Πέμπτη 10 Ιουλίου 2014

Ζούλιο, θυμήσου τον Μπαρμπόσα!! (No 1)!

Μετά από εξήντα τέσσερα χρόνια οι Βραζιλιάνοι ξαναζούν μια ποδοσφαιρική τραγωδία και ο Βασίλης Σκουντής ανατρέχει στο περιβόητο «Μaracanaço»... 
Τα ΄χε χύμα το βραζιλιάνικο (και όχι απλώς το ποδοσφαιρικό) έθνος από το αλήστου μνήμης Maracanaço της 16ης Ιουλίου του 1950, του ήρθαν και τσουβαλάτα με το χθεσινό Μineiraço  κι έδεσε το γλυκό: ένας λαός διακοσίων εκατομμυρίων ανθρώπων που λατρεύει τα σπορ, έχει αναγάγει το ποδόσφαιρο σε θρησκεία και συν τοις άλλοις θα φιλοξενήσει σε δυο χρόνια τους Ολυμπιακούς Αγώνες βυθίστηκε όχι απλώς σε θλίψη, αλλά σε ένα εθνικό πένθος, το οποίο δεν πρόκειται να ξεπεράσει ποτέ!
Η ιστορία της προηγούμενης συμφοράς τους είναι τόσο κλασική και παροιμιώδης, ώστε κωδικοποιήθηκε κιόλας ως Maracanazo: στις 16 Ιουλίου του 1950 οι οικοδεσπότες (όπως και τώρα) του Mundial Βραζιλιάνοι δεν φιλοδοξούσαν απλώς, αλλά ήταν βέβαιοι πως θα στεφθούν πρωταθλητές κόσμου, αλλά, κατά το κοινώς λεγόμενον, τον... ήπιαν και παρά το γεγονός ότι στο μεσοδιάστημα κατέκτησαν πέντε τίτλους, εκείνη η νύχτα τους στοιχειώνει ακόμη.
Ήρθε και το χθεσινό σοκ από τους Γερμανούς και πολύ φοβάμαι πως ο Ζούλιο Σέζαρ και οι σύντροφοι του θα κάνουν παρέα στο φάντασμα του συχωρεμένου του Μπαρμπόσα!
Οι Βραζιλιάνοι περίμεναν πώς και πώς το Μουντιάλ του ’50, διότι μέχρι τότε δεν είχαν καταφέρει ν’ ανέβουν στο θρόνο και η διοργάνωση του στη χώρα τους έμοιαζε με μια μοναδική ευκαιρία να εκπληρώσουν το απωθημένο τους. Στον πρώτο γύρο συνέτριψαν το Μεξικό με 4-0, έφεραν ισοπαλία 2-2 με την Ελβετία και επιβλήθηκαν της Γιουγκοσλαβίας με 2-0, ενώ στη δεύτερη φάση διέλυσαν τη Σουηδία με (το σημαδιακό σκορ) 7-1 και την Ισπανία με 6-1. Το σύστημα που ίσχυε τότε δεν προέβλεπε τη διεξαγωγή τελικού, αλλά έτυχε στην τελευταία αγωνιστική του Top-4 να βρουν απέναντι τους την Ουρουγουάη, που κατέστη η Νέμεσις τους!
Η Βραζιλία που έπαιζε για δυο αποτελέσματα και θα κατακτούσε τον τίτλο ακόμη και με ισοπαλία προηγήθηκε στο σκορ με τον Φριάσα στο 47ο λεπτό ξεσηκώνοντας 200.000 θεατές που άναψαν πυροτεχνήματα, αλλά οι παγκόσμιοι πρωταθλητές του 1930,  οι οποίοι χρειάζονταν μονάχα τη νίκη δεν παραδόθηκαν: ισοφάρισαν στο 66’  με τον περίφημο Χουάν Αλμπέρτο Σκιαφίνο και πέτυχαν το δεύτερο γκολ στο 79 με τον Αλσιντες Γκρίχια, που είναι ο μοναδικός επιζών από εκείνη την ομάδα.
«Με το που έβαλε το γκολ ο Γκρίχια, βαθιά σιγή έπεσε στο Μαρακανά: η τρομερότερη σιγή της ιστορίας του ποδοσφαίρου» γράφει ο μεγάλος Ουρουγουανός λογοτέχνης Εντουάρντο Γκαλεάνι, στο βιβλίο του «Τα χίλια πρόσωπα του ποδοσφαίρου».  Και συνεχίζει: «Ο Αρι Μπαρόσο, ο μουσικοσυνθέτης της «Αquarela do Brasil», που αναμετάδιδε τον αγώνα, αποφάσισε να εγκαταλείψει για πάντα τη θέση του σπίκερ αγώνων, ενώ οι Βραζιλιάνοι σχολιαστές χαρακτήρισαν την ήττα ως τη χειρότερη τραγωδία στην ιστορία της χώρας. Ο Ζιλ Ριμέ (ΣΣ: το όνομα του οποίου φέρει το τρόπαιο) περιφερόταν στο γήπεδο σαν χαμένος, με το Κύπελλο που δεν ήξερε τι να το κάνει. Τσαλάκωσε το χαρτί με τον λόγο που είχε γράψει προς τιμήν της πρωταθλήτριας κόσμου Βραζιλίας και μόλις βρήκε τον αρχηγό της Ουρουγουάης, του έδωσε το Κύπελλο στα κρυφά και του έσφιξε το χέρι χωρίς να του πει ούτε μια λέξη»!
Ηταν τόσο βέβαιοι οι Βραζιλιάνοι ότι θα κατακτούσαν τον τίτλο, ώστε από την παραμονή του αγώνα κιόλας, είχαν χαρίσει στους παίκτες της εθνικής από ένα χρυσό ρολόι, που στο πίσω μέρος έγραφε «Παγκόσμιοι Πρωταθλητές 1950». Η περιρρέουσα αισιοδοξία είχε παρασύρει και την εφημερίδα «Ο Μundo» που κυκλοφόρησε ανήμερα του αγώνα έχοντας στο πρωτοσέλιδο της μια πανηγυρική φωτογραφία από προηγούμενο αγώνα με τον τίτλο «Αυτοί είναι οι παγκόσμιοι πρωταθλητές»!
Σύμφωνα με τον αστικό μύθο ο αρχηγός της Εθνικής ομάδας της Ουρουγουάης Ομπντούλιο Βαρέλα αγόρασε όσες εφημερίδες βρήκε, τις άπλωσε στην τουαλέτα του δωματίου και μαζί με τους συμπαίκτες του κατούρησαν πάνω τους!!!
Παρεμπιπτόντως ο Βαρέλα ήταν εκείνος που μετέπεισε τον προπονητή τους, τον Χουάν Λόπες, ο οποίος είχε χαράξει ένα αμυντικό πλάνο. «Εάν καθίσουμε πίσω-είπε ο αρχηγός-θα φάμε έξι ή επτά γκολ, αλλά εάν επιτεθούμε θα τους φέρουμε σε θέση αμηχανίας». Μάλιστα ο Βαρέλα λίγα λεπτά πριν από τη σέντρα εκφώνησε έναν εμπνευσμένο λόγο, που κατέληξε με μια ενθουσιώδη παρότρυνση: «Και τώρα παιδιά, ας βγούμε να παίξουμε. Ας αρχίσει το σόου, που τόσο πολύ λαχταράνε οι Βραζιλιάνοι»!
Στη φάση του γκολ της Βραζιλίας, ο Βαρέλα έπιασε τη μπάλα με τα χέρια του και –ενώ αποδοκιμαζόταν από το κοινό- πλησίασε τον Αγγλο διαιτητή Τζορτζ Ρίντερ προς τον οποίο διαμαρτυρήθηκε (με τη συνδρομή ενός διερμηνέα, που εισέβαλε εσπευσμένως στο γήπεδο) υποστηρίζοντας ότι ο Φριάσα ήταν σε θέση οφ σάιντ. Ο Ρίντερ δεν έδωσε σημασία και τότε ο Βαρέλα άφησε την μπάλα στη σέντρα και φώναξε προς τους συμπαίκτες του: «Δεν πειράζει. Τώρα ήρθε η ώρα να τους τσακίσουμε»!
Την ίδια μέρα πουλήθηκαν πάνω από μισό εκατομμύριο αναμνηστικά (του αναμενόμενου θριάμβου) μπλουζάκια, ενώ ένα τεράστιο καρναβαλικό άλμα βρισκόταν στο κέντρο του Ρίο ντε Ζανέιρο για να στηθούν γύρω του οι πανηγυρικές εκδηλώσεις!
Οταν ο πίνακας του Μαρακανά σημάδεψε το 90ό λεπτό και ο Ρίντερ σφύριξε τη λήξη του αγώνα, οι 200.000  θεατές οι οποίοι είχαν κατακλύσει το Μαρακανά (όπου επισήμως κόπηκαν 173.830 εισιτήρια) έπαθαν αποπληξία, ενώ κάποιοι δεν άντεξαν την απογοήτευση και επιχείρησαν να αυτοκτονήσουν πέφτοντας από τις εξέδρες!
Οι παίκτες εκείνης της ομάδας στιγματίστηκαν για όλη την υπόλοιπη ζωή τους: οι περισσότεροι αποσύρθηκαν αμέσως από την ενεργό δράση, ενώ οι υπόλοιποι δεν ξανακλήθηκαν ποτέ στην Εθνική  για να μην μεταφέρουν στις επόμενες γενιές το μίασμα του... Κυλώνειου άγους! Εξαίρεση αποτέλεσαν οι νεαροί  Νίλτον Σάντος και  Κάρλος Ζοσέ Καστίγιο που δεν είχαν παίξει καθόλου και υπήρξαν μέλη της ομάδας που γεννήθηκε μέσα από τις στάχτες της τραγωδίας του ’50.  Ο Σάντος έπαιξε στα επόμενα τρία Παγκόσμια Κύπελλα μάλιστα οκτώ χρόνια αργότερα ξόρκισε την κατάρα και στη συνέχεια πέτυχε το repeat, ενώ ο Καστίγιο αγωνίστηκε μονάχα στο Mουντιάλ του ’54, αλλά μετά θάνατον του απονεμήθηκαν τα μετάλλια για τους θριάμβους του 1958 και του 1962.
Στον τελικό του 1950 οι Βραζιλιάνοι φορούσαν άσπρες φανέλες με μπλε γιακά, χρώματα τα οποία δεν ξαναχρησιμοποιήθηκαν και αντικαταστάθηκαν από το κίτρινο και το πράσινο. Σαράντα τρία χρόνια αργότερα η Βραζιλία κινδύνεψε να αποκλειστεί-για πρώτη και για μοναδική φορά εκτός Μουντιάλ: η πρόκριση έμελλε να κριθεί στον αγώνα με τους παλιούς και αξεπέραστους δήμιους της, τους οποίους εντέλει καθάρισε με δυο γκολ ο Ρομάριο, σώζοντας την πατρίδα του από μια νέα (ουρουγουανική) τραγωδία...
Αυτή η τραγωδία όμως στοίχειωσε ανεπανόρθωτα έναν άνθρωπο, ο οποίος σε πείσμα της κρατούσας άποψης ότι ο νεκρός δεδικαίωται, δεν απαλλάχτηκε ποτέ από την καταδίκη...
Ο (γεννημένος το 1921) Μοασίρ Μπαρμπόσα Νασιμιέντο ήταν ο τερματοφύλακας της Βάσκο ντα Γκάμα και της Εθνικής Βραζιλίας σε εκείνο το Μουντιάλ. Εκτός από σπουδαίος γκολκίπερ με πόδια σαν ελατήρια και χέρια που γράπωναν με αποφασιστικότητα την μπάλα, ήταν επίσης ένας ήρεμος, γαλήνιος και αξιολάτρευτος άνθρωπος. Ολα αυτά πήγαν περίπατο εκείνο το μοιραίο βράδυ που σημάδεψε όλη την υπόλοιπη ζωή του: στη φάση του δεύτερου γκολ, ο Μπαρμπόσα βγήκε από την εστία του, έκανε ένα άλμα προς τα πίσω, άγγιξε την μπάλα κι έπεσε, αλλά γυρίζοντας το βλέμμα του την είδε στα δίχτυα, ενώ ο Γκρίχια πανηγύριζε...
Μετά το Μουντιάλ ο Μπαρμπόσα συνέχισε την καριέρα του και αποσύρθηκε σε ηλικία 41 ετών, αλλά τον κυνηγούσε πάντοτε η κατάρα του Μaracanaço και κατάντησε αντικείμενο ανεκδότων και μέρος του βραζιλιάνικου φολκλόρ. Το 1963, σε μια εκδήλωση του πρόσφεραν ως δώρο ένα κομμάτι από τα δοκάρια του Μαρακανά, αλλά επειδή δεν άντεχε το βάρος των αναμνήσεων, μόλις πήγε στο σπίτι του, του έβαλε φωτιά και το έκαψε!
Το 1994 ο Μπαρμπόσα προσκλήθηκε από τηλεοπτικό σταθμό να σχολιάσει έναν αγώνα της Εθνικής ομάδας, αλλά με πραξικοπηματική απόφαση του τότε προέδρου της βραζιλιάνικης ποδοσφαιρικής συνομοσπονδίας Ρικάρντο Τειχέιρα, του απαγορεύθηκε η είσοδος στο γήπεδο!
Την ίδια εποχή του έδειξαν «πόρτα» σε μια προπόνηση της εθνικής, ενώ παράλληλα έγινε ο ανεπιθύμητος ήρωας ενός μυθιστορήματος και μιας ταινίας μικρού μήκους...
Ο Μοασίρ Μπαρμπόσα πέθανε στην ψάθα στις 7 Απριλίου του 2000 από έμφραγμα, στο σπίτι μιας κουνιάδας του που τον φιλοξενούσε διότι δεν είχε λεφτά να πληρώνει νοίκι. Λίγες μέρες πριν από τον θάνατο του σε μια συνέντευξη του είχε εξωτερικεύει την πίκρα μιας ζωής που χαρακώθηκε εκείνο το μοιραίο βράδυ...
«Σύμφωνα με τη βραζιλιάνικη νομοθεσία, η εσχάτων ποινών για τον ένοχο ενός εγκλήματος είναι η τριακονταετής κάθειρξη. Εγώ, εδώ και πενήντα χρόνια, τιμωρούμαι για ένα έγκλημα που δεν διέπραξα»!
ΥΓ: Η παγκόσμια Ιστορία (σε διάφορες χώρες, σε διάφορες διοργανώσεις και σε διάφορα σπορ) είναι γεμάτη από «Maracanaço» και «Mineiraço», ένα ποτ πουρί των οποίων επιφυλάσσομαι να παρουσιάσω λίαν συντόμως...

Δεν υπάρχουν σχόλια: