Ο
Αλμπερτ Αινστάιν αποβλήθηκε από το γυμνάσιο ως ανεπίδεκτος μαθήσεως, ο
Μάικλ Τζόρνταν κόπηκε από την ομάδα του σχολείου του ως ατάλαντος και
ένας από τους πιο σεσημασμένους εκτελεστές στη σύγχρονη ιστορία του
παγκοσμίου μπασκετ δεν θα ξεχάσει ποτέ ότι το πρώτο σουτ του πήγε
ασάλιωτο!
Ασάλιωτο airball όμως!
Γράφω επίτηδες ότι ο Πέτζα δεν θα το ξεχάσει, διότι αυτό δεν το θυμόμουν ούτε εγώ που καυχιέμαι πως έχω μνήμη ελέφαντα! Κι όμως είναι γεγονός και όχι μονάχα το θυμόταν ο μπαγάσας, αλλά γελούσε κιόλας με το πάθημα του, όταν ανοίξαμε αυτή την (ανασκοπησιακού της πορείας του) κουβέντα τον Μάρτιο του 1999 στο σπίτι του στο Σακραμέντο!
Διήνυε τότε την παρθενική σεζόν του στο ΝΒΑ και χάρη στη γενναιοδωρία του «Βήματος», όπου εργαζόμουν τότε, πήγα στην πρωτεύουσα της Καλιφόρνια για να τον συναντήσω και τον ακολούθησα κιόλας στο Λος Αντζελες για έναν εκτός έδρας αγώνα με τους Λέικερς. Παρεμπιπτόντως μετά από δέκα τέσσερα χρόνια με αξίωσε ο Θεός και με ευλόγησε η τύχη (η δική μου, αλλά και του ελληνικού μπάσκετ), χάρη στη γενναιοδωρία του ΟΤΕ ΤV να ακολουθήσω κατά πόδας τον Γιάννη Αντετοκούνμπο και τις προάλλες να βαδίσω επίσης στα φρέσκα ίχνη του Κώστα Παπανικολάου!
Τότε λοιπόν ο Πρέντραγκ Στογιάκοβιτς ήταν ένας ρούκι που είχε αφήσει τα διαπιστευτήρια του ως... Πέτρος Κίνης, όπως μετονομάσθηκε προς χάριν της (πολύ δημοφιλούς εκείνη ην εποχή, καθ' άπασαν την μπασκετικήν επικράτειαν) ελληνοποίησης του: άλλοι από δαύτους ανακάλυπταν ξαφνικά τις ελληνικές ρίζες τους, άλλοι υιοθετήθηκαν και πάει λέγοντας...
Αυτή, ωστόσο, θαρρώ πως είναι μια τυπική λεπτομέρεια, άλλωστε μετά από την παρέλευση μιας εικοσαετίας, το αδίκημα έχει πλέον παραγραφεί. Στην προκειμένη περίπτωση που δεν αφορά μονάχα τον Πέτζα, αλλά και πολλούς από τους ελληνοποιημένους παίκτες, ισχύει η (αμφισβητούμενη πάντως) άποψη που διατύπωσε κάποτε ο Ισοκράτης και έχει την τιμητική της όποτε τίθεται ζήτημα για τους αλλοδαπούς σημαιοφόρους των παρελάσεων στις εθνικές εορτές...
«Και μάλλον Ελληνας καλείσθαι τους της παιδεύσεως της ημετέρας ή τους κοινής φύσεως μετέχοντας»...
Βεβαίως ο Στογιάκοβιτς δεν είναι ακριβώς γέννημα του ελληνικού μπάσκετ, διότι όταν στρατολογήθηκε από τον ΠΑΟΚ -μαζί με τον Νεστέροβιτς που επονομάστηκε Μακρής και τον Ρέλιτς ο οποίος βαπτίστηκε Ταπαντζάς ήταν ήδη 17 χρονών, μπορεί και παραπάνω! Το γράφω αυτό διότι σύμφωνα με έναν αστικό μύθο, ο Πέτζα δεν γεννήθηκε στις 9 Ιουνίου του 1977, αλλά κανα δυο χρόνια νωρίτερα!
Αυτό βεβαίως το ξέρουν μονάχα οι γονείς του και ο ληξίαρχος της Σλαβόνσκα Πόζεγκα, μιας πόλης 13.000 κατοίκων, που τότε αποτελούσε μέρος της ενωμένης Γιουγκοσλαβίας και σήμερα ανήκει στην Κροατία...
Εν πάση περιπτώσει, στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου που διαμέλισε τη χώρα του Τίτο, ο Μίοντραγκ και η Μπράνκα Στογιάκοβιτς, μαζί με τους δυο γιους τους μετακόμισαν στο Βελιγράδι, όπου ο Πέτζα άρχισε την καριέρα του στον Ερυθρό Αστέρα, από τον οποίο τον «άρπαξε» ο ΠΑΟΚ και τον έφερε στη Θεσσαλονίκη μαζί με τον εκ Λιουμπλιάνα ορμώμενο Ράντοσλαβ Νεστέροβιτς και με τον Ρέλιτς. Απλώς ενώ ο Πέτζα και ο Ρέλιτς μετακόμισαν οικογενειακώς και εξοικειώθηκαν με τις συνθήκες, ο μετέπειτα πρωταθλητής του ΝΒΑ με τους Σπερς (που έγραψε τους τίτλους τέλους της καριέρας του στον Ολυμπιακό) , έμενε στο ξενοδοχείο «Αστέρια» στο Πανόραμα με τη γιαγιά του και κάποια στιγμή (όταν βαρέθηκε να κάνει υπομονή για να αγωνιστεί) έφυγε, έχοντας ως πολύτιμη προίκα -για να αγωνιστεί εν συνεχεία, δίκην κοινοτικού παίκτη στην Κίντερ Μπολόνια- το ελληνικό διαβατήριο!
Ο Πέτζα φάνηκε πιο υπομονετικός, όσο για την εργασιομανία του δεν έχει προηγούμενο: παραφράζοντας την κρατούσα άποψη ότι «μπροστά στους Νοτιοκορεάτες οι Γιαπωνέζοι είναι τεμπέληδες», τολμώ να γράψω (με όλο τον σεβασμό, την εκτίμηση και την αγάπη που τρέφω προς ένα τοτέμ του ελληνικού μπάσκετ) ότι μπροστά στον Στογιάκοβιτς ο μανιακός με την προπόνηση Μπουντούρης ήταν ρεμάλι της... Φωκίωνος Νέγρη!
Μου έδωσε ο ίδιος το δικαίωμα να τον αποκαλώ τοιουτοτρόπως, σήμερα το πρωί στον «αέρα» του Sentra 103.3, αποκαλύπτοντας τα εξής:: «Όποια ώρα κι αν περνούσα εκείνη την εποχή από το κλειστό γήπεδο της Τούμπας, όπου κάναμε προπόνηση, έβλεπα τον Πέτζα εκεί. Πίστευα ότι είχε φέρει ένα κρεβάτι και κοιμόταν κιόλας σε μια γωνία! Ερχόταν πρώτος και στην πρωινή και στην απογευματινή προπόνηση κι έφευγε τελευταίος απ όλους! Έκανε πρώτα βάρη, μετά την κανονική προπόνηση και για... επιδόρπιο σούταρε ακατάπαυστα, ενώ όταν κάρφωνε πηδώντας από τη διακεκομμένη γραμμή μας άφηνε όλους άναυδους. Τον ρώτησα κάποτε πόσα σουτ μπορεί να έκανε τη μέρα και τα υπολόγισε πάνω από δυο χιλιάδες, Χαρά στο δικό του κουράγιο και στην υπομονή του πατέρα του που στεκόταν κάτω από το καλάθι και του πετούσε την μπάλα»!
Δεν έχω σκοπό σε αυτό το κείμενο να ανατρέξω στην καριέρα του Στογιάκοβιτς, ούτε να κάνω συρραφή των έργων και των λόγων του: του φτάνει, άλλωστε και μάλλον του περισσεύει κιόλας η συγκίνηση και η ανατριχίλα που τον διαπέρασαν σύγκορμο βλέποντας τη φανέλα (των Κινγκς) με το Νο 16 να αναρτάται στον ουρανό της «Sleep Train Arena» και να αποσύρεται ως ένδειξη τιμής και ευγνωμοσύνης.
Τούτη η στιγμή της άφατης μυσταγωγίας, νομίζω ότι ξεπερνάει όλα τα επιτεύγματα του, συμπεριλαμβανομένου και του χρυσού δαχτυλιδιού που φόρεσε το 2011 με τους Μάβερικς και έγινε το υστερόγραφο της καριέρας του και το κερασάκι στην τούρτα...
Κι όμως (για να μην ξεχνιέμαι κιόλας)...
Αυτός που έπαιξε σε 899 αγώνες του ΝΒΑ, με μέσο όρο 17 πόντους...
Αυτός που έχει βάλει ένα από τα μνημειωδέστερα τρίποντα στα χρονικά του ελληνικού πρωταθλήματος, με τον ΠΑΟΚ, κόντρα στον Oλυμπιακό, στις 8 Μαϊου του 1998 στον δεύτερο ημιτελικό των πλέι οφς...
Αυτός που κυριάρχησε σε δυο συνεχή three-point contests του All Star Game (2002, 2003)...
Αυτός που είναι ο μόνος παίκτης στα χρονικά του ΝΒΑ ο οποίος έχει σημειώσει τους πρώτους είκοσι (από τους 42 δικούς του) πόντους της ομάδας του στην αρχή ενός αγώνα (Χόρνετς- Μπόμπκατς στις 14 Νοεμβρίου 2006)...
Αυτός που χθες έγινε μόλις ο τέταρτος Ευρωπαίος παίκτης (πίσω από τον Πέτροβιτς, τον Ντίβατς και τον Ιλγκάουσκας), τη φανέλα του οποίου απέσυρε μια ομάδα του ΝΒΑ...
Αυτός που διέθετε και άφησε ως παρακαταθήκη στο παγκόσμιο σουτ τον χρυσό καρπό του κι ένα σουτ «να τρώει η μάνα και του παιδιού να μη δίνει» (από πλευράς μηχανικής, αλλά και ποσοστών ευστοχίας)...
Αυτός, λοιπόν ο τύπος ακόμη το φυσάει και δεν κρυώνει, διότι στο ντεμπούτο του στην Ευρωλίγκα, στις 27 Οκτωβρίου του 1994 στο «Γιαντ Ελιάου» (Μακαμπί Τελ Αβίβ- ΠΑΟΚ 75-84) με προπονητή τον Σάκοτα και με συμπαίκτες τον Πρέλεβιτς, τον Μπουντούρη, τον Κόρφα, τον Γαλακτερό, τον Σάβιτς, τον Μουστάφ, τον Ρεντζιά, τον Μπαλογιάννη, τον Μαματζιόλα και τον Γιαννούλη, έπαιξε πέντε λεπτά και έκανε ένα σουτ τριών πόντων που το πήρε και το σήκωσε ο διάολος!
Η μπάλα δεν ακούμπησε ούτε στο στεφάνι, ούτε καν στο ταμπλό, αλλά εκείνο το airball γέννησε έναν από τους... φονικότερους σουτέρ που είδε ποτέ ο κόσμος!
Ασάλιωτο airball όμως!
Γράφω επίτηδες ότι ο Πέτζα δεν θα το ξεχάσει, διότι αυτό δεν το θυμόμουν ούτε εγώ που καυχιέμαι πως έχω μνήμη ελέφαντα! Κι όμως είναι γεγονός και όχι μονάχα το θυμόταν ο μπαγάσας, αλλά γελούσε κιόλας με το πάθημα του, όταν ανοίξαμε αυτή την (ανασκοπησιακού της πορείας του) κουβέντα τον Μάρτιο του 1999 στο σπίτι του στο Σακραμέντο!
Διήνυε τότε την παρθενική σεζόν του στο ΝΒΑ και χάρη στη γενναιοδωρία του «Βήματος», όπου εργαζόμουν τότε, πήγα στην πρωτεύουσα της Καλιφόρνια για να τον συναντήσω και τον ακολούθησα κιόλας στο Λος Αντζελες για έναν εκτός έδρας αγώνα με τους Λέικερς. Παρεμπιπτόντως μετά από δέκα τέσσερα χρόνια με αξίωσε ο Θεός και με ευλόγησε η τύχη (η δική μου, αλλά και του ελληνικού μπάσκετ), χάρη στη γενναιοδωρία του ΟΤΕ ΤV να ακολουθήσω κατά πόδας τον Γιάννη Αντετοκούνμπο και τις προάλλες να βαδίσω επίσης στα φρέσκα ίχνη του Κώστα Παπανικολάου!
Τότε λοιπόν ο Πρέντραγκ Στογιάκοβιτς ήταν ένας ρούκι που είχε αφήσει τα διαπιστευτήρια του ως... Πέτρος Κίνης, όπως μετονομάσθηκε προς χάριν της (πολύ δημοφιλούς εκείνη ην εποχή, καθ' άπασαν την μπασκετικήν επικράτειαν) ελληνοποίησης του: άλλοι από δαύτους ανακάλυπταν ξαφνικά τις ελληνικές ρίζες τους, άλλοι υιοθετήθηκαν και πάει λέγοντας...
Αυτή, ωστόσο, θαρρώ πως είναι μια τυπική λεπτομέρεια, άλλωστε μετά από την παρέλευση μιας εικοσαετίας, το αδίκημα έχει πλέον παραγραφεί. Στην προκειμένη περίπτωση που δεν αφορά μονάχα τον Πέτζα, αλλά και πολλούς από τους ελληνοποιημένους παίκτες, ισχύει η (αμφισβητούμενη πάντως) άποψη που διατύπωσε κάποτε ο Ισοκράτης και έχει την τιμητική της όποτε τίθεται ζήτημα για τους αλλοδαπούς σημαιοφόρους των παρελάσεων στις εθνικές εορτές...
«Και μάλλον Ελληνας καλείσθαι τους της παιδεύσεως της ημετέρας ή τους κοινής φύσεως μετέχοντας»...
Βεβαίως ο Στογιάκοβιτς δεν είναι ακριβώς γέννημα του ελληνικού μπάσκετ, διότι όταν στρατολογήθηκε από τον ΠΑΟΚ -μαζί με τον Νεστέροβιτς που επονομάστηκε Μακρής και τον Ρέλιτς ο οποίος βαπτίστηκε Ταπαντζάς ήταν ήδη 17 χρονών, μπορεί και παραπάνω! Το γράφω αυτό διότι σύμφωνα με έναν αστικό μύθο, ο Πέτζα δεν γεννήθηκε στις 9 Ιουνίου του 1977, αλλά κανα δυο χρόνια νωρίτερα!
Αυτό βεβαίως το ξέρουν μονάχα οι γονείς του και ο ληξίαρχος της Σλαβόνσκα Πόζεγκα, μιας πόλης 13.000 κατοίκων, που τότε αποτελούσε μέρος της ενωμένης Γιουγκοσλαβίας και σήμερα ανήκει στην Κροατία...
Εν πάση περιπτώσει, στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου που διαμέλισε τη χώρα του Τίτο, ο Μίοντραγκ και η Μπράνκα Στογιάκοβιτς, μαζί με τους δυο γιους τους μετακόμισαν στο Βελιγράδι, όπου ο Πέτζα άρχισε την καριέρα του στον Ερυθρό Αστέρα, από τον οποίο τον «άρπαξε» ο ΠΑΟΚ και τον έφερε στη Θεσσαλονίκη μαζί με τον εκ Λιουμπλιάνα ορμώμενο Ράντοσλαβ Νεστέροβιτς και με τον Ρέλιτς. Απλώς ενώ ο Πέτζα και ο Ρέλιτς μετακόμισαν οικογενειακώς και εξοικειώθηκαν με τις συνθήκες, ο μετέπειτα πρωταθλητής του ΝΒΑ με τους Σπερς (που έγραψε τους τίτλους τέλους της καριέρας του στον Ολυμπιακό) , έμενε στο ξενοδοχείο «Αστέρια» στο Πανόραμα με τη γιαγιά του και κάποια στιγμή (όταν βαρέθηκε να κάνει υπομονή για να αγωνιστεί) έφυγε, έχοντας ως πολύτιμη προίκα -για να αγωνιστεί εν συνεχεία, δίκην κοινοτικού παίκτη στην Κίντερ Μπολόνια- το ελληνικό διαβατήριο!
Ο Πέτζα φάνηκε πιο υπομονετικός, όσο για την εργασιομανία του δεν έχει προηγούμενο: παραφράζοντας την κρατούσα άποψη ότι «μπροστά στους Νοτιοκορεάτες οι Γιαπωνέζοι είναι τεμπέληδες», τολμώ να γράψω (με όλο τον σεβασμό, την εκτίμηση και την αγάπη που τρέφω προς ένα τοτέμ του ελληνικού μπάσκετ) ότι μπροστά στον Στογιάκοβιτς ο μανιακός με την προπόνηση Μπουντούρης ήταν ρεμάλι της... Φωκίωνος Νέγρη!
Μου έδωσε ο ίδιος το δικαίωμα να τον αποκαλώ τοιουτοτρόπως, σήμερα το πρωί στον «αέρα» του Sentra 103.3, αποκαλύπτοντας τα εξής:: «Όποια ώρα κι αν περνούσα εκείνη την εποχή από το κλειστό γήπεδο της Τούμπας, όπου κάναμε προπόνηση, έβλεπα τον Πέτζα εκεί. Πίστευα ότι είχε φέρει ένα κρεβάτι και κοιμόταν κιόλας σε μια γωνία! Ερχόταν πρώτος και στην πρωινή και στην απογευματινή προπόνηση κι έφευγε τελευταίος απ όλους! Έκανε πρώτα βάρη, μετά την κανονική προπόνηση και για... επιδόρπιο σούταρε ακατάπαυστα, ενώ όταν κάρφωνε πηδώντας από τη διακεκομμένη γραμμή μας άφηνε όλους άναυδους. Τον ρώτησα κάποτε πόσα σουτ μπορεί να έκανε τη μέρα και τα υπολόγισε πάνω από δυο χιλιάδες, Χαρά στο δικό του κουράγιο και στην υπομονή του πατέρα του που στεκόταν κάτω από το καλάθι και του πετούσε την μπάλα»!
Δεν έχω σκοπό σε αυτό το κείμενο να ανατρέξω στην καριέρα του Στογιάκοβιτς, ούτε να κάνω συρραφή των έργων και των λόγων του: του φτάνει, άλλωστε και μάλλον του περισσεύει κιόλας η συγκίνηση και η ανατριχίλα που τον διαπέρασαν σύγκορμο βλέποντας τη φανέλα (των Κινγκς) με το Νο 16 να αναρτάται στον ουρανό της «Sleep Train Arena» και να αποσύρεται ως ένδειξη τιμής και ευγνωμοσύνης.
Τούτη η στιγμή της άφατης μυσταγωγίας, νομίζω ότι ξεπερνάει όλα τα επιτεύγματα του, συμπεριλαμβανομένου και του χρυσού δαχτυλιδιού που φόρεσε το 2011 με τους Μάβερικς και έγινε το υστερόγραφο της καριέρας του και το κερασάκι στην τούρτα...
Κι όμως (για να μην ξεχνιέμαι κιόλας)...
Αυτός που έπαιξε σε 899 αγώνες του ΝΒΑ, με μέσο όρο 17 πόντους...
Αυτός που έχει βάλει ένα από τα μνημειωδέστερα τρίποντα στα χρονικά του ελληνικού πρωταθλήματος, με τον ΠΑΟΚ, κόντρα στον Oλυμπιακό, στις 8 Μαϊου του 1998 στον δεύτερο ημιτελικό των πλέι οφς...
Αυτός που κυριάρχησε σε δυο συνεχή three-point contests του All Star Game (2002, 2003)...
Αυτός που είναι ο μόνος παίκτης στα χρονικά του ΝΒΑ ο οποίος έχει σημειώσει τους πρώτους είκοσι (από τους 42 δικούς του) πόντους της ομάδας του στην αρχή ενός αγώνα (Χόρνετς- Μπόμπκατς στις 14 Νοεμβρίου 2006)...
Αυτός που χθες έγινε μόλις ο τέταρτος Ευρωπαίος παίκτης (πίσω από τον Πέτροβιτς, τον Ντίβατς και τον Ιλγκάουσκας), τη φανέλα του οποίου απέσυρε μια ομάδα του ΝΒΑ...
Αυτός που διέθετε και άφησε ως παρακαταθήκη στο παγκόσμιο σουτ τον χρυσό καρπό του κι ένα σουτ «να τρώει η μάνα και του παιδιού να μη δίνει» (από πλευράς μηχανικής, αλλά και ποσοστών ευστοχίας)...
Αυτός, λοιπόν ο τύπος ακόμη το φυσάει και δεν κρυώνει, διότι στο ντεμπούτο του στην Ευρωλίγκα, στις 27 Οκτωβρίου του 1994 στο «Γιαντ Ελιάου» (Μακαμπί Τελ Αβίβ- ΠΑΟΚ 75-84) με προπονητή τον Σάκοτα και με συμπαίκτες τον Πρέλεβιτς, τον Μπουντούρη, τον Κόρφα, τον Γαλακτερό, τον Σάβιτς, τον Μουστάφ, τον Ρεντζιά, τον Μπαλογιάννη, τον Μαματζιόλα και τον Γιαννούλη, έπαιξε πέντε λεπτά και έκανε ένα σουτ τριών πόντων που το πήρε και το σήκωσε ο διάολος!
Η μπάλα δεν ακούμπησε ούτε στο στεφάνι, ούτε καν στο ταμπλό, αλλά εκείνο το airball γέννησε έναν από τους... φονικότερους σουτέρ που είδε ποτέ ο κόσμος!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου