Ανέκαθεν τέτοιες περιπτώσεις μεταγραφών στην Αγγλία συνήθως τυγχάνουν
μικρότερης προβολής. Ποδοσφαιριστές που ξεκινώντας από τα (πολύ)
χαμηλά, ανεβαίνουν σταδιακά κατηγορίες και φτάνουν στη μεταγραφή στην
Premier League, όχι ως επενδύσεις, αλλά έτοιμοι. Όχι στα 17-18 τους,
έχοντας συμμετοχές με τις μικρές εθνικές, με στόχο να «ψηθούν», αλλά
έχοντας καταφέρει να δείξουν σε μικρότερη κατηγορία ότι μπορούν να
σταθούν στην Premier League και αξίζει να επενδυθούν χρήματα πάνω τους.
Μια τέτοια μεταγραφή είναι και ο Μάικαϊλ Αντόνιο.
Βλέποντας τον στον αγωνιστικό χώρο χωρίς να γνωρίζει κανείς τη θέση που παίζει δύσκολα καταλαβαίνει ότι πρόκειται για εξτρέμ. Ο Αντόνιο είναι 1.80, με εκπληκτικά physical και όγκο που δύσκολα ταιριάζουν σε παίκτη που κινείται στην γραμμή. Θυμίζει περισσότερο φορ περιοχής. Κι όμως. Παρά την σωματοδομή και την φυσική του δύναμη, δεν υπολείπεται σε ταχύτητα και ντρίμπλα. Έχει εκπληκτικό ξεπέταγμα στα πρώτα μέτρα με την μπάλα και ο λόγος που στη Νότιγχαμ Φόρεστ έπαιζε συνήθως αριστερά ήταν ο τρόπος με τον οποίο σύγκλινε, δημιουργώντας ρήγματα ή απειλώντας με το καλό του πόδι. Έχει τη δύναμη να μείνει όρθιος στα σκληρά μαρκαρίσματα και να κερδίσει τις μονομαχίες, φοβερή κλειστή ντρίμπλα και ξεπέταγμα που τον βοηθάει να αφήνει πίσω τους αντιπάλους, καλές εκτελέσεις. Συνεχή τρεξίματα, πολλή δουλειά σε γήπεδο και προπονήσεις, πρόθυμος να θυσιαστεί για την ομάδα. Φυσικό επακόλουθο λοιπόν η μεταγραφή του στην Premier.
Το γκολ του απέναντι στην Μπόλτον συγκεντρώνει όλα τα παραπάνω στοιχεία
Ο Αντόνιο δεν έκανε τα πρώτα του βήματα σε κάποια πολυδιαφημισμένη ακαδημία. Γράφτηκε σε ηλικία 12 ετών στην Τούτινγκ εντ Μίτσαμ Γιουνάιτεντ στα προάστια του Λονδίνου, ξεκινώντας το κυνήγι για το όνειρο. Προωθήθηκε στην πρώτη ομαδα και από εκεί το 2008, στα 18 του, τον αγόρασε η Ρέντινγκ, που τότε ήταν στην Championship. Τον άφησε για λίγο στην παλιά του ομάδα και στη συνέχεια ακολούθησαν δανεισμοί σε Τσέλτεναμ. Σαουθάμπτον (τότε ήταν ακόμα στα χαμηλά), Κόλτσεστερ Γιουνάιτεντ και εν τέλει Σέγφιλντ Γουένσντεϊ. Στην τελευταία έκανε και το «μπαμ». Αποκτήθηκε ως λύση ανάγκης τον Φεβρουάριο του 2012 και την οδήγησε στην άνοδο από την League One στην Championship.
Οι «κουκουβάγιες» ήταν σίγουρες ότι είχαν χτυπήσει φλέβα χρυσού. Χρειάστηκαν τρεις προσπάθειες για να τον πάρουν με μεταγραφή, αλλά το μέλλον του, βάσει των προσόντων του, ήταν ξεκάθαρο πως θα είναι ψηλότερα. Ξεκίνησε δυνατά τη σεζόν, όντας πρώτος σκόρερ της ομάδα με εννιά γκολ αλλά ένας τραυματισμός τον Μάρτιο τον έβγαλε νοκ-άουτ για το υπόλοιπο. Η Νότιγχαμ Φόρεστ τον Αύγουστο του 2014 ήταν το επόμενο σκαλοπάτι της καριέρας του.
Το ξεκίνημα ήταν κάτι παραπάνω από ικανοποιητικό. Στα πρώτα πέντε ματς με τους Tricky Trees είχε τρία γκολ και τρεις ασίστ, γεγονός που τον έφερε υποψήφιο για παίκτη του μήνα τον περσινό Αύγουστο. Ολοκλήρωσε την σεζόν με 15 γκολ και πήρε τον τίτλο του καλύτερου ποδοσφαιριστή της χρονιάς για την Φόρεστ. Ο γράφων είχε την δυνατότητα να τον παρακολουθήσει από κοντά σε εκτός έδρας αναμέτρηση στο St. Andrews και αρκετές φορές τηλεοπτικά. Σε ένα σύνολο με σαφή προβλήματα στην ανάπτυξη, αρκετές φορές ο Αντόνιο έμοιαζε ως ο μοναδικός ποδοσφαιριστής που μπορούσε να δώσει το στοιχείο του απρόβλεπτου, να φτιάξει κάτι καλό με τις ικανότητές του. Υπήρχαν ματς όπου το πλάνο στην επίθεση έμοιαζε απλά ως «η μπάλα στον Αντόνιο».
H σωματοδομή του δεν αποτελεί εμπόδιο στην ικανότητά του με την μπάλα
Κι όμως, σε μια ομάδα τόσο πιεσμένη από την αίγλη του παρελθόντος και τα χρόνια εξορίας από την πρώτη κατηγορία, όπου οποιαδήποτε άλλη κατάληξη πλην της ανόδου (η οποία δεν επετεύχθη πέρυσι) θεωρείται αποτυχία, ο Αντόνιο ξεχώρισε. Στάθηκε όρθιος από τις κλωτσιές των αντιπάλων, από τις τακτικές των προπονητών, από την έλλειψη στήριξης και δημιουργίας στην ίδια του την ομάδα. Πέτυχε μερικά υπέροχα γκολ, ξεχώρισε για την εργατικότητά και τις κινήσεις του μέσα στο γήπεδο. Και ήδη από τον Ιανουάριο, άρχισαν οι σειρήνες από την Premier League.
Πρώτη ενδιαφερόμενη ήταν η Γουέστ Μπρομ, αλλά η Φόρεστ δεν συζητούσε καν την παραχώρησή του, μιας και ο στόχος της ανόδου δεν είχε χαθεί, ενώ το μεταγραφικό εμπάργκο λόγω παραβίασης των κανόνων του Financial Fair Play δεν επέτρεπε την αντικατάστασή του. Φέτος, οι Baggies επέστρεψαν, αλλά δεν κάλυπταν τις απαιτήσεις της Φόρεστ. Το έκανε η Γουέστ Χαμ την τελευταία μέρα των μεταγραφών. Επτά εκατομμύρια λίρες.
«Δούλεψα όλη τη διαδρομή μου από τα ερασιτεχνικά και τελικά έφτασε στην Premier League για να δείξω τι αξίζω. Αν ο κόσμος δεν με ξέρει από την Championship, αυτό που μπορώ να φέρω είναι ταχύτητα, δύναμη και γκολ. Ελπίζω να το κάνω από φέτος», είπε στις πρώτες του δηλώσεις, δείχνοντας ότι δεν υπάρχει στο μυαλό του άλλη επιλογή πέραν της επιτυχίας. Στα 25 του, έκανε τα πολύ υποσχόμενα «Σφυριά» του Μπίλιτς να πληρώσουν τόσα χρήματα για την απόκτησή του. Και ο τρόπος που έχει χτίσει όλη την καριέρα του μέσα σε αναρίθμητες κλοτσιές, δυσκολίες και δουλειά, του δίνει περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας από άλλες περιπτώσεις που κάνουν το ταξίδι για την λαμπερή πλευρά του αγγλικού ποδοσφαίρου, χωρίς να έχουν στην ουσία αποδείξει την αξία τους. Η φήμη τους προηγείται. Του Αντόνιο, από την άλλη, προηγείται η δουλειά του. Και αποτελεί παράδειγμα για ταλαντούχους ποδοσφαιριστές που κρατούν το κεφάλι χαμηλά και ποντάρουν στο ταλέντο και την διαρκή δουλειά. Ίσως δεν πουλήσει τόσες φανέλες, αλλά για τον Μπίλιτς θα αποτελέσει ένα πολύτιμο εργαλείο...
*Πηγή: gazzetta.gr*
Βλέποντας τον στον αγωνιστικό χώρο χωρίς να γνωρίζει κανείς τη θέση που παίζει δύσκολα καταλαβαίνει ότι πρόκειται για εξτρέμ. Ο Αντόνιο είναι 1.80, με εκπληκτικά physical και όγκο που δύσκολα ταιριάζουν σε παίκτη που κινείται στην γραμμή. Θυμίζει περισσότερο φορ περιοχής. Κι όμως. Παρά την σωματοδομή και την φυσική του δύναμη, δεν υπολείπεται σε ταχύτητα και ντρίμπλα. Έχει εκπληκτικό ξεπέταγμα στα πρώτα μέτρα με την μπάλα και ο λόγος που στη Νότιγχαμ Φόρεστ έπαιζε συνήθως αριστερά ήταν ο τρόπος με τον οποίο σύγκλινε, δημιουργώντας ρήγματα ή απειλώντας με το καλό του πόδι. Έχει τη δύναμη να μείνει όρθιος στα σκληρά μαρκαρίσματα και να κερδίσει τις μονομαχίες, φοβερή κλειστή ντρίμπλα και ξεπέταγμα που τον βοηθάει να αφήνει πίσω τους αντιπάλους, καλές εκτελέσεις. Συνεχή τρεξίματα, πολλή δουλειά σε γήπεδο και προπονήσεις, πρόθυμος να θυσιαστεί για την ομάδα. Φυσικό επακόλουθο λοιπόν η μεταγραφή του στην Premier.
Το γκολ του απέναντι στην Μπόλτον συγκεντρώνει όλα τα παραπάνω στοιχεία
Ο Αντόνιο δεν έκανε τα πρώτα του βήματα σε κάποια πολυδιαφημισμένη ακαδημία. Γράφτηκε σε ηλικία 12 ετών στην Τούτινγκ εντ Μίτσαμ Γιουνάιτεντ στα προάστια του Λονδίνου, ξεκινώντας το κυνήγι για το όνειρο. Προωθήθηκε στην πρώτη ομαδα και από εκεί το 2008, στα 18 του, τον αγόρασε η Ρέντινγκ, που τότε ήταν στην Championship. Τον άφησε για λίγο στην παλιά του ομάδα και στη συνέχεια ακολούθησαν δανεισμοί σε Τσέλτεναμ. Σαουθάμπτον (τότε ήταν ακόμα στα χαμηλά), Κόλτσεστερ Γιουνάιτεντ και εν τέλει Σέγφιλντ Γουένσντεϊ. Στην τελευταία έκανε και το «μπαμ». Αποκτήθηκε ως λύση ανάγκης τον Φεβρουάριο του 2012 και την οδήγησε στην άνοδο από την League One στην Championship.
Οι «κουκουβάγιες» ήταν σίγουρες ότι είχαν χτυπήσει φλέβα χρυσού. Χρειάστηκαν τρεις προσπάθειες για να τον πάρουν με μεταγραφή, αλλά το μέλλον του, βάσει των προσόντων του, ήταν ξεκάθαρο πως θα είναι ψηλότερα. Ξεκίνησε δυνατά τη σεζόν, όντας πρώτος σκόρερ της ομάδα με εννιά γκολ αλλά ένας τραυματισμός τον Μάρτιο τον έβγαλε νοκ-άουτ για το υπόλοιπο. Η Νότιγχαμ Φόρεστ τον Αύγουστο του 2014 ήταν το επόμενο σκαλοπάτι της καριέρας του.
Το ξεκίνημα ήταν κάτι παραπάνω από ικανοποιητικό. Στα πρώτα πέντε ματς με τους Tricky Trees είχε τρία γκολ και τρεις ασίστ, γεγονός που τον έφερε υποψήφιο για παίκτη του μήνα τον περσινό Αύγουστο. Ολοκλήρωσε την σεζόν με 15 γκολ και πήρε τον τίτλο του καλύτερου ποδοσφαιριστή της χρονιάς για την Φόρεστ. Ο γράφων είχε την δυνατότητα να τον παρακολουθήσει από κοντά σε εκτός έδρας αναμέτρηση στο St. Andrews και αρκετές φορές τηλεοπτικά. Σε ένα σύνολο με σαφή προβλήματα στην ανάπτυξη, αρκετές φορές ο Αντόνιο έμοιαζε ως ο μοναδικός ποδοσφαιριστής που μπορούσε να δώσει το στοιχείο του απρόβλεπτου, να φτιάξει κάτι καλό με τις ικανότητές του. Υπήρχαν ματς όπου το πλάνο στην επίθεση έμοιαζε απλά ως «η μπάλα στον Αντόνιο».
H σωματοδομή του δεν αποτελεί εμπόδιο στην ικανότητά του με την μπάλα
Κι όμως, σε μια ομάδα τόσο πιεσμένη από την αίγλη του παρελθόντος και τα χρόνια εξορίας από την πρώτη κατηγορία, όπου οποιαδήποτε άλλη κατάληξη πλην της ανόδου (η οποία δεν επετεύχθη πέρυσι) θεωρείται αποτυχία, ο Αντόνιο ξεχώρισε. Στάθηκε όρθιος από τις κλωτσιές των αντιπάλων, από τις τακτικές των προπονητών, από την έλλειψη στήριξης και δημιουργίας στην ίδια του την ομάδα. Πέτυχε μερικά υπέροχα γκολ, ξεχώρισε για την εργατικότητά και τις κινήσεις του μέσα στο γήπεδο. Και ήδη από τον Ιανουάριο, άρχισαν οι σειρήνες από την Premier League.
Πρώτη ενδιαφερόμενη ήταν η Γουέστ Μπρομ, αλλά η Φόρεστ δεν συζητούσε καν την παραχώρησή του, μιας και ο στόχος της ανόδου δεν είχε χαθεί, ενώ το μεταγραφικό εμπάργκο λόγω παραβίασης των κανόνων του Financial Fair Play δεν επέτρεπε την αντικατάστασή του. Φέτος, οι Baggies επέστρεψαν, αλλά δεν κάλυπταν τις απαιτήσεις της Φόρεστ. Το έκανε η Γουέστ Χαμ την τελευταία μέρα των μεταγραφών. Επτά εκατομμύρια λίρες.
«Δούλεψα όλη τη διαδρομή μου από τα ερασιτεχνικά και τελικά έφτασε στην Premier League για να δείξω τι αξίζω. Αν ο κόσμος δεν με ξέρει από την Championship, αυτό που μπορώ να φέρω είναι ταχύτητα, δύναμη και γκολ. Ελπίζω να το κάνω από φέτος», είπε στις πρώτες του δηλώσεις, δείχνοντας ότι δεν υπάρχει στο μυαλό του άλλη επιλογή πέραν της επιτυχίας. Στα 25 του, έκανε τα πολύ υποσχόμενα «Σφυριά» του Μπίλιτς να πληρώσουν τόσα χρήματα για την απόκτησή του. Και ο τρόπος που έχει χτίσει όλη την καριέρα του μέσα σε αναρίθμητες κλοτσιές, δυσκολίες και δουλειά, του δίνει περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας από άλλες περιπτώσεις που κάνουν το ταξίδι για την λαμπερή πλευρά του αγγλικού ποδοσφαίρου, χωρίς να έχουν στην ουσία αποδείξει την αξία τους. Η φήμη τους προηγείται. Του Αντόνιο, από την άλλη, προηγείται η δουλειά του. Και αποτελεί παράδειγμα για ταλαντούχους ποδοσφαιριστές που κρατούν το κεφάλι χαμηλά και ποντάρουν στο ταλέντο και την διαρκή δουλειά. Ίσως δεν πουλήσει τόσες φανέλες, αλλά για τον Μπίλιτς θα αποτελέσει ένα πολύτιμο εργαλείο...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου