Ο
Υφυπουργός Πολιτισμού, Παιδείας και Θρησκευμάτων Σταύρος Κοντονής
παρευρέθηκε στην Ημερίδα με θέμα: «Η πρόληψη και αντιμετώπιση της
οπαδικής βίας - Η ευρωπαϊκή εμπειρία», την οποία συνδιοργάνωσαν ο
Πανελλήνιος Σύνδεσμος Αθλητικού Τύπου (ΠΣΑΤ), το Γραφείο του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου στην Ελλάδα και η Αντιπροσωπεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής
στην Ελλάδα.
Στην ομιλία του ο κ. Κοντονής ανέφερε μεταξύ άλλων τα εξής:
«Είναι ευτυχής σύμπτωση, ότι η σημερινή συζήτηση γίνεται λίγες μέρες μετά την ψήφιση του νέου νόμου που ήρθε να αντιμετωπίσει επείγοντα ζητήματα κατά της βίας. Αυτή την περίοδο που διανύουμε, όσον αφορά τα αθλητικά γεγονότα, δεν είναι μόνο τα θέματα εμπορευματοποίησης του αθλητισμού και ειδικότερα του επαγγελματικού, αλλά και μία βίαιη παρέμβαση οικονομικών παραμέτρων και παραγόντων. Όπως για παράδειγμα το φαινόμενο των στημένων αγώνων. Είναι επίσης η οργάνωση, επ΄ αμοιβή τις περισσότερες φορές, ομάδων φιλάθλων, όπως το περιέγραψε με σαφήνεια και ο κ. Πανούσης, οι οποίοι αν και νομίζουν ότι δίνουν μια… μάχη με έναν ακραίο τρόπο υπέρ της ομάδας και της φανέλας, δίνουν μια… μάχη υπεράσπισης των οικονομικών συμφερόντων των ιδιοκτητών των ομάδων.
Μου κάνει τρομερή εντύπωση, πώς υπάρχουν συμπολίτες μας οι οποίοι στρατεύονται και δεν αντιλαμβάνονται ότι πίσω από οποιαδήποτε συμπάθεια στην ομάδα, όχι μόνο υποκρίνονται, αλλά υπερασπίζονται τα οικονομικά συμφέροντα των ιδιοκτητών των ομάδων. Και μάλιστα όλοι αυτοί που επιτίθενται, το κάνουν ακριβώς για να μην εφαρμόζεται ο νόμος. Αυτό που είναι όρος και προϋπόθεση συνολικής συνύπαρξης, πρέπει να μπει υπό αμφισβήτηση. Υπάρχει παράλληλα από ομάδα φιλάθλων, δηλαδή ένα τμήμα της κοινωνίας η οποία απαιτεί να μην εφαρμόζεται ο νόμος και αντ’ αυτού να λειτουργεί υπέρ ισχυρών οικονομικών παραγόντων. Αυτό είναι όνειδος για την έννομη τάξη της χώρας για μια οργανωμένη κοινωνία ή ένα κράτος δικαίου.
Η κυβέρνηση με την ανάληψη των καθηκόντων της, βρέθηκε μπροστά σε ένα κύμα βίας το οποίο ήταν ακραίο, οργανωμένο και είχε και συνέχεια. Αυτό μας ανάγκασε να πάρουμε τα πρώτα μέτρα, τα οποία ήταν προληπτικά. Τη διακοπή του πρωταθλήματος για μία αγωνιστική και στη συνέχεια τη διεξαγωγή δύο αγωνιστικών, κεκλεισμένων των θυρών, για να αποφευχθούν τα χειρότερα. Αμέσως μετά ακολούθησε η προσπάθεια νομοθέτησης. Θα μιλήσω για τρία σημεία τα οποία είναι πολύ χρήσιμα σε αυτό το νομοσχέδιο.
Το πρώτο είναι η επιβολή από πλευράς του κράτους, διοικητικών προστίμων και ποινών. Θα ήθελα να πω ότι μου είχε κάνει εντύπωση, ως μέλος της κυβέρνησης, ότι όταν διερευνήσαμε το νομοθετικό πλαίσιο για να επέμβουμε, στηλιτεύοντας τέτοια φαινόμενα και κάνοντας σαφή την πρόθεση του κράτους να φέρει ενώπιον των ευθυνών τους, πρώτα και κύρια τις ποδοσφαιρικές ανώνυμες εταιρίες αλλά και όλες τις αθλητικές ανώνυμες εταιρίες, βρεθήκαμε σε ένα κενό. Τέτοιο πράγμα δεν υπήρχε. Σε επιβολή διοικητικών προστίμων δεν μπορούσε να προχωρήσει κανένας κρατικός και διοικητικός φορέας. Και θεσμοθετήσαμε κάτι τέτοιο για να γνωρίζουν όλοι από δω και πέρα, ότι δεν θα έχουν να κάνουν μόνο με την πειθαρχική δικαιοδοσία των διοργανωτριών αρχών, ή την ποινική εμπλοκή, σε περιπτώσεις παραβάσεων του ποινικού νόμου, αλλά θα έχουν να κάνουν με την άμεση επιβολή διοικητικών προστίμων για την πάταξη αυτών των φαινομένων και τον καταλογισμών ευθυνών εκεί που πρέπει.
Το δεύτερο είναι η εμπλοκή πλέον τακτικών δικαστών στην απονομή της πειθαρχικής δικαιοσύνης. Επί περίπου μία δεκαετία, οι φορείς του ποδοσφαίρου οργάνωσαν την πειθαρχική απονομή δικαιοσύνης με έναν τρόπο ο οποίος θα μπορούσε να είναι εξαιρετικός, πλην όμως αποδείχθηκε στην πράξη, ότι ήταν από τους χειρότερους που θα μπορούσε να υπάρξουν. Και το λέω αυτό, διότι δεν θεωρώ ότι είναι τυχαίο, πώς οι πρώτοι οι οποίοι έλαβαν κλήση σε απολογία για κακουργηματικές πράξεις από τον αρμόδιο ειδικό ανακριτή, ήταν ακριβώς αυτά τα μέλη που συγκροτούσαν τα πειθαρχικά συμβούλια και που προφανώς σε αυτό το στάδιο της ποινικής διαδικασίας διακριβώνεται, ότι υπάρχουν σοβαρές ευθύνες. Επομένως αν το κράτος και η κυβέρνηση βλέπει ότι υπάρχει μια παθογένεια, τι θα πρέπει να κάνει; Να κλείσει τα μάτια και να σταυρώσει τα χέρια; ή να επέμβει με το μοναδικό τρόπο που μπορεί, που δεν είναι άλλος από τη νομοθετική διαδικασία;
Το τρίτο ζήτημα για το οποίο έχει… χυθεί πολύ μελάνι, είναι το θέμα του αυτοδιοίκητου. Η ελληνική έννομη τάξη, αναγνωρίζει το αυτοδιοίκητο σε πληθώρα θεσμών στη χώρα, οι οποίοι μπορεί να είναι κρατικοί θεσμοί, όπως είναι τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, αλλά και νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου. Πουθενά όμως η ελληνική έννομη τάξη και ιδίως στον αθλητισμό, δεν αναγνωρίζει καθεστώς αυτονομίας. Το άρθρο 16 παρ. 9 του Συντάγματος ορίζει ότι, ο αθλητισμός εποπτεύεται και ελέγχεται από το κράτος. Δεν λέει το Σύνταγμά μας, εξαιρουμένου του ποδοσφαίρου. Επομένως αν θέλουμε να είμαστε ελαχίστως συνεπείς με τις συνταγματικές διατάξεις θα πρέπει να νομοθετούμε κατά τον τρόπο που μας υποδεικνύεται από το Σύνταγμα. Δυστυχώς τα τελευταία εννέα χρόνια υπήρχε ένα καθεστώς αυτονομίας, όπως ακριβώς περιγραφόταν στο νόμο του 2006, το οποίο επέτρεπε μια κατάσταση ασυδοσίας και ανέλεγκτου, υπέρ της Ελληνικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας. Αυτό το καθεστώς με την ψήφιση του νόμου τελείωσε. Η Ελληνική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία επανέρχεται σε ένα καθεστώς κανονικότητας και αυτοδιοίκητου, το οποίο η ελληνική κυβέρνηση θα σεβαστεί απολύτως, ασκώντας με τα όργανα τα οποία προβλέπονται στην κείμενη νομοθεσία όλες εκείνες τις πράξεις ελέγχου, υπέρ της διαφάνειας, της αξιοκρατίας και της ισονομίας.
Δεν θα επεκταθώ στις άλλες διατάξεις του νόμου. Θα αναφερθώ μόνο στο θέμα των διοικητικών προστίμων, τα οποία μπορεί να επιβληθούν με τη σύμπραξη δύο υπουργών της κυβέρνησης εις βάρος ιδιοκτητών αθλητικών μέσων ενημέρωσης. Και για το οποίο ζήτημα έγινε εκτεταμένος διάλογος. Κατά πρώτον η κυβέρνηση έλαβε σοβαρά υπόψη τις θέσεις των συνδικαλιστικών οργάνων των δημοσιογράφων, τα οποία ζήτησαν να διευκρινιστεί απολύτως ότι αυτά τα διοικητικά πρόστιμα, επιβάλλονται εις βάρος ιδιοκτητών και όχι δημοσιογράφων. Αυτό συμπεριελήφθη με ρητό τρόπο στο νόμο, οπότε δεν μπορεί να γίνει λόγος για λογοκρισία. Εδώ όμως πρέπει να είμαστε περισσότερο ειλικρινείς. Υπάρχει ένα κομμάτι του οπαδικού Τύπου, έντυπου ή ηλεκτρονικού, το οποίο παράγει πρωτογενώς βία. Υπάρχουν πρωτοσέλιδα, ή άρθρα τα οποία κατά τη γνώμη μου, συνιστούν πρόσκληση σε αξιόποινες πράξεις και διοχετεύουν ένα δηλητήριο μισαλλοδοξίας και αλληλοεξόντωσης, ιδίως στους νέους ανθρώπους οι οποίοι είναι οι αναγνώστες αυτών των μέσων. Θέλω να πω ότι όσον αφορά την κυβέρνηση, δεν πρόκειται να στραφούμε εναντίον ουδενός, ό,τι και να γραφτεί εναντίον μας.
Θέλω να λάβετε σοβαρά υπόψη σας το ότι μέτρα που παίρνει η Κυβέρνηση που κορμό έχει την αριστερά, η οποία έχει υποστεί τα πάνδεινα όσον αφορά τον πειθαναγκασμό σε ιδέες και απόψεις και τις κατασταλτικές λειτουργίες μηχανισμών του κράτους, όσον αφορά τις απόψεις και την έκφραση των ιδεών της, δεν πρόκειται να ακολουθήσει τέτοιες πρακτικές, ακριβώς διότι τις έχει υποστεί. Μη φοβόσαστε λοιπόν λογοκρισία. Η λογοκρισία είναι κάτι που έρχεται σε σύγκρουση με το αξιακό φορτίο της ίδιας της αριστεράς.
Τελειώνοντας θέλω να πω ότι το πρόβλημα της βίας και το πρόβλημα του χουλιγκανισμού όπως πολύ σωστά ανέπτυξε ο συνάδελφος Γιάννης Πανούσης δεν είναι ένα ελληνικό πρόβλημα, αλλά ευρωπαϊκό. Και επειδή τελευταία αντιλαμβανόμαστε όλοι ότι τα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας έτσι όπως έχουν οξυνθεί και έχουν αναδειχθεί είναι και ευρωπαϊκά προβλήματα. Δεν είναι τυχαίο ότι για το οικονομικό πρόβλημα της χώρας που η Κυβέρνηση κυρίως μιλάει, είναι και ευρωπαϊκό. Έτσι και το πρόβλημα της αντιμετώπισης της βίας χρειάζεται ευρωπαϊκές πολιτικές. Οι ευρωπαϊκές πολιτικές έχουν δυσκολία και θα πρέπει να αναπτυχθούν και για την πάταξη αυτοτελώς του προβλήματος της βίας αλλά και για τις σχέσεις που θα έχει Κομισιόν η Ε.Ε. και οι Εθνικές Κυβερνήσεις με τις διεθνείς ομοσπονδίες τη ΦΙΦΑ και την ΟΥΕΦΑ. Πρέπει να υπάρξει ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο συνεργασίας.
Αυτό το θέμα θα τεθεί από τη μεριά της Κυβέρνησης στη σύνοδο Υπουργών Αθλητισμού στις 18 και 19 του μηνός διότι θεωρούμε ότι είναι πρώτη προτεραιότητα. Τώρα προτεραιότητα μας είναι να λυθεί και να αρχίσει επιτέλους μια συζήτηση με τις διεθνείς ομοσπονδίες σε ένα πλαίσιο κανόνων, υποχρεώσεων και δικαιωμάτων.
Διαλαμβάνονται σήμερα στον Τύπο πληροφορίες, ότι επίκειται αντίδραση αύριο από τις διεθνείς ομοσπονδίες στο νομοσχέδιο το οποίο ψήφισε η Βουλή των Ελλήνων και μάλιστα με διευρυμένη πλειοψηφία. Θέλω να πω ότι η Κυβέρνηση εξάντλησε όλα τα περιθώρια διαλόγου και συνεννόησης με τις διεθνείς ομοσπονδίες και μια ενδεχομένως, δεν το ξέρουμε, τελεσιγραφικού τύπου παρέμβαση σχετικά με το νομοθέτημα το οποίο κυρίαρχα η Βουλή των Ελλήνων ψήφισε, αποτελεί μια προβληματική εξέλιξη σε έναν καλό και εποικοδομητικό διάλογο τον οποίο είχαμε εγκαινιάσει και είχαμε προχωρήσει. Θεωρώ ότι αυτά τα προβλήματα και οι διαφορές που ενδεχομένως να υπάρχουν δεν μπορούν να λύνονται με τελεσιγραφικού τύπου παρεμβάσεις από τη μία ή την άλλη πλευρά.
Χρειάζεται διάλογος και χρειάζεται και η κατανόηση όλων των πτυχών και κυρίως των νομοθετικών ορίων που ο κάθε λαός μέσω του Συντάγματος και της κείμενης νομοθεσίας έχει εγκαινιάσει. Έτσι για να λέμε ότι επιβραβεύεται και επιβεβαιώνεται και η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Όπως η ΟΥΕΦΑ και η ΦΙΦΑ έχουν ένα καταστατικό που το σέβονται και το σεβόμαστε και εμείς και πρέπει να το τηρούν, άλλο τόσο και το ελληνικό κράτος και η ελληνική πολιτεία έχει ένα Σύνταγμα και μία κείμενη νομοθεσία, την οποία πρέπει να σέβονται και να λαμβάνουν υπόψη τους όλοι.
Τις τελευταίες μέρες έχουμε διαπιστώσει και μη θέλοντας να… ρίξουμε λάδι στη φωτιά, ότι εγχώριοι παράγοντες του ποδοσφαίρου έχουν λειτουργήσει όχι προς επιβεβαίωση της προσπάθειας της Κυβέρνησης, να υπάρξει δηλαδή ένα πλαίσιο συνεννόησης με τις διεθνείς ομοσπονδίες και παραμονή των ελληνικών ομάδων στα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα. Παρεμβαίνουν ακριβώς στην αντίθετη περίπτωση, εγχώριοι παράγοντες του ελληνικού ποδοσφαίρου για να υπάρξει αποβολή των ελληνικών ομάδων. Θέλω να τους πω με τον πλέον σαφή και κατηγορηματικό τρόπο, ότι εάν συμβεί το παραμικρό προς αυτή την κατεύθυνση την οποία επικινδύνως ακολουθούν, οι πρώτοι οι οποίοι θα έχουν να υποστούν τα αποτελέσματα των ενεργειών τους θα είναι οι ίδιοι, γιατί πλέον θα συζητούν με την ελληνική κυβέρνηση χωρίς τη διεθνή προστασία. Και αυτό ας το καταλάβουν έστω και τη δωδεκάτη».
Στην ομιλία του ο κ. Κοντονής ανέφερε μεταξύ άλλων τα εξής:
«Είναι ευτυχής σύμπτωση, ότι η σημερινή συζήτηση γίνεται λίγες μέρες μετά την ψήφιση του νέου νόμου που ήρθε να αντιμετωπίσει επείγοντα ζητήματα κατά της βίας. Αυτή την περίοδο που διανύουμε, όσον αφορά τα αθλητικά γεγονότα, δεν είναι μόνο τα θέματα εμπορευματοποίησης του αθλητισμού και ειδικότερα του επαγγελματικού, αλλά και μία βίαιη παρέμβαση οικονομικών παραμέτρων και παραγόντων. Όπως για παράδειγμα το φαινόμενο των στημένων αγώνων. Είναι επίσης η οργάνωση, επ΄ αμοιβή τις περισσότερες φορές, ομάδων φιλάθλων, όπως το περιέγραψε με σαφήνεια και ο κ. Πανούσης, οι οποίοι αν και νομίζουν ότι δίνουν μια… μάχη με έναν ακραίο τρόπο υπέρ της ομάδας και της φανέλας, δίνουν μια… μάχη υπεράσπισης των οικονομικών συμφερόντων των ιδιοκτητών των ομάδων.
Μου κάνει τρομερή εντύπωση, πώς υπάρχουν συμπολίτες μας οι οποίοι στρατεύονται και δεν αντιλαμβάνονται ότι πίσω από οποιαδήποτε συμπάθεια στην ομάδα, όχι μόνο υποκρίνονται, αλλά υπερασπίζονται τα οικονομικά συμφέροντα των ιδιοκτητών των ομάδων. Και μάλιστα όλοι αυτοί που επιτίθενται, το κάνουν ακριβώς για να μην εφαρμόζεται ο νόμος. Αυτό που είναι όρος και προϋπόθεση συνολικής συνύπαρξης, πρέπει να μπει υπό αμφισβήτηση. Υπάρχει παράλληλα από ομάδα φιλάθλων, δηλαδή ένα τμήμα της κοινωνίας η οποία απαιτεί να μην εφαρμόζεται ο νόμος και αντ’ αυτού να λειτουργεί υπέρ ισχυρών οικονομικών παραγόντων. Αυτό είναι όνειδος για την έννομη τάξη της χώρας για μια οργανωμένη κοινωνία ή ένα κράτος δικαίου.
Η κυβέρνηση με την ανάληψη των καθηκόντων της, βρέθηκε μπροστά σε ένα κύμα βίας το οποίο ήταν ακραίο, οργανωμένο και είχε και συνέχεια. Αυτό μας ανάγκασε να πάρουμε τα πρώτα μέτρα, τα οποία ήταν προληπτικά. Τη διακοπή του πρωταθλήματος για μία αγωνιστική και στη συνέχεια τη διεξαγωγή δύο αγωνιστικών, κεκλεισμένων των θυρών, για να αποφευχθούν τα χειρότερα. Αμέσως μετά ακολούθησε η προσπάθεια νομοθέτησης. Θα μιλήσω για τρία σημεία τα οποία είναι πολύ χρήσιμα σε αυτό το νομοσχέδιο.
Το πρώτο είναι η επιβολή από πλευράς του κράτους, διοικητικών προστίμων και ποινών. Θα ήθελα να πω ότι μου είχε κάνει εντύπωση, ως μέλος της κυβέρνησης, ότι όταν διερευνήσαμε το νομοθετικό πλαίσιο για να επέμβουμε, στηλιτεύοντας τέτοια φαινόμενα και κάνοντας σαφή την πρόθεση του κράτους να φέρει ενώπιον των ευθυνών τους, πρώτα και κύρια τις ποδοσφαιρικές ανώνυμες εταιρίες αλλά και όλες τις αθλητικές ανώνυμες εταιρίες, βρεθήκαμε σε ένα κενό. Τέτοιο πράγμα δεν υπήρχε. Σε επιβολή διοικητικών προστίμων δεν μπορούσε να προχωρήσει κανένας κρατικός και διοικητικός φορέας. Και θεσμοθετήσαμε κάτι τέτοιο για να γνωρίζουν όλοι από δω και πέρα, ότι δεν θα έχουν να κάνουν μόνο με την πειθαρχική δικαιοδοσία των διοργανωτριών αρχών, ή την ποινική εμπλοκή, σε περιπτώσεις παραβάσεων του ποινικού νόμου, αλλά θα έχουν να κάνουν με την άμεση επιβολή διοικητικών προστίμων για την πάταξη αυτών των φαινομένων και τον καταλογισμών ευθυνών εκεί που πρέπει.
Το δεύτερο είναι η εμπλοκή πλέον τακτικών δικαστών στην απονομή της πειθαρχικής δικαιοσύνης. Επί περίπου μία δεκαετία, οι φορείς του ποδοσφαίρου οργάνωσαν την πειθαρχική απονομή δικαιοσύνης με έναν τρόπο ο οποίος θα μπορούσε να είναι εξαιρετικός, πλην όμως αποδείχθηκε στην πράξη, ότι ήταν από τους χειρότερους που θα μπορούσε να υπάρξουν. Και το λέω αυτό, διότι δεν θεωρώ ότι είναι τυχαίο, πώς οι πρώτοι οι οποίοι έλαβαν κλήση σε απολογία για κακουργηματικές πράξεις από τον αρμόδιο ειδικό ανακριτή, ήταν ακριβώς αυτά τα μέλη που συγκροτούσαν τα πειθαρχικά συμβούλια και που προφανώς σε αυτό το στάδιο της ποινικής διαδικασίας διακριβώνεται, ότι υπάρχουν σοβαρές ευθύνες. Επομένως αν το κράτος και η κυβέρνηση βλέπει ότι υπάρχει μια παθογένεια, τι θα πρέπει να κάνει; Να κλείσει τα μάτια και να σταυρώσει τα χέρια; ή να επέμβει με το μοναδικό τρόπο που μπορεί, που δεν είναι άλλος από τη νομοθετική διαδικασία;
Το τρίτο ζήτημα για το οποίο έχει… χυθεί πολύ μελάνι, είναι το θέμα του αυτοδιοίκητου. Η ελληνική έννομη τάξη, αναγνωρίζει το αυτοδιοίκητο σε πληθώρα θεσμών στη χώρα, οι οποίοι μπορεί να είναι κρατικοί θεσμοί, όπως είναι τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, αλλά και νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου. Πουθενά όμως η ελληνική έννομη τάξη και ιδίως στον αθλητισμό, δεν αναγνωρίζει καθεστώς αυτονομίας. Το άρθρο 16 παρ. 9 του Συντάγματος ορίζει ότι, ο αθλητισμός εποπτεύεται και ελέγχεται από το κράτος. Δεν λέει το Σύνταγμά μας, εξαιρουμένου του ποδοσφαίρου. Επομένως αν θέλουμε να είμαστε ελαχίστως συνεπείς με τις συνταγματικές διατάξεις θα πρέπει να νομοθετούμε κατά τον τρόπο που μας υποδεικνύεται από το Σύνταγμα. Δυστυχώς τα τελευταία εννέα χρόνια υπήρχε ένα καθεστώς αυτονομίας, όπως ακριβώς περιγραφόταν στο νόμο του 2006, το οποίο επέτρεπε μια κατάσταση ασυδοσίας και ανέλεγκτου, υπέρ της Ελληνικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας. Αυτό το καθεστώς με την ψήφιση του νόμου τελείωσε. Η Ελληνική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία επανέρχεται σε ένα καθεστώς κανονικότητας και αυτοδιοίκητου, το οποίο η ελληνική κυβέρνηση θα σεβαστεί απολύτως, ασκώντας με τα όργανα τα οποία προβλέπονται στην κείμενη νομοθεσία όλες εκείνες τις πράξεις ελέγχου, υπέρ της διαφάνειας, της αξιοκρατίας και της ισονομίας.
Δεν θα επεκταθώ στις άλλες διατάξεις του νόμου. Θα αναφερθώ μόνο στο θέμα των διοικητικών προστίμων, τα οποία μπορεί να επιβληθούν με τη σύμπραξη δύο υπουργών της κυβέρνησης εις βάρος ιδιοκτητών αθλητικών μέσων ενημέρωσης. Και για το οποίο ζήτημα έγινε εκτεταμένος διάλογος. Κατά πρώτον η κυβέρνηση έλαβε σοβαρά υπόψη τις θέσεις των συνδικαλιστικών οργάνων των δημοσιογράφων, τα οποία ζήτησαν να διευκρινιστεί απολύτως ότι αυτά τα διοικητικά πρόστιμα, επιβάλλονται εις βάρος ιδιοκτητών και όχι δημοσιογράφων. Αυτό συμπεριελήφθη με ρητό τρόπο στο νόμο, οπότε δεν μπορεί να γίνει λόγος για λογοκρισία. Εδώ όμως πρέπει να είμαστε περισσότερο ειλικρινείς. Υπάρχει ένα κομμάτι του οπαδικού Τύπου, έντυπου ή ηλεκτρονικού, το οποίο παράγει πρωτογενώς βία. Υπάρχουν πρωτοσέλιδα, ή άρθρα τα οποία κατά τη γνώμη μου, συνιστούν πρόσκληση σε αξιόποινες πράξεις και διοχετεύουν ένα δηλητήριο μισαλλοδοξίας και αλληλοεξόντωσης, ιδίως στους νέους ανθρώπους οι οποίοι είναι οι αναγνώστες αυτών των μέσων. Θέλω να πω ότι όσον αφορά την κυβέρνηση, δεν πρόκειται να στραφούμε εναντίον ουδενός, ό,τι και να γραφτεί εναντίον μας.
Θέλω να λάβετε σοβαρά υπόψη σας το ότι μέτρα που παίρνει η Κυβέρνηση που κορμό έχει την αριστερά, η οποία έχει υποστεί τα πάνδεινα όσον αφορά τον πειθαναγκασμό σε ιδέες και απόψεις και τις κατασταλτικές λειτουργίες μηχανισμών του κράτους, όσον αφορά τις απόψεις και την έκφραση των ιδεών της, δεν πρόκειται να ακολουθήσει τέτοιες πρακτικές, ακριβώς διότι τις έχει υποστεί. Μη φοβόσαστε λοιπόν λογοκρισία. Η λογοκρισία είναι κάτι που έρχεται σε σύγκρουση με το αξιακό φορτίο της ίδιας της αριστεράς.
Τελειώνοντας θέλω να πω ότι το πρόβλημα της βίας και το πρόβλημα του χουλιγκανισμού όπως πολύ σωστά ανέπτυξε ο συνάδελφος Γιάννης Πανούσης δεν είναι ένα ελληνικό πρόβλημα, αλλά ευρωπαϊκό. Και επειδή τελευταία αντιλαμβανόμαστε όλοι ότι τα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας έτσι όπως έχουν οξυνθεί και έχουν αναδειχθεί είναι και ευρωπαϊκά προβλήματα. Δεν είναι τυχαίο ότι για το οικονομικό πρόβλημα της χώρας που η Κυβέρνηση κυρίως μιλάει, είναι και ευρωπαϊκό. Έτσι και το πρόβλημα της αντιμετώπισης της βίας χρειάζεται ευρωπαϊκές πολιτικές. Οι ευρωπαϊκές πολιτικές έχουν δυσκολία και θα πρέπει να αναπτυχθούν και για την πάταξη αυτοτελώς του προβλήματος της βίας αλλά και για τις σχέσεις που θα έχει Κομισιόν η Ε.Ε. και οι Εθνικές Κυβερνήσεις με τις διεθνείς ομοσπονδίες τη ΦΙΦΑ και την ΟΥΕΦΑ. Πρέπει να υπάρξει ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο συνεργασίας.
Αυτό το θέμα θα τεθεί από τη μεριά της Κυβέρνησης στη σύνοδο Υπουργών Αθλητισμού στις 18 και 19 του μηνός διότι θεωρούμε ότι είναι πρώτη προτεραιότητα. Τώρα προτεραιότητα μας είναι να λυθεί και να αρχίσει επιτέλους μια συζήτηση με τις διεθνείς ομοσπονδίες σε ένα πλαίσιο κανόνων, υποχρεώσεων και δικαιωμάτων.
Διαλαμβάνονται σήμερα στον Τύπο πληροφορίες, ότι επίκειται αντίδραση αύριο από τις διεθνείς ομοσπονδίες στο νομοσχέδιο το οποίο ψήφισε η Βουλή των Ελλήνων και μάλιστα με διευρυμένη πλειοψηφία. Θέλω να πω ότι η Κυβέρνηση εξάντλησε όλα τα περιθώρια διαλόγου και συνεννόησης με τις διεθνείς ομοσπονδίες και μια ενδεχομένως, δεν το ξέρουμε, τελεσιγραφικού τύπου παρέμβαση σχετικά με το νομοθέτημα το οποίο κυρίαρχα η Βουλή των Ελλήνων ψήφισε, αποτελεί μια προβληματική εξέλιξη σε έναν καλό και εποικοδομητικό διάλογο τον οποίο είχαμε εγκαινιάσει και είχαμε προχωρήσει. Θεωρώ ότι αυτά τα προβλήματα και οι διαφορές που ενδεχομένως να υπάρχουν δεν μπορούν να λύνονται με τελεσιγραφικού τύπου παρεμβάσεις από τη μία ή την άλλη πλευρά.
Χρειάζεται διάλογος και χρειάζεται και η κατανόηση όλων των πτυχών και κυρίως των νομοθετικών ορίων που ο κάθε λαός μέσω του Συντάγματος και της κείμενης νομοθεσίας έχει εγκαινιάσει. Έτσι για να λέμε ότι επιβραβεύεται και επιβεβαιώνεται και η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Όπως η ΟΥΕΦΑ και η ΦΙΦΑ έχουν ένα καταστατικό που το σέβονται και το σεβόμαστε και εμείς και πρέπει να το τηρούν, άλλο τόσο και το ελληνικό κράτος και η ελληνική πολιτεία έχει ένα Σύνταγμα και μία κείμενη νομοθεσία, την οποία πρέπει να σέβονται και να λαμβάνουν υπόψη τους όλοι.
Τις τελευταίες μέρες έχουμε διαπιστώσει και μη θέλοντας να… ρίξουμε λάδι στη φωτιά, ότι εγχώριοι παράγοντες του ποδοσφαίρου έχουν λειτουργήσει όχι προς επιβεβαίωση της προσπάθειας της Κυβέρνησης, να υπάρξει δηλαδή ένα πλαίσιο συνεννόησης με τις διεθνείς ομοσπονδίες και παραμονή των ελληνικών ομάδων στα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα. Παρεμβαίνουν ακριβώς στην αντίθετη περίπτωση, εγχώριοι παράγοντες του ελληνικού ποδοσφαίρου για να υπάρξει αποβολή των ελληνικών ομάδων. Θέλω να τους πω με τον πλέον σαφή και κατηγορηματικό τρόπο, ότι εάν συμβεί το παραμικρό προς αυτή την κατεύθυνση την οποία επικινδύνως ακολουθούν, οι πρώτοι οι οποίοι θα έχουν να υποστούν τα αποτελέσματα των ενεργειών τους θα είναι οι ίδιοι, γιατί πλέον θα συζητούν με την ελληνική κυβέρνηση χωρίς τη διεθνή προστασία. Και αυτό ας το καταλάβουν έστω και τη δωδεκάτη».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου