Τους ονόμασαν «η ομάδα φάντασμα». Ξεχασμένοι από την Ομοσπονδία, τους
δημοσιογράφους. Απομονωμένοι από τις οικογένειές τους και τους
ανθρώπους της Εθνικής, ανέλαβαν μια σημαντική αποστολή. Να προπονηθούν
για εβδομάδες στα βουνά, προκειμένου να συνηθίσουν τις συνθήκες και το
υψόμετρο που θα απαιτούσε η κρίσιμη αναμέτρηση με την Βολιβία, στο δρόμο
για το Μουντιάλ του 1974.
Ήταν μια περίοδος κρίσιμη για την Αλμπισελέστε. Έχοντας αποτύχει να προκριθεί στην τελική φάση του Μουντιάλ του 1970, δεν διανοούταν καν να χάσει και τη διοργάνωση της Γερμανίας, μια τετραετία πριν αναλάβει η ίδια την φιλοξενεία του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Υπήρχαν ουσιαστικά 8 ομάδες που διεκδικούσαν τρεις θέσεις για την τελική φάση. Η Αργεντινή μπήκε στον δεύτερο όμιλο, με Παραγουάη και Βολιβία. Οι «Βέρδε», χρησιμοποιώντας ως έδρα το γήπεδο της πόλης Λα Παθ, εκμεταλλεύονταν τις συνθήκες που δημιουργούσε το υψόμετρο (κόπωση, ταχυκαρδία, πονοκεφάλους, έλλειψη συγκέντρωσης) και σε συνδυασμό με την πίεση του κόσμου, δυνάμωναν σημαντικά, αν και σε εκείνες τις αναμετρήσεις αποδείχθηκαν κατώτεροι των περιστάσεων. Η Αργεντινή όμως είχε ηττηθεί 3-1 στην προκριματική φάση του Μουντιάλ του '70 από τη Βολιβία και ήξερε ότι πλέον δεν είχε τέτοια περιθώρια.
«Η Αργεντινή ήθελε να διοργανώσει το Μουντιάλ του 1978, το οποίο επίσης είχε διεκδικήσει η Βραζιλία. Ο Αδόλφο Πεδερνέρα, παρά την εμπειρία του, δεν είχε καταφέρει να οδηγήσει την ομάδα στο Μουντιάλ του '70. Έτσι, από τη στιγμή που θέλαμε να διοργανώσουμε το Κύπελλο του '78, δεν γινόταν να μην προκριθούμε στην Γερμανία. Επομένως, ήταν απαραίτητο για την ομάδα να προετοιμαστεί καταλλήλως ώστε να νικήσει στο υψόμετρο της Λα Πας», θυμάται ο Μάριο Σίβορι, ο προπονητής της ομάδας. Η αποστολή ήταν μεγαλεπίβολη: Ταξίδι και προετοιμασία στα βουνά 75 μέρες πριν την αναμέτρηση, για να συνηθίσει το κλίμα!
Οι υπεύθυνοι της Ομοσπονδίας επικεντρώθηκαν ξεχωριστά στο συγκεκριμένο ματς και αφού πέρασαν από ιατρικές εξετάσεις τους παίκτες, αποφάσισαν να «σπάσουν» την Αλμπισελέστε σε δύο γκρουπ. Το πρώτο, θα έπαιζε τρία ματς σε κανονικές συνθήκες και συμπεριελάμβανε το μεγαλύτερο μέρος του κορμού της. Το άλλο, είχε έναν και μοναδικό σκοπό: Την αναμέτρηση στην «Πόλη της ειρήνης». Ο τότε βοηθός του Σίβορι, Μιγέλ Ιγνομιριέγιο, ανέλαβε την αποστολή σε μια εποχή όπου λίγοι κατανοούσαν την σημασία που μπορεί να παίξει το υψόμετρο στην απόδοση. Ανάμεσα στους ποδοσφαιριστές ήταν κάποιοι που έγραψαν τη δική τους ιστορία στο αργεντίνικο ποδόσφαιρο, όπως ο Ρουμπέν Γκλάρια, ο Μέρλο, ο Φιγιόλ, ο Μποτσίνι, ο Τρομπιάνι, ο «Matador» Μάριο Κέμπες και φυσικά ο... γνωστός μας Χουάν Ραμόν Ρότσα, ο οποίος τότε ήταν ταλέντο και έπαιζε στην Νιούελς.
Η πρωτεύουσα της Βολιβίας είναι χτισμένη πάνω από τον ποταμό Τσοκεγιάπου και βρίσκεται σε υψόμετρο 3.632 μέτρων. Οι κάτοικοί της είναι συνηθισμένοι στο υψόμετρο και την έλλειψη οξυγόνου, αν και οι εύποροι προτιμούσαν να κατοικούν στα χαμηλότερα προάστια, για να κάνουν τη ζωή τους πιο άνετη. Για κάθε ομάδα φυσικά που δεν έχει συνηθίσει, οι ντόπιοι έχουν προβάδισμα. Έτσι, ο Ιγνομιριέγιο με τους ποδοσφαιριστές ταξίδεψαν στην πόλη Τιλκάρα στην περιφέρεια Χουχούι της βορειοδυτικής Αργεντινής, στα σύνορα με την Χιλή και τη Βολιβία. Το υψόμετρο είναι 2.500 μέτρα, οπότε θεωρήθηκε ιδανικό για να κάνουν προετοιμασία. Μπήκαν στο αεροπλάνο και μετά στο τρένο, φτάνοντας στην απόλυτη ερημιά. Στην αυτοβιογραφία του, ο Κέμπες χαρακτηρίζει το ξενοδοχείο που έμεναν ως «σκατότρυπα»!
Χωρίς να υπάρχουν χρήματα και με τα δύο πρώτα φιλικά τους ματς να μην έχουν καν κανονισμένους διαιτητές. οι παίκτες ένιωθαν αποκλεισμένοι. Μέλη της αποστολής όπως ο Χότα Χότα Λίπες και ο Ρεινάλντο Μέρλο δεν μπορούσαν να προσαρμοστούν στο υψόμετρο και επέστρεψαν στο Μπουένος Άιρες άρον-΄άρον. «Η Ομοσπονδία μας ξέχασε και τα πράγματα ήταν πολύ άσχημα. Δεν είχαμε τίποτα για να φάμε. Είχαμε κανονίσει δύο φιλικά και καταλήξαμε να παίξουμε σε 6-7, προκειμένου να μας δοθούν χρήματα. Με αυτόν τον τρόπο αγοράζαμε πράγματα από το Σούπερ Μάρκετ και κάποια ήταν φαγώσιμα. Επέστρεψα 6-7 κιλά ελαφρύτερος», τόνιζε ο Κέμπες. Δεν υπήρχε τρόπος επικοινωνίας και ουσιαστικά η αποστολή είχε αφεθεί στη μοίρα της. Την ίδια στιγμή, το άλλο γκρουπ έκανε προετοιμασία στην Ισπανία, αντιμετωπίζοντας «κανονικές» ομάδες και έχοντας συνοδεία τρία άτομα από την Ομοσπονδία. Η «ομάδα-φάντασμα» ήταν μόνη της. Δεν υπήρχαν ούτε δημοσιογράφοι, ούτε στελέχη.
Ανάλογα προβλήματα υπήρχαν και στις μετακινήσεις. Στα φιλικά που έδωσαν στο Περού, όπως θυμάται ο «Ματαδόρ», ταξίδεψαν με ένα παλιό τρένο σε ράγες ξύλινες. Ήταν τόσο άθλιες, που προκάλεσαν μυϊκούς πόνους στους παίκτες. Στο μεταξύ, η Εθνική επικράτησε 4-0 της Βολιβίας στο Μπουένος Άιρες και έφερε ισοπαλία 1-1 με την Παραγουάη εκτός έδρας. Στις 23 Σεπτεμβρίου, ήταν η ώρα για την αναμέτρηση στην Πας.
Ένα σενάριο θέλει τον Σίβορι, τον βασικό Ομοσπονδιακό προπονητή, να ξέχασε τελείως το σχέδιο και να παρέταξε αρχικά την ομάδα με τους ποδοσφαιριστές που έπαιξαν στα υπόλοιπα ματς! Τελικά, με την παρέμβαση του Ιγνομιριέγιο, μπήκαν 7 «φαντάσματα» στην 11άδα. Στο 18' της αναμέτρησης, ο Φορνάρι, μέλος της ομάδας «ειδικής αποστολής», έστειλε με κεφαλιά τη μπάλα στα δίχτυα. Η Αργεντινή είχε τις ανάσες και την συγκέντρωση να υπερασπιστεί μέχρι τέλος το προβάδισμα, παίρνοντας μία κομβική νίκη. «Ήταν το πιο σημαντικό γκολ της ζωής μου. Προπονούμασταν σαράντα μέρες στο Χουχούι, στο Περού, στην Κόστα Ρίκα και στην Πας και ήμασταν ξεχασμένοι. Μας έλεγαν "ομάδα-φάντασμα" και γι' αυτό αποφασίσαμε να βγάλουμε μια σχετική φωτογραφία», τονίζει ο σκόρερ, δίνοντας και το στόρι για την φωτογραφία που από τότε συνοδεύει κάθε αναφορά σε εκείνη την ομάδα. Ο ίδιος δεν έπαιξε ποτέ ξανά με την «Seleccion». Η πολυπόθητη πρόκριση σφραγίστηκε με το 3-1 επί της Παραγουάης.
Παρότι αρχικά η Ομοσπονδία δεν αναγνώριζε τους παίκτες που ήταν στα... βουνά, τελικά πείστηκε να δώσει και σε εκείνους πριμ, έστω και καθυστερημένα. Ωστόσο, αρκετοί από την «Εθνική-φάντασμα» δεν ξαναφόρεσαν ποτέ την αλμπισελέστε φανέλα. Μόνο τέσσερις ήταν στην αποστολή για το Μουντιάλ της Γερμανίας: Ο Γκλαρία, Ο Πόι, Ο Φιγιόλ και φυσικά ο Κέμπες. Άλλοι, έκαναν καριέρα αργότερα, αφού οι περιπέτειες στα βουνά τους βρήκαν σε νεαρή ηλικία. Για τον κόσμο της Αργεντινής όμως, τα «φαντάσματα» δεν ξεχάστηκαν ποτέ...
*Πηγή: gazzetta.gr*
Ήταν μια περίοδος κρίσιμη για την Αλμπισελέστε. Έχοντας αποτύχει να προκριθεί στην τελική φάση του Μουντιάλ του 1970, δεν διανοούταν καν να χάσει και τη διοργάνωση της Γερμανίας, μια τετραετία πριν αναλάβει η ίδια την φιλοξενεία του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Υπήρχαν ουσιαστικά 8 ομάδες που διεκδικούσαν τρεις θέσεις για την τελική φάση. Η Αργεντινή μπήκε στον δεύτερο όμιλο, με Παραγουάη και Βολιβία. Οι «Βέρδε», χρησιμοποιώντας ως έδρα το γήπεδο της πόλης Λα Παθ, εκμεταλλεύονταν τις συνθήκες που δημιουργούσε το υψόμετρο (κόπωση, ταχυκαρδία, πονοκεφάλους, έλλειψη συγκέντρωσης) και σε συνδυασμό με την πίεση του κόσμου, δυνάμωναν σημαντικά, αν και σε εκείνες τις αναμετρήσεις αποδείχθηκαν κατώτεροι των περιστάσεων. Η Αργεντινή όμως είχε ηττηθεί 3-1 στην προκριματική φάση του Μουντιάλ του '70 από τη Βολιβία και ήξερε ότι πλέον δεν είχε τέτοια περιθώρια.
«Η Αργεντινή ήθελε να διοργανώσει το Μουντιάλ του 1978, το οποίο επίσης είχε διεκδικήσει η Βραζιλία. Ο Αδόλφο Πεδερνέρα, παρά την εμπειρία του, δεν είχε καταφέρει να οδηγήσει την ομάδα στο Μουντιάλ του '70. Έτσι, από τη στιγμή που θέλαμε να διοργανώσουμε το Κύπελλο του '78, δεν γινόταν να μην προκριθούμε στην Γερμανία. Επομένως, ήταν απαραίτητο για την ομάδα να προετοιμαστεί καταλλήλως ώστε να νικήσει στο υψόμετρο της Λα Πας», θυμάται ο Μάριο Σίβορι, ο προπονητής της ομάδας. Η αποστολή ήταν μεγαλεπίβολη: Ταξίδι και προετοιμασία στα βουνά 75 μέρες πριν την αναμέτρηση, για να συνηθίσει το κλίμα!
Οι υπεύθυνοι της Ομοσπονδίας επικεντρώθηκαν ξεχωριστά στο συγκεκριμένο ματς και αφού πέρασαν από ιατρικές εξετάσεις τους παίκτες, αποφάσισαν να «σπάσουν» την Αλμπισελέστε σε δύο γκρουπ. Το πρώτο, θα έπαιζε τρία ματς σε κανονικές συνθήκες και συμπεριελάμβανε το μεγαλύτερο μέρος του κορμού της. Το άλλο, είχε έναν και μοναδικό σκοπό: Την αναμέτρηση στην «Πόλη της ειρήνης». Ο τότε βοηθός του Σίβορι, Μιγέλ Ιγνομιριέγιο, ανέλαβε την αποστολή σε μια εποχή όπου λίγοι κατανοούσαν την σημασία που μπορεί να παίξει το υψόμετρο στην απόδοση. Ανάμεσα στους ποδοσφαιριστές ήταν κάποιοι που έγραψαν τη δική τους ιστορία στο αργεντίνικο ποδόσφαιρο, όπως ο Ρουμπέν Γκλάρια, ο Μέρλο, ο Φιγιόλ, ο Μποτσίνι, ο Τρομπιάνι, ο «Matador» Μάριο Κέμπες και φυσικά ο... γνωστός μας Χουάν Ραμόν Ρότσα, ο οποίος τότε ήταν ταλέντο και έπαιζε στην Νιούελς.
Η πρωτεύουσα της Βολιβίας είναι χτισμένη πάνω από τον ποταμό Τσοκεγιάπου και βρίσκεται σε υψόμετρο 3.632 μέτρων. Οι κάτοικοί της είναι συνηθισμένοι στο υψόμετρο και την έλλειψη οξυγόνου, αν και οι εύποροι προτιμούσαν να κατοικούν στα χαμηλότερα προάστια, για να κάνουν τη ζωή τους πιο άνετη. Για κάθε ομάδα φυσικά που δεν έχει συνηθίσει, οι ντόπιοι έχουν προβάδισμα. Έτσι, ο Ιγνομιριέγιο με τους ποδοσφαιριστές ταξίδεψαν στην πόλη Τιλκάρα στην περιφέρεια Χουχούι της βορειοδυτικής Αργεντινής, στα σύνορα με την Χιλή και τη Βολιβία. Το υψόμετρο είναι 2.500 μέτρα, οπότε θεωρήθηκε ιδανικό για να κάνουν προετοιμασία. Μπήκαν στο αεροπλάνο και μετά στο τρένο, φτάνοντας στην απόλυτη ερημιά. Στην αυτοβιογραφία του, ο Κέμπες χαρακτηρίζει το ξενοδοχείο που έμεναν ως «σκατότρυπα»!
Χωρίς να υπάρχουν χρήματα και με τα δύο πρώτα φιλικά τους ματς να μην έχουν καν κανονισμένους διαιτητές. οι παίκτες ένιωθαν αποκλεισμένοι. Μέλη της αποστολής όπως ο Χότα Χότα Λίπες και ο Ρεινάλντο Μέρλο δεν μπορούσαν να προσαρμοστούν στο υψόμετρο και επέστρεψαν στο Μπουένος Άιρες άρον-΄άρον. «Η Ομοσπονδία μας ξέχασε και τα πράγματα ήταν πολύ άσχημα. Δεν είχαμε τίποτα για να φάμε. Είχαμε κανονίσει δύο φιλικά και καταλήξαμε να παίξουμε σε 6-7, προκειμένου να μας δοθούν χρήματα. Με αυτόν τον τρόπο αγοράζαμε πράγματα από το Σούπερ Μάρκετ και κάποια ήταν φαγώσιμα. Επέστρεψα 6-7 κιλά ελαφρύτερος», τόνιζε ο Κέμπες. Δεν υπήρχε τρόπος επικοινωνίας και ουσιαστικά η αποστολή είχε αφεθεί στη μοίρα της. Την ίδια στιγμή, το άλλο γκρουπ έκανε προετοιμασία στην Ισπανία, αντιμετωπίζοντας «κανονικές» ομάδες και έχοντας συνοδεία τρία άτομα από την Ομοσπονδία. Η «ομάδα-φάντασμα» ήταν μόνη της. Δεν υπήρχαν ούτε δημοσιογράφοι, ούτε στελέχη.
Ανάλογα προβλήματα υπήρχαν και στις μετακινήσεις. Στα φιλικά που έδωσαν στο Περού, όπως θυμάται ο «Ματαδόρ», ταξίδεψαν με ένα παλιό τρένο σε ράγες ξύλινες. Ήταν τόσο άθλιες, που προκάλεσαν μυϊκούς πόνους στους παίκτες. Στο μεταξύ, η Εθνική επικράτησε 4-0 της Βολιβίας στο Μπουένος Άιρες και έφερε ισοπαλία 1-1 με την Παραγουάη εκτός έδρας. Στις 23 Σεπτεμβρίου, ήταν η ώρα για την αναμέτρηση στην Πας.
Ένα σενάριο θέλει τον Σίβορι, τον βασικό Ομοσπονδιακό προπονητή, να ξέχασε τελείως το σχέδιο και να παρέταξε αρχικά την ομάδα με τους ποδοσφαιριστές που έπαιξαν στα υπόλοιπα ματς! Τελικά, με την παρέμβαση του Ιγνομιριέγιο, μπήκαν 7 «φαντάσματα» στην 11άδα. Στο 18' της αναμέτρησης, ο Φορνάρι, μέλος της ομάδας «ειδικής αποστολής», έστειλε με κεφαλιά τη μπάλα στα δίχτυα. Η Αργεντινή είχε τις ανάσες και την συγκέντρωση να υπερασπιστεί μέχρι τέλος το προβάδισμα, παίρνοντας μία κομβική νίκη. «Ήταν το πιο σημαντικό γκολ της ζωής μου. Προπονούμασταν σαράντα μέρες στο Χουχούι, στο Περού, στην Κόστα Ρίκα και στην Πας και ήμασταν ξεχασμένοι. Μας έλεγαν "ομάδα-φάντασμα" και γι' αυτό αποφασίσαμε να βγάλουμε μια σχετική φωτογραφία», τονίζει ο σκόρερ, δίνοντας και το στόρι για την φωτογραφία που από τότε συνοδεύει κάθε αναφορά σε εκείνη την ομάδα. Ο ίδιος δεν έπαιξε ποτέ ξανά με την «Seleccion». Η πολυπόθητη πρόκριση σφραγίστηκε με το 3-1 επί της Παραγουάης.
Παρότι αρχικά η Ομοσπονδία δεν αναγνώριζε τους παίκτες που ήταν στα... βουνά, τελικά πείστηκε να δώσει και σε εκείνους πριμ, έστω και καθυστερημένα. Ωστόσο, αρκετοί από την «Εθνική-φάντασμα» δεν ξαναφόρεσαν ποτέ την αλμπισελέστε φανέλα. Μόνο τέσσερις ήταν στην αποστολή για το Μουντιάλ της Γερμανίας: Ο Γκλαρία, Ο Πόι, Ο Φιγιόλ και φυσικά ο Κέμπες. Άλλοι, έκαναν καριέρα αργότερα, αφού οι περιπέτειες στα βουνά τους βρήκαν σε νεαρή ηλικία. Για τον κόσμο της Αργεντινής όμως, τα «φαντάσματα» δεν ξεχάστηκαν ποτέ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου