Oι πρώτες πρωινές ώρες της 25ης Σεπτεμβρίου 2005 μας βρήκαν μεθυσμένους. Περισσότερο από χαρά και κατά δεύτερο λόγο από αλκοόλ.
Σε ένα μικροσκοπικό μπαράκι της Σκαντάρλια, ονόματι «Ρεπούμπλικα». Ο ένας του τοίχος ήταν διακοσμημένος με τον χάρτη της μεγάλης Γιουγκοσλαβίας του Τίτο. Παντού μύριζε αλυτρωτισμός.
Δεν μας ένοιαζαν όλα αυτά. Περισσότερο μας ενδιέφερε να ξεφύγουμε από τα πλήθη του Σαββατόβραδου και να γιορτάσουμε την πρόκριση στον τελικό, το βέβαιο μετάλλιο και το τρόπαιο που αχνόφεγγε στον ορίζοντα.
Το προσωπικό του μαγαζιού μας υποδέχθηκε ως όρθοντοξ μπράδερς και, όταν πια έφυγαν για τα πλωτά ξενυχτάδικα του ποταμού Σάβα οι Σλοβένοι επισκέπτες, μας παραχώρησε τα κλειδιά του στερεοφωνικού.
Περάσαμε τη νύχτα τραγουδώντας και χορεύοντας Metallica, Rammstein και System Of A Down. Βασανιστήριο για τις αμυγδαλές.
Όταν έφτασε η ώρα να κλείσει το μαγαζί, εμείς κλειδωθήκαμε μέσα και συνεχίσαμε μέχρι πρωίας.
Εγώ με τη συμβία, ο Δημήτρης Καρύδας, ο Γιάννης Ψαράκης , η Ασπασία Βελονάκη και η σημαία μας. Η φωτογραφία του Καρύδα σε πόζα ένθεης μανίας α-λα Ρίτσι Μπλάκμορ να «παίζει» κιθάρα κλεισμένη στη θήκη της ξεκαρδίζει και καταθλιπτικό.
Μία και μοναδική φορά μας αγριοκοίταξαν οι όρθοντοξ μπράδερς του «Ρεπούμπλικα», όταν κάναμε το λάθος να απλώσουμε τη γαλανόλευκη στον τοίχο, σκεπάζοντας κάτι παλιά ασπρόμαυρα κάδρα.
«These are the portraits of Serbian heroes», μας εξήγησαν εκνευρισμένοι. Η ελληνική σημαία κατέβηκε πριν προλάβεις να πεις «Μπεογκράντσκα».
Η μισή μου φωνή χάθηκε μέσα σε μισό δευτερόλεπτο, όταν έβαλε το ευλογημένο τρίποντο ο ευλογημένος Διαμαντίδης. «Αυτός είναι ο καινούριος μεσσίας του ελληνικού μπάσκετ», θυμάμαι ότι είπα στην περιγραφή (για τον Σπορ FM).
Η άλλη μισή φωνή εξατμίστηκε κάπου ανάμεσα στο Mein Herz Brennt και στο Carpe Diem Baby. Ξύπνησα το επόμενο μεσημέρι σχεδόν μουγγός.
Μισό κουτί παστίλιες και μισή κανάτα καυτό τσάι αργότερα, η αφωνία επέμενε. Επιστρατεύτηκαν κάτι κομπογιαννίτικες συνταγές με καρότα και αγγουράκια, ώσπου εγένετο θαύμα.
Το λαρύγγι άνοιξε. «Ανοίξαμε και σας περιμένουμε».
Μολαταύτα, ο Λυκούργος, ο τηλεφωνητής της «Ελευθεροτυπίας» δεν με αναγνώρισε και μου έκλεισε το τηλέφωνο. «Συγγνώμη, μάλλον πήρα λάθος».
Απομεσήμερο, στον πεζόδρομο Κνεζ Μιχάηλοβα, όλο το Βελιγράδι ήταν μπλε. Οι Ελληνες που μαζεύτηκαν στη σερβική πρωτεύουσα για τον τελικό ξεπέρασαν σίγουρα τους 5.000, μολονότι αρχικά δεν υπήρχε εισιτήριο ούτε για δείγμα.
Ταξίδεψαν με τρένα, με λεωφορεία, με ιδιωτικά αυτοκίνητα, με αεροπλάνα, με ωτο-στοπ, με πατίνια. «Πλάκωσαν και κάτι περίεργοι αλλά τους διώξαμε», μου μαρτύρησαν τα παιδιά του νεοσύστατου, τότε, συνδέσμου των «Πελαργών».
Ο έστιν μεθερμηνευόμενον, εμφανίστηκαν πανηγυρτζήδες κάφροι που βάλθηκαν να βρίζουν μανάδες και να ψάχνουν φασαρίες. Αυτοί απομονώθηκαν και απομακρύνθηκαν. Ακόμα δεν είχε εφευρεθεί η έννοια «Χρυσαυγίτες».
Η προσμονή για τον τελικό ήταν ανάμικτη με το άγχος. Η λογική έλεγε «Ελλάδα», αλλά απέναντι στεκόταν ο Ντιρκ Νοβίτσκι. Με 10 τοις εκατό πιθανότητες.
Κι αν αυτή είναι η μία στις δέκα; Κι αν μας καταπιεί ο Ντίρκουλας αμάσητους, όπως κατάπιε δυό μέρες νωρίτερα τους Ισπανούς; Το κάζο της Αττάλειας ήταν ακόμη ανοιχτή πληγή.
Πήραμε ταξί για το γήπεδο. «Καλή τύχη, Γκρτσκι», μας ευχήθηκε ευγενικά ο 50άρης όρθοντοξ μπράδερ Σέρβος. «Να ξέρετε, όμως, ότι δεν έχουμε ξεχάσει το 1995».
Πάει να πει, τα Λιέτουβα-Λιέτουβα. Αλλά ούτε εμείς είχαμε ξεχάσει όσα τραβήξαμε στα χέρια των Γιούγκων, στη δεκαετία που προηγήθηκε.
Εκείνο το βράδυ, στη Μπεογκράντσκα Αρένα, η ονείρωξή μας έμελλε να γίνει πραγματικότητα. Πρωταθλητές Ευρώπης μέσα στο Βελιγράδι. Σαν να λέμε, σήμερα, στη Μαδρίτη.
Με 10-15 χιλιάδες θλιμμένους Σέρβους να μας αποθεώνουν. Με υποκλίσεις από τον Ντίβατς, τον Τζόρτζεβιτς, τον Ντανίλοβιτς, τον Πάσπαλι, τον Ομπράντοβιτς, τον Ίβκοβιτς.
Τους συναντούσαμε τα βράδια συγκεντρωμένους, σκυφτούς γύρω από τα στρογγυλό τραπέζι των σοφών, στο εστιατόριο «Que Pasa?» λίγο πριν την ανηφόρα για τη «Ρεπούμπλικα».
Αντί να τσακώνονται μεταξύ τους, μετά την κολοσσιαίων διαστάσεων αποτυχία της Εθνικής Σερβίας (που δεν μπήκε ούτε στα προημιτελικά, μολονότι γηπεδούχος και πρωταθλήτρια Κόσμου), αυτοί σχεδίαζαν κιόλας την επόμενη μέρα. Να γιατί είναι αυτοί που είναι.
Έξω στους δρόμους, πάντως, οι γιγάντιες αφίσες που έγραφαν «Showtime» αποκαθηλώθηκαν αμέσως μετά τον αποκλεισμό.
Τις αντικατέστησαν, στεγνά, μες στη μαύρη νύχτα, οι μορφές των ηρώων του 2002: Πέσιτς αντί Ομπράντοβιτς, Ντίβατς αντί Ρέμπρατσα, Στογιάκοβιτς αντί Κρστιτς, Ντρόμπνιακ αντί Μίλιτσιτς. «These are the portraits of Serbian heroes», όπως έλεγε και μια ψυχή.
Στο γήπεδο, πια, όλα έγιναν ένας γαλάζιος χυλός.
Δεν υπήρχε φόβος αστοχίας. Ο Ντιρκ αποδέχθηκε από νωρίς τον ρόλο του κομπάρσου και συμβιβάστηκε με το τιμητικό ασημένιο μετάλλιο, αν και αναδείχθηκε Πολυτιμότερος Παίκτης του Ευρωμπάσκετ.
Ο τελικός εξελίχθηκε σε μεθυστικό πεντοζάλη. Η Ελλάδα είχε επιστρέψει για τα καλά. Έναν χρόνο αργότερα, θα κέρδιζε εκείνη ένα τιμητικό ασημένιο μετάλλιο, που έμοιαζε με χρυσό.
Εμείς, οι τυχεροί που ταξιδέψαμε στο Βελιγράδι και στην Ιαπωνία, ζήσαμε τις καλύτερες μέρες της ζωής μας. Οφείλουμε παντοτινή ευγνωμοσύνη σε όσους συνωμότησαν για να τις σκηνοθετήσουν.
«Τα χρωστάμε όλα στον Νίκο Γκάλη και στον κύριο που κάθεται δίπλα μου», είπε ο Θοδωρής Παπαλουκάς, στη συνέντευξη Τύπου του τελικού, στο πλευρό του Παναγιώτη Γιαννάκη.
Το ίδιο και εμείς. Αλλά και στον Μιχάλη, στο Δημήτρη, στους δύο Νίκους, στον Λάζαρο, στον Αντώνη, στον Κώστα, στον Δήμο, στον Βασίλη, στον Παναγιώτη, στον Γιάννη, στον ίδιο τον Θοδωρή, στον Σοφοκλή που κατέφτασε την επόμενη χρονιά.
«Wake Me Up When September Ends», είχε τίτλο το cd που σκάρωσε ο Ψαράκης όταν επιστρέψαμε στην Αθήνα. Αν είναι όνειρο, μη με ξυπνάτε ακόμη. Ας κρατήσει άλλα δέκα χρόνια ο Σεπτέμβριος του 2005.
Σε ένα μικροσκοπικό μπαράκι της Σκαντάρλια, ονόματι «Ρεπούμπλικα». Ο ένας του τοίχος ήταν διακοσμημένος με τον χάρτη της μεγάλης Γιουγκοσλαβίας του Τίτο. Παντού μύριζε αλυτρωτισμός.
Δεν μας ένοιαζαν όλα αυτά. Περισσότερο μας ενδιέφερε να ξεφύγουμε από τα πλήθη του Σαββατόβραδου και να γιορτάσουμε την πρόκριση στον τελικό, το βέβαιο μετάλλιο και το τρόπαιο που αχνόφεγγε στον ορίζοντα.
Το προσωπικό του μαγαζιού μας υποδέχθηκε ως όρθοντοξ μπράδερς και, όταν πια έφυγαν για τα πλωτά ξενυχτάδικα του ποταμού Σάβα οι Σλοβένοι επισκέπτες, μας παραχώρησε τα κλειδιά του στερεοφωνικού.
Περάσαμε τη νύχτα τραγουδώντας και χορεύοντας Metallica, Rammstein και System Of A Down. Βασανιστήριο για τις αμυγδαλές.
Όταν έφτασε η ώρα να κλείσει το μαγαζί, εμείς κλειδωθήκαμε μέσα και συνεχίσαμε μέχρι πρωίας.
Εγώ με τη συμβία, ο Δημήτρης Καρύδας, ο Γιάννης Ψαράκης , η Ασπασία Βελονάκη και η σημαία μας. Η φωτογραφία του Καρύδα σε πόζα ένθεης μανίας α-λα Ρίτσι Μπλάκμορ να «παίζει» κιθάρα κλεισμένη στη θήκη της ξεκαρδίζει και καταθλιπτικό.
Μία και μοναδική φορά μας αγριοκοίταξαν οι όρθοντοξ μπράδερς του «Ρεπούμπλικα», όταν κάναμε το λάθος να απλώσουμε τη γαλανόλευκη στον τοίχο, σκεπάζοντας κάτι παλιά ασπρόμαυρα κάδρα.
«These are the portraits of Serbian heroes», μας εξήγησαν εκνευρισμένοι. Η ελληνική σημαία κατέβηκε πριν προλάβεις να πεις «Μπεογκράντσκα».
Η μισή μου φωνή χάθηκε μέσα σε μισό δευτερόλεπτο, όταν έβαλε το ευλογημένο τρίποντο ο ευλογημένος Διαμαντίδης. «Αυτός είναι ο καινούριος μεσσίας του ελληνικού μπάσκετ», θυμάμαι ότι είπα στην περιγραφή (για τον Σπορ FM).
Η άλλη μισή φωνή εξατμίστηκε κάπου ανάμεσα στο Mein Herz Brennt και στο Carpe Diem Baby. Ξύπνησα το επόμενο μεσημέρι σχεδόν μουγγός.
Μισό κουτί παστίλιες και μισή κανάτα καυτό τσάι αργότερα, η αφωνία επέμενε. Επιστρατεύτηκαν κάτι κομπογιαννίτικες συνταγές με καρότα και αγγουράκια, ώσπου εγένετο θαύμα.
Το λαρύγγι άνοιξε. «Ανοίξαμε και σας περιμένουμε».
Μολαταύτα, ο Λυκούργος, ο τηλεφωνητής της «Ελευθεροτυπίας» δεν με αναγνώρισε και μου έκλεισε το τηλέφωνο. «Συγγνώμη, μάλλον πήρα λάθος».
Απομεσήμερο, στον πεζόδρομο Κνεζ Μιχάηλοβα, όλο το Βελιγράδι ήταν μπλε. Οι Ελληνες που μαζεύτηκαν στη σερβική πρωτεύουσα για τον τελικό ξεπέρασαν σίγουρα τους 5.000, μολονότι αρχικά δεν υπήρχε εισιτήριο ούτε για δείγμα.
Ταξίδεψαν με τρένα, με λεωφορεία, με ιδιωτικά αυτοκίνητα, με αεροπλάνα, με ωτο-στοπ, με πατίνια. «Πλάκωσαν και κάτι περίεργοι αλλά τους διώξαμε», μου μαρτύρησαν τα παιδιά του νεοσύστατου, τότε, συνδέσμου των «Πελαργών».
Ο έστιν μεθερμηνευόμενον, εμφανίστηκαν πανηγυρτζήδες κάφροι που βάλθηκαν να βρίζουν μανάδες και να ψάχνουν φασαρίες. Αυτοί απομονώθηκαν και απομακρύνθηκαν. Ακόμα δεν είχε εφευρεθεί η έννοια «Χρυσαυγίτες».
Η προσμονή για τον τελικό ήταν ανάμικτη με το άγχος. Η λογική έλεγε «Ελλάδα», αλλά απέναντι στεκόταν ο Ντιρκ Νοβίτσκι. Με 10 τοις εκατό πιθανότητες.
Κι αν αυτή είναι η μία στις δέκα; Κι αν μας καταπιεί ο Ντίρκουλας αμάσητους, όπως κατάπιε δυό μέρες νωρίτερα τους Ισπανούς; Το κάζο της Αττάλειας ήταν ακόμη ανοιχτή πληγή.
Πήραμε ταξί για το γήπεδο. «Καλή τύχη, Γκρτσκι», μας ευχήθηκε ευγενικά ο 50άρης όρθοντοξ μπράδερ Σέρβος. «Να ξέρετε, όμως, ότι δεν έχουμε ξεχάσει το 1995».
Πάει να πει, τα Λιέτουβα-Λιέτουβα. Αλλά ούτε εμείς είχαμε ξεχάσει όσα τραβήξαμε στα χέρια των Γιούγκων, στη δεκαετία που προηγήθηκε.
Εκείνο το βράδυ, στη Μπεογκράντσκα Αρένα, η ονείρωξή μας έμελλε να γίνει πραγματικότητα. Πρωταθλητές Ευρώπης μέσα στο Βελιγράδι. Σαν να λέμε, σήμερα, στη Μαδρίτη.
Με 10-15 χιλιάδες θλιμμένους Σέρβους να μας αποθεώνουν. Με υποκλίσεις από τον Ντίβατς, τον Τζόρτζεβιτς, τον Ντανίλοβιτς, τον Πάσπαλι, τον Ομπράντοβιτς, τον Ίβκοβιτς.
Τους συναντούσαμε τα βράδια συγκεντρωμένους, σκυφτούς γύρω από τα στρογγυλό τραπέζι των σοφών, στο εστιατόριο «Que Pasa?» λίγο πριν την ανηφόρα για τη «Ρεπούμπλικα».
Αντί να τσακώνονται μεταξύ τους, μετά την κολοσσιαίων διαστάσεων αποτυχία της Εθνικής Σερβίας (που δεν μπήκε ούτε στα προημιτελικά, μολονότι γηπεδούχος και πρωταθλήτρια Κόσμου), αυτοί σχεδίαζαν κιόλας την επόμενη μέρα. Να γιατί είναι αυτοί που είναι.
Έξω στους δρόμους, πάντως, οι γιγάντιες αφίσες που έγραφαν «Showtime» αποκαθηλώθηκαν αμέσως μετά τον αποκλεισμό.
Τις αντικατέστησαν, στεγνά, μες στη μαύρη νύχτα, οι μορφές των ηρώων του 2002: Πέσιτς αντί Ομπράντοβιτς, Ντίβατς αντί Ρέμπρατσα, Στογιάκοβιτς αντί Κρστιτς, Ντρόμπνιακ αντί Μίλιτσιτς. «These are the portraits of Serbian heroes», όπως έλεγε και μια ψυχή.
Στο γήπεδο, πια, όλα έγιναν ένας γαλάζιος χυλός.
Δεν υπήρχε φόβος αστοχίας. Ο Ντιρκ αποδέχθηκε από νωρίς τον ρόλο του κομπάρσου και συμβιβάστηκε με το τιμητικό ασημένιο μετάλλιο, αν και αναδείχθηκε Πολυτιμότερος Παίκτης του Ευρωμπάσκετ.
Ο τελικός εξελίχθηκε σε μεθυστικό πεντοζάλη. Η Ελλάδα είχε επιστρέψει για τα καλά. Έναν χρόνο αργότερα, θα κέρδιζε εκείνη ένα τιμητικό ασημένιο μετάλλιο, που έμοιαζε με χρυσό.
Εμείς, οι τυχεροί που ταξιδέψαμε στο Βελιγράδι και στην Ιαπωνία, ζήσαμε τις καλύτερες μέρες της ζωής μας. Οφείλουμε παντοτινή ευγνωμοσύνη σε όσους συνωμότησαν για να τις σκηνοθετήσουν.
«Τα χρωστάμε όλα στον Νίκο Γκάλη και στον κύριο που κάθεται δίπλα μου», είπε ο Θοδωρής Παπαλουκάς, στη συνέντευξη Τύπου του τελικού, στο πλευρό του Παναγιώτη Γιαννάκη.
Το ίδιο και εμείς. Αλλά και στον Μιχάλη, στο Δημήτρη, στους δύο Νίκους, στον Λάζαρο, στον Αντώνη, στον Κώστα, στον Δήμο, στον Βασίλη, στον Παναγιώτη, στον Γιάννη, στον ίδιο τον Θοδωρή, στον Σοφοκλή που κατέφτασε την επόμενη χρονιά.
«Wake Me Up When September Ends», είχε τίτλο το cd που σκάρωσε ο Ψαράκης όταν επιστρέψαμε στην Αθήνα. Αν είναι όνειρο, μη με ξυπνάτε ακόμη. Ας κρατήσει άλλα δέκα χρόνια ο Σεπτέμβριος του 2005.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου