Ο Μοχάμεντ Αλι είναι ο πιο φημισμένος μποξέρ όλων των εποχών και μία ξεχωριστή προσωπικότητα του αθλητισμού.
«Οι πρωταθλητές δεν φτιάχνονται στα γυμναστήρια, φτιάχνονται με ό,τι
έχουν μέσα τους: μια επιθυμία, ένα όνειρο, ένα όραμα» έχει δηλώσει ο
Κάσιους Κλέι ή Μοχάμεντ Αλι. Ο φημισμένος πυγμάχος είχε όλα αυτά και
πολλά ακόμη. Υπήρξε μία από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες του
παγκοσμίου αθλητισμού. Η ζωή του θα μπορούσε να ήταν κινηματογραφική
ταινία ή μυθιστόρημα. Διαθέτει όλες τις προϋποθέσεις...
Στις 17 Ιανουαρίου 1942, σε μία φτωχογειτονιά του Λούισβιλ του Κεντάκι γεννήθηκε ο ζωντανός θρύλος της πυγμαχίας. O πατέρας του ήταν σχεδιαστής πινακίδων και η μητέρα του οικιακή βοηθός. Ο πιτσιρικάς αντιπαθούσε το σχολείο. Μεγάλη του αγάπη ήταν οι δρόμοι και το ποδήλατο. Ενα κλεμμένο ποδήλατο, λοιπόν, έγινε αιτία για να αποκτήσει η πυγμαχία έναν από τους καλύτερους διαφημιστές της. Οταν ήταν 12 ετών κάποιος του έκλεψε το ποδήλατο. Ο μικρός πηγαίνει στο αστυνομικό τμήμα και δηλώνει ευθαρσώς ότι «τον κλέφτη θα τον δείρω». Ο 40χρονος αστυνομικός, Τζο Μάρτιν, προπονητής της πυγμαχίας, εξηγεί στον νευριασμένο πιτσιρικά ότι για να γίνει αυτό πρέπει να μάθει... να δέρνει. Και τον πείθει να αρχίσει πυγμαχία. Η μητέρα του, όμως, είχε δει νωρίτερα το ταλέντο του. Οταν ο Κάσιους ήταν έξι ετών, με μία γροθιά τής είχε σπάσει δύο δόντια.
«Ο τρόπος που πυγμαχούσε ήταν μοναδικός», λένε οι άνθρωποι του χώρου. Ο Κάσιους δεν έκρυβε το πρόσωπό του για να αποφύγει ένα χτύπημα. Κρατούσε τα χέρια του χαμηλά και απέφευγε τις γροθιές με την κίνηση του σώματός του. «Πετάω σαν πεταλούδα, τσιμπάω σαν μέλισσα», έλεγε.
Ως παιδί είχε βιώσει τον ρατσισμό και αυτό συνετέλεσε στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του. Αρκετές φορές χρειάστηκε τις γνώσεις από την πυγμαχία για να επιβιώσει. Σε ηλικία 18 ετών κατέκτησε το χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο στους Αγώνες της Ρώμης (1960) στα 81,5 κ. Οταν γύρισε στην πατρίδα του πήγε να φάει σε ένα εστιατόριο. «Δεν σερβίρουμε νέγρους», του είπε ο ιδιοκτήτης. «Ωραία γιατί και εγώ δεν τρώω νέγρους», απάντησε ο Κάσιους και ο εστιάτορας του ζήτησε να φύγει. Λίγη ώρα μετά, πέταξε το χρυσό μετάλλιο σε ένα ποτάμι αφού, όπως έχει δηλώσει, «δεν μπόρεσε να μου προσφέρει ούτε ένα χάμπουργκερ».
Στην ερασιτεχνική πυγμαχία συμπλήρωσε 100 νίκες και μεταπήδησε στο επαγγελματικό πρωτάθλημα. Οι επιτυχίες διαδέχονται η μία την άλλη. Πληγώνει τους αντιπάλους στα ρινγκ με τις γροθιές και έξω από αυτά με τη φαρμακερή γλώσσα του. Κάθε αγώνας ή συνέντευξη αποτελεί σόου. Η διεκδίκηση του τίτλου των βαρέων βαρών φέρνει απέναντί του την, ίσως, πιο σκοτεινή μορφή των ρινγκ: τον Σόνι Λίστον, τον επονομαζόμενο «διάβολο», «ναύτη» ή «μηχανή θανάτου». Ο Κλέι είπε: «Είναι τόσο μεγάλος που θα μπορούσε να ήταν παππούς μου». Ο Σόνι ήταν, μέχρι τότε, αήττητος στην κατηγορία. Κράτησε τον τίτλο μέχρι τον 6ο γύρο του αγώνα. Στον έβδομο, καταβεβλημένος από τα χτυπήματα, δεν επέστρεψε στο ρινγκ. Το ημερολόγιο έγραφε, 25 Φεβρουαρίου 1964. Ηταν η νύχτα που ο Κάσιους Κλέι έγινε Μοχάμεντ Αλι. Τις επόμενες ημέρες, ανακοίνωσε πως είχε προσχωρήσει στους «Μαύρους Μουσουλμάνους», μια ακραία οργάνωση. «Πλέον δεν χρειάζεται να είμαι αυτός που θέλετε εσείς να είμαι. Είμαι ελεύθερος να είμαι αυτός που θέλω εγώ», δήλωσε στους δημοσιογράφους και εξήγησε ότι το όνομα Κάσιους προέρχεται από το λευκό αφεντικό του παππού του, ενώ το Κλέι σημαίνει βρωμιά. «Κάσιους Κλέι ήταν το όνομά μου ως δούλος. Είμαι ο Μοχάμεντ Αλι, ένα ελεύθερο όνομα. Μοχάμεντ σημαίνει “άξιος επαίνων” και Αλι “μέγιστος”. Ετσι, θα αναφέρεστε σε εμένα», τόνισε.
Οι Ελληνες σύμμαχοι
Η τάση του Κάσιους Κλέι για επίδειξη τον είχε κάνει αντιπαθή στην εθνική ομάδα των ΗΠΑ. Ιδιαίτερα οι μαύροι πυγμάχοι τον έδερναν. Ετσι, ο νεαρός βρήκε συμμάχους δύο Ελληνοαμερικανούς δίδυμους: τους φημισμένους αδελφούς Σπανάκους. «Ηθελε την προσοχή όλων και, έτσι, δεν τον έκαναν παρέα», δήλωσε στην «Κ» ο Πέτρος ενώ ο Νίκος, συναθλητής του στους Ολυμπιακούς της Ρώμης, προσθέτει: «Ηταν πάντα ωραίος τύπος αλλά μιλούσε πολύ. Είχε πάντα την αίσθηση του χιούμορ. Αυτό άλλαξε όταν γνώρισε τον Μάλκομ Χ».
Ο Νίκος Σπανάκος έμενε, στη Ρώμη, με τον Μοχάμεντ Αλι στο ίδιο δωμάτιο του Ολυμπιακού Χωριού. Το πρώτο βράδυ τον είδε να πίνει νερό στο μπάνιο από τον μπιντέ. Ηταν η πρώτη φορά που ο νεαρός Αλι έβλεπε μπιντέ...
Πολλές από τις ατάκες του Μοχάμεντ Αλι έχουν μείνει ιστορικές. Εξίσου απολαυστικές είναι όλες οι ιστορίες που, κατά καιρούς, έχει διηγηθεί.
Ακόμα και ο τρόπος που έκανε προπόνηση. «Οταν ήμουν μικρός, ζητούσα από τον αδελφό μου να μου πετάει πέτρες. Προσπαθούσα να μη με χτυπήσουν. Ετσι έμαθα να αποφεύγω τις γροθιές στα ρινγκ».
Σε μία άλλη συνέντευξη είπε ότι έχει μέσα του ραντάρ και γνωρίζει πού θα πάει η κάθε γροθιά.
Υπήρξε ο αγαπημένος των δημοσιογράφων, ενώ αποκαλούσε τον εαυτό του «μέγιστο» (The Greatest). Κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξης Τύπου έπιασε οκτώ μύγες. «Το να πιάνεις μύγες είναι πολύ καλύτερη προπόνηση από το να χτυπάς τον σάκο του μποξ», εξήγησε στους αποσβολωμένους ρεπόρτερ.
Γροθιά στο κατεστημένο μιας «δύσκολης» κοινωνίας
Τα ημίμετρα δεν ταιριάζουν σε μία προσωπικότητα όπως ο Μοχάμεντ Αλι. Κάθε δήλωσή του αποτελεί είδηση. Οι θέσεις του μουσουλμάνου ακτιβιστή Μάλκομ Χ τον έχουν κερδίσει. Λαμβάνει μέρος στον οργανωμένο αγώνα υπέρ των πολιτικών δικαιωμάτων των μαύρων και προκαλεί. «Η ενσωμάτωση των μαύρων στην αμερικανική κοινωνία δεν είναι λύση. Δεν θέλουμε να ζήσουμε με τους λευκούς», λέει.
Εχει φανατικούς φίλους και φανατικούς εχθρούς. Η ικανότητά του στην πυγμαχία σε συνδυασμό με την ευστροφία και την κοφτερή γλώσσα αποτελούν εφιάλτη για τους αντιπάλους του. Το 1965 υπερασπίζεται τον τίτλο του απέναντι στον Λίστον. Η νίκη ήρθε με νοκ άουτ στον δεύτερο γύρο. Οι φήμες για στημένο αγώνα (ο Λίστον είχε οικονομικά προβλήματα) δεν πτοούν τον Μοχάμεντ. Πυγμάχοι όπως οι Φλόιντ Πάτερσον, Χένρι Κούπερ και Μπράιαν Λόντον, βρίσκουν τον... δάσκαλό τους στο πρόσωπο του πολιτικοποιημένου αθλητή. Η αναμέτρησή του με τον Κλίβελαντ Γουίλιαμς, στις 14 Νοεμβρίου του 1966, έμεινε στην ιστορία. Σε τρεις γύρους κατάφερε στον αντίπαλό του περισσότερα από εκατό χτυπήματα και του προκάλεσε τέσσερις πτώσεις. Οσο για τον Μοχάμεντ Αλι; Δέχθηκε μόλις τρία χτυπήματα.
Ο πιο... αιματηρός, ίσως, αγώνας που έδωσε ο Αλι ήταν αυτός με τον Ερνι Τέρελ (1967). Ο Τέρελ για να τον εκνευρίσει τον φώναζε Κλέι. Ο Αλι για 15 γύρους τον χτυπούσε ασταμάτητα και τον ρωτούσε «πως είναι το όνομά μου;». Δεν θέλησε να τον βγάλει γρήγορα νοκ άουτ. Παράτεινε τον αγώνα για να υποφέρει ο Τέρελ.
Τον Απρίλιο του 1967, ο Μοχάμεντ Αλι δίνει τον δυσκολότερο... αγώνα του. Του ζήτησαν να καταταγεί στον στρατό και να πολεμήσει στο Βιετνάμ. Αρνείται. «Δεν έχω να χωρίσω τίποτα με τους Βιετκόγκ. Κανείς από αυτούς δεν με έχει αποκαλέσει νέγρο», απάντησε. Του αφαιρέθηκε ο τίτλος του πρωταθλητή και αποκλείστηκε από τις διοργανώσεις. Καταδικάζεται σε πέντε χρόνια φυλάκισης. Κάνει έφεση και μένει εκτός φυλακής. Για να ζήσει δίνει διαλέξεις σε πανεπιστήμια. «Σου λείπει η πυγμαχία;», τον ρωτάνε. «Εγώ λείπω της πυγμαχίας», απαντά.
Το 1970 ανακαλείται η απόφαση αποκλεισμού. Εναν χρόνο μετά, αντιμετωπίζει τον Τζο Φρέιζερ και ύστερα από 15 γύρους στο βιογραφικό του μπαίνει η πρώτη ήττα. Δύο θεατές πεθαίνουν από συγκοπή. Η αμφισβήτηση προς το πρόσωπό του διαρκεί μέχρι τις 30/10/1974. Εκείνη την ημέρα, στην Κινσάσα (Κονγκό), διεξάγεται η μάχη του αιώνα, γνωστή από τo ντοκιμαντέρ «Rumble in the jungle» (Βροντή στη ζούγκλα). Στο ρινγκ, ο 25χρονος Τζορτζ Φόρμαν, κάτοχος του τίτλου στην κατηγορία βαρέων βαρών και ο 32χρονος Μοχάμεντ Αλι. Περίπου 70.000 θεατές υποστηρίζουν τον Αλι. Η κραυγή «Ali, boma aye-yay!» (Αλι, ρίξε τον κάτω, σκότωσέ τον) αντηχεί συνεχώς. Η νίκη ήρθε στον 8ο γύρο. «Ο αγώνας στο Ζαΐρ ξύπνησε συνειδήσεις –ήταν για τον ρατσισμό, το Βιετνάμ, όλα. Ηθελα να επανασυνδέσω τους μαύρους της Αμερικής με την Αφρική», δηλώνει ο Αλι. Η τρίτη αναμέτρησή του με τον Τζο Φρέιζερ, στις Φιλιππίνες, θεωρείται ο κορυφαίος αγώνας στην καριέρα του («Θρίλερ της Μανίλα»). Κράτησε 14 γύρους και ο προπονητής του Φρέιζερ «έριξε λευκή πετσέτα». «Ο Τζο κι εγώ φτάσαμε πολύ κοντά στον θάνατο», είπε ο Αλι.
Το 1978 χάνει τον τίτλο από τον χρυσό ολυμπιονίκη του Μόντρεαλ, Λέον Σπινκς. Αποχωρεί από τα ρινγκ και επιστρέφει το 1980. Χάνει από τον Λάρι Χολμς και το 1981 ολοκληρώνεται η καριέρα του με ήττα από τον Τρέβορ Μπέρμπικ. Υπήρξε ιδιαίτερα αγαπητός στις γυναίκες. Παντρεύτηκε τέσσερις φορές και έχει εννέα παιδιά. Το 1983 έμαθε πως πάσχει από το σύνδρομο Πάρκινσον αλλά, παρά τα προβλήματα, συνέχισε την κοινωνική προσφορά. Μία από τις τελευταίες εμφανίσεις του ήταν το 1996 στην Ατλάντα, για την αφή της Ολυμπιακής Φλόγας.
Ο Μοχάμεντ Αλι έβγαλε την πυγμαχία από τα παραδοσιακά δεδομένα. Προκλητικός και αυθάδης προς τους αντίπαλους, με παιδική αθωότητα εκτός ρινγκ. «Είμαι πολύ γρήγορος για να με χτυπήσει σφαίρα», είχε πει όταν η αστυνομία θέλησε να τον προστατέψει. Ισως να άγγιξε την Υβρι και αυτό να τον οδήγησε στη Νέμεση.
Πηγή: Καθημερινή
Στις 17 Ιανουαρίου 1942, σε μία φτωχογειτονιά του Λούισβιλ του Κεντάκι γεννήθηκε ο ζωντανός θρύλος της πυγμαχίας. O πατέρας του ήταν σχεδιαστής πινακίδων και η μητέρα του οικιακή βοηθός. Ο πιτσιρικάς αντιπαθούσε το σχολείο. Μεγάλη του αγάπη ήταν οι δρόμοι και το ποδήλατο. Ενα κλεμμένο ποδήλατο, λοιπόν, έγινε αιτία για να αποκτήσει η πυγμαχία έναν από τους καλύτερους διαφημιστές της. Οταν ήταν 12 ετών κάποιος του έκλεψε το ποδήλατο. Ο μικρός πηγαίνει στο αστυνομικό τμήμα και δηλώνει ευθαρσώς ότι «τον κλέφτη θα τον δείρω». Ο 40χρονος αστυνομικός, Τζο Μάρτιν, προπονητής της πυγμαχίας, εξηγεί στον νευριασμένο πιτσιρικά ότι για να γίνει αυτό πρέπει να μάθει... να δέρνει. Και τον πείθει να αρχίσει πυγμαχία. Η μητέρα του, όμως, είχε δει νωρίτερα το ταλέντο του. Οταν ο Κάσιους ήταν έξι ετών, με μία γροθιά τής είχε σπάσει δύο δόντια.
«Ο τρόπος που πυγμαχούσε ήταν μοναδικός», λένε οι άνθρωποι του χώρου. Ο Κάσιους δεν έκρυβε το πρόσωπό του για να αποφύγει ένα χτύπημα. Κρατούσε τα χέρια του χαμηλά και απέφευγε τις γροθιές με την κίνηση του σώματός του. «Πετάω σαν πεταλούδα, τσιμπάω σαν μέλισσα», έλεγε.
Ως παιδί είχε βιώσει τον ρατσισμό και αυτό συνετέλεσε στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του. Αρκετές φορές χρειάστηκε τις γνώσεις από την πυγμαχία για να επιβιώσει. Σε ηλικία 18 ετών κατέκτησε το χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο στους Αγώνες της Ρώμης (1960) στα 81,5 κ. Οταν γύρισε στην πατρίδα του πήγε να φάει σε ένα εστιατόριο. «Δεν σερβίρουμε νέγρους», του είπε ο ιδιοκτήτης. «Ωραία γιατί και εγώ δεν τρώω νέγρους», απάντησε ο Κάσιους και ο εστιάτορας του ζήτησε να φύγει. Λίγη ώρα μετά, πέταξε το χρυσό μετάλλιο σε ένα ποτάμι αφού, όπως έχει δηλώσει, «δεν μπόρεσε να μου προσφέρει ούτε ένα χάμπουργκερ».
Στην ερασιτεχνική πυγμαχία συμπλήρωσε 100 νίκες και μεταπήδησε στο επαγγελματικό πρωτάθλημα. Οι επιτυχίες διαδέχονται η μία την άλλη. Πληγώνει τους αντιπάλους στα ρινγκ με τις γροθιές και έξω από αυτά με τη φαρμακερή γλώσσα του. Κάθε αγώνας ή συνέντευξη αποτελεί σόου. Η διεκδίκηση του τίτλου των βαρέων βαρών φέρνει απέναντί του την, ίσως, πιο σκοτεινή μορφή των ρινγκ: τον Σόνι Λίστον, τον επονομαζόμενο «διάβολο», «ναύτη» ή «μηχανή θανάτου». Ο Κλέι είπε: «Είναι τόσο μεγάλος που θα μπορούσε να ήταν παππούς μου». Ο Σόνι ήταν, μέχρι τότε, αήττητος στην κατηγορία. Κράτησε τον τίτλο μέχρι τον 6ο γύρο του αγώνα. Στον έβδομο, καταβεβλημένος από τα χτυπήματα, δεν επέστρεψε στο ρινγκ. Το ημερολόγιο έγραφε, 25 Φεβρουαρίου 1964. Ηταν η νύχτα που ο Κάσιους Κλέι έγινε Μοχάμεντ Αλι. Τις επόμενες ημέρες, ανακοίνωσε πως είχε προσχωρήσει στους «Μαύρους Μουσουλμάνους», μια ακραία οργάνωση. «Πλέον δεν χρειάζεται να είμαι αυτός που θέλετε εσείς να είμαι. Είμαι ελεύθερος να είμαι αυτός που θέλω εγώ», δήλωσε στους δημοσιογράφους και εξήγησε ότι το όνομα Κάσιους προέρχεται από το λευκό αφεντικό του παππού του, ενώ το Κλέι σημαίνει βρωμιά. «Κάσιους Κλέι ήταν το όνομά μου ως δούλος. Είμαι ο Μοχάμεντ Αλι, ένα ελεύθερο όνομα. Μοχάμεντ σημαίνει “άξιος επαίνων” και Αλι “μέγιστος”. Ετσι, θα αναφέρεστε σε εμένα», τόνισε.
Οι Ελληνες σύμμαχοι
Η τάση του Κάσιους Κλέι για επίδειξη τον είχε κάνει αντιπαθή στην εθνική ομάδα των ΗΠΑ. Ιδιαίτερα οι μαύροι πυγμάχοι τον έδερναν. Ετσι, ο νεαρός βρήκε συμμάχους δύο Ελληνοαμερικανούς δίδυμους: τους φημισμένους αδελφούς Σπανάκους. «Ηθελε την προσοχή όλων και, έτσι, δεν τον έκαναν παρέα», δήλωσε στην «Κ» ο Πέτρος ενώ ο Νίκος, συναθλητής του στους Ολυμπιακούς της Ρώμης, προσθέτει: «Ηταν πάντα ωραίος τύπος αλλά μιλούσε πολύ. Είχε πάντα την αίσθηση του χιούμορ. Αυτό άλλαξε όταν γνώρισε τον Μάλκομ Χ».
Ο Νίκος Σπανάκος έμενε, στη Ρώμη, με τον Μοχάμεντ Αλι στο ίδιο δωμάτιο του Ολυμπιακού Χωριού. Το πρώτο βράδυ τον είδε να πίνει νερό στο μπάνιο από τον μπιντέ. Ηταν η πρώτη φορά που ο νεαρός Αλι έβλεπε μπιντέ...
Πολλές από τις ατάκες του Μοχάμεντ Αλι έχουν μείνει ιστορικές. Εξίσου απολαυστικές είναι όλες οι ιστορίες που, κατά καιρούς, έχει διηγηθεί.
Ακόμα και ο τρόπος που έκανε προπόνηση. «Οταν ήμουν μικρός, ζητούσα από τον αδελφό μου να μου πετάει πέτρες. Προσπαθούσα να μη με χτυπήσουν. Ετσι έμαθα να αποφεύγω τις γροθιές στα ρινγκ».
Σε μία άλλη συνέντευξη είπε ότι έχει μέσα του ραντάρ και γνωρίζει πού θα πάει η κάθε γροθιά.
Υπήρξε ο αγαπημένος των δημοσιογράφων, ενώ αποκαλούσε τον εαυτό του «μέγιστο» (The Greatest). Κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξης Τύπου έπιασε οκτώ μύγες. «Το να πιάνεις μύγες είναι πολύ καλύτερη προπόνηση από το να χτυπάς τον σάκο του μποξ», εξήγησε στους αποσβολωμένους ρεπόρτερ.
Γροθιά στο κατεστημένο μιας «δύσκολης» κοινωνίας
Τα ημίμετρα δεν ταιριάζουν σε μία προσωπικότητα όπως ο Μοχάμεντ Αλι. Κάθε δήλωσή του αποτελεί είδηση. Οι θέσεις του μουσουλμάνου ακτιβιστή Μάλκομ Χ τον έχουν κερδίσει. Λαμβάνει μέρος στον οργανωμένο αγώνα υπέρ των πολιτικών δικαιωμάτων των μαύρων και προκαλεί. «Η ενσωμάτωση των μαύρων στην αμερικανική κοινωνία δεν είναι λύση. Δεν θέλουμε να ζήσουμε με τους λευκούς», λέει.
Εχει φανατικούς φίλους και φανατικούς εχθρούς. Η ικανότητά του στην πυγμαχία σε συνδυασμό με την ευστροφία και την κοφτερή γλώσσα αποτελούν εφιάλτη για τους αντιπάλους του. Το 1965 υπερασπίζεται τον τίτλο του απέναντι στον Λίστον. Η νίκη ήρθε με νοκ άουτ στον δεύτερο γύρο. Οι φήμες για στημένο αγώνα (ο Λίστον είχε οικονομικά προβλήματα) δεν πτοούν τον Μοχάμεντ. Πυγμάχοι όπως οι Φλόιντ Πάτερσον, Χένρι Κούπερ και Μπράιαν Λόντον, βρίσκουν τον... δάσκαλό τους στο πρόσωπο του πολιτικοποιημένου αθλητή. Η αναμέτρησή του με τον Κλίβελαντ Γουίλιαμς, στις 14 Νοεμβρίου του 1966, έμεινε στην ιστορία. Σε τρεις γύρους κατάφερε στον αντίπαλό του περισσότερα από εκατό χτυπήματα και του προκάλεσε τέσσερις πτώσεις. Οσο για τον Μοχάμεντ Αλι; Δέχθηκε μόλις τρία χτυπήματα.
Ο πιο... αιματηρός, ίσως, αγώνας που έδωσε ο Αλι ήταν αυτός με τον Ερνι Τέρελ (1967). Ο Τέρελ για να τον εκνευρίσει τον φώναζε Κλέι. Ο Αλι για 15 γύρους τον χτυπούσε ασταμάτητα και τον ρωτούσε «πως είναι το όνομά μου;». Δεν θέλησε να τον βγάλει γρήγορα νοκ άουτ. Παράτεινε τον αγώνα για να υποφέρει ο Τέρελ.
Τον Απρίλιο του 1967, ο Μοχάμεντ Αλι δίνει τον δυσκολότερο... αγώνα του. Του ζήτησαν να καταταγεί στον στρατό και να πολεμήσει στο Βιετνάμ. Αρνείται. «Δεν έχω να χωρίσω τίποτα με τους Βιετκόγκ. Κανείς από αυτούς δεν με έχει αποκαλέσει νέγρο», απάντησε. Του αφαιρέθηκε ο τίτλος του πρωταθλητή και αποκλείστηκε από τις διοργανώσεις. Καταδικάζεται σε πέντε χρόνια φυλάκισης. Κάνει έφεση και μένει εκτός φυλακής. Για να ζήσει δίνει διαλέξεις σε πανεπιστήμια. «Σου λείπει η πυγμαχία;», τον ρωτάνε. «Εγώ λείπω της πυγμαχίας», απαντά.
Το 1970 ανακαλείται η απόφαση αποκλεισμού. Εναν χρόνο μετά, αντιμετωπίζει τον Τζο Φρέιζερ και ύστερα από 15 γύρους στο βιογραφικό του μπαίνει η πρώτη ήττα. Δύο θεατές πεθαίνουν από συγκοπή. Η αμφισβήτηση προς το πρόσωπό του διαρκεί μέχρι τις 30/10/1974. Εκείνη την ημέρα, στην Κινσάσα (Κονγκό), διεξάγεται η μάχη του αιώνα, γνωστή από τo ντοκιμαντέρ «Rumble in the jungle» (Βροντή στη ζούγκλα). Στο ρινγκ, ο 25χρονος Τζορτζ Φόρμαν, κάτοχος του τίτλου στην κατηγορία βαρέων βαρών και ο 32χρονος Μοχάμεντ Αλι. Περίπου 70.000 θεατές υποστηρίζουν τον Αλι. Η κραυγή «Ali, boma aye-yay!» (Αλι, ρίξε τον κάτω, σκότωσέ τον) αντηχεί συνεχώς. Η νίκη ήρθε στον 8ο γύρο. «Ο αγώνας στο Ζαΐρ ξύπνησε συνειδήσεις –ήταν για τον ρατσισμό, το Βιετνάμ, όλα. Ηθελα να επανασυνδέσω τους μαύρους της Αμερικής με την Αφρική», δηλώνει ο Αλι. Η τρίτη αναμέτρησή του με τον Τζο Φρέιζερ, στις Φιλιππίνες, θεωρείται ο κορυφαίος αγώνας στην καριέρα του («Θρίλερ της Μανίλα»). Κράτησε 14 γύρους και ο προπονητής του Φρέιζερ «έριξε λευκή πετσέτα». «Ο Τζο κι εγώ φτάσαμε πολύ κοντά στον θάνατο», είπε ο Αλι.
Το 1978 χάνει τον τίτλο από τον χρυσό ολυμπιονίκη του Μόντρεαλ, Λέον Σπινκς. Αποχωρεί από τα ρινγκ και επιστρέφει το 1980. Χάνει από τον Λάρι Χολμς και το 1981 ολοκληρώνεται η καριέρα του με ήττα από τον Τρέβορ Μπέρμπικ. Υπήρξε ιδιαίτερα αγαπητός στις γυναίκες. Παντρεύτηκε τέσσερις φορές και έχει εννέα παιδιά. Το 1983 έμαθε πως πάσχει από το σύνδρομο Πάρκινσον αλλά, παρά τα προβλήματα, συνέχισε την κοινωνική προσφορά. Μία από τις τελευταίες εμφανίσεις του ήταν το 1996 στην Ατλάντα, για την αφή της Ολυμπιακής Φλόγας.
Ο Μοχάμεντ Αλι έβγαλε την πυγμαχία από τα παραδοσιακά δεδομένα. Προκλητικός και αυθάδης προς τους αντίπαλους, με παιδική αθωότητα εκτός ρινγκ. «Είμαι πολύ γρήγορος για να με χτυπήσει σφαίρα», είχε πει όταν η αστυνομία θέλησε να τον προστατέψει. Ισως να άγγιξε την Υβρι και αυτό να τον οδήγησε στη Νέμεση.
Πηγή: Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου