«Αυτό είναι το στιλ μας. Εάν σου αρέσει καλώς. Ειδάλλως να πας στο
διάολο». Αυτή ήταν η θυμωμένη απάντηση του Λουίς Φελίπε Σκολάρι σε έναν
ρεπόρτερ μετά το ματς με το Μεξικό που επιμελώς αποσιωπήθηκε, μιας και
ακόμα η Βραζιλία βρισκόταν στο δεύτερο παιχνίδι της στη διοργάνωση. Ηταν
ένα τουρνουά που είχε στηθεί χωρίς να υπολογιστεί το τεράστιο
οικονομικό κόστος και η Σελεσάο έπρεπε να φτάσει μέχρι το τέρμα... at
any cost.
Κάπως έτσι θα το είχαν σκεφτεί και στην Ομοσπονδία της χώρας όταν
παρέδωσαν και πάλι τα κλειδιά στον μυστακοφόρο τεχνικό. Οι υποστηρικτές
του ισχυρίζονταν πως εκείνος ήξερε τον τρόπο, κάτι που φώναξε και ο
ίδιος στη συνέντευξη τύπου πριν τον πικρό ημιτελικό: «Η εμπειρία του
2002 μου δείχνει το δρόμο!» Και όμως ο Φελιπάο είχε τα δίκια του. Με τα
όπλα που είχε στη διάθεση του, αυτόν τον... κλεφτοπόλεμο μπορούσε να
παίξει ή τουλάχιστον αυτή ήταν μία εκδοχή.
Μέχρι το ντροπιαστικό ματς με τη Γερμανία, η Βραζιλία έριξε πολύ κλωτσιά. Ακόμα και με το Καμερούν είχε χρειαστεί να παίξει από δυναμικά έως σκληρά. Με τη Χιλή το πράγμα χειροτέρευσε, για να απογειωθεί στον προημιτελικό με την Κολομβία. Σε μία αναμέτρηση που θα έπρεπε να έχει μείνει με 10 παίκτες (σίγουρα κόκκινη στη φάση του πέναλτι) ή ακόμα και με εννέα από διπλές κίτρινες, η Βραζιλία υπέπεσε σε 31 φάουλ, νούμερο που δεν έχει όμοιο του σε αυτό το Παγκόσμιο Κύπελλο.
Παρά την πρόκριση, ο Τύπος παγκοσμίως, ακόμα και στην ίδια την χώρα της σάμπα, κατέκρινε τον τρόπο παιχνιδιού των νικητών. Η πίεση ήταν τεράστια και ήταν λογικό και επόμενο ακόμα και ο Σκολάρι να υποκύψει. Αυτή τη φορά βλέπετε το κράξιμο για το αντιαισθητικό ποδόσφαιρο ήταν δίπλα του, πάνω του, ήταν παντού και όχι όπως το 2002 που το τουρνουά διεξαγόταν στην άλλη άκρη της Γης. Και κάπως έτσι έγινε το μεγάλο λάθος και ο ίσως σημαντικότερος λόγος που οδήγησε στην «επτάρα».
Εάν δει κανείς ξανά τα πρώτα λεπτά του ημιτελικού, η Βραζιλιάνοι μπήκαν με τρελό γκάζι. Η πρώτη αίσθηση του αγώνα είναι ότι εκείνοι έχουν τον έλεγχο και πιέζουν δαιμονισμένα, με τους Γερμανούς να διώχνουν στα... κουτουρού. Μετά τα 8-10 λεπτά η κατάσταση αρχίζει και ισορροπεί από το μυαλωμένο και τακτικό παιχνίδι των Πάντσερ, το οποίο άμεσα αναδεικνύει την αναρχία σε εκείνο των αντιπάλων τους. Η Βραζιλία παρά τις δύο τεράστιες απουσίες της δεν πάει σε ήρεμο, κοντρόλ ματς, αλλά θέλει με το καλημέρα να επιβληθεί και να δείξει ότι έχει την απαιτούμενη φούρια, την οποία φυσικά δεν διαθέτει σε όλο το τουρνουά.
Από τη στιγμή που δεν υπάρχει κοντρόλ στο ρυθμό της, μετά το 0-1 χάνεται εύλογα η μπάλα. Εντάξει, το να γράφει ο πίνακας στο 29', 0-5 δεν σηκώνει καμία, μα καμία γήινη ανάλυση. Κοιμήθηκαν θεοί, δαίμονες. Κοιμήθηκαν όμως και οι παίκτες της Σελεσάο και έτσι συνέβη. Τα πουλήματα της μπάλας και ο απόλυτος αιφνιδιασμός ανά δίλεπτο, δεν έχει προηγούμενο σε αυτό το επίπεδο σε Μουντιάλ και ίσως να μην έχει και επόμενο. Ηταν ο ορισμός της απώλειας κάθε επαφής των διεθνών με το περιβάλλον του γηπέδου. Σε αυτό προσθέστε την ολοκληρωτική απομάκρυνση από το αρχικό πλάνο αυτού του Μουντιάλ. Το σκληρό παιχνίδι αντικαταστάθηκε από το... τίποτα και τα μόλις 11 φάουλ στα 90 λεπτά.
Τρεις πολύ καλοί παίκτες με ανασταλτικές ικανότητες όπως οι Λουίζ Γκουστάβο, Φερναντίνιο και Παουλίνιο δεν μπορούσαν να κόψουν, χάριζαν όλες τις μπάλες και φυσικά για δημιουργία παιχνιδιού ούτε λόγος. Ειδικά ο τελευταίος που είχε την ευθύνη να κουβαλήσει λίγο περισσότερο το τόπι μέχρι την αντίπαλη περιοχή, πρέπει να ήταν ο πολυτιμότερος της Γερμανίας έτσι όπως -δεν- έπαιξε. Το να ειπωθεί το οτιδήποτε για τον Φρεντ είναι σπατάλη λέξεων και χρόνου. Αλλωστε άπαντες -και ειδικά όταν κόντρα στη Χιλή εμφανίστηκε με τη μουστακάρα του- του έχουν ρίξει και από ένα καλό βρισίδι.
Ο μοναδικός που θα μπορούσε να μετριάσει το κακό ήταν ο Τιάγκο Σίλβα που με το hip hop καπελάκι του παρακολουθούσε ανήμπορος, απόρροια τους σκληρού παιχνιδιού του με την Κολομβία. Σίγουρα η απουσία του Νεϊμάρ, του μοναδικού σε αυτή την ομάδα που μπορεί πραγματικά να κάνει ατομική ενέργεια, ήταν πολύ μεγάλη, αλλά εάν στο γήπεδο ήταν ο αρχηγός, το σκορ θα ήταν κατά πολύ μικρότερο. Τούτο έχει να κάνει και με τον Νταβίντ Λουίζ. Η παρουσία του Τιάγκο Σίλβα του επιτρέπει να ανεβαίνει με τη μπάλα, να φτάνει ακόμα και στην αντίπαλη εστία, γενικότερα να παίρνει πρωτοβουλίες. Το ίδιο πήγε να γίνει και με τον Ντάντε, αλλά ο σέντερ μπακ της Μπάγερν δεν υπήρχε πουθενά. Κάπως έτσι το κενό που άφηνε ο Νταβίντ Λουίζ στις επελάσεις του, γινόταν χώρος που γέμιζε με αντιπάλους.
Εδώ ήρθε και έδεσε ως τέλεια η επιλογή του Γιόακιμ Λεβ να βάλει τον Κλόζε από την αρχή. Ο Γερμανός εκλέκτορας προφανώς είχε διαβάσει το παιχνίδι του Νταβίντ Λουίζ, συνυπολόγισε την απουσία του Τιάγκο Σίλβα και γέμισε με ένα γερό σκαρί τον χώρο. Αυτό μάλιστα το έκανε όχι μόνο με τον σέντερ φορ του, αλλά και με τον Κεντίρα (μερικές φορές το έκανε και ο Κρόος) που κινήθηκε πιο επιθετικά από ποτέ στην καριέρα του και γινόταν διαρκώς δεύτερος φορ, καθώς ο Μίλερ έκανε κίνηση πλάγια αριστερά. Ο Χέβεντες άλλωστε δεν χρειαζόταν να ανέβει. Είχε τον Μίλερ μπροστά του ως εξτρέμ, με τον Οζίλ να βρίσκεται επίσης περισσότερο από εκείνη τη μεριά. Αυτή η υπερφόρτωση στα αριστερά είχε ως προφανή σκοπό την απόλυτη ελευθερία κινήσεων στον Λαμ που έπαιρνε μόνος του όλη τη δεξιά πλευρά, κάτι που αποδείχτηκε άκρως αποτελεσματικό!
Ηταν τόσο ειδικά όλα αυτά που συνέβησαν που οι αναλύσεις δεν μπορούν να τα αγγίξουν παρά μονάχα κατά προσέγγιση και επιφανειακά. Σημασία έχει όμως ότι όλοι μας τα παρακολουθήσαμε live, με τους Βραζιλιάνους να βιώνουν ίσως κάτι περισσότερο σκληρό ακόμα και από το μυθικό «Μαρακανάσο». Βλέπετε ο συγκεκριμένος λαός ζει με διαφορετικό τρόπο τη χαρμολύπη που του προσφέρει το ποδόσφαιρο. Είναι μία χώρα που δεν έχει εθνικούς ήρωες από μεγάλους πολέμους που ουσιαστικά δεν έχει κάνει ποτέ. Μία χώρα που ζει εν ειρήνη εδώ και 150 χρόνια και που όλη η εθνική υπερηφάνεια της συγκεντρώνεται γύρω από τις πέντε μεγάλες κούπες και τα επιτεύγματα των 11 τύπων που κυνηγούν το τόπι. Και αυτοί οι παίκτες στη συγκεκριμένη βραδιά υπό την καθοδήγηση ενός ξεπερασμένου προπονητή που δεν είχε το θάρρος να υποστηρίξει μέχρι τέλους τις δικές του -έστω και λανθασμένες- ιδέες, τοποθέτησαν τους εαυτούς τους στην πιο μαύρη σελίδα της ιστορίας της Σελεσάο.
Πηγή: gazzetta.gr
Μέχρι το ντροπιαστικό ματς με τη Γερμανία, η Βραζιλία έριξε πολύ κλωτσιά. Ακόμα και με το Καμερούν είχε χρειαστεί να παίξει από δυναμικά έως σκληρά. Με τη Χιλή το πράγμα χειροτέρευσε, για να απογειωθεί στον προημιτελικό με την Κολομβία. Σε μία αναμέτρηση που θα έπρεπε να έχει μείνει με 10 παίκτες (σίγουρα κόκκινη στη φάση του πέναλτι) ή ακόμα και με εννέα από διπλές κίτρινες, η Βραζιλία υπέπεσε σε 31 φάουλ, νούμερο που δεν έχει όμοιο του σε αυτό το Παγκόσμιο Κύπελλο.
Παρά την πρόκριση, ο Τύπος παγκοσμίως, ακόμα και στην ίδια την χώρα της σάμπα, κατέκρινε τον τρόπο παιχνιδιού των νικητών. Η πίεση ήταν τεράστια και ήταν λογικό και επόμενο ακόμα και ο Σκολάρι να υποκύψει. Αυτή τη φορά βλέπετε το κράξιμο για το αντιαισθητικό ποδόσφαιρο ήταν δίπλα του, πάνω του, ήταν παντού και όχι όπως το 2002 που το τουρνουά διεξαγόταν στην άλλη άκρη της Γης. Και κάπως έτσι έγινε το μεγάλο λάθος και ο ίσως σημαντικότερος λόγος που οδήγησε στην «επτάρα».
Εάν δει κανείς ξανά τα πρώτα λεπτά του ημιτελικού, η Βραζιλιάνοι μπήκαν με τρελό γκάζι. Η πρώτη αίσθηση του αγώνα είναι ότι εκείνοι έχουν τον έλεγχο και πιέζουν δαιμονισμένα, με τους Γερμανούς να διώχνουν στα... κουτουρού. Μετά τα 8-10 λεπτά η κατάσταση αρχίζει και ισορροπεί από το μυαλωμένο και τακτικό παιχνίδι των Πάντσερ, το οποίο άμεσα αναδεικνύει την αναρχία σε εκείνο των αντιπάλων τους. Η Βραζιλία παρά τις δύο τεράστιες απουσίες της δεν πάει σε ήρεμο, κοντρόλ ματς, αλλά θέλει με το καλημέρα να επιβληθεί και να δείξει ότι έχει την απαιτούμενη φούρια, την οποία φυσικά δεν διαθέτει σε όλο το τουρνουά.
Από τη στιγμή που δεν υπάρχει κοντρόλ στο ρυθμό της, μετά το 0-1 χάνεται εύλογα η μπάλα. Εντάξει, το να γράφει ο πίνακας στο 29', 0-5 δεν σηκώνει καμία, μα καμία γήινη ανάλυση. Κοιμήθηκαν θεοί, δαίμονες. Κοιμήθηκαν όμως και οι παίκτες της Σελεσάο και έτσι συνέβη. Τα πουλήματα της μπάλας και ο απόλυτος αιφνιδιασμός ανά δίλεπτο, δεν έχει προηγούμενο σε αυτό το επίπεδο σε Μουντιάλ και ίσως να μην έχει και επόμενο. Ηταν ο ορισμός της απώλειας κάθε επαφής των διεθνών με το περιβάλλον του γηπέδου. Σε αυτό προσθέστε την ολοκληρωτική απομάκρυνση από το αρχικό πλάνο αυτού του Μουντιάλ. Το σκληρό παιχνίδι αντικαταστάθηκε από το... τίποτα και τα μόλις 11 φάουλ στα 90 λεπτά.
Τρεις πολύ καλοί παίκτες με ανασταλτικές ικανότητες όπως οι Λουίζ Γκουστάβο, Φερναντίνιο και Παουλίνιο δεν μπορούσαν να κόψουν, χάριζαν όλες τις μπάλες και φυσικά για δημιουργία παιχνιδιού ούτε λόγος. Ειδικά ο τελευταίος που είχε την ευθύνη να κουβαλήσει λίγο περισσότερο το τόπι μέχρι την αντίπαλη περιοχή, πρέπει να ήταν ο πολυτιμότερος της Γερμανίας έτσι όπως -δεν- έπαιξε. Το να ειπωθεί το οτιδήποτε για τον Φρεντ είναι σπατάλη λέξεων και χρόνου. Αλλωστε άπαντες -και ειδικά όταν κόντρα στη Χιλή εμφανίστηκε με τη μουστακάρα του- του έχουν ρίξει και από ένα καλό βρισίδι.
Ο μοναδικός που θα μπορούσε να μετριάσει το κακό ήταν ο Τιάγκο Σίλβα που με το hip hop καπελάκι του παρακολουθούσε ανήμπορος, απόρροια τους σκληρού παιχνιδιού του με την Κολομβία. Σίγουρα η απουσία του Νεϊμάρ, του μοναδικού σε αυτή την ομάδα που μπορεί πραγματικά να κάνει ατομική ενέργεια, ήταν πολύ μεγάλη, αλλά εάν στο γήπεδο ήταν ο αρχηγός, το σκορ θα ήταν κατά πολύ μικρότερο. Τούτο έχει να κάνει και με τον Νταβίντ Λουίζ. Η παρουσία του Τιάγκο Σίλβα του επιτρέπει να ανεβαίνει με τη μπάλα, να φτάνει ακόμα και στην αντίπαλη εστία, γενικότερα να παίρνει πρωτοβουλίες. Το ίδιο πήγε να γίνει και με τον Ντάντε, αλλά ο σέντερ μπακ της Μπάγερν δεν υπήρχε πουθενά. Κάπως έτσι το κενό που άφηνε ο Νταβίντ Λουίζ στις επελάσεις του, γινόταν χώρος που γέμιζε με αντιπάλους.
Εδώ ήρθε και έδεσε ως τέλεια η επιλογή του Γιόακιμ Λεβ να βάλει τον Κλόζε από την αρχή. Ο Γερμανός εκλέκτορας προφανώς είχε διαβάσει το παιχνίδι του Νταβίντ Λουίζ, συνυπολόγισε την απουσία του Τιάγκο Σίλβα και γέμισε με ένα γερό σκαρί τον χώρο. Αυτό μάλιστα το έκανε όχι μόνο με τον σέντερ φορ του, αλλά και με τον Κεντίρα (μερικές φορές το έκανε και ο Κρόος) που κινήθηκε πιο επιθετικά από ποτέ στην καριέρα του και γινόταν διαρκώς δεύτερος φορ, καθώς ο Μίλερ έκανε κίνηση πλάγια αριστερά. Ο Χέβεντες άλλωστε δεν χρειαζόταν να ανέβει. Είχε τον Μίλερ μπροστά του ως εξτρέμ, με τον Οζίλ να βρίσκεται επίσης περισσότερο από εκείνη τη μεριά. Αυτή η υπερφόρτωση στα αριστερά είχε ως προφανή σκοπό την απόλυτη ελευθερία κινήσεων στον Λαμ που έπαιρνε μόνος του όλη τη δεξιά πλευρά, κάτι που αποδείχτηκε άκρως αποτελεσματικό!
Ηταν τόσο ειδικά όλα αυτά που συνέβησαν που οι αναλύσεις δεν μπορούν να τα αγγίξουν παρά μονάχα κατά προσέγγιση και επιφανειακά. Σημασία έχει όμως ότι όλοι μας τα παρακολουθήσαμε live, με τους Βραζιλιάνους να βιώνουν ίσως κάτι περισσότερο σκληρό ακόμα και από το μυθικό «Μαρακανάσο». Βλέπετε ο συγκεκριμένος λαός ζει με διαφορετικό τρόπο τη χαρμολύπη που του προσφέρει το ποδόσφαιρο. Είναι μία χώρα που δεν έχει εθνικούς ήρωες από μεγάλους πολέμους που ουσιαστικά δεν έχει κάνει ποτέ. Μία χώρα που ζει εν ειρήνη εδώ και 150 χρόνια και που όλη η εθνική υπερηφάνεια της συγκεντρώνεται γύρω από τις πέντε μεγάλες κούπες και τα επιτεύγματα των 11 τύπων που κυνηγούν το τόπι. Και αυτοί οι παίκτες στη συγκεκριμένη βραδιά υπό την καθοδήγηση ενός ξεπερασμένου προπονητή που δεν είχε το θάρρος να υποστηρίξει μέχρι τέλους τις δικές του -έστω και λανθασμένες- ιδέες, τοποθέτησαν τους εαυτούς τους στην πιο μαύρη σελίδα της ιστορίας της Σελεσάο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου