποια ομάδα ανέλαβε, σε ποια χώρα δουλεύει και ποιους αντιπάλους έχει απέναντι του: είναι καλός γνώστης και συνεπής μελετητής της ιστορίας ή ακόμη και της μυθολογίας, σαν αυτή στην οποία βούτηξε χθες και μάλιστα σε δυο (προσωπικές) φάσεις: πρώτα στην είσοδο του «γκάνγκστερ» και δυο ώρες αργότερα, στην αίθουσα Τύπου όταν σκάλισε τη μνήμη του για να αποδώσει τα του Καίσαρος τω ΚαίσΑΡΗ και τα του Θεού τω Θεώ!
Υπερβάλλω βεβαίως διότι η θεϊκή διάσταση του Γκάλη καλλιεργήθηκε μονάχα στα συνθήματα της εξέδρας και ο ίδιος έχει πει (και μου το επανέλαβε στη συνέντευξη για το ντοκιμαντέρ «Τα καλύτερα μας χρόνια» του OTE TV) ότι «κανείς άνθρωπος δεν είναι θεός», αλλά θέλησα να κάνω ένα διπλό λογοπαίγνιο για πάρτη του Αρη και του Νικ...
Όντως ο Τζόρτζεβιτς έχει επίγνωση των πραγμάτων και των προσώπων στο ελληνικό μπάσκετ, με το οποίο άλλωστε εκτός από γείτονας, είναι και συγγενής; εξ αγχιστείας βεβαίως, αλλά οφείλω να υπενθυμίσω ότι η πρώτη επαφή του με τη φάρα μας χρονολογείται τρεισήμισι δεκαετίες προτού κληθεί ν' αναλάβει τον Παναθηναϊκό...
Τότε ο ίδιος ήταν δέκα τεσσάρων χρονών και για να πω την αμαρτία μου δεν τον έχω ρωτήσει ποτέ εάν είχε προλάβει να έρθει μια βόλτα στα μέρη μας. Σε κάθε περίπτωση, έχει συντελεστεί ένα σπάνιο (ίσως και πρωτοφανές) γεγονός με έναν πατέρα και τον γιο του να έχουν διατελέσει προπονητές σε δυο ομάδες μιας ξένης χώρας!
Τον Μπράτισλαβ Τζόρτζεβιτς τον θυμάμαι πολύ καλά και χάρηκα πολύ που τον περασμένο Ιούλιο μίλησα κιόλας μαζί του στο τηλέφωνο, αλλά δυστυχώς δεν συναντηθήκαμε, διότι όταν πήγα στο Βελιγράδι, αυτός έκανε διακοπές στο Ζλάτιμπορ και μάλιστα περίμενε τον Σάσα για να περάσουν μερικές ξέγνοιαστες μέρες πριν από την έναρξη της προετοιμασίας της εθνικής ομάδας, ενόψει του Εurobasket.
Καλύτερα από εμένα βεβαίως τον ογδοντάχρονο πια «Μπάτα» τον θυμούνται ο Κώστας Πετρόπουλος, ο Τάκης Πετρόπουλος, ο Αλέκος Πολυδωρόπουλος, ο Μιχάλης Αγγελίδης, ο Κομματάς, ο Ζούρας, ο συχωρεμένος ο Μιχαλόπουλος, ο Γιαννόπουλος, Κώνστας και ο Μακάφρι, που τον είχαν προπονητή στον Απόλλωνα Πατρών τη σεζόν 1980-81!
Εκείνη την περίοδο οι «μελανόλευκοι» άλλαξαν τρεις προπονητές: άρχισαν τη σεζόν με τον Ζόραν Μάρκοβιτς, τη συνέχισαν με τον Στάθη Βέργο και την έκλεισαν με τον Μπάτα Τζόρτζεβιτς, τερματίζοντας στην 11η θέση με ρεκόρ 10 νίκες και 16 ήττες. Ο Μάρκοβιτς είχε διατελέσει προπονητής του Απόλλωνα και τη σεζόν 1979-81, ενώ το καλοκαίρι του 1981, μετά την αποχώρηση του μπαμπά του Σάσα, ανέλαβε την τεχνική ηγεσία ο (μέντορας του νυν προπονητή της Εθνικής Γεωργίας και ασίσταντ κόουτς του Κουίν Σνάιντερ στους Γιουτα Τζαζ, Ιγκόρ Κοκόσκοφ), Μπόρα Τσένιτς. Μιας και το 'φερε η κουβέντα στο μακρόσυρτο σέρβικο γαϊτανάκι των Πατρινών, ακολούθησαν ο Βόισλαβ Βέζοβιτς, ο Ράντε Γκεοργκέφσκι, ο Ντούλε Αντονέφσκι, ο Κόστα Γιάνκοφ, ο Ντράγκαν Σάκοτα, ο Μίροσλαβ Νίκολιτς, ο Ντάρκο Ρούσο και δεν ξέρω μήπως ξεχνάω κιόλας κάποιον...
Ο συχωρεμένος ο Αλεξάντερ Γκομέλσκι έλεγε πως «με το ίδιο όνομα, μόνο ένας μεγάλος μπορεί ν' αναδειχθεί» και αυτήν ακριβώς την άποψη προσπαθεί να ανατρέψει ο νυν προπονητής του Παναθηναϊκού, που μάλιστα υστερεί έναντι του πατρός του σε τίτλους! Ο Σάσα δεν έχει οδηγήσει ακόμη από τον πάγκο κάποια ομάδα στην κορυφή, σε αντίθεση με τον πατέρα του ο οποίος έβαλε φαρδιά πλατιά την υπογραφή του σε έναν από τους πιο αξιομνημόνευτους θριάμβους στα χρονικά του ενιαίου γιουγκοσλαβικού πρωταθλήματος!
Αυτή η ιστορία γράφτηκε τη σεζόν 1971-72, όταν ο «Μπάτα» στέφθηκε πρωταθλητής με τον Ερυθρό Αστέρα, ο οποίος ισοβάθμησε στην πρώτη θέση της κανονικής περιόδου με τη Γιουγκοπλάστικα Σπλιτ (17 νίκες-5 ήττες) την οποία νίκησε στο μπαράζ του τίτλου με 75-70. Στη δούλεψη του εκείνη την εποχή είχε τον (πατέρα του μετέπειτα συμπαίκτη του γιου του, Ιγκόρ) Γκόραν Ρακότσεβιτς, τον (κατοπινό πρόεδρο της σερβικής ομοσπονδίας μπάσκετ και γιο του ήρωα του Β' παγκοσμίου πολέμου, Γιόβο) Ντράγκαν Κάπιτσιτς, τον Λιούμποντραγκ Σιμόνοβιτς, ο οποίος εξελίχθηκε σε έναν σπουδαίο φιλόσοφο και συγγραφέα, τον γνωστό και μη εξαιρετέο Ζόραν Σλάβνιτς, τον (μεταγενέστερο πρόεδρο του Ερυθρού Αστέρα και πατέρα του παίκτη της ΑΕΚ), Βλάντιμιρ Τσβέτκοβιτς, τον Ντράγκισα Βούτσινιτς, τον Ζόραν Λαζάρεβιτς, τον Ιβάν Σαριάνοβιτς, τον Μπόζινταρ Πέσιτς και τον Ζίβοτα Μπογκοσάβλιεβιτς
Την ίδια σεζόν, πάντοτε με προπονητή τον «Mπάτα» Τζόρτζεβιτς, η επονομαζόμενη «γενιά των Golden Βoys» του Ερυθρού Αστέρα έφτασε στον τελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων Ευρώπης, ο οποίος διεξήχθη στις 21 Μαρτίου του 1972, στο γήπεδο όπου χθες πάτησε ο κανακάρης του, επιθυμώντας μετά από 43 χρόνια, να πάρει το οικογενειακό αίμα πίσω! Ναι, ναι, στο Αλεξάνδρειο Μέλαθρο της Θεσσαλονίκης, όπου οι Σέρβοι ηττήθηκαν από την κάτοχο του τροπαίου Σίμενταλ Μιλάνου με 74-70 (Κένει 23, Μπαριβιέρα 14, Μασίνι 12- Σιμόνοβιτς 18, Κάπιτσιτς 16, Σλάβνιτς 12, διαιτητές ο Κώστας Δήμου και ο Ούγγρος Κασάι).
Σε εκείνο τον τελικό ο μπαμπάς του Σάσα βρέθηκε αντιμέτωπος με το «ιερόν τέρας» του ιταλικού αθλητισμού, τον προπονητή της Ολύμπια, Τσέζαρε Ρουμπίνι, ενώ καθ' οδόν προς το Αλεξάνδρειο, ο Ερυθρός Αστέρας βρέθηκε στον ίδιο όμιλο της προημιτελικής φάσης με τους Ιταλούς και με την ΑΕΚ, την οποία νίκησε δυο φορές, με 100-63 και 100-76.
Τη σεζόν 1980-81 στον πάγκο του χθεσινού (πρώτου στη νέα σεζόν της Basket League) αντιπάλου του Σάσα καθόταν, όντας πρωτάρης στην Ελλάδα ο Ντούσαν Ιβκοβιτς, με τον οποίο ο Τζόρτζεβιτς αναμετρήθηκε στον β’ γύρο του Πρωταθλήματος. Σε αυτή την εκ προοιμίου άνιση αναμέτρηση, στο Αλεξάνδρειο, ο Αρης επιβλήθηκε του Απόλλωνα Πατρών με 104-67, προεξάρχοντος του Γκάλης ο οποίος πέτυχε 45 πόντους, ενώ στον αντίποδα ο «Νουρέγιεφ» Κώστας Πετρόπουλος αποχώρησε λόγω τραυματισμού στο 27ο λεπτό.
Λίγες ημέρες πριν από το 45άρι που έβγαλε με τον Απόλλωνα ο «γκάνγκστερ» είχε συμπρωταγωνιστήσει στο συναρπαστικότερο «two-man show» στα χρονικά του ελληνικού μπάσκετ: στις 24 Ιανουαρίου του 1981, στο γήπεδο του «Πλάτωνα» στη Νίκαια, ο Αρης επικράτησε στην παράταση του Ιωνικού με 114-113 στο θρίλερ που εξελίχθηκε σε μια γιγαντομαχία ανάμεσα στον Παναγιώτη Γιαννάκη και στον Νίκο Γκάλη και έληξε με σκορ 73-62!!!
Το 1981 ο Σάσα ήταν 14 ετών και ρουφούσε τις πρώτες σταγόνες από το νέκταρ με το οποίο έμελλε να υγράνει πολλές φορές τον ουρανίσκο του, κατακτώντας τον τίτλο στο τοπικό σχολικό πρωτάθλημα. Τότε η οικογένεια Τζόρτζεβιτς έμενε στο Νέο Βελιγράδι απέναντι από εκεί όπου τώρα βρίσκεται το εμπορικό κέντρο «Μercator» και ο Σάσα, από πολύ μικρός έκανε προπόνηση σε έναν αίθριο χώρο όπου είχαν τοποθετήσει μια μπασκέτα και χαριτολογώντας τον αποκαλούσαν «το χωράφι μας»!
Σε αυτό το... χωράφι τους έκανε τα πρώτα βήματα του ο Σάσα, μαζί με τον αδερφό του Μίλος, υπό την επίβλεψη του πατέρα του και –όταν έλειπε αυτός για δουλειές στο εξωτερικό-της μητέρας του Μιλιάνα Γκάριτς, που ήταν καθηγήτρια φυσικής αγωγής.
Από εκείνη την εποχή της αθωότητας ο Τζόρτζεβιτς συνδέθηκε με τον κατά έξι μήνες νεότερο του Νεμπόισα Ιλιτς με τον οποίο υπήρξαν συμπαίκτες στις εθνικές ομάδες, με κορυφαία στιγμή τους το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Εφήβων του 1987 στο Μπόρμιο, την εφεξής καλούμενη «Κουκοτσιάδα», στο οποίο οι «πλάβι» νίκησαν δυο φορές τους Αμερικανούς (με το τρομερό κρεσέντο του Τόνι στα τρίποντα και με πρώτο σκόρερ στον τελικό τον Ιλιτς) και κατέκτησαν το χρυσό μετάλλιο. Παρά το γεγονός ότι οι δυο τους αγωνίστηκαν στους αιώνιους εχθρούς του σερβικού αθλητισμού (στην Παρτίζαν Βελιγραδίου και στον Ερυθρό Αστέρα) σφυρηλάτησαν μια μεγάλη διαχρονική φιλία και συν τοις άλλοις δέθηκαν και με μια κουμπαριά, ενώ βρίσκονται μαζί στην Εθνική ομάδα, ο ένας ως προπονητής και ο άλλος ως μάνατζερ.
Εκτός από τον Ερυθρό Αστέρα και τον Απόλλωνα Πατρών ο «Μπάτα» Τζόρτζεβιτς κοουτσάρησε επίσης τη Λίφαμ, την Μπόροβο και τις Εθνικές ομάδες του Ιράκ και της Σαουδικής Αραβίας, ενώ σε μια συνέντευξη του την παραμονή του τελικού του Μουντομπάσκετ 2014 αποκάλυψε πώς και πότε συνειδητοποίησε ότι ο γιος του θα μπορούσε να σταδιοδρομήσει και ως προπονητής: «Το 2011 έπεσε στα χέρια μου η κασέτα ενός αγώνα της Μπενετόν Τρεβίζο και ενθουσιάστηκα με τις ιδέες του και τον τρόπο με τον οποίο κοουτσάριζε. Από μικρός ήταν πολύ ανταγωνιστικός, είχε τη νοοτροπία του νικητή και αυτό που έκανε ως παίκτης, μπορεί να το πετύχει και ως προπονητής. Είναι εγωιστής και δεν διανοείται να ασχοληθεί με κάτι και να αποτύχει ή να μη δώσει τον καλύτερο εαυτό του. Δεν περιμένει από κανέναν να του δώσει άλλοθι σε μια αποτυχία, διότι από μικρός δεν έδινε κανένα ο ίδιος στον εαυτό του».
Στην ίδια συνέντευξη ρώτησαν τον Μπάτα εάν του έχει δώσει κάποιες προπονητικές κατευθύνσεις και η απάντηση του ήταν πολύ εύστοχη: «Όχι, διότι το μπάσκετ έχει αλλάξει παρά πολύ από την εποχή που ήμουν εγώ προπονητής. Κρατά βεβαίως τις βασικές αρχές από τότε που άρχισε να παίζει μπάσκετ, αλλά έχει διαμορφώσει τη δική του φιλοσοφία και εγώ είμαι πολύ παλιομοδίτης για να τον επηρεάσω».
Για να επιστρέψω στα χθεσινά εγκώμια του Τζόρτζεβιτς προς τον Γκάλη, ο Σάσα αντίκρισε για πρώτη φορά μπροστά του τον Νικ στις 20 Μαίου του 1987, στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, όπου η Γιουγκοσλαβία στο πλαίσιο του 2ου Τουρνουά Ακρόπολις νίκησε την Ελλάδα με 101-88. Εκείνο το βράδυ ο Νικ με το Νο 4 στη φανέλα έβαλε 45 πόντους, ενώ ο νυν προπονητής του Παναθηναϊκού ήταν ένας από τους νεοσύλλεκτους του Κρέζιμιρ Τσόσιτς. Την επόμενη χρονιά ο Τζόρτζεβιτς φορώντας το Νο 6, επέστρεψε στο ίδιο γήπεδο για το Ευρωμπάσκετ στο οποίο η Ελλάδα νίκησε δυο φορές τους «πλάβι»: στον αγώνα της πρώτης φάσης, στις 4 Ιουνίου του 1987 με 84-78 (Γκάλης 44) και στον ημιτελικό της 12ης Ιουνίου με 81-77 (Γκάλης 30).
Στο θριαμβευτικό για την Ελλάδα, Ευρωμπάσκετ του 1987, ο Σάσα που δεν είχε κλείσει ακόμη τα είκοσι χρόνια του, έπαιξε σε τρεις από τους οκτώ αγώνες και σημείωσε 40 πόντους: 20 με τη Ρουμανία, 12 με την Πολωνία και 8 με την Ισπανία.
Επτά μήνες αργότερα οι δρόμοι τους διασταυρώθηκαν στη φάση των «8» του Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης: στις 7 Ιανουαρίου του 1988 ανήμερα της γιορτής του Γιάννη Ιωαννίδη στη «Χάλα Πιονίρ» του Βελιγραδίου (Παρτίζαν –Αρης 101-94), στις 10 Μαρτίου στο Αλεξάνδρειο (Αρης - Παρτίζαν 96-87) στον αγώνα που καθόρισε την πρόκριση του «αυτοκράτορα» και μάλιστα σημαδεύτηκε από τις αψιμαχίες του Γκάλη με τον Ομπράντοβιτς και του Τζόρτζεβιτς με τον ... Γουίλτζερ και στις 7 Απριλίου στον μικρό τελικό του Φάιναλ Φορ στο «Flanders Expo» της Γάνδης (Παρτίζαν-Αρης 105-93, Τζόρτζεβιτς 7-Γκάλης 41)
Τότε τα νούμερα στις φανέλες τους είχαν έρθει τούμπα! Ο μεν Γκάλης στον Αρη φορούσε το Νο 6, ο δε Τζόρτζεβιτς στην Παρτίζαν το Νο 4, όντας αναπληρωματικός του Ομπράντοβιτς, τον οποίο έμελλε μετά από τέσσερα χρόνια να αναγορεύσει σε πρώτο μάγκα στην πιάτσα με εκείνο το μνημειώδες τρίποντο στην εκπνοή του τελικού με την Τζουβεντούτ Μπανταλόνα στο «Αμπντί Ιπεκτσί» της Κωνσταντινούπολης.
ΥΓ: Κατόπιν όλων αυτών που ανέφερα, αλλά και εκείνων τα οποία ακολούθησαν, είναι βέβαιο πως χθες το απόγευμα πέρα από τα εγκώμια που επιδαψίλευσε τον Γκάλη, ο Τζόρτεβιτς ένιωσε και μια ανατριχίλα να διαπερνάει το κορμί του, να αιχμαλωτίζει τη μνήμη του και να κάνει την καρδιά του να κτυπά δυνατά...
Από τότε πέρασαν δυόμισι χρόνια και χθες έλαχε ο κλήρος στον (επίγονο του Ζοτς στον πράσινο πάγκο) Σάσα Τζόρτζεβιτς να ζήσει στο πετσί του τη μαγεία που εξακολουθεί να εκπέμπει ο Γκάλης, πολλώ δε μάλλον όταν τυγχάνει να είναι εκεί...
Σε μια εποχή και σε μια χώρα που από συνήθεια ή από ιδεολογία ισοπεδώνουν τα πάντα και τους πάντες, οι χθεσινές σκηνές τείνουν να θεωρηθούν αλλόκοτες: δεν ξέρω εάν αυτή είναι η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα, σίγουρα πάντως η εικόνα του κουστουμαρισμένου Τζόρτζεβιτς να χαιρετίζει σε σεβάσμια στάση προσοχής και με ένα παρατεταμένο χειροκρότημα την είσοδο του Γκάλη στο «Παλέ ντε σπορ» (που το λες και μαυσωλείο του!) αποτελεί ένα μοναδικό hhighlight μέσα στην περιρρέουσα ρουτίνα...
Ο Σάσα ξέρει καλά ποια ομάδα ανέλαβε, σε ποια χώρα δουλεύει και ποιους αντιπάλους έχει απέναντι του: είναι καλός γνώστης και συνεπής μελετητής της ιστορίας ή ακόμη και της μυθολογίας, σαν αυτή στην οποία βούτηξε χθες και μάλιστα σε δυο (προσωπικές) φάσεις: πρώτα στην είσοδο του «γκάνγκστερ» και δυο ώρες αργότερα, στην αίθουσα Τύπου όταν σκάλισε τη μνήμη του για να αποδώσει τα του Καίσαρος τω ΚαίσΑΡΗ και τα του Θεού τω Θεώ!
Υπερβάλλω βεβαίως διότι η θεϊκή διάσταση του Γκάλη καλλιεργήθηκε μονάχα στα συνθήματα της εξέδρας και ο ίδιος έχει πει (και μου το επανέλαβε στη συνέντευξη για το ντοκιμαντέρ «Τα καλύτερα μας χρόνια» του OTE TV) ότι «κανείς άνθρωπος δεν είναι θεός», αλλά θέλησα να κάνω ένα διπλό λογοπαίγνιο για πάρτη του Αρη και του Νικ...
Όντως ο Τζόρτζεβιτς έχει επίγνωση των πραγμάτων και των προσώπων στο ελληνικό μπάσκετ, με το οποίο άλλωστε εκτός από γείτονας, είναι και συγγενής; εξ αγχιστείας βεβαίως, αλλά οφείλω να υπενθυμίσω ότι η πρώτη επαφή του με τη φάρα μας χρονολογείται τρεισήμισι δεκαετίες προτού κληθεί ν' αναλάβει τον Παναθηναϊκό...
Τότε ο ίδιος ήταν δέκα τεσσάρων χρονών και για να πω την αμαρτία μου δεν τον έχω ρωτήσει ποτέ εάν είχε προλάβει να έρθει μια βόλτα στα μέρη μας. Σε κάθε περίπτωση, έχει συντελεστεί ένα σπάνιο (ίσως και πρωτοφανές) γεγονός με έναν πατέρα και τον γιο του να έχουν διατελέσει προπονητές σε δυο ομάδες μιας ξένης χώρας!
Τον Μπράτισλαβ Τζόρτζεβιτς τον θυμάμαι πολύ καλά και χάρηκα πολύ που τον περασμένο Ιούλιο μίλησα κιόλας μαζί του στο τηλέφωνο, αλλά δυστυχώς δεν συναντηθήκαμε, διότι όταν πήγα στο Βελιγράδι, αυτός έκανε διακοπές στο Ζλάτιμπορ και μάλιστα περίμενε τον Σάσα για να περάσουν μερικές ξέγνοιαστες μέρες πριν από την έναρξη της προετοιμασίας της εθνικής ομάδας, ενόψει του Εurobasket.
Καλύτερα από εμένα βεβαίως τον ογδοντάχρονο πια «Μπάτα» τον θυμούνται ο Κώστας Πετρόπουλος, ο Τάκης Πετρόπουλος, ο Αλέκος Πολυδωρόπουλος, ο Μιχάλης Αγγελίδης, ο Κομματάς, ο Ζούρας, ο συχωρεμένος ο Μιχαλόπουλος, ο Γιαννόπουλος, Κώνστας και ο Μακάφρι, που τον είχαν προπονητή στον Απόλλωνα Πατρών τη σεζόν 1980-81!
Εκείνη την περίοδο οι «μελανόλευκοι» άλλαξαν τρεις προπονητές: άρχισαν τη σεζόν με τον Ζόραν Μάρκοβιτς, τη συνέχισαν με τον Στάθη Βέργο και την έκλεισαν με τον Μπάτα Τζόρτζεβιτς, τερματίζοντας στην 11η θέση με ρεκόρ 10 νίκες και 16 ήττες. Ο Μάρκοβιτς είχε διατελέσει προπονητής του Απόλλωνα και τη σεζόν 1979-81, ενώ το καλοκαίρι του 1981, μετά την αποχώρηση του μπαμπά του Σάσα, ανέλαβε την τεχνική ηγεσία ο (μέντορας του νυν προπονητή της Εθνικής Γεωργίας και ασίσταντ κόουτς του Κουίν Σνάιντερ στους Γιουτα Τζαζ, Ιγκόρ Κοκόσκοφ), Μπόρα Τσένιτς. Μιας και το 'φερε η κουβέντα στο μακρόσυρτο σέρβικο γαϊτανάκι των Πατρινών, ακολούθησαν ο Βόισλαβ Βέζοβιτς, ο Ράντε Γκεοργκέφσκι, ο Ντούλε Αντονέφσκι, ο Κόστα Γιάνκοφ, ο Ντράγκαν Σάκοτα, ο Μίροσλαβ Νίκολιτς, ο Ντάρκο Ρούσο και δεν ξέρω μήπως ξεχνάω κιόλας κάποιον...
Ο συχωρεμένος ο Αλεξάντερ Γκομέλσκι έλεγε πως «με το ίδιο όνομα, μόνο ένας μεγάλος μπορεί ν' αναδειχθεί» και αυτήν ακριβώς την άποψη προσπαθεί να ανατρέψει ο νυν προπονητής του Παναθηναϊκού, που μάλιστα υστερεί έναντι του πατρός του σε τίτλους! Ο Σάσα δεν έχει οδηγήσει ακόμη από τον πάγκο κάποια ομάδα στην κορυφή, σε αντίθεση με τον πατέρα του ο οποίος έβαλε φαρδιά πλατιά την υπογραφή του σε έναν από τους πιο αξιομνημόνευτους θριάμβους στα χρονικά του ενιαίου γιουγκοσλαβικού πρωταθλήματος!
Αυτή η ιστορία γράφτηκε τη σεζόν 1971-72, όταν ο «Μπάτα» στέφθηκε πρωταθλητής με τον Ερυθρό Αστέρα, ο οποίος ισοβάθμησε στην πρώτη θέση της κανονικής περιόδου με τη Γιουγκοπλάστικα Σπλιτ (17 νίκες-5 ήττες) την οποία νίκησε στο μπαράζ του τίτλου με 75-70. Στη δούλεψη του εκείνη την εποχή είχε τον (πατέρα του μετέπειτα συμπαίκτη του γιου του, Ιγκόρ) Γκόραν Ρακότσεβιτς, τον (κατοπινό πρόεδρο της σερβικής ομοσπονδίας μπάσκετ και γιο του ήρωα του Β' παγκοσμίου πολέμου, Γιόβο) Ντράγκαν Κάπιτσιτς, τον Λιούμποντραγκ Σιμόνοβιτς, ο οποίος εξελίχθηκε σε έναν σπουδαίο φιλόσοφο και συγγραφέα, τον γνωστό και μη εξαιρετέο Ζόραν Σλάβνιτς, τον (μεταγενέστερο πρόεδρο του Ερυθρού Αστέρα και πατέρα του παίκτη της ΑΕΚ), Βλάντιμιρ Τσβέτκοβιτς, τον Ντράγκισα Βούτσινιτς, τον Ζόραν Λαζάρεβιτς, τον Ιβάν Σαριάνοβιτς, τον Μπόζινταρ Πέσιτς και τον Ζίβοτα Μπογκοσάβλιεβιτς
Την ίδια σεζόν, πάντοτε με προπονητή τον «Mπάτα» Τζόρτζεβιτς, η επονομαζόμενη «γενιά των Golden Βoys» του Ερυθρού Αστέρα έφτασε στον τελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων Ευρώπης, ο οποίος διεξήχθη στις 21 Μαρτίου του 1972, στο γήπεδο όπου χθες πάτησε ο κανακάρης του, επιθυμώντας μετά από 43 χρόνια, να πάρει το οικογενειακό αίμα πίσω! Ναι, ναι, στο Αλεξάνδρειο Μέλαθρο της Θεσσαλονίκης, όπου οι Σέρβοι ηττήθηκαν από την κάτοχο του τροπαίου Σίμενταλ Μιλάνου με 74-70 (Κένει 23, Μπαριβιέρα 14, Μασίνι 12- Σιμόνοβιτς 18, Κάπιτσιτς 16, Σλάβνιτς 12, διαιτητές ο Κώστας Δήμου και ο Ούγγρος Κασάι).
Σε εκείνο τον τελικό ο μπαμπάς του Σάσα βρέθηκε αντιμέτωπος με το «ιερόν τέρας» του ιταλικού αθλητισμού, τον προπονητή της Ολύμπια, Τσέζαρε Ρουμπίνι, ενώ καθ' οδόν προς το Αλεξάνδρειο, ο Ερυθρός Αστέρας βρέθηκε στον ίδιο όμιλο της προημιτελικής φάσης με τους Ιταλούς και με την ΑΕΚ, την οποία νίκησε δυο φορές, με 100-63 και 100-76.
Τη σεζόν 1980-81 στον πάγκο του χθεσινού (πρώτου στη νέα σεζόν της Basket League) αντιπάλου του Σάσα καθόταν, όντας πρωτάρης στην Ελλάδα ο Ντούσαν Ιβκοβιτς, με τον οποίο ο Τζόρτζεβιτς αναμετρήθηκε στον β’ γύρο του Πρωταθλήματος. Σε αυτή την εκ προοιμίου άνιση αναμέτρηση, στο Αλεξάνδρειο, ο Αρης επιβλήθηκε του Απόλλωνα Πατρών με 104-67, προεξάρχοντος του Γκάλης ο οποίος πέτυχε 45 πόντους, ενώ στον αντίποδα ο «Νουρέγιεφ» Κώστας Πετρόπουλος αποχώρησε λόγω τραυματισμού στο 27ο λεπτό.
Λίγες ημέρες πριν από το 45άρι που έβγαλε με τον Απόλλωνα ο «γκάνγκστερ» είχε συμπρωταγωνιστήσει στο συναρπαστικότερο «two-man show» στα χρονικά του ελληνικού μπάσκετ: στις 24 Ιανουαρίου του 1981, στο γήπεδο του «Πλάτωνα» στη Νίκαια, ο Αρης επικράτησε στην παράταση του Ιωνικού με 114-113 στο θρίλερ που εξελίχθηκε σε μια γιγαντομαχία ανάμεσα στον Παναγιώτη Γιαννάκη και στον Νίκο Γκάλη και έληξε με σκορ 73-62!!!
Το 1981 ο Σάσα ήταν 14 ετών και ρουφούσε τις πρώτες σταγόνες από το νέκταρ με το οποίο έμελλε να υγράνει πολλές φορές τον ουρανίσκο του, κατακτώντας τον τίτλο στο τοπικό σχολικό πρωτάθλημα. Τότε η οικογένεια Τζόρτζεβιτς έμενε στο Νέο Βελιγράδι απέναντι από εκεί όπου τώρα βρίσκεται το εμπορικό κέντρο «Μercator» και ο Σάσα, από πολύ μικρός έκανε προπόνηση σε έναν αίθριο χώρο όπου είχαν τοποθετήσει μια μπασκέτα και χαριτολογώντας τον αποκαλούσαν «το χωράφι μας»!
Σε αυτό το... χωράφι τους έκανε τα πρώτα βήματα του ο Σάσα, μαζί με τον αδερφό του Μίλος, υπό την επίβλεψη του πατέρα του και –όταν έλειπε αυτός για δουλειές στο εξωτερικό-της μητέρας του Μιλιάνα Γκάριτς, που ήταν καθηγήτρια φυσικής αγωγής.
Από εκείνη την εποχή της αθωότητας ο Τζόρτζεβιτς συνδέθηκε με τον κατά έξι μήνες νεότερο του Νεμπόισα Ιλιτς με τον οποίο υπήρξαν συμπαίκτες στις εθνικές ομάδες, με κορυφαία στιγμή τους το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Εφήβων του 1987 στο Μπόρμιο, την εφεξής καλούμενη «Κουκοτσιάδα», στο οποίο οι «πλάβι» νίκησαν δυο φορές τους Αμερικανούς (με το τρομερό κρεσέντο του Τόνι στα τρίποντα και με πρώτο σκόρερ στον τελικό τον Ιλιτς) και κατέκτησαν το χρυσό μετάλλιο. Παρά το γεγονός ότι οι δυο τους αγωνίστηκαν στους αιώνιους εχθρούς του σερβικού αθλητισμού (στην Παρτίζαν Βελιγραδίου και στον Ερυθρό Αστέρα) σφυρηλάτησαν μια μεγάλη διαχρονική φιλία και συν τοις άλλοις δέθηκαν και με μια κουμπαριά, ενώ βρίσκονται μαζί στην Εθνική ομάδα, ο ένας ως προπονητής και ο άλλος ως μάνατζερ.
Εκτός από τον Ερυθρό Αστέρα και τον Απόλλωνα Πατρών ο «Μπάτα» Τζόρτζεβιτς κοουτσάρησε επίσης τη Λίφαμ, την Μπόροβο και τις Εθνικές ομάδες του Ιράκ και της Σαουδικής Αραβίας, ενώ σε μια συνέντευξη του την παραμονή του τελικού του Μουντομπάσκετ 2014 αποκάλυψε πώς και πότε συνειδητοποίησε ότι ο γιος του θα μπορούσε να σταδιοδρομήσει και ως προπονητής: «Το 2011 έπεσε στα χέρια μου η κασέτα ενός αγώνα της Μπενετόν Τρεβίζο και ενθουσιάστηκα με τις ιδέες του και τον τρόπο με τον οποίο κοουτσάριζε. Από μικρός ήταν πολύ ανταγωνιστικός, είχε τη νοοτροπία του νικητή και αυτό που έκανε ως παίκτης, μπορεί να το πετύχει και ως προπονητής. Είναι εγωιστής και δεν διανοείται να ασχοληθεί με κάτι και να αποτύχει ή να μη δώσει τον καλύτερο εαυτό του. Δεν περιμένει από κανέναν να του δώσει άλλοθι σε μια αποτυχία, διότι από μικρός δεν έδινε κανένα ο ίδιος στον εαυτό του».
Στην ίδια συνέντευξη ρώτησαν τον Μπάτα εάν του έχει δώσει κάποιες προπονητικές κατευθύνσεις και η απάντηση του ήταν πολύ εύστοχη: «Όχι, διότι το μπάσκετ έχει αλλάξει παρά πολύ από την εποχή που ήμουν εγώ προπονητής. Κρατά βεβαίως τις βασικές αρχές από τότε που άρχισε να παίζει μπάσκετ, αλλά έχει διαμορφώσει τη δική του φιλοσοφία και εγώ είμαι πολύ παλιομοδίτης για να τον επηρεάσω».
Για να επιστρέψω στα χθεσινά εγκώμια του Τζόρτζεβιτς προς τον Γκάλη, ο Σάσα αντίκρισε για πρώτη φορά μπροστά του τον Νικ στις 20 Μαίου του 1987, στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, όπου η Γιουγκοσλαβία στο πλαίσιο του 2ου Τουρνουά Ακρόπολις νίκησε την Ελλάδα με 101-88. Εκείνο το βράδυ ο Νικ με το Νο 4 στη φανέλα έβαλε 45 πόντους, ενώ ο νυν προπονητής του Παναθηναϊκού ήταν ένας από τους νεοσύλλεκτους του Κρέζιμιρ Τσόσιτς. Την επόμενη χρονιά ο Τζόρτζεβιτς φορώντας το Νο 6, επέστρεψε στο ίδιο γήπεδο για το Ευρωμπάσκετ στο οποίο η Ελλάδα νίκησε δυο φορές τους «πλάβι»: στον αγώνα της πρώτης φάσης, στις 4 Ιουνίου του 1987 με 84-78 (Γκάλης 44) και στον ημιτελικό της 12ης Ιουνίου με 81-77 (Γκάλης 30).
Στο θριαμβευτικό για την Ελλάδα, Ευρωμπάσκετ του 1987, ο Σάσα που δεν είχε κλείσει ακόμη τα είκοσι χρόνια του, έπαιξε σε τρεις από τους οκτώ αγώνες και σημείωσε 40 πόντους: 20 με τη Ρουμανία, 12 με την Πολωνία και 8 με την Ισπανία.
Επτά μήνες αργότερα οι δρόμοι τους διασταυρώθηκαν στη φάση των «8» του Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης: στις 7 Ιανουαρίου του 1988 ανήμερα της γιορτής του Γιάννη Ιωαννίδη στη «Χάλα Πιονίρ» του Βελιγραδίου (Παρτίζαν –Αρης 101-94), στις 10 Μαρτίου στο Αλεξάνδρειο (Αρης - Παρτίζαν 96-87) στον αγώνα που καθόρισε την πρόκριση του «αυτοκράτορα» και μάλιστα σημαδεύτηκε από τις αψιμαχίες του Γκάλη με τον Ομπράντοβιτς και του Τζόρτζεβιτς με τον ... Γουίλτζερ και στις 7 Απριλίου στον μικρό τελικό του Φάιναλ Φορ στο «Flanders Expo» της Γάνδης (Παρτίζαν-Αρης 105-93, Τζόρτζεβιτς 7-Γκάλης 41)
Τότε τα νούμερα στις φανέλες τους είχαν έρθει τούμπα! Ο μεν Γκάλης στον Αρη φορούσε το Νο 6, ο δε Τζόρτζεβιτς στην Παρτίζαν το Νο 4, όντας αναπληρωματικός του Ομπράντοβιτς, τον οποίο έμελλε μετά από τέσσερα χρόνια να αναγορεύσει σε πρώτο μάγκα στην πιάτσα με εκείνο το μνημειώδες τρίποντο στην εκπνοή του τελικού με την Τζουβεντούτ Μπανταλόνα στο «Αμπντί Ιπεκτσί» της Κωνσταντινούπολης.
ΥΓ: Κατόπιν όλων αυτών που ανέφερα, αλλά και εκείνων τα οποία ακολούθησαν, είναι βέβαιο πως χθες το απόγευμα πέρα από τα εγκώμια που επιδαψίλευσε τον Γκάλη, ο Τζόρτεβιτς ένιωσε και μια ανατριχίλα να διαπερνάει το κορμί του, να αιχμαλωτίζει τη μνήμη του και να κάνει την καρδιά του να κτυπά δυνατά...
*Πηγή: gazzetta.gr*
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου