Καθυστέρησα αρκετά να γράψω αυτό το κείμενο για έναν απλό λόγο: ήθελα
και περίμενα να εξατμιστούν τα έντονα συναισθήματα που μου προκάλεσε η
αποτυχία της Εθνικής να ξαναβρεθεί, μετά από έξι χρόνια στον νυμφώνα
του Eurobasket…
Ακόμη και τώρα που έχουν περάσει πάνω από 24 ώρες από το... μοιραίο γεγονός, προσπαθώ να βγάλω μια ακτινογραφία για να διαπιστώσω τι στα κομμάτια κυριαρχούσε μέσα μου: η στενοχώρια ή ο θυμός! Εν τέλει νομίζω ότι πλειοδότησε η οργή, που ως γνωστόν δεν είναι καλός σύντροφος και γι αυτό προσπαθώ να την ξεπεράσω...
Για να πω την αμαρτία μου, ήμουν από εκείνους που φοβόντουσαν πολύ το ματς με την Ισπανία και δεν συμμερίζονταν τη διάχυτη αισιοδοξία, ούτε καν την περιρρέουσα αίσθηση ότι «τους έχουμε». Προς τούτο επικαλούμαι την μαρτυρία του Παπαδογιάννη, του Παπανδρέου και του Καλκαβούρα που με άκουσαν πολύ επιφυλακτικό στην εκπομπή της παραμονής. Ενα το κρατούμενο...
Υπάρχει και δεύτερο κρατούμενο: μολονότι ο Κατσικάρης μάζεψε τους καλύτερους δυνατούς παίκτες οι οποίοι τηρουμένων των αναλογιών συγκροτούν μια «dream team» (τρομάρα μας), ήμουν από την πρώτη στιγμή πολύ μαζεμένος στις εκτιμήσεις μου...
Δεν ήταν ότι δεν είχα καλό feeling, ήταν ότι δεν είχα κανένα μα κανένα feeling για το τι μπάσκετ θα παίξει και που μπορεί να φτάσει αυτή η εκ προοιμίου ελκυστική, αλλά παράξενη και επίφοβη ομάδα...
Για να μην παριστάνω τον μετά Χριστόν προφήτη, επικαλούμαι και εδώ κάποια σχόλια αναγνωστών σε ένα κείμενο που ανέβηκε εδώ, μετά την ανακοίνωση της δωδεκάδας, αλλά τώρα πλέον υπάρχει η απτή πραγματικότητα: απτή, δυσάρεστη, θλιβερή π’ ανάθεμα την...
Δεν βρίσκω κανέναν λόγο, ούτε έχω σκοπό να ψηλαφίσω ξανά τα σαράντα λεπτά του αγώνα και να αναλύσω τους λόγους για τους οποίους η Εθνική δεν μπόρεσε να ρίξει στο καναβάτσο την Ισπανία. Στο κάτω κάτω υπήρξαν τόσες αναλύσεις (για την πλημμελή πίεση που ασκήσαμε, για το περιορισμένο rotation του προπονητή κοκ), που δεν έχω να προσθέσω ή να αφαιρέσω κάτι...
Το θέμα όμως ξεφεύγει από το αποτέλεσμα, που είναι οδυνηρό, αλλά, διάβολε, δεν συνιστά κιόλας τη συντέλεια του κόσμου. Εδώ οφείλω να υπογραμμίσω ότι η Εθνική έμεινε έξω από την τετράδα, γνωρίζοντας μια ήττα σε επτά αγώνες κι αυτήν όχι από την....Κωλοπετεινίτσα, αλλά από την κορυφαία (εκτός του ΝΒΑ) ομάδα που είδε ο πλανήτης την τελευταία δεκαπενταετία!
Ναι, αναγνωρίζω ότι αυτή η ομάδα έχει πλέον ρυτίδες κι αρχίζει να χωλαίνει, αλλά δεν παύει να αποτελεί μια μεγάλη δύναμη, που συν τοις άλλοις έχει προκαλέσει στην Εθνική τα αναπόφευκτα σύνδρομα. Το εάν σε αυτά τα σύνδρομα συμπεριλαμβάνεται και η φοβία την οποία εκδήλωσε χθες η ελληνική ομάδα, ο θεός και η ψυχή μας!
Από τη συσσωρευμένη φοβία ξέφυγαν ο Αντετοκούνμπο και ο Καλάθης, που ξεσηκώθηκαν, βγήκαν μπροστά στα τελευταία λεπτά, προσπάθησαν να σώσουν τα προσχήματα και λίγο έλειψε να σώσουν και την παρτίδα!
Α, προτού προχωρήσω, θέλω να επισημάνω τρία στοιχεία του ματς που ασφαλώς ερμηνεύουν σε έναν βαθμό την αποτυχία: αφήσαμε τον Γκασόλ να κάνει βόλτα στο πάρκο και να μην υποπέσει σε κανένα φάουλ, βάλαμε μόλις πέντε πόντους από τα 13 επιθετικά ριμπάουντ και δεν ξέρω (διότι δεν προνόησα να τα μετρήσω) πόσα... σκοτωμένα σουτ κάναμε στη λήξη των 24 δευτερολέπτων!
Χθες η Εθνική εζυγίσθη, εμετρήθη και ευρέθη ελλιπής: όχι σε ταλέντο, σε ποιότητα, σε επιθυμία και σε κίνητρο, αλλά στον τρόπο με τον οποίο (πρέπει να) διαχειρίζεται τις καταστάσεις. Τούτο το ζήτημα δεν αφορά μονάχα τον εκάστοτε προπονητή ή συγκεκριμένους παίκτες, αλλά ολόκληρο το σύστημα με το οποίο λειτουργεί το ελληνικό μπάσκετ.
Μιλάμε εδώ και χρόνια και κοκορευόμαστε για το μέταλλο μας, για την ανδρεία μας, για το DNA μας, για το σκεπτόμενο μπάσκετ μας, για την εξυπνάδα μας και για την καπατσοσύνη μας, λες και οι άλλες ομάδες απαρτίζονται από βλάκες, δειλούς και... αδερφές! Να τα βράσω όλα αυτά τα χαρίσματα, όχι επειδή έχουν... ξεραθεί εδώ και έξι χρόνια, αλλά διότι απαιτούν ως προϋπόθεση και ως βασική συνθήκη να ξέρουμε πού βαδίζουμε!
«Quo vandis παλικάρι, αγκαλιά με το σκουτάρι», όπως λέγαμε για πλάκα στα παιδικά χρόνια μου, αλλά (πολύ φοβάμαι πως) το ίδιο υπαρξιακό ζήτημα απασχολεί και τώρα την Εθνική ομάδα...
Για να θέσω απλά και χωρίς περικοκλάδες τη σκέψη και την απορία μου, διερωτώμαι στ’ αλήθεια ποιο είναι το στιλ με το οποίο θέλει, μπορεί και πρέπει να παίξει η Εθνική;
Να’ ναι άραγε το μπάσκετ που γουστάρει ή απλώς συνήθισε να υπηρετεί ο Κατσικάρης επηρεασμένος από την επαγγελματική δραστηριότητα του στην Ισπανία;
Να ‘ναι το μπάσκετ που μας άφησε ως σεπτή κληρονομιά ο Παναγιώτης Γιαννάκης;
Να ‘ναι μήπως το μπάσκετ του Καζλάουσκας; Εκείνο του Ζούρου; Η το πιο νωπό του Τρινκιέρι;
Να’ ναι άραγε το (όχι πολύ συμβατό με τις ελληνικές αγκυλώσεις ή το εθιμικό δίκαιο μας) μπάσκετ στο οποίο μπορούν να διαπρέψουν και ενδεχομένως να απογειώσουν την Εθνική ο Καλάθης και ο Αντετοκούνμπο;
Να ‘ναι το μπάσκετ που έχει παγιωθεί στην Ευρώπη ή εκείνο το οποίο με την παρουσία τεσσάρων παικτών από το ΝΒΑ, οφείλει να προσαρμοστεί σε ένα καινούργιο δεδομένο;
Να’ ναι το μπάσκετ του Σπανούλη, που έχει ένα συγκεκριμένο αγωνιστικό στιλ, στο οποίο πρέπει να «κολλάει» η Εθνική, εν τη παρουσία του;
Να ‘ναι το μπάσκετ που έπαιξε ο Παναθηναϊκός επί Ομπράντοβιτς ή μήπως το μπάσκετ του Σφαιρόπουλου και των 3+1 παικτών του Ολυμπιακού;
Δεν θέτω στην τύχη αυτά τα ερωτήματα που μοιάζουν να παραπέμπουν στο πασίγνωστο ποίημα του Ιωάννη Πολέμη ο οποίος επίσης απορεί «Τι είναι ἡ πατρίδα μας; Μὴν είν’ οι κάμποι; Μην είναι τ᾿άσπαρτα ψηλὰ βουνά; Μὴν είναι ο ήλιος της, ποὺ χρυσολάμπει; Μὴν είναι τ᾿ άστρα της τα φωτεινά;» και πάει λέγοντας!
Σε κάθε περίπτωση το μπάσκετ μας είναι αφηρημένο και θαρρώ πως όσο περνάει ο καιρός γίνεται και μπασταρδεμένο. Δεν ξέρω εάν όντως καταφέραμε να φτιάξουμε τη δική μας σχολή και να βάλουμε μια ετικέτα στο κουδούνι της πόρτας μας, αλλά με τόσες αλλαγές προπονητών και τόσες προσμείξεις που έχει υποστεί η Εθνική τα τελευταία χρόνια, το δικό της μπάσκετ τελεί όντως υπό διερεύνηση και αναζητεί μια ταυτότητα...
Ομολογώ πως δεν έχω ξεκάθαρη εικόνα, ούτε βεβαίως μια συγκεκριμένη απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα. Απλώς μετά από τις απανωτές αστοχίες και με φανερές τις παθογένειες ίσως η Εθνική χρειάζεται μια μορφή... ευθανασίας! Εάν όντως πρέπει και θέλουμε να γεννηθεί κάτι καινούργιο (όπως ευαγγελίσθηκε την παραμονή του προημιτελικού ο Πρίντεζης), τότε προηγουμένως θα πρέπει να σκοτώσουμε το παλιό!
Το παλιό που συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις είναι γαντζωμένο πάνω μας, έχει γίνει μέρος του εαυτού μας, αποτελεί τη ρουτίνα μας και αντιστέκεται σθεναρώς σε κάθε δολοφονική απόπειρα!
Έχω όμως αποκρυσταλλωμένη άποψη σχετικά με ένα άλλο πολύ σοβαρό ζήτημα, απότοκα του οποίου θα γίνουν το στιλ, η φιλοσοφία, η νοοτροπία και το «modus lavorandi» της Εθνικής: μετά από τόσες συνεχείς αποτυχίες, τόσες δοκιμές, τόσα πειράματα και τόσα κουρέματα στου κασίδη το κεφάλι, νομίζω ότι απαιτείται η επιστροφή στη φόρμουλα του full time προπονητή.
Πάσχει βεβαίως αυτή η υπόθεση, διότι η ΕΟΚ δεν έχει τη διάθεση ή τη δυνατότητα να δαπανήσει πολλά χρήματα για να προσλάβει κατ’ αποκλειστικότητα έναν προπονητή και δεν βρίσκονται κιόλας πολλοί από δαύτους ελεύθεροι στην αγορά. Δεν διεκδικώ τον ρόλο του μεσάζοντος, ούτε τολμώ να προτείνω ή έστω να φωτογραφίσω τον περί ου ο λόγος, αλλά μπορώ να δώσω ένα περιεκτικό job description, που λένε και οι Αμερικανοί...
Θέλουμε όχι αύριο, αλλά από... χθες, έναν άνθρωπο που θα έχει όραμα, φιλοδοξία, φρέσκες ιδέες, ξεκάθαρο δόγμα για να εκπονήσει νένα μακρόπνοο πρόγραμμα, που ταυτόχρονα θα έχει και την απαραίτητη βραχυπρόθεσμη στόχευση. Μας χρειάζεται ένας καθοδηγητής όλου του συστήματος, που δεν θα ασχολείται μονάχα με τους άνδρες, αλλά θα παρακολουθεί όλη την πυραμίδα των Εθνικών ομάδων. Είναι απαραίτητος ένας προπονητής ο οποίος θα αφοσιωθεί ψυχή τε και σώματι στην επιχείρηση παλινόρθωσης της Εθνικής.
Αυτό το μοντέλο τονίζεται ακόμη περισσότερο από τις ανατροπές που συμβαίνουν σε παγκόσμιο επίπεδο (με τα «παράθυρα» που ανοίγει η FIBA μεσούσης της σεζόν, με τις επάλληλες υποχρεώσεις των εθνικών ομάδων και με τις «αλά ποδόσφαιρο» προκριματικές φάσεις των διοργανώσεων) συν τη διασπορά των παικτών και την συνεπαγόμενη ανάγκη να επιλεγεί και να λειτουργήσει ένας κοινός κώδικας.
· ΥΓ: Χθες το βράδυ, μετά τον αγώνα με τη Λετονία, ο Νικολά Μπατούμ φορούσε ένα μπλουζάκι που έγραφε «The French way». Το είδα και μελαγχόλησα διότι διάβολε, εάν οι γάλλοι έχουν ένα τρόπο, τον έπαθαν και τον έμαθαν από εμάς! Στ’ αλήθεια πού χάθηκε αυτός ο ξακουστός ελληνικός τρόπος;
*Πηγή: gazzetta.gr*
Ακόμη και τώρα που έχουν περάσει πάνω από 24 ώρες από το... μοιραίο γεγονός, προσπαθώ να βγάλω μια ακτινογραφία για να διαπιστώσω τι στα κομμάτια κυριαρχούσε μέσα μου: η στενοχώρια ή ο θυμός! Εν τέλει νομίζω ότι πλειοδότησε η οργή, που ως γνωστόν δεν είναι καλός σύντροφος και γι αυτό προσπαθώ να την ξεπεράσω...
Για να πω την αμαρτία μου, ήμουν από εκείνους που φοβόντουσαν πολύ το ματς με την Ισπανία και δεν συμμερίζονταν τη διάχυτη αισιοδοξία, ούτε καν την περιρρέουσα αίσθηση ότι «τους έχουμε». Προς τούτο επικαλούμαι την μαρτυρία του Παπαδογιάννη, του Παπανδρέου και του Καλκαβούρα που με άκουσαν πολύ επιφυλακτικό στην εκπομπή της παραμονής. Ενα το κρατούμενο...
Υπάρχει και δεύτερο κρατούμενο: μολονότι ο Κατσικάρης μάζεψε τους καλύτερους δυνατούς παίκτες οι οποίοι τηρουμένων των αναλογιών συγκροτούν μια «dream team» (τρομάρα μας), ήμουν από την πρώτη στιγμή πολύ μαζεμένος στις εκτιμήσεις μου...
Δεν ήταν ότι δεν είχα καλό feeling, ήταν ότι δεν είχα κανένα μα κανένα feeling για το τι μπάσκετ θα παίξει και που μπορεί να φτάσει αυτή η εκ προοιμίου ελκυστική, αλλά παράξενη και επίφοβη ομάδα...
Για να μην παριστάνω τον μετά Χριστόν προφήτη, επικαλούμαι και εδώ κάποια σχόλια αναγνωστών σε ένα κείμενο που ανέβηκε εδώ, μετά την ανακοίνωση της δωδεκάδας, αλλά τώρα πλέον υπάρχει η απτή πραγματικότητα: απτή, δυσάρεστη, θλιβερή π’ ανάθεμα την...
Δεν βρίσκω κανέναν λόγο, ούτε έχω σκοπό να ψηλαφίσω ξανά τα σαράντα λεπτά του αγώνα και να αναλύσω τους λόγους για τους οποίους η Εθνική δεν μπόρεσε να ρίξει στο καναβάτσο την Ισπανία. Στο κάτω κάτω υπήρξαν τόσες αναλύσεις (για την πλημμελή πίεση που ασκήσαμε, για το περιορισμένο rotation του προπονητή κοκ), που δεν έχω να προσθέσω ή να αφαιρέσω κάτι...
Το θέμα όμως ξεφεύγει από το αποτέλεσμα, που είναι οδυνηρό, αλλά, διάβολε, δεν συνιστά κιόλας τη συντέλεια του κόσμου. Εδώ οφείλω να υπογραμμίσω ότι η Εθνική έμεινε έξω από την τετράδα, γνωρίζοντας μια ήττα σε επτά αγώνες κι αυτήν όχι από την....Κωλοπετεινίτσα, αλλά από την κορυφαία (εκτός του ΝΒΑ) ομάδα που είδε ο πλανήτης την τελευταία δεκαπενταετία!
Ναι, αναγνωρίζω ότι αυτή η ομάδα έχει πλέον ρυτίδες κι αρχίζει να χωλαίνει, αλλά δεν παύει να αποτελεί μια μεγάλη δύναμη, που συν τοις άλλοις έχει προκαλέσει στην Εθνική τα αναπόφευκτα σύνδρομα. Το εάν σε αυτά τα σύνδρομα συμπεριλαμβάνεται και η φοβία την οποία εκδήλωσε χθες η ελληνική ομάδα, ο θεός και η ψυχή μας!
Από τη συσσωρευμένη φοβία ξέφυγαν ο Αντετοκούνμπο και ο Καλάθης, που ξεσηκώθηκαν, βγήκαν μπροστά στα τελευταία λεπτά, προσπάθησαν να σώσουν τα προσχήματα και λίγο έλειψε να σώσουν και την παρτίδα!
Α, προτού προχωρήσω, θέλω να επισημάνω τρία στοιχεία του ματς που ασφαλώς ερμηνεύουν σε έναν βαθμό την αποτυχία: αφήσαμε τον Γκασόλ να κάνει βόλτα στο πάρκο και να μην υποπέσει σε κανένα φάουλ, βάλαμε μόλις πέντε πόντους από τα 13 επιθετικά ριμπάουντ και δεν ξέρω (διότι δεν προνόησα να τα μετρήσω) πόσα... σκοτωμένα σουτ κάναμε στη λήξη των 24 δευτερολέπτων!
Χθες η Εθνική εζυγίσθη, εμετρήθη και ευρέθη ελλιπής: όχι σε ταλέντο, σε ποιότητα, σε επιθυμία και σε κίνητρο, αλλά στον τρόπο με τον οποίο (πρέπει να) διαχειρίζεται τις καταστάσεις. Τούτο το ζήτημα δεν αφορά μονάχα τον εκάστοτε προπονητή ή συγκεκριμένους παίκτες, αλλά ολόκληρο το σύστημα με το οποίο λειτουργεί το ελληνικό μπάσκετ.
Μιλάμε εδώ και χρόνια και κοκορευόμαστε για το μέταλλο μας, για την ανδρεία μας, για το DNA μας, για το σκεπτόμενο μπάσκετ μας, για την εξυπνάδα μας και για την καπατσοσύνη μας, λες και οι άλλες ομάδες απαρτίζονται από βλάκες, δειλούς και... αδερφές! Να τα βράσω όλα αυτά τα χαρίσματα, όχι επειδή έχουν... ξεραθεί εδώ και έξι χρόνια, αλλά διότι απαιτούν ως προϋπόθεση και ως βασική συνθήκη να ξέρουμε πού βαδίζουμε!
«Quo vandis παλικάρι, αγκαλιά με το σκουτάρι», όπως λέγαμε για πλάκα στα παιδικά χρόνια μου, αλλά (πολύ φοβάμαι πως) το ίδιο υπαρξιακό ζήτημα απασχολεί και τώρα την Εθνική ομάδα...
Για να θέσω απλά και χωρίς περικοκλάδες τη σκέψη και την απορία μου, διερωτώμαι στ’ αλήθεια ποιο είναι το στιλ με το οποίο θέλει, μπορεί και πρέπει να παίξει η Εθνική;
Να’ ναι άραγε το μπάσκετ που γουστάρει ή απλώς συνήθισε να υπηρετεί ο Κατσικάρης επηρεασμένος από την επαγγελματική δραστηριότητα του στην Ισπανία;
Να ‘ναι το μπάσκετ που μας άφησε ως σεπτή κληρονομιά ο Παναγιώτης Γιαννάκης;
Να ‘ναι μήπως το μπάσκετ του Καζλάουσκας; Εκείνο του Ζούρου; Η το πιο νωπό του Τρινκιέρι;
Να’ ναι άραγε το (όχι πολύ συμβατό με τις ελληνικές αγκυλώσεις ή το εθιμικό δίκαιο μας) μπάσκετ στο οποίο μπορούν να διαπρέψουν και ενδεχομένως να απογειώσουν την Εθνική ο Καλάθης και ο Αντετοκούνμπο;
Να ‘ναι το μπάσκετ που έχει παγιωθεί στην Ευρώπη ή εκείνο το οποίο με την παρουσία τεσσάρων παικτών από το ΝΒΑ, οφείλει να προσαρμοστεί σε ένα καινούργιο δεδομένο;
Να’ ναι το μπάσκετ του Σπανούλη, που έχει ένα συγκεκριμένο αγωνιστικό στιλ, στο οποίο πρέπει να «κολλάει» η Εθνική, εν τη παρουσία του;
Να ‘ναι το μπάσκετ που έπαιξε ο Παναθηναϊκός επί Ομπράντοβιτς ή μήπως το μπάσκετ του Σφαιρόπουλου και των 3+1 παικτών του Ολυμπιακού;
Δεν θέτω στην τύχη αυτά τα ερωτήματα που μοιάζουν να παραπέμπουν στο πασίγνωστο ποίημα του Ιωάννη Πολέμη ο οποίος επίσης απορεί «Τι είναι ἡ πατρίδα μας; Μὴν είν’ οι κάμποι; Μην είναι τ᾿άσπαρτα ψηλὰ βουνά; Μὴν είναι ο ήλιος της, ποὺ χρυσολάμπει; Μὴν είναι τ᾿ άστρα της τα φωτεινά;» και πάει λέγοντας!
Σε κάθε περίπτωση το μπάσκετ μας είναι αφηρημένο και θαρρώ πως όσο περνάει ο καιρός γίνεται και μπασταρδεμένο. Δεν ξέρω εάν όντως καταφέραμε να φτιάξουμε τη δική μας σχολή και να βάλουμε μια ετικέτα στο κουδούνι της πόρτας μας, αλλά με τόσες αλλαγές προπονητών και τόσες προσμείξεις που έχει υποστεί η Εθνική τα τελευταία χρόνια, το δικό της μπάσκετ τελεί όντως υπό διερεύνηση και αναζητεί μια ταυτότητα...
Ομολογώ πως δεν έχω ξεκάθαρη εικόνα, ούτε βεβαίως μια συγκεκριμένη απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα. Απλώς μετά από τις απανωτές αστοχίες και με φανερές τις παθογένειες ίσως η Εθνική χρειάζεται μια μορφή... ευθανασίας! Εάν όντως πρέπει και θέλουμε να γεννηθεί κάτι καινούργιο (όπως ευαγγελίσθηκε την παραμονή του προημιτελικού ο Πρίντεζης), τότε προηγουμένως θα πρέπει να σκοτώσουμε το παλιό!
Το παλιό που συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις είναι γαντζωμένο πάνω μας, έχει γίνει μέρος του εαυτού μας, αποτελεί τη ρουτίνα μας και αντιστέκεται σθεναρώς σε κάθε δολοφονική απόπειρα!
Έχω όμως αποκρυσταλλωμένη άποψη σχετικά με ένα άλλο πολύ σοβαρό ζήτημα, απότοκα του οποίου θα γίνουν το στιλ, η φιλοσοφία, η νοοτροπία και το «modus lavorandi» της Εθνικής: μετά από τόσες συνεχείς αποτυχίες, τόσες δοκιμές, τόσα πειράματα και τόσα κουρέματα στου κασίδη το κεφάλι, νομίζω ότι απαιτείται η επιστροφή στη φόρμουλα του full time προπονητή.
Πάσχει βεβαίως αυτή η υπόθεση, διότι η ΕΟΚ δεν έχει τη διάθεση ή τη δυνατότητα να δαπανήσει πολλά χρήματα για να προσλάβει κατ’ αποκλειστικότητα έναν προπονητή και δεν βρίσκονται κιόλας πολλοί από δαύτους ελεύθεροι στην αγορά. Δεν διεκδικώ τον ρόλο του μεσάζοντος, ούτε τολμώ να προτείνω ή έστω να φωτογραφίσω τον περί ου ο λόγος, αλλά μπορώ να δώσω ένα περιεκτικό job description, που λένε και οι Αμερικανοί...
Θέλουμε όχι αύριο, αλλά από... χθες, έναν άνθρωπο που θα έχει όραμα, φιλοδοξία, φρέσκες ιδέες, ξεκάθαρο δόγμα για να εκπονήσει νένα μακρόπνοο πρόγραμμα, που ταυτόχρονα θα έχει και την απαραίτητη βραχυπρόθεσμη στόχευση. Μας χρειάζεται ένας καθοδηγητής όλου του συστήματος, που δεν θα ασχολείται μονάχα με τους άνδρες, αλλά θα παρακολουθεί όλη την πυραμίδα των Εθνικών ομάδων. Είναι απαραίτητος ένας προπονητής ο οποίος θα αφοσιωθεί ψυχή τε και σώματι στην επιχείρηση παλινόρθωσης της Εθνικής.
Αυτό το μοντέλο τονίζεται ακόμη περισσότερο από τις ανατροπές που συμβαίνουν σε παγκόσμιο επίπεδο (με τα «παράθυρα» που ανοίγει η FIBA μεσούσης της σεζόν, με τις επάλληλες υποχρεώσεις των εθνικών ομάδων και με τις «αλά ποδόσφαιρο» προκριματικές φάσεις των διοργανώσεων) συν τη διασπορά των παικτών και την συνεπαγόμενη ανάγκη να επιλεγεί και να λειτουργήσει ένας κοινός κώδικας.
· ΥΓ: Χθες το βράδυ, μετά τον αγώνα με τη Λετονία, ο Νικολά Μπατούμ φορούσε ένα μπλουζάκι που έγραφε «The French way». Το είδα και μελαγχόλησα διότι διάβολε, εάν οι γάλλοι έχουν ένα τρόπο, τον έπαθαν και τον έμαθαν από εμάς! Στ’ αλήθεια πού χάθηκε αυτός ο ξακουστός ελληνικός τρόπος;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου