Κυριακή 3 Αυγούστου 2014

Ο Μαραντόνα της «Ράμπλα»

Ο Γιώργος Καραμάνος θυμάται και περιγράφει τον -επόμενο μετά τον Ντιέγκο- κορυφαίο παίκτη που έχει θαυμάσει ποτέ με την μπάλα, τον... εξωτικό Τζουάν Σαμπατέ.
«Φιγούρα ξωτική και ταξιδιάρικη
Στο φως του φεγγαριού ανθίζει πάλι
Γιατί όλη τη ζωή του την εξόδεψε
Παράφορα γυρεύοντας μιαν άλλη».
Δεν πρόκειται για είδηση. Απλά για μία προσωπική ανάμνηση και εικόνα. Ηταν ό,τι πιο κοντινό έχω δει ποτέ στον Μαραντόνα και όποτε τον θυμάμαι, μου έρχεται στο μυαλό ένα τραγούδι του Βασίλη Παπακωνσταντίνου, μα η σκέψη δεν ταξιδεύει στο Πόρτο Ρίκο. Ο προορισμός είναι πάντα η Βαρκελώνη και πιο συγκεκριμένα η «Ράμπλα» (σ.σ. ο κεντρικός πεζόδρομος που ξεκινάει από την Πλάθα Καταλούνια και οδηγεί στο λιμάνι και το άγαλμα του Χριστόφορου Κολόμβου).
Οποιος είχε την τύχη στα '90ς, '00ς να περπατήσει εκεί, είναι βέβαιο πως θα είχε κοντοσταθεί για να τον χαζέψει. Η λιπόσαρκη ελαφρώς καμπουριαστή φιγούρα ενδεχομένως να μην ήταν ο ορισμός του εξωτικού, μα για 17 ολόκληρα χρόνια αποτέλεσε ότι πιο ταξιδιάρικο. Και εάν ο Τζουάν Σαμπατέ πέρασε τα πρώτα 45 έτη της ζωής του, ζώντας ανούσια ως «ανθρωπάκι», αποδείχτηκε πως ήταν από εκείνους του λιγοστούς ευτυχισμένους ανθρώπους, που καταφέρνουν τελικά να βρουν την άλλη ζωή που θα ήθελαν να ζήσουν. Εκείνος επέλεξε να γίνει Μαραντόνα!
Ο 68χρονος πλέον Σαμπατέ έγινε γνωστός στη Βαρκελώνη -και όχι μόνο- ως ο Ντιεγκίτο της Ράμπλα. Ωστόσο, από το Απρίλιο του 2008 η θέση του στα μέσα του διάσημου πεζόδρομου έχει μείνει «ορφανή». Ο ίδιος αισθάνθηκε πως τα πόδια του είχαν κουραστεί. Από το 1991, ανελλιπώς, κάθε ημέρα έπαιρνε μαζί του τη μπάλα και… δούλευε με το ωράριο τον καταστημάτων. Τι έκανε; Επαιζε μαζί της χωρίς εκείνη να πέσει ποτέ κάτω.

Τα απαλά σχεδόν ερωτικά αγγίγματα με όλα τα μέρη του σώματος του, δεν την άφηναν να ξεκολλήσει από επάνω του. Της φερόταν σαν κυρία και εκείνη δεν τον άφηνε, επιτρέποντας να την τιθασεύσει όπως δεν το έκανε ποτέ κανείς άλλος. Μπορούσε να κάνει κάμψεις, να συνομιλεί με τον κόσμο, να κάνει τα ψώνια του, ακόμα και να ξεκουράζεται, έχοντας την πάντοτε… κολλημένη στο κεφάλι, τα πόδια, την πλάτη ή το στήθος του.
Το παράδοξο είναι πως αυτό άρχισε να το κάνει σε ηλικία 45 ετών. Από μικρό παιδί όμως είχε το ποδόσφαιρο στο αίμα του και ο πατέρας του είχε αγοράσει μία μπάλα που αποτέλεσε την σπουδαιότερη σύντροφο της πορείας του. Το ταλέντο του αναγνωρίστηκε νωρίς. Όταν έγινε 18 χρονών μεταγράφηκε στην –τότε καλή ομάδα- Ιμπίθα του ομώνυμου τουριστικού νησιού. Εκείνος όμως ήταν τύπος αλέγκρος και δεν μπορούσε την καθημερινή προπόνηση. Για το λόγο αυτό τα παράτησε όλα και επέστρεψε στην γενέτειρα του Σεντ Φελίου, λίγο έξω από την καταλανική πρωτεύουσα.
Ερωτευμένος με τη Μαρία
Το ποδόσφαιρο δεν ήταν πλέον μέρος της πραγματικότητας του και για να επιβιώσει έγινε εργάτης σε μεταλλουργικό εργοστάσιο. Εκείνη την περίοδο γνώρισε και την γυναίκα του την Μαρία. Τα χρόνια πέρασαν και μία μέρα διαπληκτίστηκε έντονα μαζί της για τις συνθήκες… επιβίωσης τους. Τότε ήταν που αποφάσισε να βελτιώσει την καθημερινότητα τους.
Ξεκίνησε κρυφά προπονήσεις. Τα βράδια έβγαινε στον κήπο και προσπαθούσε να χαλιναγωγήσει την παλιά εκείνη μπάλα που του είχε χαρίσει ο πατέρας του, την οποία δεν είχε αποχωριστεί ποτέ. Της χάρισε μάλιστα και το όνομα της γυναίκας του. Με τον καιρό άρχισε να της μιλάει και εκείνη έμαθε να ακούει. Του έκανε κάθε χατίρι και κατευθυνόταν όπου εκείνος ήθελε.
Αφού λοιπόν προετοιμάστηκε για χρόνια, θέλησε να δείξει σε όλον τον κόσμο το προσόν του. Ένα πρωί την πήρε και περπάτησε μαζί της σε όλη την πόλη. Την επομένη έπιασε μία γωνίτσα στη «Ράμπλα» και για τα επόμενα 17 χρόνια δεν απουσίασε ποτέ. Με την εμφάνιση της Μπαρτσελόνα και το όνομα του «Θεού» Ντιέγκο Μαραντόνα στην πλάτη, μάζευε χρήματα από τους περαστικούς που σχημάτιζαν ουρές για να τον θαυμάσουν.
Σε μερικούς όμως δεν άρεσε η επιτυχία του. Μετά από καταγγελίες καταστημάτων οι αρχές της πόλης του απαγόρευσαν να κάνει τα κόλπα του στη «Ράμπλα». Εκείνος βέβαια δεν πτοήθηκε και συνέχισε. Τότε ήταν που επενέβη η αστυνομία που του φέρθηκε με τον πλέον απαράδεκτο τρόπο και έσκασε την αγαπημένη μπάλα του. Ο Τζουάν όμως δεν πτοήθηκε. Την περιμάζεψε, την περιποιήθηκε και τη φύλαξε για το τελευταίο αντίο, για το οποίο δεν είχε προϊδεάσει κανέναν.

Το βροχερό πρωινό της 16η Απριλίου ντύθηκε και πάλι στα μπλαουγκράνα, πήρε τη μπαλωμένη Μαρία στα αγκαλιά και κατηφόρισε για το στέκι του. Ο κόσμος στον πεζόδρομο ήταν λιγοστός, μα αψήφησε το ψιλόβροχο για να τον απολαύσει. «Λοιπόν παιδιά έχω φέρει μαζί μου και τη Μαρία, την οποία δεν θα ξαναδείτε», είπε βουρκωμένος και με τρεμάμενη φωνή. Τα πόδια του όμως ήταν και πάλι σταθερά. Δεν έκανε λάθος, δεν λύγισε από τη συγκίνηση και με τη Μαρία να εναλλάσσει τα… χάδια της από πόδι σε πόδι χάθηκε στο σοκάκι της Σάντα Μόνικα, σιγοτραγουδώντας κάτι σαν και αυτό…
«Όσο για μένα είμαι πάντα εδώ
με τον ματιών σας την φωτιά σημαία
είναι όμορφα απόψε που ανταμώσαμε
μ' αρέσει που αρμενίσαμε παρέα»!
* Είναι κάτοχος δύο ρεκόρ Γκίνες: Εχει ακουμπήσει τη μπάλα χωρίς να πέσει κάτω περισσότερες φορές σε μία ώρα (8.700) και περισσότερες φορές σε δύο ώρες (16.000)!



Πηγή: gazzetta.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: