Μικρό κι
αμούστακο παιδί με κοντά παντελονάκια που με πλάνεψε η... ρουφιάνα η
δημοσιογραφία, ένας βασικός και εν πολλοίς απαράβατος νόμος στο σινάφι
μας έλεγε πως απαγορεύεται να γράφουμε σε πρώτο πρόσωπο.
Έπρεπε να τρίψεις πολλά παντελόνια στη δουλειά και να
γεράσεις για να γίνει ανεκτική η συνείδηση σου και να κάνεις επιτέλους
αντίσταση στον άγραφο κανόνα...
Τον τηρούσα αυτό το νόμο χωρίς καμιά εξαίρεση και καμιά παρέκκλιση
μέχρι τα τριάντα μου, αλλά έτυχε η κακιά στιγμή και τον παραβίασα πριν
από είκοσι χρόνια και κάτι μήνες: εκείνη την αποφράδα ημέρα που μια
μεγάλη αποκλειστικότητα κατάντησε ανεπιθύμητη, μακάβρια, θλιβερή και
καταραμένη ...Στο υστερόγραφο εκείνου του κειμένου μάλιστα, στο εβδομαδιαίο περιοδικό του μπάσκετ, το «Τρίποντο» ζητούσα συγνώμη από τους αναγνώστες και από τον ίδιο μου τον εαυτό για τις πολλές προσωπικές αναφορές. Έγραφα τότε ότι «το κάνω για πρώτη φορά στη ζωή μου κι ίσως για τελευταία», αλλά μετά από είκοσι χρόνια το αδίκημα (της υπόσχεσης να μην ξανακυλήσω) έχει παραγραφεί...
Κάθε χρόνο από τότε, όταν το ημερολόγιο δείχνει 7 Ιουνίου, νιώθω την ίδια ανατριχίλα να διαπερνάει το κορμί μου και συννεφιάζω. Τα πρώτα χρόνια, στο λόγο της τιμής μου, βούρκωνα κιόλας, όντας ανήμπορος να σηκώσω το άχθος εκείνης της θλιβερής αποκλειστικότητας: της συνέντευξης με έναν νεκρό!
Είκοσι χρόνια πίσω. Αξημέρωτα της Τετάρτης, 2 Ιουνίου του 1993, έφτασα στο Βρότσλαβ της Πολωνίας, σε... διατεταγμένη (από την μπασκετική διαστροφή μου) αποστολή. Βούιζε ο κόσμος τότε πως ο Ντράζεν Πέτροβιτς επιστρέφει στην Ευρώπη και μάλιστα βρίσκεται σε προχωρημένες συζητήσεις με τον Παναθηναϊκό, με προξενητή τον συμπατριώτη και αδελφοποιτό του Στόγιαν Βράνκοβιτς και με μεσάζοντα τον Αμερικανό ατζέντη του, τον Γουόρεν Λεγκάριε, ο οποίος εκείνες τις μέρες βρισκόταν στην Κόστα Ρίκα για διακοπές...
Καταμεσής των φημών, αποφάσισα να ξεδιαλύνω την κατάσταση. Τότε εργαζόμουν στα «ΝΕΑ» και ο συχωρεμένος ο διευθυντής της εφημερίδας, ο Λέων Καραπαναγιώτης ενέκρινε το αίτημα μου γι αυτή την αποστολή. Με το που πάτησα το πόδι μου στο Βρότσλαβ πήγα κατ' ευθείαν στο ξενοδοχείο «Πολόνια», όπου είχα κλείσει, από τηλεφώνου, το ραντεβού με τον Ντράζεν με τον οποίο γνωριζόμασταν πάνω από δέκα χρόνια. Τον είχα πρωτοδεί στο Βαλκανικό Πρωτάθλημα εφήβων του 1982 στην Πάτρα, έπαθα ψύχωση μαζί του και από τότε με θεωρούσε κάτι παραπάνω από γνωστό του, τολμώ να πω φίλο του!
Το Βρότσλαβ εκείνες τις μέρες φιλοξενούσε το Challenge Round του επικείμενου Ευρωμπάσκετ (στη Γερμανία) και πρωί πρωί με το που μπήκα στο ξενοδοχείο, είδα στο σαλόνι τον (πρώην προπονητή του ΠΑΟΚ και τότε συνεργάτη του Μίρκο Νόβοσελ στον πάγκο της Κροατίας) Γιόζιπ Τζέρτζια να απολαμβάνει τον εσπρέσο του και να καπνίζει αρειμανίως τα Dunhill του. Του εξήγησα τι γύρευα και μου είπε ότι ο Ντράζεν θα κατέβαινε σε πέντε λεπτά διότι θα πήγαιναν στο γήπεδο για προπόνηση....
Προτού αποσώσει την κουβέντα του, είδα τον "Μότσαρτ" να βγαίνει από το ασανσέρ φορώντας ένα μπλουζάκι των Νετς και κρατώντας στα χέρια τα αθλητικά μποτάκια του. Χαιρετηθήκαμε με εγκαρδιότητα, του εξήγησα τι γύρευα εκεί και ανανεώσαμε το ραντεβού μας για το απόγευμα. Η καρδιά μου χτύπαγε δυνατά, διότι η συνέντευξη θα έκανε πάταγο: τόσο πολύ ενθουσιάστηκα, που φόρεσα κιόλας σκούρο κοστούμι, με άσπρο πουκάμισο και μια κόκκινη φωτεινή γραβάτα!
Έκανα μια μικρή βόλτα στην πόλη και το απομεσήμερο γύρισα στο ξενοδοχείο και βολεύτηκα σε έναν καναπέ στο σαλόνι. Ετοίμασα τις ερωτήσεις της συνέντευξης, παρήγγειλα έναν καφέ κι όταν κατέβηκε από το δωμάτιο του, ζήτησα από τον σερβιτόρο να μας βγάλει μια φωτογραφία, χωρίς να φαντάζομαι ότι της έμελλε να καταντήσει ενθύμημα μουσειακού χαρακτήρα! Μιλήσαμε για μιάμιση ώρα, είπαμε πολλά και διάφορα, ενθουσιάστηκα με την αποκλειστικότητα, τον αποχαιρέτησα και ανανεώσαμε το ραντεβού μας για μερικές μέρες αργότερα στην τελική φάση του Ευρωμπάσκετ, στο Μόναχο...
Δεν έβλεπα την ώρα να επιστρέψω στην Αθήνα, αυτό εξυπακούεται. Κουβαλούσα μαζί μου κιόλας τη γραφομηχανή και άρχισα να χτυπάω με μανία τα πλήκτρα της από το ίδιο βράδυ στο δωμάτιο του ξενοδοχείου. Πετούσα χαράματα και δεν έκλεισα μάτι τόσο από την πρεμούρα μου να γράψω τη συνέντευξη ώστε να μη μου ξεφύγει ούτε μια κεραία απ' όσα είχε πει, όσο και από την ανυπομονησία μου να πάρω την πτήση της επιστροφής...
Η περιβόητη συνέντευξη δημοσιεύθηκε στα «ΝΕΑ» το Σάββατο 5 Ιουνίου με τίτλο «Ξαναφέρνω το αληθινό μπάσκετ» και με υπότιτλο «Τι υπόσχεται ο Πέτροβιτς για τον Παναθηναϊκό και την Ευρώπη». Στη συνέντευξη που αναδημοσιεύθηκε και στο «Τρίποντο» της Τρίτης, 8 Ιουνίου (με τίτλο «Θα καταβροχθίσουμε τους τίτλους») ο Ντράζεν έκανε και μια σοκαριστική αποκάλυψη: «Tόσο πολύ αγαπώ το μπάσκετ και έχω αποφασίσει να του αφοσιωθώ, που χώρισα με την αγαπημένη μου, τη Ρενάτα, διότι δεν της άρεσε που της είπα ότι προς το παρόν όλη μου η ζωή αρχίζει και τελειώνει στο γήπεδο»!
Ο Ντράζεν ήταν χείμαρρος σε αυτή τη συνέντευξη: ή μάλλον ήταν ο εαυτός του, όπως εμφανιζόταν στο γήπεδο! Δεν χόρταινα να τον ακούω και να σημειώνω στο μπλοκ μου αυτά που έλεγε, χώρια που έσφυζε από χαρούμενη διάθεση και γελούσε συνεχώς. Το ' χω αυτό το... ελάττωμα παρεμπιπτόντως και μου βγαίνει όταν ανατρέχω στις σημειώσεις μου από μια συνέντευξη, βλέπω ποια αποσπάσματα (δηλώσεων) έχω κυκλώσει και την ετοιμάζω για να δημοσιευθεί: με κυριεύει τόσο πολύ ο ενθουσιασμός, που μπορεί να σφίγγω τις γροθιές μου, να κραυγάζω, να φτιάχνομαι, όντας ήδη φτιαγμένος από τον συνομιλητή μου. Όταν μάλιστα τυχαίνει να είναι κάποιος που δεν μιλάει πολύ συχνά ή έχει να πει σπουδαία πράγματα τότε ξεσαλώνω εντελώς!
Το προηγούμενο βράδυ ο Πέτροβιτς είχε βάλει 48 πόντους (με 6/9 δίποντα, 7/11 τρίποντα, 15/17 βολές) εναντίον της Εσθονίας, ενώ μερικές ώρες νωρίτερα ο Μάικλ Τζόρνταν είχε "ρίξει" 54 (12/21δ., 6/9τρ., 12/14β.) στους Νικς, στον τέταρτο τελικό της Ανατολής. Εκείνη τη σεζόν ο Air είχε αναδειχθεί, ως συνήθως, πρώτος σκόρερ του ΝΒΑ με μέσο όρο 32.6 πόντους, ενώ ο Ντράζεν είχε ολοκληρώσει την καλύτερη (από τις τέσσερις) σεζόν του στο ΝΒΑ (με τους Μπλέιζερς στην αρχή και εν συνεχεία με τους Νετς) με μέσο όρο 22.3 πόντους!
Όταν τον ρώτησα εάν και κατά πόσον αληθεύουν οι φήμες περί του Παναθηναϊκού, η απάντηση του αυτολεξεί ήταν η εξής: «We are pretty close». Μου είπε πολλές φορές ότι αφού έκανε το όνειρο του πραγματικότητα και απέδειξε ότι μπορεί να πρωταγωνιστήσει στο ΝΒΑ, έκρινε ότι έπρεπε να γυρίσει στην Ευρώπη. Δεν ήταν όμως γραφτό...
Τον Ντράζεν δεν τον είδα να αγωνίζεται σε εκείνο το Τουρνουά.! Πήγα, μίλησα μαζί του και απήλθα! Το Σάββατο, που έμεινα στο Βρότσλαβ η Κροατία είχε ρεπό, ενώ την Κυριακή, στον τελευταίο και άνευ σημασίας αγώνα, ηττήθηκε από τη Σλοβενία (του Γιούρε Ζντοβτς) με 94-90, σε ένα ματς που διαιτήτευσε ο Ελληνας Κώστας Κορoμηλάς, υπό το βλέμμα του (συνεργάτη του τότε ομοσπονδιακού προπονητή, Ευθύμη Κιουμουρτζόγλου) Κώστα Πετρόπουλου, ο οποίος βρέθηκε στη «Χάλα Λούντοβα» για να κατασκοπεύσει τους πιθανούς αντιπάλους της Εθνικής στο Ευρωμπάσκετ που ακολουθούσε...
Το πεπρωμένο έγραφε ότι η ελληνική ομάδα θα αντιμετώπιζε την Κροατία (στον μικρό τελικό του Ευρωμπάσκετ), αλλά αυτός θα έλειπε..
Στο κύκνειο άσμα του ο Ντράζεν «έγραψε» 30 πόντους (5/9δ., 3/10τρ.,11/15β.), ένα ριμπάουντ, μια ασίστ, τρία κλεψίματα, ένα λάθος και τέσσερα φάουλ σε 35 λεπτά. Το ίδιο βράδυ οι Κροάτες μάζεψαν τα πράγματα τους και ετοιμάστηκαν για το ταξίδι της επιστροφής στο Ζάγκρεμπ, οδικώς από το Βρότσλαβ στη Βαρσοβία και από εκεί με το αεροπλάνο, μέσω Φρανκφούρτης. Ο Νόβοσελ είχε δώσει διήμερο ρεπό στους παίκτες και ο Ντράζεν αποφάσισε να το περάσει με την καινούργια φιλενάδα του, την πρώην "Μις Γερμανία" (και μετέπειτα σύζυγο του διεθνούς ποδοσφαιριστή Ολιβερ Μπίρχοφ) Καλάρα Ζαλάντζι, την οποία είχε γνωρίσει πριν από λίγο καιρό στο Νιου Τζέρσεϊ...
«Άσε τώρα την γκόμενα και πάμε να φύγουμε μαζί. Κανόνισε να πάτε κάπου μετά τους Μεσογειακούς και πριν από το Ευρωμπάσκετ» του είπε ο Βράνκοβιτς, που (όπως μου αποκάλυψε αργότερα) ότι είχε ένα κακό προαίσθημα, αλλά ο Ντράζεν είχε πάρει την απόφαση του να φύγει με το αυτοκίνητο. «You fly, you die» είπε στον Στόγιαν κι αυτή η κουβέντα έμοιαζε με μια τραγική ειρωνεία. Δυστυχώς δεν ήταν η μόνη...
Η Κλάρα άργησε να φτάσει στο αεροδρόμιο για να τον παραλάβει και ο Νόβοσελ κατάφερε να καθυστερήσει την αναχώρηση της πτήσης κατά σαράντα λεπτά. «Κανονικά ένας προπονητής, πόσο μάλλον ο Νόβοσελ, δεν θα έπρεπε ν' αφήσει έναν παίκτη του να φύγει μόνος του, ενώ συμμετέχει σε μια αποστολή στο εξωτερικό» μου είπε (με σαφείς αιχμές για την πειθαρχία της ομάδας) λίγες μέρες αργότερα ο Ιβκοβιτς. Δεν είχε άδικο...
Το δίπλωμα οδήγησης του Ντράζεν έληγε εκείνη την ημέρα και γι' αυτό πήρε το τιμόνι η φιλενάδα του. Ο ίδιος ήταν κουρασμένος, κάθισε στη θέση του συνοδηγού, χωρίς να δέσει τη ζώνη του και αποκοιμήθηκε...
Ξαφνικά στη διαδρομή άρχισε να βρέχει καταρρακτωδώς και η ομίχλη περιόρισε αισθητά την ορατότητα. Σιγά σιγά άρχισε να βραδιάζει και στις 17.20, λίγο μετά την έξοδο προς το Ντέκεντορφ, πάνω στον αυτοκινητόδρομο Α9, που συνδέει τη Νυρεμβέργη με το Μόναχο, η Κλάρα έχασε τον έλεγχο. Μια Mercedes ξέφυγε από την πορεία της, ο οδηγός της νταλίκας που βρισκόταν από πίσω έκοψε προς τα αριστερά το τιμόνι, έπεσε πάνω στις προστατευτικές μπάρες και πέρασε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα εμφανίστηκε το κόκκινο Golf στο οποίο επέβαιναν ο Ντράζεν, η Κλάρα και μια φίλη της. Η οδηγός πάτησε το φρένο, αλλά ο δρόμος γλιστρούσε και το αυτοκίνητο τους σφηνώθηκε κάτω από τη νταλίκα...
Την ίδια στιγμή, στις 17.20, ακριβώς από πάνω, ο πιλότος ενός αεροσκάφους της Lufthansa ζητούσε από τους επιβάτες να δέσουν τις ζώνες τους. Στην business class ο Ντίνο Ράτζα κοίταξε ανήσυχος το χρυσό Rolex του και η ώρα ήταν 17.20. «Ένιωσα μια αδιόρατη ανησυχία, αλλά δεν πήγε ο νους μου σε αυτό που συνέβαινε εκείνη την ώρα από κάτω μας» εξομολογήθηκε αργότερα ο μετέπειτα παίκτης του Παναθηναϊκού και του Ολυμπιακού, ο οποίος από τότε, εδώ και είκοσι χρόνια, δεν έχει ξαναφορέσει ποτέ αυτό το ρολόι.
Το έχει σε ένα κάδρο στο σπίτι του να δείχνει εκείνη τη μοιραία ώρα, πέντε και είκοσι το απόγευμα, όπως το ρολόι που βρίσκεται στο Old Trafford και δείχνει τέσσερις και μισή για να υπενθυμίζει την ώρα του αεροπορικού δυστυχήματος από το οποίο είχε ξεκληριστεί η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, στις 6 Φεβρουαρίου του 1958 στο Μόναχο..
Επτά ώρες αργότερα, λίγο μετά τα μεσάνυχτα μια γυναίκα τηλεφωνεί στο σπίτι της οικογένειας Πέτροβιτς. Ήταν υπάλληλος της γερμανικής αστυνομίας και είχε αναλάβει το θλιβερό καθήκον να ανακοινώσει την τραγική είδηση στον πατέρα του Ντράζεν, τον Τζόλε και στη μητέρα του, Μπίζερκα. Ουρλιάζοντας οι γονείς τηλεφωνούν στον (μεγαλύτερο αδερφό και συμπαίκτη του Ντράζεν στην Τσιμπόνα και στην εθνική), Αλεξάντερ ρωτώντας τον τι ώρα χώρισαν. Ο Ατσα δεν είχε πει στους γονείς του ότι δεν γύρισαν μαζί!
Σε πέντε λεπτά το φριχτό νέο έκανε τον γύρο του Ζάγκρεμπ. Το μεταδίδει πρώτος ένας νεανικός ραδιοσταθμός που διέκοψε το μουσικό πρόγραμμα και οι ακροατές νόμιζαν ότι οι πιτσιρικάδες έκαναν ένα μακάβριο αστείο. Στις επτά το πρωί η είδηση μεταδίδεται σε όλο τον κόσμο, γίνεται πρώτο θέμα στο δελτίο ειδήσεων του CNN και αναγκάζει τον πρόεδρο της Κροατίας, Φράνιο Τούτσμαν να διακόψει το επίσημο ταξίδι του στην Κίνα...
Δίπλα από το τότε λεγόμενο «Dom Sportova», που μετά από λίγο καιρό μετονομάστηκε σε «Hala Drazen Petrovic» βρίσκεται μια καφετέρια, που ανήκει στον Αλεξάντερ και λέγεται Amadeus. Στις επτάμισι το πρωί κι ενώ από μέσα ακούγεται το «Ruby Tuesday» των Rolling Stones, εμφανίζεται οδυρόμενος ο Βράνκοβιτς που βαράει τους τοίχους με τα χέρια του και σπάει μια τζαμαρία...
Πίσω στην Αθήνα, την ίδια ώρα. Δεν υπήρχαν ακόμη τα κινητά τηλέφωνα και ξαφνικά, μέσα στον ύπνο μου, το τηλέφωνο του σπιτιού μου βαράει ασταμάτητα. Ήξερα ότι κάτι κακό θα είχε συμβεί και το μυαλό μου πήγε αμέσως στον πατέρα μου που επιστρέφοντας την προηγούμενη μέρα από το Βρότσλαβ τον βρήκα στο νοσοκομείο. Φαντάστηκα πως τηλεφωνούσε η μάνα μου, αλλά έκανα λάθος: στην άλλη άκρη ήταν ο Χρήστος Κοντός, που παρουσίαζε την πρωινή ραδιοφωνική εκπομπή στην ΕΡΑ.
«Τα 'μαθες;» με ρωτάει. «Τι να μάθω ρε Χρήστο; Τι έγινε;» τον ρωτάω. «Να μόλις πήραμε ένα τηλεγράφημα που λέει ότι σκοτώθηκε ο Πέτροβιτς»! Μου απαντάει και μένω ξερός, ενώ την ίδια στιγμή νιώθω ένα δάκρυ να αυλακώνει το πρόσωπο μου...
Κλείνω το τηλέφωνο αλαφιασμένος και αρχίζω να ψάχνω τους φίλους μου στο Ζάγκρεμπ, για να βρω κάποιον να μου πει ότι δεν είναι αλήθεια. Βρίσκω τον Υπεύθυνο Τύπου της Τσιμπόνα Ζάγκρεμπ, Ζόραν Κοβάσεβιτς και δεν χρειάζεται καν να τον ρωτήσω: καταλαβαίνω από τον τόνο της φωνής του ότι η αποτρόπαια είδηση δεν είναι ψεύτικη..
Ντύνομαι και βγαίνω από το σπίτι μου. Σταματάω στο περίπτερο, βλέπω κρεμασμένο το «Τρίποντο» και παγώνω: στο εξώφυλλο ο Ντράζεν είναι ζωντανός και χαμογελαστός, λες και ο θεός είχε αποφασίσει να μας κάνει πλάκα...
Κόντευα να τρελαθώ, είχα κάνει συνέντευξη με έναν πεθαμένο, που όμως εκείνη τη στιγμή τον έβλεπα ολοζώντανο μπροστά μου! Μια μεγάλη, αλλά τρομακτική αποκλειστικότητα...
Το απόγευμα άρχισα να ψάχνω πτήσεις με προορισμό το Ζάγκρεμπ. Ήθελα να τον αποχαιρετήσω από κοντά και ενώ είχα βγάλει τα εισιτήρια και ήμουν έτοιμος να φύγω για να παρευρεθώ στην κηδεία, στις πέντε τα χαράματα της 12ης Ιουνίου ξαναχτύπησε το τηλέφωνο στο σπίτι κι όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο, ποτέ δεν είναι για καλό σκοπό. Στην άλλη άκρη της γραμμής, άκουσα τους οδυρμούς της μάνας μου από το νοσοκομείο, όπου παραστεκόταν στον πατέρα μου και δεν χρειάστηκε να ρωτήσω τι είχε συμβεί...
Ο θάνατος του πατέρα μου με κράτησε στην Αθήνα και εκείνο το κερί που ένιωθα πως χρωστούσα στον Ντράζεν του το άναψα μετά από μερικούς μήνες στο Μιρογκόι...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου