Αϊντε να ξαναρχίσουμε να λέμε «μας ζηλεύουνε, για αυτό μας κατηγοράνε
ότι είμαστε ντοπέ», «μου ρίξανε το ντιαναμπόλ στο φαγητό μου» και το
«είναι στο DNA του Ελληνα να είναι νικητής» που είπε η Χαλκιά και αν
ισχύει πάει να πει ότι καμιά πενηνταριά είναι Ελληνες και όλοι οι άλλοι
Κούρδοι. Αϊντε να ξεσκονίσουμε και τη χημεία μας και να μάθουμε και
καμιά καινούρια ουσία, παρά το ότι το στανοζολόλ με σόκαρε. Οχι γιατί
τους πιάσανε να το έχουν πάρει, αλλά για το ότι είναι το πιο φτηνιάρικο
πράγμα στην αγορά, μια απόδειξη ότι η Ελλάδα περνάει βαθιά κρίση.
Τέλος πάντων με τον Χονδροκούκη κάπως ανέβηκε το ηθικό ότι η Ελλάδα που υπάρχει και αγωνίζεται συνεχίζει. Οχι βέβαια όπως στην Αθήνα του 2004 που «η Ελλάδα βρισκόταν παντού», τόσο παντού που οι μισοί «Ελληνες» αθλητές και αθλήτριες δεν μίλαγαν ελληνικά, αλλά με ό,τι έχει περισσέψει από τη μεγάλη σοδειά του 2004, δηλαδή με τον ακαταμάχητο «Ηλιάδη» του τζούντο, που είναι αθληταράς, αλλά που η σχέση του με την Ελλάδα είναι όση του ξαδέλφου του και συνώνυμου του Ζβιαντιαουρί, που έχει κερδίσει μετάλλιο για τη Γεωργία, μόνο που ο δικός μας έχει το αρχαιοπρεπές όνομα Τζαρτζίλ, ενώ ο ξάδελφος το ανατολίτικο Τζουράμπ.
Θα μου πεις, λαθρομετανάστες ήταν οι άνθρωποι, καβαλήσανε τα σύνορα και μπήκανε με το ζόρι στην ολυμπιακή ομάδα; Σαφώς όχι. Scouting είχε πέσει εκείνη την εποχή και δεκάδες μπαρμπαλιάδες είχαν αμοληθεί ανά τον κόσμο να βρουν αθλητές χωρίς πατρίδα, για να τους κάνουν Ελληνες και να πάρουν μετάλλια στους Ολυμπιακούς. Από μία που την έλεγαν Χάιντι και ο παρουσιαστής της ΕΡΤ επέμενε να τη φωνάζει «Χάιδω» μέχρι την ομάδα του baseball που ήταν η μικτή ελληνικών εστιατορίων του Σικάγου, όλοι έβαλαν το πετραδάκι του για τη δόξα της πατρίδας. Με προσωπικό ήρωα τον παμμέγιστο Κάχι (Ακάκιο για τους Ελληνάρες) Καχιασβίλι.
Τον οποiο όταν είχαν ρωτήσει τι θέλει να κάνει μετά τους Ολυμπιακούς είχε πει ότι θέλει να γυρίσει στη Γεωργία, στο σπίτι του και να φάει το φαγητό της πατρίδας του. Μια δήλωση που πνίχτηκε διακριτικά, όχι όμως επειδή έτσι ήθελε ο Καχιασβίλι. Γιατί ο Κάχι Καχιασβίλι ήταν το υπόδειγμα του επαγγελματία. Επειδή πληρωνόταν, σήκωνε με κάθε ευσυνειδησία βάρη με το ελληνικό εθνόσημο, όπως με την ίδια ευσυνειδησία θα τα σήκωνε αν πληρωνόταν από την κυβέρνηση της Ουρουγουάης. Σε μια ομάδα όπως η Εθνική άρσης βαρών στις δεκαετίες του '90 και του '00, που το μόνο που μπορούσε να την εμποδίσει από το να κερδίσει μετάλλια ήταν να ξεμείνει από τσιγάρα ο Καχιασβίλι, ο οποίος είχε πάντα στην τσέπη ένα μπουκαλάκι πράσινο οινόπνευμα, με το οποίο έπλενε τα χέρια του έπειτα από κάθε χειραψία και κοιμόταν στους 40 βαθμούς με δύο κουβέρτες και με τα παράθυρα κλειστά για να μην κρυώσει. Αν υπήρχε ένας αθλητής που έμοιαζε στον Καχιασβίλι, ήταν ο Νίκος Γκάλης. Το ίδιο επαγγελματίες και το ίδιο σοβαροί, που και να ακούγανε ένα καλό αστείο δεν θα γελάγανε, αφού στο συμβόλαιό τους δεν περιλαμβανόταν όρος να γελάνε.
Η «Νύφη του Δράκουλα»
Eπιτέλους οι Ελληνες για μια ακόμα φορά είχαν τη χαρά να ασκηθούν στη συνήθεια που τους έχει γίνει πάθος. Να βρίσκουν μια φράση άλλου, να πιάνουν ένα ηθικό ταμπούρι και με τη σιγουριά ότι προστατεύονται από ό,τι ιδεώδες βρουν πρόχειρο να προσπαθούν να πατήσουν τον αντίπαλο.
Συνήθως βρίσκοντας μια βολική φράση που χρησιμοποιείται ξεκάρφωτα, είτε είναι ο Βερεμής και «ο γκόμενος του Κολοκοτρώνη», είτε η Ρεπούση και ο «συνωστισμός της Σμύρνης», είτε ο Πάγκαλος και το «όλοι μαζί τα φάγαμε», είτε ο Πολύδωρας και «ο στρατηγός άνεμος», είτε ο Πάνος Μπεγλίτης και αν «έφαγε τα λεφτά του ο αυτόχειρας του Συντάγματος». Τέλος, όλες οι δηλώσεις είναι «κυνικές», «προσβλητικές» και «δημιουργούν σάλο στην blogoσφαιρα». Στο... σαλόμετρο που έχει ο κάθε ένας στο κεφάλι του, όταν αυτός που πρέπει να πάθει τη ζημιά είναι στη μεριά των «κακών».
Το μεγαλύτερο λάθος είναι να προσπαθήσει κάποιος να εξηγήσει τι είπε. Ο Μπεγλίτης δεν είχε πει ποτέ ότι ο αυτόχειρας τα είχε φάει, αλλά «εγώ στέκομαι πραγματικά σε αυτό το ανθρώπινο, το τραγικό. Κι αυτό πρέπει να μας προβληματίσει όλους. Το αν είχε χρέη, αν δεν είχε χρέη, το αν τα 'φαγαν τα παιδιά του ή αν τα 'φαγε ο ίδιος. Σεβασμό σε αυτές τις περιπτώσεις». Ο Πάγκαλος δεν είχε πει «μαζί τα φάγαμε», αλλά «μαζί φάγαμε τα λεφτά μέσα στο πλαίσιο ενός φαύλου συστήματος πολιτικής πελατείας με αθρόους διορισμούς στο Δημόσιο», αλλά το τελευταίο δεν βόλευε για να μπει. Ο Βερεμής ποτέ δεν είχε ασχοληθεί με τα σεξουαλικά του Κολοκοτρώνη, αλλά ο Τατσόπουλος είχε βάλει σαν πλάκα «σκέψου τι έχεις να ακούσεις όταν δουν και το δεύτερο επεισόδιο. Αποπληξία θα πάθουν όταν αποκαλύψετε ότι ο γκόμενος του Κολοκοτρώνη ήταν Τούρκος...» στο facebook.
Ετσι το «αστείο» της Παπαχρήστου, το οποίο σημειωτέον σε ελάχιστα ξένα Μέσα μεταφράστηκε, θα περάσει στην ιστορία σαν η αηδιαστική επίθεση στους ξένους, η ίδια θα γίνει η «Νύφη του Δράκουλα» που κυνήγαγε στον Αγιο Παντελεήμονα μετανάστες μαζί με τον Κασιδιάρη και ο ελληνικός Τύπος θα προσπαθήσει να δει πού φυσάει ο άνεμος (όχι ο στρατηγός, αλλά ο κυκλοφοριακός) για να τον ακολουθήσει.
Πηγή: Sportday
Τέλος πάντων με τον Χονδροκούκη κάπως ανέβηκε το ηθικό ότι η Ελλάδα που υπάρχει και αγωνίζεται συνεχίζει. Οχι βέβαια όπως στην Αθήνα του 2004 που «η Ελλάδα βρισκόταν παντού», τόσο παντού που οι μισοί «Ελληνες» αθλητές και αθλήτριες δεν μίλαγαν ελληνικά, αλλά με ό,τι έχει περισσέψει από τη μεγάλη σοδειά του 2004, δηλαδή με τον ακαταμάχητο «Ηλιάδη» του τζούντο, που είναι αθληταράς, αλλά που η σχέση του με την Ελλάδα είναι όση του ξαδέλφου του και συνώνυμου του Ζβιαντιαουρί, που έχει κερδίσει μετάλλιο για τη Γεωργία, μόνο που ο δικός μας έχει το αρχαιοπρεπές όνομα Τζαρτζίλ, ενώ ο ξάδελφος το ανατολίτικο Τζουράμπ.
Θα μου πεις, λαθρομετανάστες ήταν οι άνθρωποι, καβαλήσανε τα σύνορα και μπήκανε με το ζόρι στην ολυμπιακή ομάδα; Σαφώς όχι. Scouting είχε πέσει εκείνη την εποχή και δεκάδες μπαρμπαλιάδες είχαν αμοληθεί ανά τον κόσμο να βρουν αθλητές χωρίς πατρίδα, για να τους κάνουν Ελληνες και να πάρουν μετάλλια στους Ολυμπιακούς. Από μία που την έλεγαν Χάιντι και ο παρουσιαστής της ΕΡΤ επέμενε να τη φωνάζει «Χάιδω» μέχρι την ομάδα του baseball που ήταν η μικτή ελληνικών εστιατορίων του Σικάγου, όλοι έβαλαν το πετραδάκι του για τη δόξα της πατρίδας. Με προσωπικό ήρωα τον παμμέγιστο Κάχι (Ακάκιο για τους Ελληνάρες) Καχιασβίλι.
Τον οποiο όταν είχαν ρωτήσει τι θέλει να κάνει μετά τους Ολυμπιακούς είχε πει ότι θέλει να γυρίσει στη Γεωργία, στο σπίτι του και να φάει το φαγητό της πατρίδας του. Μια δήλωση που πνίχτηκε διακριτικά, όχι όμως επειδή έτσι ήθελε ο Καχιασβίλι. Γιατί ο Κάχι Καχιασβίλι ήταν το υπόδειγμα του επαγγελματία. Επειδή πληρωνόταν, σήκωνε με κάθε ευσυνειδησία βάρη με το ελληνικό εθνόσημο, όπως με την ίδια ευσυνειδησία θα τα σήκωνε αν πληρωνόταν από την κυβέρνηση της Ουρουγουάης. Σε μια ομάδα όπως η Εθνική άρσης βαρών στις δεκαετίες του '90 και του '00, που το μόνο που μπορούσε να την εμποδίσει από το να κερδίσει μετάλλια ήταν να ξεμείνει από τσιγάρα ο Καχιασβίλι, ο οποίος είχε πάντα στην τσέπη ένα μπουκαλάκι πράσινο οινόπνευμα, με το οποίο έπλενε τα χέρια του έπειτα από κάθε χειραψία και κοιμόταν στους 40 βαθμούς με δύο κουβέρτες και με τα παράθυρα κλειστά για να μην κρυώσει. Αν υπήρχε ένας αθλητής που έμοιαζε στον Καχιασβίλι, ήταν ο Νίκος Γκάλης. Το ίδιο επαγγελματίες και το ίδιο σοβαροί, που και να ακούγανε ένα καλό αστείο δεν θα γελάγανε, αφού στο συμβόλαιό τους δεν περιλαμβανόταν όρος να γελάνε.
Η «Νύφη του Δράκουλα»
Eπιτέλους οι Ελληνες για μια ακόμα φορά είχαν τη χαρά να ασκηθούν στη συνήθεια που τους έχει γίνει πάθος. Να βρίσκουν μια φράση άλλου, να πιάνουν ένα ηθικό ταμπούρι και με τη σιγουριά ότι προστατεύονται από ό,τι ιδεώδες βρουν πρόχειρο να προσπαθούν να πατήσουν τον αντίπαλο.
Συνήθως βρίσκοντας μια βολική φράση που χρησιμοποιείται ξεκάρφωτα, είτε είναι ο Βερεμής και «ο γκόμενος του Κολοκοτρώνη», είτε η Ρεπούση και ο «συνωστισμός της Σμύρνης», είτε ο Πάγκαλος και το «όλοι μαζί τα φάγαμε», είτε ο Πολύδωρας και «ο στρατηγός άνεμος», είτε ο Πάνος Μπεγλίτης και αν «έφαγε τα λεφτά του ο αυτόχειρας του Συντάγματος». Τέλος, όλες οι δηλώσεις είναι «κυνικές», «προσβλητικές» και «δημιουργούν σάλο στην blogoσφαιρα». Στο... σαλόμετρο που έχει ο κάθε ένας στο κεφάλι του, όταν αυτός που πρέπει να πάθει τη ζημιά είναι στη μεριά των «κακών».
Το μεγαλύτερο λάθος είναι να προσπαθήσει κάποιος να εξηγήσει τι είπε. Ο Μπεγλίτης δεν είχε πει ποτέ ότι ο αυτόχειρας τα είχε φάει, αλλά «εγώ στέκομαι πραγματικά σε αυτό το ανθρώπινο, το τραγικό. Κι αυτό πρέπει να μας προβληματίσει όλους. Το αν είχε χρέη, αν δεν είχε χρέη, το αν τα 'φαγαν τα παιδιά του ή αν τα 'φαγε ο ίδιος. Σεβασμό σε αυτές τις περιπτώσεις». Ο Πάγκαλος δεν είχε πει «μαζί τα φάγαμε», αλλά «μαζί φάγαμε τα λεφτά μέσα στο πλαίσιο ενός φαύλου συστήματος πολιτικής πελατείας με αθρόους διορισμούς στο Δημόσιο», αλλά το τελευταίο δεν βόλευε για να μπει. Ο Βερεμής ποτέ δεν είχε ασχοληθεί με τα σεξουαλικά του Κολοκοτρώνη, αλλά ο Τατσόπουλος είχε βάλει σαν πλάκα «σκέψου τι έχεις να ακούσεις όταν δουν και το δεύτερο επεισόδιο. Αποπληξία θα πάθουν όταν αποκαλύψετε ότι ο γκόμενος του Κολοκοτρώνη ήταν Τούρκος...» στο facebook.
Ετσι το «αστείο» της Παπαχρήστου, το οποίο σημειωτέον σε ελάχιστα ξένα Μέσα μεταφράστηκε, θα περάσει στην ιστορία σαν η αηδιαστική επίθεση στους ξένους, η ίδια θα γίνει η «Νύφη του Δράκουλα» που κυνήγαγε στον Αγιο Παντελεήμονα μετανάστες μαζί με τον Κασιδιάρη και ο ελληνικός Τύπος θα προσπαθήσει να δει πού φυσάει ο άνεμος (όχι ο στρατηγός, αλλά ο κυκλοφοριακός) για να τον ακολουθήσει.
Πηγή: Sportday
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου