Καλώς τους κι ας αργήσανε, λοιπόν. Οι άλλοτε φίλτατοι (τον καιρό των
τσιγγάνων, του εμφυλίου και των βομβαρδισμών) και άλλοτε έχθιστοι (τον
καιρό της μυριόστομης ιαχής «Λιέτουβα,Λιέτουβα» και των απανωτών ηττών
μας), αλλά πάντοτε γείτονες και ομόδοξοι Σέρβοι επιστρέφουν στην
κεντρική σκηνή του παγκόσμιου μπάσκετ. Και πως; Με τα τσαρούχια τους,
που λέμε εμείς, με τα σέα τους και με τα μέα τους!
Είναι κιόλας (ορθόδοξοι, αλλά) παλαιοημερολογίτες, οπότε - με τον ενθουσιασμό που διακατέχει την ακραιφνώς μπασκετική ράτσα τους για την πρόκριση στον αποψινό τελικό- ίσως στο μυαλό τους να μην έχει περάσει ούτε καν μια μέρα από εκείνη τη βραδιά...
Πλάκα πλάκα οι βραδιές (των Σέρβων στα Παγκόσμια Πρωταθλήματα) που ερίζουν για τον τίτλο «εκείνης» είναι πολλές και διάφορες: ο χαμένος (από το χέρι, αλλά και το... πόδι του Τουντσερί που πατούσε τη γραμμή στην τελευταία επίθεση) ημιτελικός του 2010 με την Τουρκία, το «τελευταίο τάνγκο» με την Αργεντινή το 2002 στην Ιντιανάπολις, η (πρώτη για τη Σερβία) ενθρόνιση στο ΟΑΚΑ το 1998 με τη μνημειώδη τάπα του Ρέμπρατσα στον Μιχαήλοφ, ο θρίαμβος της (ακόμη ενωμένης και αδιαίρετης) Γιουγκοσλαβίας το 1990 στο Μπουένος Αίρες, τα όργια και οι 71 πόντοι του Νταλιπάγκιτς και του Κιτσάνοβιτς κόντρα στους Σοβιετικούς το 1978 στη Μανίλα και πάει λέγοντας...
Πάει λέγοντας και πάει... κλαίγοντας τη χαμένη Γιουγκοσλαβία, στον βωμό της οποίας ο μόνος που επιμένει να κάνει ακόμη σπονδές, ολοφυρόμενος για την απώλεια της, αλλά σηκώνοντας κιόλας το λάβαρο της «Yugonostalgia» είναι ο Μπόγκνταν Τάνιεβιτς!
Εκείνη τη νύχτα ο τότε 23άχρονος «Μπόσια» ήταν ακόμη παίκτης της ΟΚΚ Μπέογκραντ και (δεν ξέρω, αλλά φαντάζομαι πως) βρισκόταν κι αυτός στη «Χάλα Τίβολι» της Λιουμπλιάνα, όπου είχε μαζευτεί όλη η Γιουγκοσλαβία για να ικανοποιήσει τα ποθημένα της και συνάμα να εκπληρώσει τα απωθημένα της...
Εδώ οφείλω να ανοίξω μια μικρή παρένθεση για να υπενθυμίσω ότι ένας από τους ηθικούς αυτουργούς της μανίας, μα πάνω απ’ όλα της επιτυχίας των Γιουγκοσλάβων στο μπάσκετ είναι η Ελλάδα. Στα μέρη μας προσέτρεξαν οι δικοί τους πιονιέροι, λίγο μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο για να πάρουν τα φώτα από τον Πανελλήνιο. Εκεί στο παλιό ανοιχτό γήπεδο της 3ης Σεπτεμβρίου (θυμούνται οι παλιοί μας πως) έρχονταν συχνά πυκνά για να κινηματογραφήσουν τις προπονήσεις της «χρυσής πεντάδας» (Στεφανίδης, Μανιάς, Ρουμπάνης, Χολέβας, Παπαδήμας) και, δίκην σεπτού και θεοσύστατου χριστιανικού μυστηρίου, να ...μεταλάβουν από το δισκοπότηρο του (προπονητή της που ήταν κιόλας καθηγητής θεολογίας στο Πανεπιστήμιο) Νικόλαου Νησιώτη.
Είκοσι πέντε χρόνια αργότερα αυτά τα ιερά νάματα του Πανελληνίου ξεχύθηκαν και πλημμύρισαν τον κόσμο όλο! Μέχρι το 1970, οπότε οι Γιουγκοσλάβοι φιλοξένησαν στο Σαράγεβο, στο Σπλιτ, στο Κάρλοβατς και στη Λιουμπλιάνα το 6ο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα δεν είχαν νικήσει ποτέ και (για να παραφράσω την ιστορική κουβέντα του Ουίνστον Τσόρτσιλ για τη σημασία της μάχης του Ελ Αλαμέιν στην κατάληξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου) από εκεί και πέρα δεν έχασαν ποτέ!
Τούτο ισχύει στην κυριολεξία: από την πρώτη εμφάνιση τους στη διεθνή σκηνή (στο Ευρωμπάσκετ του 1947 στην Πράγα) μέχρι και το 1970, οι «πλάβι» είχαν στη συλλογή τους, απ’ όλες τις συμμετοχές τους σε Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα, Παγκόσμια Πρωταθλήματα και Ολυμπιακούς Αγώνες) έξι ασημένια μετάλλια κι ένα χάλκινο, αλλά η λάβα που ξεχύθηκε εκείνο το βράδυ έκανε τον Βεζούβιο τους να ανάψει και να μην έχει σταματημό.
Έκτοτε –και μέχρι το 1991, που χώρισαν τα τσανάκια τους και διελύθησαν εις τα εξ ων συνετέθησαν-οι Γιουγκοσλάβοι κατέκτησαν, σε όλη τη γκάμα των μεγάλων διοργανώσεων, εννέα χρυσά, πέντε ασημένια και πέντε χάλκινα μετάλλια!
Οι «πλάβι» (με παίκτη τον τότε φοιτητή της Κτηνιατρικής, Μπόρα Στάνκοβιτς) είχαν συμμετάσχει στο παρθενικό Μουντομπάσκετ του 1950 στο «Λούνα Παρκ» του Μπουένος Αίρες, όπου κατετάγησαν δέκατοι. Το 1954 στο Ρίο ντε Τζανέιρο βγήκαν ενδέκατοι, το 1959 (Σαντιάγκο, Χιλή) απουσίασαν, ενώ το 1963 ανέβηκαν για πρώτη φορά στο βάθρο κατακτώντας το ασημένιο μετάλλιο, όπως είχε συμβεί και την προηγούμενη χρονιά στο Ευρωμπάσκετ του Βελιγραδίου. Τέσσερα χρόνια αργότερα, στο Μοντεβιδέο, κατέλαβαν και πάλι τη δεύτερη θέση, ακολούθησαν τα ασημένια μετάλλια στο Ολυμπιακό Τουρνουά του 1968 στην Πόλη του Μεξικού και στο Ευρωμπάσκετ του 1969 στη Νάπολι και τότε ήρθε το πλήρωμα του χρόνου!
Το πλήρωμα του χρόνου, που για να μείνω στο θρησκευτικό πνεύμα του κειμένου, αποδείχτηκε όντως «το λαλήσαν δια των προφητών»!
Όταν οι Γιουγκοσλάβοι ανέλαβαν τη διοργάνωση του Μουντομπάσκετ του 1970 κι έχοντας στις τάξεις τους μερικούς από τους κορυφαίους παίκτες όλων των εποχών (που τους κουλάντριζε ο μάγιστρος Ράνκο Ζεράβιτσα) έβαλαν τον πήχη πολύ ψηλά, πιο ψηλά δεν γινόταν...
«Mi ćemo biti svetski šampioni», που σε απλά ελληνικά σημαίνει «Θα είμαστε παγκόσμιοι πρωταθλητές»: αυτό υπήρξε το δεδηλωμένο σύνθημα τους και αποτελεί τον τίτλο του βιβλίου και του φιλμ, που βγήκαν πέρυσι και παρουσιάστηκαν σε μια λαμπρή τελετή ανήμερα του τελικού του Ευρωμπάσκετ, ο οποίος διεξήχθη εκεί...
Εκεί στην ίδια πόλη, στη Λιουμπλιάνα!
Ο σπόρος που φύτεψαν οι τέσσερις σκαπανείς των επιτυχιών του γιουγκοσλάβικου μπάσκετ έπιασαν τόπο: το κοινό όραμα του Μπόρισλαβ Στάνκοβιτς, του Ράντομιρ Σάπερ, του Νεμπόισα Πόποβιτς και του Ατσα Νίκολιτς πήρε σάρκα και οστά, καθώς οι «πλάβι» αναδείχθηκαν πρωταθλητές κόσμου και το βράδυ της 24ης Μαίου, στάθηκαν όρθιοι, γεμάτοι από υπερηφάνεια, συγκίνηση, αλλά και με πόνο ψυχής, για να ακούσουν τον εθνικό ύμνο τους!
Ο πόνος ψυχής οφειλόταν στο γεγονός ότι λίγη ώρα νωρίτερα, στον ακροτελεύτιο αγώνα του Μουντομπάσκετ είχαν φάει μια κατραπακιά από τους Σοβιετικούς (72-87), που τους χάλασε το αριστούργημα, από πλευράς εντυπώσεων, αλλά όχι και την ουσία: αυτή ήταν η μοναδική ήττα τους στην τελική φάση (5-1), ενώ οι Σοβιετικοί και οι Βραζιλιάνοι είχαν γνωρίσει από δύο και οι Αμερικανοί με τους Ιταλούς από τρεις...
Εκείνη η νύχτα δεν ήταν η τελευταία, αλλά η... προηγούμενη: στις 23 Μαίου, στον κρισιμότερο αγώνα του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος, οι Γιουγκοσλάβοι νίκησαν τους Αμερικανούς (του τότε παίκτη του UCLA, Μπιλ Γουόλτον και του μετέπειτα ήρωα της Μακαμπί Τελ Αβίβ, Ταλ Μπρόντι) με 70-63 και εξασφάλισαν το πολυπόθητο και στοιχειωμένο (επί 23 χρόνια) χρυσό μετάλλιο!
Ένας θρίαμβος που βεβαίως αφιερώθηκε στη μνήμη του μεγάλου απόντος εκείνης της βραδιάς: του μοναδικού Ραντιβόι Κόρατς, ο οποίος έναν χρόνο πριν (2 Ιουνίου 1969) είχε σκοτωθεί σε τροχαίο δυστύχημα, βυθίζοντας ολόκληρη τη χώρα σε ένα βαρύ εθνικό πένθος...
Ιδού οι συνθέσεις αυτής της ιστορικής αναμέτρησης, που για τους παλαιότερους Σέρβους μπορεί κιόλας να αποτελεί μια επί πλέον πηγή έμπνευσης ενόψει του αποψινού τελικού:
ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΙΑ: Τούρντιτς 4, Σιμόνοβιτς 7, Γέλοβατς, Ράικοβιτς 6, Ζόργκα, Κάπιτσιτς 2, Ντανέου 4, Τσόσιτς 11, Σόλμαν 4, Πλέσας 12, Σέρμακ 6, Σκάνσι 14
ΗΠΑ: Λουτσίνι, Γουόλτον, Μπρόντι 2, Σίλι,αν 16, Γουλφ 2, Γουάσινγκτον 15, Γουϊλιαμς 2, Γουίλμορ, Γουόρεν, Μακ Ντόναλντ 10, Σμιθ 2, Χίλμαν 12
Αυτή η ομάδα (παρά την απουσία του συναρπαστικού Κόρατς) είχε ένα πολύ ξεχωριστό στιλ, που επονομάστηκε «Jazz Basketball»! Ένα παιχνίδι τύπου (μουσικής) τζαζ που ήταν μεν οργανωμένο, αλλά ξέφευγε από τις πατέντες της εποχής και (με τη μαεστρική διαχείριση του Ζεράβιτσα) άφηνε να δραπετεύουν το ταλέντο, το ένστικτο και ο αυτοσχεδιασμός των παικτών.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά έγιναν παγκόσμιοι πρωταθλητές και ένα βράδυ (σαν το αποψινό) χάραξε η ανατολή μιας ολόχρυσης και δοξασμένης εποχής...
*Πηγή: gazzetta.gr*
Είναι κιόλας (ορθόδοξοι, αλλά) παλαιοημερολογίτες, οπότε - με τον ενθουσιασμό που διακατέχει την ακραιφνώς μπασκετική ράτσα τους για την πρόκριση στον αποψινό τελικό- ίσως στο μυαλό τους να μην έχει περάσει ούτε καν μια μέρα από εκείνη τη βραδιά...
Πλάκα πλάκα οι βραδιές (των Σέρβων στα Παγκόσμια Πρωταθλήματα) που ερίζουν για τον τίτλο «εκείνης» είναι πολλές και διάφορες: ο χαμένος (από το χέρι, αλλά και το... πόδι του Τουντσερί που πατούσε τη γραμμή στην τελευταία επίθεση) ημιτελικός του 2010 με την Τουρκία, το «τελευταίο τάνγκο» με την Αργεντινή το 2002 στην Ιντιανάπολις, η (πρώτη για τη Σερβία) ενθρόνιση στο ΟΑΚΑ το 1998 με τη μνημειώδη τάπα του Ρέμπρατσα στον Μιχαήλοφ, ο θρίαμβος της (ακόμη ενωμένης και αδιαίρετης) Γιουγκοσλαβίας το 1990 στο Μπουένος Αίρες, τα όργια και οι 71 πόντοι του Νταλιπάγκιτς και του Κιτσάνοβιτς κόντρα στους Σοβιετικούς το 1978 στη Μανίλα και πάει λέγοντας...
Πάει λέγοντας και πάει... κλαίγοντας τη χαμένη Γιουγκοσλαβία, στον βωμό της οποίας ο μόνος που επιμένει να κάνει ακόμη σπονδές, ολοφυρόμενος για την απώλεια της, αλλά σηκώνοντας κιόλας το λάβαρο της «Yugonostalgia» είναι ο Μπόγκνταν Τάνιεβιτς!
Εκείνη τη νύχτα ο τότε 23άχρονος «Μπόσια» ήταν ακόμη παίκτης της ΟΚΚ Μπέογκραντ και (δεν ξέρω, αλλά φαντάζομαι πως) βρισκόταν κι αυτός στη «Χάλα Τίβολι» της Λιουμπλιάνα, όπου είχε μαζευτεί όλη η Γιουγκοσλαβία για να ικανοποιήσει τα ποθημένα της και συνάμα να εκπληρώσει τα απωθημένα της...
Εδώ οφείλω να ανοίξω μια μικρή παρένθεση για να υπενθυμίσω ότι ένας από τους ηθικούς αυτουργούς της μανίας, μα πάνω απ’ όλα της επιτυχίας των Γιουγκοσλάβων στο μπάσκετ είναι η Ελλάδα. Στα μέρη μας προσέτρεξαν οι δικοί τους πιονιέροι, λίγο μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο για να πάρουν τα φώτα από τον Πανελλήνιο. Εκεί στο παλιό ανοιχτό γήπεδο της 3ης Σεπτεμβρίου (θυμούνται οι παλιοί μας πως) έρχονταν συχνά πυκνά για να κινηματογραφήσουν τις προπονήσεις της «χρυσής πεντάδας» (Στεφανίδης, Μανιάς, Ρουμπάνης, Χολέβας, Παπαδήμας) και, δίκην σεπτού και θεοσύστατου χριστιανικού μυστηρίου, να ...μεταλάβουν από το δισκοπότηρο του (προπονητή της που ήταν κιόλας καθηγητής θεολογίας στο Πανεπιστήμιο) Νικόλαου Νησιώτη.
Είκοσι πέντε χρόνια αργότερα αυτά τα ιερά νάματα του Πανελληνίου ξεχύθηκαν και πλημμύρισαν τον κόσμο όλο! Μέχρι το 1970, οπότε οι Γιουγκοσλάβοι φιλοξένησαν στο Σαράγεβο, στο Σπλιτ, στο Κάρλοβατς και στη Λιουμπλιάνα το 6ο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα δεν είχαν νικήσει ποτέ και (για να παραφράσω την ιστορική κουβέντα του Ουίνστον Τσόρτσιλ για τη σημασία της μάχης του Ελ Αλαμέιν στην κατάληξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου) από εκεί και πέρα δεν έχασαν ποτέ!
Τούτο ισχύει στην κυριολεξία: από την πρώτη εμφάνιση τους στη διεθνή σκηνή (στο Ευρωμπάσκετ του 1947 στην Πράγα) μέχρι και το 1970, οι «πλάβι» είχαν στη συλλογή τους, απ’ όλες τις συμμετοχές τους σε Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα, Παγκόσμια Πρωταθλήματα και Ολυμπιακούς Αγώνες) έξι ασημένια μετάλλια κι ένα χάλκινο, αλλά η λάβα που ξεχύθηκε εκείνο το βράδυ έκανε τον Βεζούβιο τους να ανάψει και να μην έχει σταματημό.
Έκτοτε –και μέχρι το 1991, που χώρισαν τα τσανάκια τους και διελύθησαν εις τα εξ ων συνετέθησαν-οι Γιουγκοσλάβοι κατέκτησαν, σε όλη τη γκάμα των μεγάλων διοργανώσεων, εννέα χρυσά, πέντε ασημένια και πέντε χάλκινα μετάλλια!
Οι «πλάβι» (με παίκτη τον τότε φοιτητή της Κτηνιατρικής, Μπόρα Στάνκοβιτς) είχαν συμμετάσχει στο παρθενικό Μουντομπάσκετ του 1950 στο «Λούνα Παρκ» του Μπουένος Αίρες, όπου κατετάγησαν δέκατοι. Το 1954 στο Ρίο ντε Τζανέιρο βγήκαν ενδέκατοι, το 1959 (Σαντιάγκο, Χιλή) απουσίασαν, ενώ το 1963 ανέβηκαν για πρώτη φορά στο βάθρο κατακτώντας το ασημένιο μετάλλιο, όπως είχε συμβεί και την προηγούμενη χρονιά στο Ευρωμπάσκετ του Βελιγραδίου. Τέσσερα χρόνια αργότερα, στο Μοντεβιδέο, κατέλαβαν και πάλι τη δεύτερη θέση, ακολούθησαν τα ασημένια μετάλλια στο Ολυμπιακό Τουρνουά του 1968 στην Πόλη του Μεξικού και στο Ευρωμπάσκετ του 1969 στη Νάπολι και τότε ήρθε το πλήρωμα του χρόνου!
Το πλήρωμα του χρόνου, που για να μείνω στο θρησκευτικό πνεύμα του κειμένου, αποδείχτηκε όντως «το λαλήσαν δια των προφητών»!
Όταν οι Γιουγκοσλάβοι ανέλαβαν τη διοργάνωση του Μουντομπάσκετ του 1970 κι έχοντας στις τάξεις τους μερικούς από τους κορυφαίους παίκτες όλων των εποχών (που τους κουλάντριζε ο μάγιστρος Ράνκο Ζεράβιτσα) έβαλαν τον πήχη πολύ ψηλά, πιο ψηλά δεν γινόταν...
«Mi ćemo biti svetski šampioni», που σε απλά ελληνικά σημαίνει «Θα είμαστε παγκόσμιοι πρωταθλητές»: αυτό υπήρξε το δεδηλωμένο σύνθημα τους και αποτελεί τον τίτλο του βιβλίου και του φιλμ, που βγήκαν πέρυσι και παρουσιάστηκαν σε μια λαμπρή τελετή ανήμερα του τελικού του Ευρωμπάσκετ, ο οποίος διεξήχθη εκεί...
Εκεί στην ίδια πόλη, στη Λιουμπλιάνα!
Ο σπόρος που φύτεψαν οι τέσσερις σκαπανείς των επιτυχιών του γιουγκοσλάβικου μπάσκετ έπιασαν τόπο: το κοινό όραμα του Μπόρισλαβ Στάνκοβιτς, του Ράντομιρ Σάπερ, του Νεμπόισα Πόποβιτς και του Ατσα Νίκολιτς πήρε σάρκα και οστά, καθώς οι «πλάβι» αναδείχθηκαν πρωταθλητές κόσμου και το βράδυ της 24ης Μαίου, στάθηκαν όρθιοι, γεμάτοι από υπερηφάνεια, συγκίνηση, αλλά και με πόνο ψυχής, για να ακούσουν τον εθνικό ύμνο τους!
Ο πόνος ψυχής οφειλόταν στο γεγονός ότι λίγη ώρα νωρίτερα, στον ακροτελεύτιο αγώνα του Μουντομπάσκετ είχαν φάει μια κατραπακιά από τους Σοβιετικούς (72-87), που τους χάλασε το αριστούργημα, από πλευράς εντυπώσεων, αλλά όχι και την ουσία: αυτή ήταν η μοναδική ήττα τους στην τελική φάση (5-1), ενώ οι Σοβιετικοί και οι Βραζιλιάνοι είχαν γνωρίσει από δύο και οι Αμερικανοί με τους Ιταλούς από τρεις...
Εκείνη η νύχτα δεν ήταν η τελευταία, αλλά η... προηγούμενη: στις 23 Μαίου, στον κρισιμότερο αγώνα του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος, οι Γιουγκοσλάβοι νίκησαν τους Αμερικανούς (του τότε παίκτη του UCLA, Μπιλ Γουόλτον και του μετέπειτα ήρωα της Μακαμπί Τελ Αβίβ, Ταλ Μπρόντι) με 70-63 και εξασφάλισαν το πολυπόθητο και στοιχειωμένο (επί 23 χρόνια) χρυσό μετάλλιο!
Ένας θρίαμβος που βεβαίως αφιερώθηκε στη μνήμη του μεγάλου απόντος εκείνης της βραδιάς: του μοναδικού Ραντιβόι Κόρατς, ο οποίος έναν χρόνο πριν (2 Ιουνίου 1969) είχε σκοτωθεί σε τροχαίο δυστύχημα, βυθίζοντας ολόκληρη τη χώρα σε ένα βαρύ εθνικό πένθος...
Ιδού οι συνθέσεις αυτής της ιστορικής αναμέτρησης, που για τους παλαιότερους Σέρβους μπορεί κιόλας να αποτελεί μια επί πλέον πηγή έμπνευσης ενόψει του αποψινού τελικού:
ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΙΑ: Τούρντιτς 4, Σιμόνοβιτς 7, Γέλοβατς, Ράικοβιτς 6, Ζόργκα, Κάπιτσιτς 2, Ντανέου 4, Τσόσιτς 11, Σόλμαν 4, Πλέσας 12, Σέρμακ 6, Σκάνσι 14
ΗΠΑ: Λουτσίνι, Γουόλτον, Μπρόντι 2, Σίλι,αν 16, Γουλφ 2, Γουάσινγκτον 15, Γουϊλιαμς 2, Γουίλμορ, Γουόρεν, Μακ Ντόναλντ 10, Σμιθ 2, Χίλμαν 12
Αυτή η ομάδα (παρά την απουσία του συναρπαστικού Κόρατς) είχε ένα πολύ ξεχωριστό στιλ, που επονομάστηκε «Jazz Basketball»! Ένα παιχνίδι τύπου (μουσικής) τζαζ που ήταν μεν οργανωμένο, αλλά ξέφευγε από τις πατέντες της εποχής και (με τη μαεστρική διαχείριση του Ζεράβιτσα) άφηνε να δραπετεύουν το ταλέντο, το ένστικτο και ο αυτοσχεδιασμός των παικτών.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά έγιναν παγκόσμιοι πρωταθλητές και ένα βράδυ (σαν το αποψινό) χάραξε η ανατολή μιας ολόχρυσης και δοξασμένης εποχής...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου