«Οι Γερμανοί ξανάρχονται» ήταν ο τίτλος της ελληνικής ταινίας του 1948, η ρεπλίκα της οποίας βγήκε ύστερα από 63 χρόνια στις αίθουσες του ΝΒΑ με μια αλλαγή! Τώρα οι Γερμανοί ξανακλαίνε κι ο Βασίλης Σκουντής μαζεύει από χάμω τα δάκρυα του Νοβίτσκι και τα βάζει στον μεγάλο κουβά της διά βίου μπασκετικής συγκίνησης.
Καλός, άγιος και (παραδόξως για Γερμανό, κυρία Μέρκελ μου) λατρεμένος του ελληνικού κοινού ο Νοβίτσκι, αλλά σαν να το ’χει παρακάνει με τα κλάματα. Βουρκώνει με την παραμικρή επιτυχία ο Ντιρκ και σε λίγο θα ξεπεράσει σε κυβικά δακρύων ακόμη και τη Μάρθα Βούρτση, η οποία έφτιαξε μεγάλη κινηματογραφική σχολή κλαίγοντας ασταμάτητα, συνήθως δίπλα στον Νίκο Ξανθόπουλο!
Γελώ τώρα που τα συνδέω όλα αυτά, αλλά με τη λατρεία της οποίας τυγχάνει και ο Ντιρκ από σύμπασα την ελληνική μπασκετική κοινότητα, νομίζω ότι έγινε κι αυτός το παιδί του δικού μας λαού και ούτως ειπείν (όχι όλοι, βρε αδερφέ, αλλά) μερικοί Γερμανοί είναι πράγματι φίλοι μας!
Σύνδεση με τα προηγούμενα, που λένε και στα τηλεοπτικά σίριαλ: Το μυαλό μου γυρίζει τρία χρόνια πίσω, στις 20 Ιουλίου του 2008, στο ΟΑΚΑ, δυο-τρία λεπτά μετά τη λήξη του ματς (του προολυμπιακού τουρνουά) στον οποίο η Γερμανία νίκησε το Πουέρτο Ρίκο και σφράγισε την πρόκριση στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνου.
Ο Νοβίτσκι φεύγει τρέχοντας με τα χέρια του πάνω στο κεφάλι από τον αγωνιστικό χώρο και κατευθύνεται προς τα αποδυτήρια για να βιώσει μονάχος του ή σε στενό κύκλο τη συγκίνηση, την ανακούφιση, την ευτυχία, τη λύτρωσή του και όλα τα συναισθήματα που (νιώθει ότι) είναι φυλακισμένα στην καρδιά του…
Για κακή του τύχη, όμως, τα αποδυτήρια είναι ακόμη κλειδωμένα. Οι σύντροφοί του και τα υπόλοιπα μέλη της Nationalmanshaft έχουν μείνει στο γήπεδο και πανηγυρίζουν κι αυτός, αποκαμωμένος κιόλας από τη μεγάλη προσπάθεια, δεν δίνει αναβολή στο ιερό χρέος του: κάθεται στο πάτωμα, βάζει το κεφάλι ανάμεσα στα γόνατα και ξεσπάει σε λυγμούς! Ένα κλάμα που γίνεται ωδή στον αθλητή, ο οποίος έχει θυσιάσει τον άνθρωπο και στον άνθρωπο που εκείνη την ώρα σκοτώνει τον αθλητή μέσα του!
Η σκηνή υπήρξε όντως… απερίγραπτη και θα τη θυμάμαι πάντοτε ως μία από τις συγκλονιστικότερες που εκτυλίχθηκαν μπροστά στα μάτια μου, έστω κι αν την πρόλαβα όταν πλέον τα δάκρυα είχαν αρχίσει να στεγνώνουν στις παρειές του Ντιρκ. Οι επαγγελματίες φωτορεπόρτερς δεν πρόλαβαν να την απαθανατίσουν, αλλά υπάρχει ένα ντοκουμέντο που τραβήχτηκε από κάμερα κινητού τηλεφώνου και μπορεί να υστερεί στην ψηφιακή ανάλυση, αλλά δεν παύει να αποτελεί πειστήριο μεγαλείου και απόδειξη ότι ο Νοβίτσκι, αν και μπασκετικός θεός, εντούτοις παραμένει θνητός!
Κι οι άντρες κλαίνε, κι ακόμη περισσότερο (κλαίνε και οδύρονται) οι μεγάλοι πρωταθλητές!
Τρία χρόνια μετά τα δάκρυα που άφησε αμανάτι στο Μαρούσι, ο Νοβίτσκι γέμισε και τον άλλο μισό κουβά σε ένα sequel συγκίνησης, το οποίο μάλιστα συνέπεσε χρονικά με το κλάμα του Μάικλ Τζόρνταν. Πριν από δεκαπέντε χρόνια (16 Ιουνίου 1996) τα αποδυτήρια του «United Center» στο Σικάγο είχαν γίνει το θέατρο του πιο πολυσυζητημένου κλάματος στα χρονικά του μπάσκετ: μετά τη λήξη του έκτου τελικού ανάμεσα στους Μπουλς (οι οποίοι επέστρεφαν στην κορυφή μετά την αγρανάπαυση δύο ετών και έθεταν τις βάσεις του δεύτερου three-peat) και τους Σουπερσόνικς ο Τζόρνταν έπεσε μπρούμυτα στο πάτωμα των αποδυτηρίων και πλάνταξε από το κλάμα, αποτίνοντας φόρο τιμής στη μνήμη του πατέρα του, που είχε βρεθεί δολοφονημένος στο Λάμπερτον της Νορθ Καρολάινα στις 23 Ιουλίου του 1993…
Το ’χει φαίνεται η μέρα να κάνει τους μεγάλους σταρ του μπάσκετ να κλαίνε, διότι και τότε και χθες ήταν η (κινητή) γιορτή του πατέρα!
Ο Τζόρνταν και ο Νοβίτσκι δεν είναι βεβαίως οι μόνοι μπασκετμπολίστες που έχουν βαλαντώσει μέσα στα αποδυτήρια. Στα καθ’ ημάς, ο πρώτος ο οποίος συνδέθηκε με τη συγκίνηση ήταν ο Κώστας Μουρούζης, εξού και το σύνθημα «ο Μουρούζης κλαίει», που δονούσε επί σειρά ετών τις εξέδρες του Καλλιμάρμαρου Σταδίου, αλλά είχε να κάνει περισσότερο με το μεμψίμοιρο ύφος του. Στη συνέχεια πήρε τη σκυτάλη ο Παναγιώτης Γιαννάκης, τον οποίο οι αντίπαλοι οπαδοί παρότρυναν με το σκωπτικό σύνθημα «κλάψε, κλάψε». Απλώς σε αντίθεση με τον Μουρούζη, ο Γιαννάκης δεν περιοριζόταν μονάχα στις διαμαρτυρίες και στο κλαψιάρικο ύφος, αλλά έκλαιγε κιόλας στην πραγματικότητα μετά τις μεγάλες επιτυχίες, οι οποίες ούτως ή άλλως σήκωναν μεγάλη συγκίνηση (βλέπε Ευρωμπάσκετ 1987)…
Γράφτηκαν πολλά τις τελευταίες μέρες και κυρίως τις τελευταίες ώρες για τον Νοβίτσκι, για τον ΛεΜπρον, για τους τελικούς του ΝΒΑ. Για να είμαι ειλικρινής δεν θυμάμαι ποτέ άλλοτε στο παρελθόν να άνοιξε τόσο μεγάλη κουβέντα για αυτή την υπόθεση, αλλά χαλάλι τους! Χαλάλι κυρίως για τον Νοβίτσκι, που σφράγισε με την κλάση, με το μεγαλείο, με την αυταπάρνηση, με τον… βήχα και εντέλει με τα δάκρυά του τον θρίαμβο του Ντάλας. Χαλάλι του, διότι αυτός ο τίτλος αποτελεί την επιβράβευση ενός ανθρώπου που συνδέθηκε με μια μεγάλη ιδέα και φαινόταν αποφασισμένος να καταθέσει ακόμη και την τελευταία ικμάδα των δυνάμεών του ή ακόμη και την τελευταία ρανίδα του αίματός του για να της δώσει σάρκα και οστά, κόντρα σε θεούς και δαίμονες. Κόντρα ακόμη και στους Big Three του Μαϊάμι, οι οποίοι (για να επικαλεστώ την πλάκα ενός φίλου μου) έγιναν… Pig Three!
Πέρα από αυτό με τα τρία γουρουνάκια, τις τελευταίες μέρες κυκλοφόρησαν διάφορα ανέκδοτα για το Μαϊάμι και κυρίως για τον ΛεΜπρον, με κορυφαίο αυτό το οποίο έγραψε ο Κρις Σέρινταν, ότι τάχα κάποιος του ζήτησε να του χαλάσει ένα δολάριο, αλλά ο λεγάμενος είχε μονάχα 75 σεντς, διότι τα υπόλοιπα 25 αναλογούν στο τελευταίο δωδεκάλεπτο των τελικών που δεν ήταν το φόρτε του!
Οι Μάβερικς δεν είχαν Big Three, αλλά είχαν και παραείχαν τον Βig One, ο οποίος αποδείχτηκε καθοριστικός παράγων και θεμέλιος λίθος στην αναρρίχησή τους στην κορυφή. Το 2006 έφτασαν μιάμιση νίκη μακριά από τον θρόνο, αλλά το οδυνηρό πάθημά τους έγινε πολύ διδακτικό μάθημα στο remake της ίδιας σειράς.
Εδώ και μερικές ώρες το Ντάλας, το ΝΒΑ, η Αμερική, η παγκόσμια αθλητική πιάτσα, κλίνουν ευλαβικά το γόνυ και ομνύουν εις το όνομα του Νοβίτσκι, ο οποίος δεν έκοψε μονάχα το δρόμο των Χιτ προς την κορυφή. Τους έκοψε (στην κυριολεξία και μεταφορικά) και τον βήχα!gazzetta gr
Γελώ τώρα που τα συνδέω όλα αυτά, αλλά με τη λατρεία της οποίας τυγχάνει και ο Ντιρκ από σύμπασα την ελληνική μπασκετική κοινότητα, νομίζω ότι έγινε κι αυτός το παιδί του δικού μας λαού και ούτως ειπείν (όχι όλοι, βρε αδερφέ, αλλά) μερικοί Γερμανοί είναι πράγματι φίλοι μας!
Σύνδεση με τα προηγούμενα, που λένε και στα τηλεοπτικά σίριαλ: Το μυαλό μου γυρίζει τρία χρόνια πίσω, στις 20 Ιουλίου του 2008, στο ΟΑΚΑ, δυο-τρία λεπτά μετά τη λήξη του ματς (του προολυμπιακού τουρνουά) στον οποίο η Γερμανία νίκησε το Πουέρτο Ρίκο και σφράγισε την πρόκριση στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνου.
Ο Νοβίτσκι φεύγει τρέχοντας με τα χέρια του πάνω στο κεφάλι από τον αγωνιστικό χώρο και κατευθύνεται προς τα αποδυτήρια για να βιώσει μονάχος του ή σε στενό κύκλο τη συγκίνηση, την ανακούφιση, την ευτυχία, τη λύτρωσή του και όλα τα συναισθήματα που (νιώθει ότι) είναι φυλακισμένα στην καρδιά του…
Για κακή του τύχη, όμως, τα αποδυτήρια είναι ακόμη κλειδωμένα. Οι σύντροφοί του και τα υπόλοιπα μέλη της Nationalmanshaft έχουν μείνει στο γήπεδο και πανηγυρίζουν κι αυτός, αποκαμωμένος κιόλας από τη μεγάλη προσπάθεια, δεν δίνει αναβολή στο ιερό χρέος του: κάθεται στο πάτωμα, βάζει το κεφάλι ανάμεσα στα γόνατα και ξεσπάει σε λυγμούς! Ένα κλάμα που γίνεται ωδή στον αθλητή, ο οποίος έχει θυσιάσει τον άνθρωπο και στον άνθρωπο που εκείνη την ώρα σκοτώνει τον αθλητή μέσα του!
Η σκηνή υπήρξε όντως… απερίγραπτη και θα τη θυμάμαι πάντοτε ως μία από τις συγκλονιστικότερες που εκτυλίχθηκαν μπροστά στα μάτια μου, έστω κι αν την πρόλαβα όταν πλέον τα δάκρυα είχαν αρχίσει να στεγνώνουν στις παρειές του Ντιρκ. Οι επαγγελματίες φωτορεπόρτερς δεν πρόλαβαν να την απαθανατίσουν, αλλά υπάρχει ένα ντοκουμέντο που τραβήχτηκε από κάμερα κινητού τηλεφώνου και μπορεί να υστερεί στην ψηφιακή ανάλυση, αλλά δεν παύει να αποτελεί πειστήριο μεγαλείου και απόδειξη ότι ο Νοβίτσκι, αν και μπασκετικός θεός, εντούτοις παραμένει θνητός!
Κι οι άντρες κλαίνε, κι ακόμη περισσότερο (κλαίνε και οδύρονται) οι μεγάλοι πρωταθλητές!
Τρία χρόνια μετά τα δάκρυα που άφησε αμανάτι στο Μαρούσι, ο Νοβίτσκι γέμισε και τον άλλο μισό κουβά σε ένα sequel συγκίνησης, το οποίο μάλιστα συνέπεσε χρονικά με το κλάμα του Μάικλ Τζόρνταν. Πριν από δεκαπέντε χρόνια (16 Ιουνίου 1996) τα αποδυτήρια του «United Center» στο Σικάγο είχαν γίνει το θέατρο του πιο πολυσυζητημένου κλάματος στα χρονικά του μπάσκετ: μετά τη λήξη του έκτου τελικού ανάμεσα στους Μπουλς (οι οποίοι επέστρεφαν στην κορυφή μετά την αγρανάπαυση δύο ετών και έθεταν τις βάσεις του δεύτερου three-peat) και τους Σουπερσόνικς ο Τζόρνταν έπεσε μπρούμυτα στο πάτωμα των αποδυτηρίων και πλάνταξε από το κλάμα, αποτίνοντας φόρο τιμής στη μνήμη του πατέρα του, που είχε βρεθεί δολοφονημένος στο Λάμπερτον της Νορθ Καρολάινα στις 23 Ιουλίου του 1993…
Το ’χει φαίνεται η μέρα να κάνει τους μεγάλους σταρ του μπάσκετ να κλαίνε, διότι και τότε και χθες ήταν η (κινητή) γιορτή του πατέρα!
Ο Τζόρνταν και ο Νοβίτσκι δεν είναι βεβαίως οι μόνοι μπασκετμπολίστες που έχουν βαλαντώσει μέσα στα αποδυτήρια. Στα καθ’ ημάς, ο πρώτος ο οποίος συνδέθηκε με τη συγκίνηση ήταν ο Κώστας Μουρούζης, εξού και το σύνθημα «ο Μουρούζης κλαίει», που δονούσε επί σειρά ετών τις εξέδρες του Καλλιμάρμαρου Σταδίου, αλλά είχε να κάνει περισσότερο με το μεμψίμοιρο ύφος του. Στη συνέχεια πήρε τη σκυτάλη ο Παναγιώτης Γιαννάκης, τον οποίο οι αντίπαλοι οπαδοί παρότρυναν με το σκωπτικό σύνθημα «κλάψε, κλάψε». Απλώς σε αντίθεση με τον Μουρούζη, ο Γιαννάκης δεν περιοριζόταν μονάχα στις διαμαρτυρίες και στο κλαψιάρικο ύφος, αλλά έκλαιγε κιόλας στην πραγματικότητα μετά τις μεγάλες επιτυχίες, οι οποίες ούτως ή άλλως σήκωναν μεγάλη συγκίνηση (βλέπε Ευρωμπάσκετ 1987)…
Γράφτηκαν πολλά τις τελευταίες μέρες και κυρίως τις τελευταίες ώρες για τον Νοβίτσκι, για τον ΛεΜπρον, για τους τελικούς του ΝΒΑ. Για να είμαι ειλικρινής δεν θυμάμαι ποτέ άλλοτε στο παρελθόν να άνοιξε τόσο μεγάλη κουβέντα για αυτή την υπόθεση, αλλά χαλάλι τους! Χαλάλι κυρίως για τον Νοβίτσκι, που σφράγισε με την κλάση, με το μεγαλείο, με την αυταπάρνηση, με τον… βήχα και εντέλει με τα δάκρυά του τον θρίαμβο του Ντάλας. Χαλάλι του, διότι αυτός ο τίτλος αποτελεί την επιβράβευση ενός ανθρώπου που συνδέθηκε με μια μεγάλη ιδέα και φαινόταν αποφασισμένος να καταθέσει ακόμη και την τελευταία ικμάδα των δυνάμεών του ή ακόμη και την τελευταία ρανίδα του αίματός του για να της δώσει σάρκα και οστά, κόντρα σε θεούς και δαίμονες. Κόντρα ακόμη και στους Big Three του Μαϊάμι, οι οποίοι (για να επικαλεστώ την πλάκα ενός φίλου μου) έγιναν… Pig Three!
Πέρα από αυτό με τα τρία γουρουνάκια, τις τελευταίες μέρες κυκλοφόρησαν διάφορα ανέκδοτα για το Μαϊάμι και κυρίως για τον ΛεΜπρον, με κορυφαίο αυτό το οποίο έγραψε ο Κρις Σέρινταν, ότι τάχα κάποιος του ζήτησε να του χαλάσει ένα δολάριο, αλλά ο λεγάμενος είχε μονάχα 75 σεντς, διότι τα υπόλοιπα 25 αναλογούν στο τελευταίο δωδεκάλεπτο των τελικών που δεν ήταν το φόρτε του!
Οι Μάβερικς δεν είχαν Big Three, αλλά είχαν και παραείχαν τον Βig One, ο οποίος αποδείχτηκε καθοριστικός παράγων και θεμέλιος λίθος στην αναρρίχησή τους στην κορυφή. Το 2006 έφτασαν μιάμιση νίκη μακριά από τον θρόνο, αλλά το οδυνηρό πάθημά τους έγινε πολύ διδακτικό μάθημα στο remake της ίδιας σειράς.
Εδώ και μερικές ώρες το Ντάλας, το ΝΒΑ, η Αμερική, η παγκόσμια αθλητική πιάτσα, κλίνουν ευλαβικά το γόνυ και ομνύουν εις το όνομα του Νοβίτσκι, ο οποίος δεν έκοψε μονάχα το δρόμο των Χιτ προς την κορυφή. Τους έκοψε (στην κυριολεξία και μεταφορικά) και τον βήχα!gazzetta gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου