Στις
κοινωνικές συναναστροφές, διαχρονικά, έπιανα συχνά τον εαυτό μου να
στέκεται αμήχανα και να έρχεται σε δύσκολη θέση κάθε φορά που συναντούσα
έναν άνθρωπο που δεν είχε εμπειρία ποδοσφαίρου ή ομαδικού αθλητισμού.
Ακόμη και σήμερα μου είναι εξαιρετικά δύσκολο να εξηγήσω και να αναλύσω,
σε κάποιον που δεν νιώθει, τι είναι και τι προσφέρει το ποδόσφαιρο σ’
αυτόν που το αγαπά. Γι’ αυτό άλλωστε μου είναι αδιανόητα αδύνατο να
εξηγήσω και να απαριθμήσω τα οφέλη μου, τα περιουσιακά μου στοιχεία μετά
από 30+ χρόνια σχέσης με το ποδόσφαιρο και γενικότερα τον ομαδικό
αθλητισμό. Προτιμώ να μένω σιωπηλός σε τέτοιες περιστάσεις. Τι να
εξηγήσεις άλλωστε σε κάποιον που έχει ανατραφεί, ενηλικιωθεί χωρίς
αθλητισμό στη ζωή του; Σ’ αυτόν που ακούει “ποδόσφαιρο” και φέρνει στο
μυαλό την εικόνα μιας ανοιχτής τηλεόρασης που παίζει κάτι που του είναι
από αδιάφορο έως αποκρουστικό;
Εκεί που δεν μένω ποτέ σιωπηλός είναι σε κάθε συναναστροφή με έναν
πιτσιρικά που βρίσκω μπροστά μου. Κι είναι τότε που ξαφνικά με πλακώνουν
τα επιχειρήματα και μια λαχτάρα να τα απλοποιήσω, να τα πλάσω σε μικρές
ιστορίες για να τις διηγηθώ και να πείσω, να εμπνεύσω, να ιντριγκάρω
και τελικώς να παρακινήσω τον πιτσιρικά να δοκιμάσει, να αρχίσει τη
σχέση όπως εγώ, από τη γειτονιά με τους πιτσιρικάδες φίλους του. Είναι
τότε που κάνω την ευχή η επιρροή μου να αποδειχθεί αρκετή για να βάλει
τον πιτσιρικά στον αθλητικό δρόμο, με την ευχή να πάρει εκείνος, να
νιώσει εκείνος πολύ περισσότερα, να γίνει πιο πλούσιος από μένα σε
εμπειρίες και συναισθήματα.
Στα γράφω όλα αυτά επειδή το βράδυ της Κυριακής βρέθηκε στο inbox μου ακόμη μια τέτοια ιστορία, για να ανανεώσω το ρεπερτόριό μου. Μου την διηγήθηκε ψηφιακά ο πρωταγωνιστής της, ένας αναγνώστης αυτού του blog, ο Χαράλαμπος Σβανάς. Ο άνεμος φύσηξε τον Χάρη στη Σεούλ. Πέρασε εκεί τα τελευταία τέσσερα χρόνια της ζωής του, μαζί με τη σύζυγό του, για να εργαστεί σε ένα πανεπιστήμιο της Σεούλ. Την γλώσσα δεν την έμαθε, δεν την μίλησε ποτέ. Επιστρέφοντας όμως στην Ελλάδα έφερε μαζί του την νοσταλγία, διότι πρόλαβε να κάνει φίλους, που σήμερα τους έχει επιθυμήσει, φίλους που του λείπουν ήδη. Κι ενώ δεν μίλησε ποτέ τη γλώσσα τους, ούτε αυτοί τη δική του, έχει βρει και έναν τρόπο να επικοινωνεί. Έγραψε αυτή την ιστορία, και τώρα που αυτή δημοσιεύεται, έχει ένα url για να στείλει στον πρόεδρο, τον προπονητή, τους συμπαίκτες, για να πει με τον τρόπο του πόσο πολύ το εννοούσε το “ευχαριστώ” για όσα του έδιναν κάθε Κυριακή, για όσα πήρε παίζοντας το ποδόσφαιρο των πέντε ημιχρόνων στους -10 βαθμούς Κελσίου από τις 8 το πρωί μέχρι το μεσημέρι. Μια ιστορία που μοιράζεται μαζί μας.
Είναι η καλύτερη στιγμή της εβδομάδας. Κυριακή πρωί στις 7. Η μοναδική μέρα που μπορώ και ανοίγω τα μάτια χωρίς ξυπνητήρι. Μετά από ένα γρήγορο πρόγευμα φοράω ευλαβικά τη γαλανόλευκη στολή της ομάδας, σκούφιες και προβιές και πετάγομαι έξω στα χιόνια. Διασχίζω καμαρωτός τη γραφική παραδοσιακή γειτονιά και μετά από λίγα λεπτά περπάτημα στο δρόμο με τις λεύκες φτάνω στην είσοδο. Ξεπαγιασμένος κοιτάω το ρολόι του σταδίου που δείχνει την θερμοκρασία. Δείχνει -10 και δεν είναι χαλασμένο. Είναι απλά άλλη μια χειμωνιάτικη Κυριακή στο γήπεδο!
Με γοργό βήμα φτάνω στην μικρή κερκίδα που μαζευόμαστε πάντα. Ο Τσονγκ ο καλαμπουρτζής της ομάδας μου φωνάζει από μακρυά ‘Χελλο Γκρέκο’’ γελώντας ενώ ο προπονητής Μουν με χαιρετά με το γνωστό νεύμα όπως πάντα σοβαρός. Καλημέρα τους λέω κι εγώ στα κορεάτικα, μια από τις μετρημένες στα δάχτυλα λέξεις που ξέρω. Πριν αρχίσω ζέσταμα παίρνω κι εγώ μια σακούλα και βοηθάω στο καθάρισμα των σκουπιδιών όπως κάνουν όλοι. Καθαριότητα πάνω απ' όλα. ''Χάρη-Σου'' με φωνάζει ο Σονγκ ο μάγειρας και μου προσφέρει το χάρτινο ποτήρι με το καθιερωμένο ζεστό καφεδάκι που μοιράζει σε όλους. Ακολούθως για κανά δεκάλεπτο ο προπονητής Μουν σε άπταιστα κορεάτικα μας εξηγεί σ'ένα πίνακα με μαγνητάκια-παίκτες το σύστημα της ημέρας. Ποτέ δεν κατάλαβα ούτε μια λέξη αλλά ακόμα και σήμερα πιστεύω με αφέλεια οτι εφάρμοζα πάντα σωστά τις οδηγίες του. Κάποτε η γλώσσα του σώματος τα λέει όλα.
Κατά τις 8 και οι δύο ομάδες είμαστε στη σέντρα παραταγμένοι σε γραμμές. Ο σοφός πενηνταπεντάρης Χάα, ο γηραιότερος παίχτης της ομάδας, μας δίνει το έναυσμα για να ξεκινήσει ο αγώνας. ‘Ολοι οι παίχτες κάνουν χειραψία και υποκλίνονται ο ένας στον άλλο ως ένδειξη σεβασμού. Το παν δεν είναι η νίκη εδώ αλλά ο σεβασμός στο παιχνίδι. Το ματς ξεκινά κι εκει είναι που καταλαβαίνω πως περάσανε τα χρόνια.
Με την γλώσσα έξω προσπαθώ λαχανιάζοντας ν ακολουθήσω τον φρενήρη ρυθμό τον τρεχαλατζήδων κορεατών. Στο ημίχρονο δεν μιλώ ούτε αναπνέω, το πρόσωπο μου έχει παγώσει. Ο μάγειρας Σόνγκ ρίχνει χταπόδια στη χύτρα ενώ ο Τσόνγκ μου προσφέρει ένα ποτήρι μπακολί, το τοπικό άσπρο κρασί που μοιάζει με γάλα και αγνώστου ταυτότητας μεζεδάκια για τσίμπημα. Άλλοι καπνίζουν, άλλοι τρώνε και άλλοι γελάνε με το αυτογκόλ που έβαλε ο Παρκ. Εγώ προσπαθώ να καταλάβω έστω και μια λέξη αλλά γρήγορα εγκαταλείπω. Απλά χαμογελώ και καταβροχθίζω ένα χταποδάκι για ν’αντέξω τα υπόλοιπα 5 ημίχρονα. Ναι, τόσο διαρκεί το παιχνίδι, εδώ είναι Κορέα!
Σε καποιο ημίχρονο ο Λι Γιουνκ Μιν ο παίχτης-πρόεδρος της ομάδας μου εξηγεί οτι την ίδρυσε πριν από 25 χρόνια μαζί με δύο φίλους του και την ονόμασε 축 우 회,που σημαίνει ''Ομάδα φίλων που αγαπάνε το ποδόσφαιρο''. Σήμερα η ομάδα αποτελείται από παίχτες όλων των ηλικιών, από νεαρούς εικοσάρηδες αλλά και από βετεράνους πενηντάρηδες.
Κατα τις 1 το μεσημέρι μετά από 5 ώρες μπάλα μαζευόμαστε όλοι στο κέντρο κατάκοποι αλλά χαρούμενοι. Κανένας δεν κράτησε σκορ, άλλωστε δεν έχει σημασία. Αυτό που μένει είναι η χαρά του παιχνιδιού. Ο Σονγκ προσφέρει σε όλους ένα μπολ με ζεστή αχνιστή σούπα ενώ ο ήλιος πασχίζει να καβαλήσει τα σπιρτόκουτα απέναντι,βγάζοντας μου τη γλώσσα κοροιδευτικα "Ξεκινώ για τα μέρη σου Γκρέκο...''
...Κοιτάζω έξω απ το παράθυρο του διαμερίσματος και ο δυνατός μεσογειακός ήλιος με τυφλώνει. Νιώθω και πάλι αυτό το σφίξιμο στ αριστερά, αυτό τον πόνο που με πιάνει κάθε Κυριακή πρωί.Με νοσταλγία κοιτάω την ομαδική φωτογραφία που μου έκαναν δώρο την τελευταία μου μέρα στην Κορέα οι συμπαίκτες μου. Είναι εκεί, καρφωμένη στον τοίχο για να μου θυμίζει τους φίλους που άφησα πισω. Είναι εκεί για να μου χαρίζει τη μάταιη ελπίδα οτι μια μέρα θα με ξαναφέρει η μοίρα στη μακρινή αυτή γη...κι ένα κυριακάτικο πρωινό θ ανταμώσουμε όλοι και πάλι με συντροφιά μια μπάλα κι ενα κρασί που μοιάζει με γάλα... “.
Στο μήνυμά του ο Χάρης μου έγραφε ότι έχει νόημα αυτή η δημοσίευση επειδή θα δώσει χαρά σε δεκάδες Κορεάτες. Το κίνητρό μου όμως ήταν άλλο. Σε μια στιγμή που έπιανα τον εαυτό μου να σιχαίνεται τις ιστορίες που γεννά το ελληνικό ποδόσφαιρο, με αφορμή και αιτία αυτό που συνέβη στο Ηρόδοτος - Εθνικός, αυτή η ιστορία ήρθε σαν δώρο, το βράδυ της Κυριακής, για να μου κάνει τη χάρη να μου υπενθυμίσει ότι το ποδόσφαιρο που εγώ αγαπώ δεν έχει σχέση μ’ αυτά και μ’ αυτούς που το βιάζουν.
Στα γράφω όλα αυτά επειδή το βράδυ της Κυριακής βρέθηκε στο inbox μου ακόμη μια τέτοια ιστορία, για να ανανεώσω το ρεπερτόριό μου. Μου την διηγήθηκε ψηφιακά ο πρωταγωνιστής της, ένας αναγνώστης αυτού του blog, ο Χαράλαμπος Σβανάς. Ο άνεμος φύσηξε τον Χάρη στη Σεούλ. Πέρασε εκεί τα τελευταία τέσσερα χρόνια της ζωής του, μαζί με τη σύζυγό του, για να εργαστεί σε ένα πανεπιστήμιο της Σεούλ. Την γλώσσα δεν την έμαθε, δεν την μίλησε ποτέ. Επιστρέφοντας όμως στην Ελλάδα έφερε μαζί του την νοσταλγία, διότι πρόλαβε να κάνει φίλους, που σήμερα τους έχει επιθυμήσει, φίλους που του λείπουν ήδη. Κι ενώ δεν μίλησε ποτέ τη γλώσσα τους, ούτε αυτοί τη δική του, έχει βρει και έναν τρόπο να επικοινωνεί. Έγραψε αυτή την ιστορία, και τώρα που αυτή δημοσιεύεται, έχει ένα url για να στείλει στον πρόεδρο, τον προπονητή, τους συμπαίκτες, για να πει με τον τρόπο του πόσο πολύ το εννοούσε το “ευχαριστώ” για όσα του έδιναν κάθε Κυριακή, για όσα πήρε παίζοντας το ποδόσφαιρο των πέντε ημιχρόνων στους -10 βαθμούς Κελσίου από τις 8 το πρωί μέχρι το μεσημέρι. Μια ιστορία που μοιράζεται μαζί μας.
Κυριακή πρωί στην Κορέα
Είναι η καλύτερη στιγμή της εβδομάδας. Κυριακή πρωί στις 7. Η μοναδική μέρα που μπορώ και ανοίγω τα μάτια χωρίς ξυπνητήρι. Μετά από ένα γρήγορο πρόγευμα φοράω ευλαβικά τη γαλανόλευκη στολή της ομάδας, σκούφιες και προβιές και πετάγομαι έξω στα χιόνια. Διασχίζω καμαρωτός τη γραφική παραδοσιακή γειτονιά και μετά από λίγα λεπτά περπάτημα στο δρόμο με τις λεύκες φτάνω στην είσοδο. Ξεπαγιασμένος κοιτάω το ρολόι του σταδίου που δείχνει την θερμοκρασία. Δείχνει -10 και δεν είναι χαλασμένο. Είναι απλά άλλη μια χειμωνιάτικη Κυριακή στο γήπεδο!
Με γοργό βήμα φτάνω στην μικρή κερκίδα που μαζευόμαστε πάντα. Ο Τσονγκ ο καλαμπουρτζής της ομάδας μου φωνάζει από μακρυά ‘Χελλο Γκρέκο’’ γελώντας ενώ ο προπονητής Μουν με χαιρετά με το γνωστό νεύμα όπως πάντα σοβαρός. Καλημέρα τους λέω κι εγώ στα κορεάτικα, μια από τις μετρημένες στα δάχτυλα λέξεις που ξέρω. Πριν αρχίσω ζέσταμα παίρνω κι εγώ μια σακούλα και βοηθάω στο καθάρισμα των σκουπιδιών όπως κάνουν όλοι. Καθαριότητα πάνω απ' όλα. ''Χάρη-Σου'' με φωνάζει ο Σονγκ ο μάγειρας και μου προσφέρει το χάρτινο ποτήρι με το καθιερωμένο ζεστό καφεδάκι που μοιράζει σε όλους. Ακολούθως για κανά δεκάλεπτο ο προπονητής Μουν σε άπταιστα κορεάτικα μας εξηγεί σ'ένα πίνακα με μαγνητάκια-παίκτες το σύστημα της ημέρας. Ποτέ δεν κατάλαβα ούτε μια λέξη αλλά ακόμα και σήμερα πιστεύω με αφέλεια οτι εφάρμοζα πάντα σωστά τις οδηγίες του. Κάποτε η γλώσσα του σώματος τα λέει όλα.
Κατά τις 8 και οι δύο ομάδες είμαστε στη σέντρα παραταγμένοι σε γραμμές. Ο σοφός πενηνταπεντάρης Χάα, ο γηραιότερος παίχτης της ομάδας, μας δίνει το έναυσμα για να ξεκινήσει ο αγώνας. ‘Ολοι οι παίχτες κάνουν χειραψία και υποκλίνονται ο ένας στον άλλο ως ένδειξη σεβασμού. Το παν δεν είναι η νίκη εδώ αλλά ο σεβασμός στο παιχνίδι. Το ματς ξεκινά κι εκει είναι που καταλαβαίνω πως περάσανε τα χρόνια.
Με την γλώσσα έξω προσπαθώ λαχανιάζοντας ν ακολουθήσω τον φρενήρη ρυθμό τον τρεχαλατζήδων κορεατών. Στο ημίχρονο δεν μιλώ ούτε αναπνέω, το πρόσωπο μου έχει παγώσει. Ο μάγειρας Σόνγκ ρίχνει χταπόδια στη χύτρα ενώ ο Τσόνγκ μου προσφέρει ένα ποτήρι μπακολί, το τοπικό άσπρο κρασί που μοιάζει με γάλα και αγνώστου ταυτότητας μεζεδάκια για τσίμπημα. Άλλοι καπνίζουν, άλλοι τρώνε και άλλοι γελάνε με το αυτογκόλ που έβαλε ο Παρκ. Εγώ προσπαθώ να καταλάβω έστω και μια λέξη αλλά γρήγορα εγκαταλείπω. Απλά χαμογελώ και καταβροχθίζω ένα χταποδάκι για ν’αντέξω τα υπόλοιπα 5 ημίχρονα. Ναι, τόσο διαρκεί το παιχνίδι, εδώ είναι Κορέα!
Σε καποιο ημίχρονο ο Λι Γιουνκ Μιν ο παίχτης-πρόεδρος της ομάδας μου εξηγεί οτι την ίδρυσε πριν από 25 χρόνια μαζί με δύο φίλους του και την ονόμασε 축 우 회,που σημαίνει ''Ομάδα φίλων που αγαπάνε το ποδόσφαιρο''. Σήμερα η ομάδα αποτελείται από παίχτες όλων των ηλικιών, από νεαρούς εικοσάρηδες αλλά και από βετεράνους πενηντάρηδες.
Κατα τις 1 το μεσημέρι μετά από 5 ώρες μπάλα μαζευόμαστε όλοι στο κέντρο κατάκοποι αλλά χαρούμενοι. Κανένας δεν κράτησε σκορ, άλλωστε δεν έχει σημασία. Αυτό που μένει είναι η χαρά του παιχνιδιού. Ο Σονγκ προσφέρει σε όλους ένα μπολ με ζεστή αχνιστή σούπα ενώ ο ήλιος πασχίζει να καβαλήσει τα σπιρτόκουτα απέναντι,βγάζοντας μου τη γλώσσα κοροιδευτικα "Ξεκινώ για τα μέρη σου Γκρέκο...''
...Κοιτάζω έξω απ το παράθυρο του διαμερίσματος και ο δυνατός μεσογειακός ήλιος με τυφλώνει. Νιώθω και πάλι αυτό το σφίξιμο στ αριστερά, αυτό τον πόνο που με πιάνει κάθε Κυριακή πρωί.Με νοσταλγία κοιτάω την ομαδική φωτογραφία που μου έκαναν δώρο την τελευταία μου μέρα στην Κορέα οι συμπαίκτες μου. Είναι εκεί, καρφωμένη στον τοίχο για να μου θυμίζει τους φίλους που άφησα πισω. Είναι εκεί για να μου χαρίζει τη μάταιη ελπίδα οτι μια μέρα θα με ξαναφέρει η μοίρα στη μακρινή αυτή γη...κι ένα κυριακάτικο πρωινό θ ανταμώσουμε όλοι και πάλι με συντροφιά μια μπάλα κι ενα κρασί που μοιάζει με γάλα... “.
Στο μήνυμά του ο Χάρης μου έγραφε ότι έχει νόημα αυτή η δημοσίευση επειδή θα δώσει χαρά σε δεκάδες Κορεάτες. Το κίνητρό μου όμως ήταν άλλο. Σε μια στιγμή που έπιανα τον εαυτό μου να σιχαίνεται τις ιστορίες που γεννά το ελληνικό ποδόσφαιρο, με αφορμή και αιτία αυτό που συνέβη στο Ηρόδοτος - Εθνικός, αυτή η ιστορία ήρθε σαν δώρο, το βράδυ της Κυριακής, για να μου κάνει τη χάρη να μου υπενθυμίσει ότι το ποδόσφαιρο που εγώ αγαπώ δεν έχει σχέση μ’ αυτά και μ’ αυτούς που το βιάζουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου