Δευτέρα 27 Ιουνίου 2011

Ενας ιδιοφυής άνθρωπος, τον οποίο δεν καταλάβαμε ποτέ στην Ελλάδα


Γράφει ο Χρήστος Σωτηρακόπουλος
Τελευταία φορά που μίλησα με τον Τόμισλαβ Ιβιτς ήταν τον Δεκέμβριο του 2009. Ημουν στο αεροδρόμιο για κάποιο ταξίδι, όταν είδα το όνομά του στην εισερχόμενη κλήση. Τις προηγούμενες μέρες ήταν στο νοσοκομείο με σοβαρή επιπλοκή της υγείας του, αλλά μόλις είχε βγει κι είχε παραλάβει ένα δώρο που του έστειλα με τον απεσταλμένο της «SportDay» Γιώργο Κουτσογιαννέλη στη γενέτειρά τού, το Σπλιτ, με την ευκαιρία τού αγώνα της ΑΕΚ με τη Χάιντουκ.
Ηταν μία φανέλα του Παναθηναϊκού με το όνομά του και τη χρονιά 1986 αντί για αριθμό. Μου το είχε ζητήσει στον αέρα του NovaΣΠΟΡ FM 94,6 τον Νοέμβρη, όταν είχε βγει να μιλήσει στην επέτειο των 23 ετών από την «επανάσταση που δεν άρχισε ποτέ», την παρουσία του στον ΠΑΟ το 1986 που κράτησε σχεδόν 100 μέρες και τελείωσε πολύ πικρά. Εκείνη τη μέρα με έντονη συγκίνηση είχε πει πως θα ήθελε αν ακούει κάποιος από τον σύλλογο να του στείλει ένα ενθύμιο από την παρουσία του στην Παιανία, άσχετο αν δεν εξελίχτηκε όπως ονειρευόταν. «Ακόμα κι όταν θα έχω πεθάνει θα ήθελα στο μουσείο που μου έφτιαξε η Χάιντουκ εδώ στο Σπλιτ να υπάρχει ο Παναθηναϊκός και να είναι δίπλα στις ομάδες που κατάφερα να κάνω κάτι σημαντικό».
Ο Κώστας Αντωνίου, ένας από τους παίκτες που τον πρόλαβαν σε εκείνη τη σύντομη παρουσία του, φρόντισε να κάνει την επιθυμία του πράξη και τον ευχαριστώ δημόσια. Τη μέρα που με πήρε τηλέφωνο ο Τόμισλαβ, η φωνή του έτρεμε από συγκίνηση. Ομολογώ πως ανατρίχιασα κι αισθάνθηκα περίεργα. Δεν ακουγόταν πια όπως ο Ιβιτς που ήξερα όλα αυτά τα χρόνια, αλλά πολύ καταβεβλημένος. «Ενα ευχαριστώ για το δώρο, Χρήστο, και να είσαι πάντα καλά, τώρα έχω όλα αυτά που ήθελα για να είναι ολοκληρωμένο το μουσείο», μου είπε κι ομολογώ πως σχεδόν δάκρυσα.
Ακούγοντας χθες την είδηση του θανάτου του, ένα σφίξιμο στην καρδιά το ένιωσα. Για μένα που στη δεκαετία του '80 άρχιζα την καριέρα μου, η γνωριμία και μόνο μαζί του θα ήταν σημαντική. Αλλά η σχέση μας εξελίχτηκε σε εμπιστοσύνης και φιλική κι όταν τον επόμενο χρόνο βρέθηκα στο Τόκιο για τον τελικό της Πόρτο, την οποία οδηγούσε από επιτυχία σε επιτυχία, με την Πενιαρόλ για το Διηπειρωτικό Κύπελλο, με άφησε άφωνο όταν στην επίσημη συνέντευξη Τύπου ήρθε και με αγκάλιασε, ενώ μετά τη νίκη της ομάδας του με 2-1 με προσκάλεσε για φαγητό στο επίσημο δείπνο των παικτών, όπου μου γνώρισε και τον πρόεδρο Πίντο ντα Κόστα. Στα χρόνια που ακολούθησαν συναντηθήκαμε πάμπολλες φορές και πλέον, όταν έγινε μετά το 2000 σχολιαστής της κροατικής τηλεόρασης για το Τσάμπιονς Λιγκ, πάντα βρίσκαμε χρόνο για ένα ποτήρι κρασί και πολλή κουβέντα για μπάλα. Ηταν ένα αληθινό πανεπιστήμιο να συζητάς μαζί του κι αυτό θα του το χρωστάω πάντα.

«Ενας πρόεδρος με όραμα και δυστυχώς κακούς συμβούλους»  
Θα ήθελα σε αυτό το σημείο να διαβάσετε τι μου είχε πει στο ραδιόφωνο σε εκείνη την τελευταία για την Ελλάδα συνέντευξη και να βγάλετε τα συμπεράσματά σας. Δίπλα υπάρχει όλη η ιστορία τού πώς εξελίχτηκαν εκείνες οι 100 μέρες στην Παιανία.
«Σε κάθε ομάδα που δούλεψα είχα χρόνο. Προλάβαινα να μάθω την κουλτούρα και τη λογική της. Στην Ελλάδα δυστυχώς δεν υπήρχε υπομονή, αλλά δεν μετανιώνω που ήρθα, σε μία εποχή μάλιστα που ήμουν περιζήτητος και είχα προτάσεις από πολλές ομάδες», ήταν τα λόγια του, με μια μελαγχολία να τα διακατέχει. «Βρήκα ένα μεγάλο κλαμπ και ήταν αληθινή εμπειρία ζωής αυτό που έγινε. Ηταν πολύ οργανωμένη η ΠΑΕ, με εξαιρετικό προπονητικό κέντρο, με σπουδαίους παίκτες όπως ο Σαραβάκος, ο Κυράστας, ο Ζάετς, ο Αντωνίου, ο Βλάχος, ο Καρούλιας και άλλοι. Ειλικρινά πιστεύω πως θα κάναμε κάτι πολύ μεγάλο αν έμενα».
Οταν τον ρώτησα για τον Γιώργο Βαρδινογιάννη είπε πως «ήταν ένας πρόεδρος με λεφτά κι όραμα, πραγματικά τεράστιος ως μέγεθος, που είχε όμως δυστυχώς κακούς συμβούλους. Κρίμα, γιατί αυτό το σύστημα που δοκίμασα ήταν το ιδανικό για μία ομάδα με τέτοιους παίκτες για να κάναμε μεγάλα πράγματα», ήταν τα λόγια του. Στη συνέχεια με έκανε να αισθανθώ άβολα όταν δημόσια είπε πως με ευχαριστεί για την υποστήριξή μου εκείνο το δύσκολο γι' αυτόν διάστημα, όπως και δυο-τρεις ακόμα συναδέλφους, αλλά οι πιο πολλοί «δεν κατάφεραν να διακρίνουν πως πίσω από τον δύσβατο δρόμο υπάρχει πάντα μία πεδιάδα», επισήμανε.
Ας είναι ελαφρύ το χώμα που θα τον σκεπάσει...

Μια επανάσταση που τελείωσε πριν καν αρχίσει!
Το ημερολόγιο έγραφε 5 Νοεμβρίου 1986. Ηταν η μέρα που οι αθλητικές εφημερίδες, αλλά και οι σελίδες με τα αθλητικά στις πολιτικές έκαναν λόγο για «απαλλαγή του Παναθηναϊκού» από τον άνθρωπο που είχε μπερδέψει την ομάδα και τον κόσμο στους μήνες που είχαν προηγηθεί. Ο Τόμισλαβ Ιβιτς έφευγε κι «ανάσαινε επιτέλους ο πρωταθλητής Παναθηναϊκός», όπως έγραφαν τα πρωτοσέλιδα. Ο Γιουγκοσλάβος τεχνικός είχε εγκλωβίσει την ομάδα σε «ένα πολύ αμυντικογενές σύστημα, που κανείς δεν αντιλαμβανόταν», όπως έγραφε μία πολιτική εφημερίδα, ενώ γινόταν και λόγος για εξέγερση των ποδοσφαιριστών που δεν ήθελαν πια να παίζουν υπό τις οδηγίες του.
Για να καταλάβει κανείς τι ακριβώς είχε συμβεί, καλό είναι να γυρίσουμε στις αρχές Ιουλίου του 1986, τότε που ο Γιώργος Βαρδινογιάννης, παρά το νταμπλ που είχε μόλις κάνει η ομάδα του (και μάλιστα με ένα εντυπωσιακό 4-0 επί του Ολυμπιακού στον τελικό) απομάκρυνε τον Τσέχο Πίτερ Πάκερτ κι έφερε στη θέση του τον άνθρωπο που «μπορεί να μας οδηγήσει στην κορυφή τη Ευρώπης», όπως είπε στην παρουσίασή του. Ηταν ο Τόμισλαβ Ιβιτς, τεράστιο όνομα για την εποχή, που ερχόταν στην Ελλάδα στα ντουζένια του κι όχι παρωχημένος όπως συχνά γίνεται στη χώρα μας.
Γεννημένος το 1933, πήρε επτά τίτλους με τη Χάιντουκ Σπλιτ την εποχή της ενωμένης Γιουγκοσλαβίας, πριν πάει στον Αγιαξ και την Αντερλεχτ τις οποίες οδήγησε σε πρωταθλήματα, αλλά κυρίως έβγαλε πολλούς παίκτες που για χρόνια πρωταγωνίστησαν στις ομάδες και στις εθνικές τους. Οταν πήγε στις Βρυξέλλες το 1980 με την Αντερλεχτ για πρώτη φορά πέμπτη στη βαθμολογία, τα ξήλωσε όλα και μέσα σε ένα χρόνο είχε πάρει πάλι το πρωτάθλημα, ενώ έφτασε την ομάδα στον τελικό του Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ το 1983, αν και ο ίδιος δεν κάθισε στον πάγκο στους τελικούς με την Μπενφίκα, διότι ο πρόεδρος Βάντεν Στοκ ήθελε να χρησιμοποιηθεί ένας δικός του ποδοσφαιριστής και ο Ιβιτς παραιτήθηκε!
Υστερα ανέλαβε την Αβελίνο στην Ιταλία, κρατώντας τη σερί χρονιές στη Σέριε A πριν δεχτεί την πρόταση του ΠΑΟ. Στο μυαλό του είχε ένα σύστημα που κανείς ακόμα δεν είχε δοκιμάσει στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο, το 3-5-2 με τρεις αμυντικούς στην ευθεία να κάνουν και παιχνίδι, με τα δύο ακραία μπακ να γίνονται έξτρα χαφ και να μετέχουν στη δημιουργική πλευρά του παιχνιδιού. Το αποτέλεσμα εκείνης της ποδοσφαιρικής επανάστασης ήταν η απόλυσή του μόλις 102 μέρες μετά την πρώτη προπόνηση που έκανε στην Παιανία. Ο Κροάτης τεχνικός απομακρύνθηκε από τον αδημονούντα για αποτελέσματα Γιώργο Βαρδινογιάννη, κάτω από την πίεση του κόσμου, που δεν καταλάβαινε τι έβλεπε, αλλά κυρίως του Τύπου, ο οποίος ποτέ δεν έχει την ικανότητα να αντιληφθεί οτιδήποτε ριζοσπαστικό. Ο Τόμισλαβ Ιβιτς στηρίχτηκε από ελάχιστους στην Ελλάδα, αλλά γι' αυτόν η καλύτερη υποθήκη που άφησε ήταν η εκτίμηση των ποδοσφαιριστών με τους οποίους δούλεψε. Ο αείμνηστος Γιάννης Κυράστας έλεγε πάντα πως ο Ιβιτς ήταν η δική του έμπνευση ξεκινώντας την προπονητική. Ο Σαραβάκος επίσης εκθείασε κατά καιρούς την παρουσία του Ιβιτς στην Ελλάδα και ο Καρούλιας είχε να λέει πως αυτός του έμαθε να παίζει πραγματικά ευρωπαϊκά τη θέση του μπακ.
Ο Ιβιτς φυσικά δεν χάθηκε φεύγοντας από τα μέρη μας. Αντίθετα αποδέχτηκε την πρόκληση της Πόρτο, την οποία διαδεχόμενος τον Αρτούρ Ζορζ (τον τεχνικό που μόλις είχε κατακτήσει με τους «δράκους» το Κύπελλο Πρωταθλητριών) πήγε ακόμα πιο μακριά, κατακτώντας έξι τίτλους σε περίοδο 18 μηνών, συμπεριλαμβανομένου του Διηπειρωτικού, του ευρωπαϊκού Σούπερ Καπ και του νταμπλ στην Πορτογαλία. Το κυριότερο, όμως, έδειξε σε όλο τον πλανήτη πώς παίζεται σωστά αυτό το σύστημα και με ευθεία στην άμυνα κι όχι μόνο με λίμπερο, όπως το γερμανικό μοντέλο του Λάτεκ και του Βαϊσβάιλερ.
Οι επιτυχίες του δεν σταμάτησαν εκεί. Με την Ατλέτικο Μαδρίτης πήρε ένα Κύπελλο Ισπανίας και με τη Μαρσέιγ ένα πρωτάθλημα, πήγε ξανά στην Πόρτο φτάνοντάς την το 1994 στα ημιτελικά του Τσάμπιονς Λιγκ, δούλεψε ακόμα στην Παρί Σεν Ζερμέν, τη Γαλατασαράι, τη Φενερμπαχτσέ, τη Σταντάρ Λιέγης και την Μπενφίκα. Τον Σεπτέμβρη του 1994 έγινε ο πρώτος ομοσπονδιακός τεχνικός της Κροατίας, οδηγώντας τη στην πρώτη της πρόκριση σε μεγάλη διοργάνωση, στο Euro της Αγγλίας, όπου πια ήταν τεχνικός διευθυντής, αφήνοντας την ομάδα στον Τσίρο Μπλάζεβιτς.
Δούλεψε συνολικά σε 14 χώρες, πήρε τίτλους σε έξι από αυτές και η «Gazzetta dello Sport» τον αναφέρει ως τον πιο σημαντικό τεχνικό του 20ού αιώνα σε ένα αφιέρωμα του 2007, κυρίως γιατί «μπόρεσε να καταλάβει τις ιδιαιτερότητες σε κάθε χώρα που δούλεψε». Σε κάθε χώρα; Εδώ υπάρχει ένα μικρό λάθος. Στην Ελλάδα δεν μας κατάλαβε γιατί πρώτοι εμείς αρνηθήκαμε να τον ακούσουμε. Και χαμένος, όπως καταλαβαίνετε, δεν βγήκε εκείνος αλλά το ποδόσφαιρό μας.

Πηγή: sday.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: