Αν ήμουν η θεια-Τσιβή στο χωριό, θα έλεγα «κάν΄ ζέστα». Αν ήμουν η ξαδέρφη της, η θεια-Παράσχω, θα έλεγα απλώς «ούούιιι», θα τέντωνα με τα χέρια τα μάτια σαν Κινέζος μετά από μετωπική και θα ήμουν εξίσου σαφής τινάζοντας τον ιδρώτα.
Αν, από την άλλη, δεν είχα ...γκέι σκέψεις περί ομοιοτήτων με δυο θειάδες (αν ήμουν γκέι και έμοιαζα με τη θεια-Τσιβή, τζάμπα μερακλής θα ήμουν) και ήμουν ο μπάρμπα-Ζάχος, ο άντρας της θειας-Παράσχως, δεν θα έλεγα τίποτα. Εκεί που βάραγε κάτι καρφιά στις τάβλες σε μια οικοδομή, μες στη ντάλα, 40 βαθμοί, τού ΄ψησε ο ήλιος το ξεσκέπαστο και πήγε «από συφόρεση», όπως έλεγε η Δωροθέα η Ζαβή για όσους πήγαιναν μια κι έξω...
Για όποιον δεν το κατάλαβε από τα συμφραζόμενα, κάνει διαολεμένη ζέστη. Ζέστα. Μέχρι και «ούούιιι» κάνει! Κι εκεί που μου έψηνε ο ήλιος το κεφάλι (το σκεπαστό - τα έχω ακόμα όλα και ...περισσότερα) τρέχοντας γύρω γύρω την Αθήνα, σκεφτόμουν τις πιθανότητες να συναντήσω τον μπάρμπα-Ζάχο με τα ίδια αίτια. Πολύ περισσότερο όταν μπήκα στο μετρό με την προσδοκία ενός συρμού με ερκοντίσιον και ήρθε - για πολλοστή φορά και κατά ένα μαγικό τρόπο τελευταία - ένας από τους παλιούς, με ζέστη, ζέστα και «ούούιιι».
Έσταζα. Έλιωνα στα ρούχα μου. Κι επέμεινα να μην ανέβω με το ασανσέρ ή τις κυλιόμενες, αλλά να κάνω την ποινή μου, αυτή που επέβαλα στον εαυτό μου όταν είχε φτάσει 140 κιλά αηδία: να ανέβω με τις σκάλες!
Κι ανέβηκα. Κι έσταζα πιο πολύ. Κι έλιωνα σαν βιτάμ στο τηγάνι. Και ζέστη και ζέστα και «ούούιιι». Κι όταν έφτασα στην έξοδο, στην τελευταία σκάλα, ένιωθα σαν να είχα περπατήσει τη Σαχάρα σε ανήφορα. Μια όαση έψαχνα κάτω από τον καυτό ήλιο, γνωρίζοντας εκ των προτέρων πως η πιο κοντινή σκιά απείχε μια αιωνιότητα κι ένα ...μεσημέρι.
Και τότε έγινε το θαύμα. Ένα χέρι απλώθηκε μπροστά μου κι ένα μπουκάλι παγωμένο νερό μου προσφέρθηκε κυριολεκτικά απλόχερα (είπαμε, απλωμένο ήταν το χέρι). Μετά την πρώτη γουλιά, η ζέστη και η ζέστα είχαν υποχωρήσει, ωστόσο το «ούούιιι» ήταν εκεί και κόντεψε να μου βγει αυθόρμητα, μόλις εντόπισα την καλή μου τη νεράιδα που σαν τζίνι είχε βγει από το λυχνάρι για να πραγματοποιήσει τρεις επιθυμίες μου.
Τις άλλες δύο δεν τις πραγματοποίησε...
Ωστόσο, το παγωμένο νεράκι - διαφημιστική προσφορά εμπορικού κέντρου, ήταν η απόλυτη επιθυμία του οργανισμού μου και αυτό που με έφερε χωρίς άλλα «ούούιιι» στο γραφείο. Όπου βλέποντας τα ρεπορτάζ, ευχήθηκα από μακριά στο τζίνι να πραγματοποιήσει ακόμα μια επιθυμία μου. Κάνει που κάνει ζέστα, ας γίνει και καμιά μεταγραφή, να μην πηγαινοερχόμαστε τζάμπα και διακινδυνεύουμε τη συνάντηση με τον μπάρμπα-Ζάχο μόνο και μόνο για να γκρινιάξουμε πως «έφυγε ο Σισέ», «οι ομάδες δεν έχουν λεφτά», «όλα είναι στημένα» και άλλα τέτοια δυσάρεστα και μίζερα, κουβέντα να γίνεται...
Έχω την αίσθηση πως αυτό το καλοκαίρι είναι το μεγαλύτερο νεκροταφείο ελπίδων που έχω συναντήσει όλα αυτά -τα αρκετά- χρόνια που ασχολούμαι με τα αθλητικά δρώμενα. Και στα κοινωνικοπολιτικά το ίδιο ισχύει, εδώ που τα λέμε, αλλά αυτή είναι μια άλλη, ευρύτερη κουβέντα. Αν δεν είχε «σκάσει» το σκάνδαλο με τα στημένα, οι αθλητικοί συντάκτες θα μέτραγαν τρίχες στα πόδια των ποδοσφαιριστών, ποιοι τα ξουρίζουν, ποιοι κάνουν χαλάουα και ποιοι βάζουν την καλαμίδα πάνω στη γούνα, όπως παλιά. Για όποιον δεν έπιασε την περιφραστική περιγραφή της ασχολίας του αθλητικού Τύπου, θα ασχολιόμασταν με ...τρίχες.
Όχι πως τώρα δεν ασχολιόμαστε, δηλαδή, αλλά του-λάστιχον έχουμε κάτι να περιμένουμε. Όχι καλύτερες μέρες για εμάς και τις ομάδες, αλλά χειρότερες για όσους έφτασαν το ελληνικό ποδόσφαιρο σε αυτό το χάλι.
Κι έχω μια πρόταση: μην τους βάλετε φυλακή. Σε ένα βαγόνι του μετρό χωρίς ερκοντίσιον βάλτε τους και μετά ανεβάστε τους από τις σκάλες και εκθέστε τους στον καυτό ήλιο.
Τη νεράιδα με τα νερά θα έχω φροντίσει να την εξαφανίσω...
Ούούιιι!!!
Μέχρι να βρω τρόπο να μη διαβάσει αυτό το θέμα η γυναίκα μου, εγώ, ο Μίλτος, νά ΄μαι καλά...
πηγή: gazzetta.gr