Τους
βλέπεις να βγαίνουν σήμερα καμαρωτοί από την αίθουσα συνεδριάσεων του
διοικητικού συμβουλίου, δηλαδή από εκεί όπου τις προάλλες βρίζονταν και
πλακώνονταν, και να δηλώνουν περήφανοι που κατάφεραν να κάνουν μια
πολιτισμένη συζήτηση και να πάρουν κάποιες αποφάσεις ομόφωνα. Τους
βλέπεις και τους ακούς να μιλούν με ύφος και στόμφο σαν να περιμένουν να
ακούσουν “μπράβο” που δεν ξαναπλακώθηκαν και που αποφάσισαν τα
αυτονόητα, δηλαδή να πάρουν το μίνιμουμ των μέτρων ασφαλείας.
Διαπιστώνεις για πολλοστή φορά ότι δεν τόλμησαν καν να βάλουν στην
κουβέντα την δική τους, την ατομική ευθύνη για την γηπεδική βία ως οι
πρώτοι που είτε παράγουν είτε υποθάλπουν είτε ανέχονται την βία με τις
συμπεριφορές που έχουν ή τις συμπεριφορές που επιτρέπουν.
Καταλαβαίνεις ότι ακόμη μια φορά δεν μίλησαν για όσα συμβαίνουν στις φυσούνες και στους διαδρόμους των αποδυτηρίων, ότι δεν είπαν λέξη για τους ... μπραβοσεκιούριτι και καφροσεκιούριτι που τοποθετούν στον περιβάλλοντα χώρο του τερέν, για τα μπραβιλίκια που κάνουν στους κλειστούς χώρους των γηπέδων, για την λεκτική βία στις κλειστές αίθουσες των γηπέδων. Συνειδητοποιείς ότι για ακόμη μια φορά δεν αναλαμβάνουν το μίνιμουμ της ευθύνης για να ζητήσουν συγγνώμη για την δική τους συμπεριφορά και συγχρόνως αντιλαμβάνεσαι ότι όλα αυτά που αναγκάστηκαν να κάνουν σήμερα τα κάνουν για έναν και μόνο λόγο: για να πουν στον υφυπουργό Αθλητισμού όσα θέλει εκείνος να ακούσει ώστε να τους αφήσει να ξαναρχίσουν το κακής ποιότητας πρωτάθλημα που παράγουν για ακόμη μια σεζόν.
Οι επιχειρηματίες του επαγγελματικού ποδοσφαίρου στην συντριπτική πλειονότητά τους δεν νιώθουν ότι έσφαλαν ή ότι σφάλλουν, δεν θεωρούν ότι κάνουν κάτι λάθος, δεν νιώθουν ότι παράγουν, υποθάλπουν ή προκαλούν βία, δεν αισθάνονται ότι συντηρούν ή διογκώνουν τον φανατισμό. Και, με λιγότερα λόγια, δεν πιστεύουν ότι μπορεί να υπάρχει ένα καλύτερο, ποιοτικότερο, πιο ασφαλές, πιο ανταγωνιστικό, πιο λαμπερό ελληνικό πρωτάθλημα από αυτό που εκείνοι διοργανώνουν. Οσα αποφάσισαν σήμερα να κάνουν, τα κάνουν μόνο επειδή τους πήρε για λίγο το παιχνίδι από τα χέρια και τους έβαλε τιμωρία ο Υφυπουργός. Για κανέναν άλλο λόγο. Διότι αν είχαν πραγματική επιθυμία, αν είχαν όραμα να φτιάξουν ένα πιο ασφαλές πρωτάθλημα θα είχαν υλοποιήσει εδώ και χρόνια τις ειλημμένες αποφάσεις, θα είχαν συμμορφωθεί με τους ισχύοντες νόμους, θα είχαν εξομοιώσει τις ελληνικές προδιαγραφές πρωταθλήματος με τις ευρωπαϊκές.
Περίπου την ίδια ώρα που διάβασα τις δηλώσεις του προέδρου της Superleague έτυχε να διαβάσω το παρακάτω σημείωμα που έστειλε ένας 16χρονος ποδοσφαιρόφιλος στο gazzetta. Διαβάστε το, προτού ολοκληρώσω τον συλλογισμό μου:
“Καλησπέρα παιδιά...
Είμαι 16 χρονών και παρακολουθώ καθημερινά το σάϊτ σας για την αθλητική μου ενημέρωση.
Είμαι Παναθηναϊκός. Σας στέλνω αυτό το μήνυμα γιατί πιστεύω ότι είστε οι πλέον κατάλληλοι για να εκφράσω την αγανάκτηση μου για το μπάχαλο του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Από μικρός φεύγω από την πόλη μου κάνω 5 ώρες ταξίδι μαζί με τον πατέρα μου και πηγαίνω να δω την ομάδα μου.90 πολύ όμορφα λεπτά. Αμέσως μετά κάνω άλλες 5 ώρες ταξίδι και γυρίζω πίσω νιώθοντας περήφανος που είδα την ομάδα μου. Όλα αυτά από απλή, καθαρή αγάπη για τον αθλητισμό και το ποδόσφαιρο.
Τον τελευταίο καιρό αυτό το ταξίδι γίνεται όλο και πιο σπάνιο λόγω των συνθηκών. Αλλά δυστυχώς,όταν γίνεται το ταξίδι δεν έχει την γλύκα που είχε. Γιατί; Γιατί,πλέον το ποδόσφαιρο στην χώρα μας υποβαθμίζεται καθημερινά από τους παράγοντες. Γιατί έχει γίνει άλλο ένα μέσο επίδειξης δύναμης. Άλλος ένα τρόπος ξεπλύματος χρημάτων. Άλλος ένας τρόπος κερδοσκοπίας.
Ο κόσμος απομακρύνεται από αυτό το τρισάθλιο προϊόν γιατί τον διώχνουν. Και δεν θα κατηγορήσω μόνο τον πρόεδρο του Ολυμπιακού-ο οποίος έχει σαφώς τεράστια
ευθύνη-αλλά και του Παναθηναϊκού και του ΠΑΟΚ και της ΑΕΚ και των λοιπών ομάδων.
Βλέπω τον κόσμο γύρω μου να μην θέλει να ασχοληθεί με το ελληνικό ποδόσφαιρο και
να στρέφεται σε ξένα πρωταθλήματα,εκεί που ο αθλητισμός είναι υγεία. Θέλω να δω ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ και όχι μηνύσεις και "κοκορομαχίες" μεταξύ των παραγόντων. Συγγνώμη αν σας κούρασα. Μπορεί αυτά που είπα για σας να μην είναι τίποτα. Αλλά είχα την ανάγκη να τα γράψω.
Ευχαριστώ,Γιώργος “.
Σε αυτό το παιδί, που είναι “πελάτης” τους, οι επιχειρηματίες του ελληνικού επαγγελματικού πρωταθλήματος δεν νιώθουν ότι έχουν κάτι να πουν. Δεν τους αφορά ο καημός του. Δεν νοιάζονται για το αν προσβάλουν ή όχι την αισθητική του, για το αν το κάνουν να νιώθει ότι παίζουν με τη νοημοσύνη του, για το αν φτάνουν να προκαλούν την δυσαρέσκεια ή και την οργή του, για το αν – τελικώς – παίζουν με την ψυχή του. Δεν τους νοιάζει αν τον διώχνουν από το γήπεδο, όπως δεν τους ένοιαξε που έχασαν όλους αυτούς που έχουν κόψει πλέον το γήπεδο. Αυτή η κουβέντα είναι εντελώς έξω από τα επιχειρηματικά οράματα του ελληνικού επαγγελματικού ποδοσφαίρου. Διότι για τους περισσότερους επιχειρηματίες έχει σημασία μόνο να υπάρχει, να παίζεται, να εξελίσσεται αυτό το πρωτάθλημα που είχαμε μέχρι και την προηγούμενη Κυριακή. Να γίνονται τα παιχνίδια, να βάζουν στην τσέπη τα έσοδα. Τελεία.
Το έλυσαν λοιπόν το πρόβλημα της βίας στα γήπεδα. Και θα περιμένουν τώρα από τον Σταύρο Κοντονή να σφυρίξει την επανέναρξη του πρωταθλήματος. Για να ξανανοίξουν τα μαγαζάκια τους και να συνεχίσουν να πωλούν το ίδιο προϊόν. Μέχρι την επόμενη φορά που αυτός ή ένας άλλος υφυπουργός ή υπουργός ξανατραβήξει το καλώδιο από την πρίζα. Εχει ο θεός όμως μέχρι τότε. Ανάλογα με τον λόγο, θα ξαναπούν και τότε το ποίημα που ο υπουργός θα θέλει να ακούσει, για τη βία, τη διαφθορά ή οτιδήποτε άλλο, και θα ξανανοίξουν τα μαγαζιά τους. Κι έχει ο θεός μετά...
Αντί επιλόγου, σας παραθέτω ένα μήνυμα που μου έστειλε ένας άλλος αναγνώστης του gazzetta, ο Γιώργος:
“Θα ήθελα να σας μιλήσω για ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον για τον ιστορικό του μέλλοντος (αγαπημένο κλισέ) φαινόμενο που παρατηρείται -μεταξύ τόσων άλλων- στην ελληνική κοινωνία και τείνει να γίνει (ή μήπως έγινε ήδη;) ατομική και κοινωνική συνείδηση κάθε πολίτη αυτής της χώρας, ανεξαρτήτως φύλου, ηλικίας, ταξικής προέλευσης, κοινωνικής θέσης ή ιδεολογικού υπόβαθρου (σημειώνω ότι το σχόλιο μου είχε προφανώς ως αφορμή τα τελευταία γεγονότα στον πολύπαθο χώρο του ελληνικού ποδοσφαίρου, αλλά οι αιτίες είναι σαφώς πιο γενικές, βαθιές και χρόνιες)
Και πριν γίνω πιο σαφής, μια μικρή παρένθεση νομικής φύσεως. Αντιγράφω από τη σελίδα της wikipedia: ‘’Νόμοι κατά την έννοια του δικαίου, καλούνται οι θεσμοθετημένοι γραπτοί κανόνες δικαίου που στηρίζονται στο Σύνταγμα μιας χώρας, και ρυθμίζουν υποχρεωτικά τις σχέσεις μεταξύ των πολιτών, καθώς και των πολιτών με το κράτος, και ορίζουν διάφορες ρυθμίσεις για την ομαλή λειτουργία του κράτους. Το σύνολο των Νόμων αλλά και η παραγωγή αυτών ονομάζεται νομοθεσία. Οι νόμοι ψηφίζονται από το κοινοβούλιο και η τήρησή τους είναι υποχρεωτική για όλους τους πολίτες και φορείς.’’
Γνωστά όλα αυτά, θα μου πείτε. Δεκτό. Ας σταθούμε λίγο στην τελευταία πρόταση: ‘’Οι νόμοι ψηφίζονται από το κοινοβούλιο και η τήρησή τους είναι υποχρεωτική για ΟΛΟΥΣ τους πολίτες και φορείς.’’ Προφανώς δεν... ανακάλυψε την Αμερική οποίος ισχυριστεί ότι το περιεχόμενο αυτής της πρότασης στη σημερινή πολύπαθη παγκόσμια (γιατί σε καμία περίπτωση αυτό το φαινόμενο δεν άφορα μόνο τη χωρά μας) κοινωνία, αντί να αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της συνταγματικής δομής κάθε κράτους -ως όφειλε- μοιάζει περισσότερο κάτι μεταξύ αστικού μύθου και παλιού χιλιοειπωμένου ανεκδότου, που έχει πάψει εδώ και καιρό να είναι αστείο. Το παράδοξο (και αυτό είναι που άφορα κατά κύριο λόγο την ελληνική κοινωνία) είναι το πώς εισπράττει ο μέσος πολίτης αυτή την ‘’παραλλαγή’’ της συνταγματικής δομής του κράτους.
Έστω λοιπόν ο πολίτης ονόματι Μπάμπης, μισθωτός, από αυτούς που η (εκάστοτε) κυβέρνηση ξεκινάει τις ‘’μεταρρυθμίσεις’’ (μια έννοια που ίσως θα έπρεπε να έχει ήδη ποινικοποιηθεί στη χώρα μας), χωρίς δικό του σπίτι, χωρίς κανένα χωραφάκι έτσι για να βρίσκεται, με τραπεζικές καταθέσεις που όταν φτάνουν τα 4 ψηφία ακολουθεί τριήμερος εορτασμός στη φαμίλια, χωρίς μπατζανάκη σε κάποια δημόσια υπηρεσία/υπουργείο, γενικότερα ένας απλός... Μπάμπης βρε αδερφέ! Το λογικό θα ήταν ο Μπάμπης να επιζητά την αδιαπραγμάτευτη ισονομία και να αντιδρά σε κάθε περίπτωση επιλεκτικής (δηλαδή ιδιοτελούς σκοπιμότητας) εφαρμογής των νόμων. Και αυτό έκανε ανέκαθεν. Μέχρι που συνειδητοποίησε ότι ενώ τα χρόνια περνούσαν, τα πρόσωπα άλλαζαν και οι δομές του κράτους διαφοροποιούνταν, η καθολικότητα της ισχύος των νόμων εξακολουθούσε να αποτελεί ζητούμενο και όχι δεδομένο.
Και τότε ήταν που ο Μπάμπης αποφάσισε να αλλάξει κι αυτός στάση και τακτική. Άρχισε λοιπόν να διαμαρτύρεται όχι επειδή δεν τιμωρήθηκε ο τάδε, άλλα γιατί τιμωρήθηκε ο ίδιος για κάποια αντίστοιχη περίπτωση. Δηλαδή σταμάτησε να τον ενδιαφέρει η τιμωρία όσων παρανομούν και δεν υφίστανται τις συνέπειες των πράξεων τους και άρχισε να αξιώνει την ιδία χαριστική συμπεριφορά και για τον ίδιο. Το σύνθημα στα χείλη του Μπάμπη δεν ήταν πια ‘’να τιμωρηθούν οι ένοχοι’’ άλλα ‘’αφού δεν τιμωρήθηκαν αυτοί, να μην τιμωρηθώ ούτε εγώ’’! Και εδώ ήταν που χάθηκε η μπάλα. Όταν δηλαδή η αυθόρμητη και υγιής απαίτηση κάθε πολίτη για την αυτονόητη ισονομία μεταξύ όλων των συμπολιτών και φορέων του κράτους, έδωσε τη θέση της στην αξίωση της ΙΣΟΝΟΜΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΝΟΜΙΑ.
Θα μου πείτε, είναι τώρα αυτό λογικό; Όχι! Θα μπορούσε να είναι η νεοελληνική εκδοχή του γνωστού ‘’να πεθάνει η κατσίκα του γείτονα’’. Κυρίως όμως είναι μια ενστικτώδης αντίδραση στο γενικότερο πλαίσιο της λογικής του παραλόγου, της μοναδικής και επί σειρά ετών σταθεράς (απο)δόμησης του ελληνικού κράτους. Της ‘’λογικής’’ που βαφτίζει μ…..α όποιον υπακούει στους νόμους και τηρεί τους κανόνες και ‘’μάγκα’’ (πόσο παρεξηγημένη λέξη) όποιον βρίσκει ένα παραθυράκι με θέα στο απέραντο καταπράσινο λιβάδι της λαμογιάς κάτω από τον γαλάζιο ουρανό της κομπίνας και της διαπλοκής.
Αν το καλοσκεφτείτε δε, το πλέον στενάχωρο της υπόθεσης δεν είναι ότι ο Μπάμπης υιοθέτησε αυτή τη νοσηρή (και εν δυνάμει επικίνδυνη) νοοτροπία κάποιων, που σε βάθος χρόνου είναι ικανή να αλλοιώσει ακόμα και συσχετισμούς βασικών εννοιών όπως το σωστό και το λάθος, το δίκαιο και το άδικο, το ηθικό και το ανήθικο. Το χειρότερο είναι η ευκολία με την οποία αυτοί κατάφεραν να κάνουν τον Μπάμπη μέρος του συστήματος, που τόσα χρόνια είχε μάθει να κατηγορεί για τα δείνα του”.
Καταλαβαίνεις ότι ακόμη μια φορά δεν μίλησαν για όσα συμβαίνουν στις φυσούνες και στους διαδρόμους των αποδυτηρίων, ότι δεν είπαν λέξη για τους ... μπραβοσεκιούριτι και καφροσεκιούριτι που τοποθετούν στον περιβάλλοντα χώρο του τερέν, για τα μπραβιλίκια που κάνουν στους κλειστούς χώρους των γηπέδων, για την λεκτική βία στις κλειστές αίθουσες των γηπέδων. Συνειδητοποιείς ότι για ακόμη μια φορά δεν αναλαμβάνουν το μίνιμουμ της ευθύνης για να ζητήσουν συγγνώμη για την δική τους συμπεριφορά και συγχρόνως αντιλαμβάνεσαι ότι όλα αυτά που αναγκάστηκαν να κάνουν σήμερα τα κάνουν για έναν και μόνο λόγο: για να πουν στον υφυπουργό Αθλητισμού όσα θέλει εκείνος να ακούσει ώστε να τους αφήσει να ξαναρχίσουν το κακής ποιότητας πρωτάθλημα που παράγουν για ακόμη μια σεζόν.
Οι επιχειρηματίες του επαγγελματικού ποδοσφαίρου στην συντριπτική πλειονότητά τους δεν νιώθουν ότι έσφαλαν ή ότι σφάλλουν, δεν θεωρούν ότι κάνουν κάτι λάθος, δεν νιώθουν ότι παράγουν, υποθάλπουν ή προκαλούν βία, δεν αισθάνονται ότι συντηρούν ή διογκώνουν τον φανατισμό. Και, με λιγότερα λόγια, δεν πιστεύουν ότι μπορεί να υπάρχει ένα καλύτερο, ποιοτικότερο, πιο ασφαλές, πιο ανταγωνιστικό, πιο λαμπερό ελληνικό πρωτάθλημα από αυτό που εκείνοι διοργανώνουν. Οσα αποφάσισαν σήμερα να κάνουν, τα κάνουν μόνο επειδή τους πήρε για λίγο το παιχνίδι από τα χέρια και τους έβαλε τιμωρία ο Υφυπουργός. Για κανέναν άλλο λόγο. Διότι αν είχαν πραγματική επιθυμία, αν είχαν όραμα να φτιάξουν ένα πιο ασφαλές πρωτάθλημα θα είχαν υλοποιήσει εδώ και χρόνια τις ειλημμένες αποφάσεις, θα είχαν συμμορφωθεί με τους ισχύοντες νόμους, θα είχαν εξομοιώσει τις ελληνικές προδιαγραφές πρωταθλήματος με τις ευρωπαϊκές.
Περίπου την ίδια ώρα που διάβασα τις δηλώσεις του προέδρου της Superleague έτυχε να διαβάσω το παρακάτω σημείωμα που έστειλε ένας 16χρονος ποδοσφαιρόφιλος στο gazzetta. Διαβάστε το, προτού ολοκληρώσω τον συλλογισμό μου:
“Καλησπέρα παιδιά...
Είμαι 16 χρονών και παρακολουθώ καθημερινά το σάϊτ σας για την αθλητική μου ενημέρωση.
Είμαι Παναθηναϊκός. Σας στέλνω αυτό το μήνυμα γιατί πιστεύω ότι είστε οι πλέον κατάλληλοι για να εκφράσω την αγανάκτηση μου για το μπάχαλο του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Από μικρός φεύγω από την πόλη μου κάνω 5 ώρες ταξίδι μαζί με τον πατέρα μου και πηγαίνω να δω την ομάδα μου.90 πολύ όμορφα λεπτά. Αμέσως μετά κάνω άλλες 5 ώρες ταξίδι και γυρίζω πίσω νιώθοντας περήφανος που είδα την ομάδα μου. Όλα αυτά από απλή, καθαρή αγάπη για τον αθλητισμό και το ποδόσφαιρο.
Τον τελευταίο καιρό αυτό το ταξίδι γίνεται όλο και πιο σπάνιο λόγω των συνθηκών. Αλλά δυστυχώς,όταν γίνεται το ταξίδι δεν έχει την γλύκα που είχε. Γιατί; Γιατί,πλέον το ποδόσφαιρο στην χώρα μας υποβαθμίζεται καθημερινά από τους παράγοντες. Γιατί έχει γίνει άλλο ένα μέσο επίδειξης δύναμης. Άλλος ένα τρόπος ξεπλύματος χρημάτων. Άλλος ένας τρόπος κερδοσκοπίας.
Ο κόσμος απομακρύνεται από αυτό το τρισάθλιο προϊόν γιατί τον διώχνουν. Και δεν θα κατηγορήσω μόνο τον πρόεδρο του Ολυμπιακού-ο οποίος έχει σαφώς τεράστια
ευθύνη-αλλά και του Παναθηναϊκού και του ΠΑΟΚ και της ΑΕΚ και των λοιπών ομάδων.
Βλέπω τον κόσμο γύρω μου να μην θέλει να ασχοληθεί με το ελληνικό ποδόσφαιρο και
να στρέφεται σε ξένα πρωταθλήματα,εκεί που ο αθλητισμός είναι υγεία. Θέλω να δω ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ και όχι μηνύσεις και "κοκορομαχίες" μεταξύ των παραγόντων. Συγγνώμη αν σας κούρασα. Μπορεί αυτά που είπα για σας να μην είναι τίποτα. Αλλά είχα την ανάγκη να τα γράψω.
Ευχαριστώ,Γιώργος “.
Σε αυτό το παιδί, που είναι “πελάτης” τους, οι επιχειρηματίες του ελληνικού επαγγελματικού πρωταθλήματος δεν νιώθουν ότι έχουν κάτι να πουν. Δεν τους αφορά ο καημός του. Δεν νοιάζονται για το αν προσβάλουν ή όχι την αισθητική του, για το αν το κάνουν να νιώθει ότι παίζουν με τη νοημοσύνη του, για το αν φτάνουν να προκαλούν την δυσαρέσκεια ή και την οργή του, για το αν – τελικώς – παίζουν με την ψυχή του. Δεν τους νοιάζει αν τον διώχνουν από το γήπεδο, όπως δεν τους ένοιαξε που έχασαν όλους αυτούς που έχουν κόψει πλέον το γήπεδο. Αυτή η κουβέντα είναι εντελώς έξω από τα επιχειρηματικά οράματα του ελληνικού επαγγελματικού ποδοσφαίρου. Διότι για τους περισσότερους επιχειρηματίες έχει σημασία μόνο να υπάρχει, να παίζεται, να εξελίσσεται αυτό το πρωτάθλημα που είχαμε μέχρι και την προηγούμενη Κυριακή. Να γίνονται τα παιχνίδια, να βάζουν στην τσέπη τα έσοδα. Τελεία.
Το έλυσαν λοιπόν το πρόβλημα της βίας στα γήπεδα. Και θα περιμένουν τώρα από τον Σταύρο Κοντονή να σφυρίξει την επανέναρξη του πρωταθλήματος. Για να ξανανοίξουν τα μαγαζάκια τους και να συνεχίσουν να πωλούν το ίδιο προϊόν. Μέχρι την επόμενη φορά που αυτός ή ένας άλλος υφυπουργός ή υπουργός ξανατραβήξει το καλώδιο από την πρίζα. Εχει ο θεός όμως μέχρι τότε. Ανάλογα με τον λόγο, θα ξαναπούν και τότε το ποίημα που ο υπουργός θα θέλει να ακούσει, για τη βία, τη διαφθορά ή οτιδήποτε άλλο, και θα ξανανοίξουν τα μαγαζιά τους. Κι έχει ο θεός μετά...
Αντί επιλόγου, σας παραθέτω ένα μήνυμα που μου έστειλε ένας άλλος αναγνώστης του gazzetta, ο Γιώργος:
“Θα ήθελα να σας μιλήσω για ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον για τον ιστορικό του μέλλοντος (αγαπημένο κλισέ) φαινόμενο που παρατηρείται -μεταξύ τόσων άλλων- στην ελληνική κοινωνία και τείνει να γίνει (ή μήπως έγινε ήδη;) ατομική και κοινωνική συνείδηση κάθε πολίτη αυτής της χώρας, ανεξαρτήτως φύλου, ηλικίας, ταξικής προέλευσης, κοινωνικής θέσης ή ιδεολογικού υπόβαθρου (σημειώνω ότι το σχόλιο μου είχε προφανώς ως αφορμή τα τελευταία γεγονότα στον πολύπαθο χώρο του ελληνικού ποδοσφαίρου, αλλά οι αιτίες είναι σαφώς πιο γενικές, βαθιές και χρόνιες)
Και πριν γίνω πιο σαφής, μια μικρή παρένθεση νομικής φύσεως. Αντιγράφω από τη σελίδα της wikipedia: ‘’Νόμοι κατά την έννοια του δικαίου, καλούνται οι θεσμοθετημένοι γραπτοί κανόνες δικαίου που στηρίζονται στο Σύνταγμα μιας χώρας, και ρυθμίζουν υποχρεωτικά τις σχέσεις μεταξύ των πολιτών, καθώς και των πολιτών με το κράτος, και ορίζουν διάφορες ρυθμίσεις για την ομαλή λειτουργία του κράτους. Το σύνολο των Νόμων αλλά και η παραγωγή αυτών ονομάζεται νομοθεσία. Οι νόμοι ψηφίζονται από το κοινοβούλιο και η τήρησή τους είναι υποχρεωτική για όλους τους πολίτες και φορείς.’’
Γνωστά όλα αυτά, θα μου πείτε. Δεκτό. Ας σταθούμε λίγο στην τελευταία πρόταση: ‘’Οι νόμοι ψηφίζονται από το κοινοβούλιο και η τήρησή τους είναι υποχρεωτική για ΟΛΟΥΣ τους πολίτες και φορείς.’’ Προφανώς δεν... ανακάλυψε την Αμερική οποίος ισχυριστεί ότι το περιεχόμενο αυτής της πρότασης στη σημερινή πολύπαθη παγκόσμια (γιατί σε καμία περίπτωση αυτό το φαινόμενο δεν άφορα μόνο τη χωρά μας) κοινωνία, αντί να αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της συνταγματικής δομής κάθε κράτους -ως όφειλε- μοιάζει περισσότερο κάτι μεταξύ αστικού μύθου και παλιού χιλιοειπωμένου ανεκδότου, που έχει πάψει εδώ και καιρό να είναι αστείο. Το παράδοξο (και αυτό είναι που άφορα κατά κύριο λόγο την ελληνική κοινωνία) είναι το πώς εισπράττει ο μέσος πολίτης αυτή την ‘’παραλλαγή’’ της συνταγματικής δομής του κράτους.
Έστω λοιπόν ο πολίτης ονόματι Μπάμπης, μισθωτός, από αυτούς που η (εκάστοτε) κυβέρνηση ξεκινάει τις ‘’μεταρρυθμίσεις’’ (μια έννοια που ίσως θα έπρεπε να έχει ήδη ποινικοποιηθεί στη χώρα μας), χωρίς δικό του σπίτι, χωρίς κανένα χωραφάκι έτσι για να βρίσκεται, με τραπεζικές καταθέσεις που όταν φτάνουν τα 4 ψηφία ακολουθεί τριήμερος εορτασμός στη φαμίλια, χωρίς μπατζανάκη σε κάποια δημόσια υπηρεσία/υπουργείο, γενικότερα ένας απλός... Μπάμπης βρε αδερφέ! Το λογικό θα ήταν ο Μπάμπης να επιζητά την αδιαπραγμάτευτη ισονομία και να αντιδρά σε κάθε περίπτωση επιλεκτικής (δηλαδή ιδιοτελούς σκοπιμότητας) εφαρμογής των νόμων. Και αυτό έκανε ανέκαθεν. Μέχρι που συνειδητοποίησε ότι ενώ τα χρόνια περνούσαν, τα πρόσωπα άλλαζαν και οι δομές του κράτους διαφοροποιούνταν, η καθολικότητα της ισχύος των νόμων εξακολουθούσε να αποτελεί ζητούμενο και όχι δεδομένο.
Και τότε ήταν που ο Μπάμπης αποφάσισε να αλλάξει κι αυτός στάση και τακτική. Άρχισε λοιπόν να διαμαρτύρεται όχι επειδή δεν τιμωρήθηκε ο τάδε, άλλα γιατί τιμωρήθηκε ο ίδιος για κάποια αντίστοιχη περίπτωση. Δηλαδή σταμάτησε να τον ενδιαφέρει η τιμωρία όσων παρανομούν και δεν υφίστανται τις συνέπειες των πράξεων τους και άρχισε να αξιώνει την ιδία χαριστική συμπεριφορά και για τον ίδιο. Το σύνθημα στα χείλη του Μπάμπη δεν ήταν πια ‘’να τιμωρηθούν οι ένοχοι’’ άλλα ‘’αφού δεν τιμωρήθηκαν αυτοί, να μην τιμωρηθώ ούτε εγώ’’! Και εδώ ήταν που χάθηκε η μπάλα. Όταν δηλαδή η αυθόρμητη και υγιής απαίτηση κάθε πολίτη για την αυτονόητη ισονομία μεταξύ όλων των συμπολιτών και φορέων του κράτους, έδωσε τη θέση της στην αξίωση της ΙΣΟΝΟΜΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΝΟΜΙΑ.
Θα μου πείτε, είναι τώρα αυτό λογικό; Όχι! Θα μπορούσε να είναι η νεοελληνική εκδοχή του γνωστού ‘’να πεθάνει η κατσίκα του γείτονα’’. Κυρίως όμως είναι μια ενστικτώδης αντίδραση στο γενικότερο πλαίσιο της λογικής του παραλόγου, της μοναδικής και επί σειρά ετών σταθεράς (απο)δόμησης του ελληνικού κράτους. Της ‘’λογικής’’ που βαφτίζει μ…..α όποιον υπακούει στους νόμους και τηρεί τους κανόνες και ‘’μάγκα’’ (πόσο παρεξηγημένη λέξη) όποιον βρίσκει ένα παραθυράκι με θέα στο απέραντο καταπράσινο λιβάδι της λαμογιάς κάτω από τον γαλάζιο ουρανό της κομπίνας και της διαπλοκής.
Αν το καλοσκεφτείτε δε, το πλέον στενάχωρο της υπόθεσης δεν είναι ότι ο Μπάμπης υιοθέτησε αυτή τη νοσηρή (και εν δυνάμει επικίνδυνη) νοοτροπία κάποιων, που σε βάθος χρόνου είναι ικανή να αλλοιώσει ακόμα και συσχετισμούς βασικών εννοιών όπως το σωστό και το λάθος, το δίκαιο και το άδικο, το ηθικό και το ανήθικο. Το χειρότερο είναι η ευκολία με την οποία αυτοί κατάφεραν να κάνουν τον Μπάμπη μέρος του συστήματος, που τόσα χρόνια είχε μάθει να κατηγορεί για τα δείνα του”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου