O αγαπημένος μου ευρωπαϊκός αγώνας του Παναθηναϊκού, αυτός που θα ήθελα
να ξαναζήσω ή έστω να παρακολουθήσω σε βίντεο, είναι ο τελικός του 2002
στη Μπολόνια.
Του Άρη, εκείνο το 88-89 τον Δεκέμβριο του 1987 στη Βαρκελώνη ("ωωωω, όχι, είναι κλοπή, είναι αδικία, ωωωω, ωωωω, ωωωω"). Του ΠΑΟΚ, κι ας τελείωσε με ήττα, το δράμα της Ναντ. Της ΑΕΚ, ο τελικός του Σαπόρτα στη Λωζάννη επί Ιβκοβιτς.
Του Ολυμπιακού, όμως; Εδώ η απάντηση είναι πιο περίπλοκη.
Η προφανής απάντηση, το θαύμα της Κωνσταντινούπολης, παραείναι πρόσφατη για να βρει τη θέση της στο λεύκωμα της ιστορίας. Ακόμα και σήμερα, μου φαίνεται σαν παραμύθι.
O ιστορικός του μέλλοντος ασφαλώς θα κατατάξει τον "χαρταετό" του Γιώργου Πρίντεζη στα πιο λαμπερά πετράδια της διοργάνωσης (δίπλα στο νικητήριο τρίποντο του Τζόρτζεβιτς από το 1992) και στα μεγαλύτερα σουτ του ελληνικού μπάσκετ, μαζί με το "βάλ'το αγόρι μου" του Διαμαντίδη στο Βελιγράδι, τις βολές του Καμπούρη το 1987 και το τρίποντο του Φάνη στο Ζάγκρεμπ.
Τα buzzer-beaters έχουν άλλη χάρη. Να θυμηθώ να φτιάξω κάποτε και το σχετικό αφιέρωμα...
Οταν έγινε το αγαπημένο μου ευρωπαϊκό παιχνίδι του Ολυμπιακού, από τα 500 που ήδη γράφει το κοντέρ, ο Γιώργος Πρίντεζης ήταν απλώς μια λάμψη στα μάτια του πατέρα του. Εάν δεν υπάρχει σφάλμα στο αρχείο μου, το ημερολόγιο έγραφε 7 Δεκεμβρίου 1978. Εννέα χρόνια πριν την εποποιία του Ευρωμπάσκετ...
Ηταν ένας από τους πρώτους αγώνες μπάσκετ που παρακολούθησα ποτέ. Από την τηλεόραση φυσικά. Ημουν ακόμη πιτσιρίκι. Ολυμπιακός-Γκντανσκ στο θρυλικό "Παπαστράτειο".
Με Γιατζόγλου, Καστρινάκη, Μελίνι, Διάκουλα: τη χρυσή τετράδα των Ελληνοαμερικάνων. Με έναν Αμερικανό που είχε περάσει από τον Παναθηναϊκό, τον Τζένκινς. Με Ραφτόπουλο, Σισμανίδη, Ράμμο, Γκαρώνη και Κίμωνα Κοκορόγιαννη. Και με τον συγχωρεμένο Κώστα Μουρούζη στον πάγκο.
Ο Ολυμπιακός διεκδικούσε θέση στην τελική φάση του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, η οποία, για πρώτη φορά νομίζω, αποφασίστηκε να διεξαχθεί με σύστημα τελικής εξάδας, όπου όλοι θα έπαιζαν με όλους μέχρι να βγει -από βαθμολογία- το ζευγάρι του τελικού.
Είχε μπλέξει όμως σε έναν περίεργο Όμιλο, ο πρωταθλητής Ελλάδας, με τη γαλλική Λεμάν, την Γκντανσκ από την γενέτειρα του Λεχ Βαλέσα και με μία αδύναμη ομάδα από τη ...Συρία, την Αλ Γιάλα. Εχασε στη Γαλλία, έχασε στην Πολωνία, νίκησε τη Λεμάν στον Πειραιά, καθάρισε τους Σύρους. Και έμεινε ζωντανός μέχρι την τελευταία αγωνιστική.
Για να βγει ευνοημένος από την τριπλή ισοβαθμία της τελευταίας στιγμής, ο Ολυμπιακός όφειλε να νικήσει τη Γκντανσκ με διαφορά μεγαλύτερη των 18 πόντων. Η Πολωνία ήταν τότε πολλά βήματα μπροστά από την Ελλάδα.
Δεν γνωρίζω ποιος εισηγήθηκε την αγορά των τηλεοπτικών δικαιωμάτων, γνωρίζω όμως ότι έφερε καινούριους φίλους στο μπάσκετ. Εγώ, το μειράκιον των 12 ετών, ήμουν ένας από αυτούς.
Στην ΕΡΤ δεν υπήρχε ακόμη Συρίγος. Τουλάχιστον όχι σε καρέκλα με μεγάλα ποδάρια.
Οταν αποφασίστηκε η τηλεοπτική μετάδοση του αγώνα, το μικρόφωνο δόθηκε ασυζητητί στον άνθρωπο που διακόνευσε το μπάσκετ στις πέτρινες δεκαετίες του '50 και του '60, όταν ακόμη η πορτοκαλί μπάλα ήταν αστερίσκος του αστερίσκου. Τον πιστό εραστή της, Βαγγέλη Φουντουκίδη.
Ηταν ένα άνευ προηγουμένου θρίλερ, που καθήλωσε τον ανυποψίαστο τηλεθεατή στις ασπρόμαυρες θολές οθόνες της εποχής. Δεν υπήρχαν ιδιωτικά κανάλια τότε για να τραβήξουν αλλού το φιλοθέαμον κοινό, παρά μόνο η ΕΡΤ και το απομεινάρι της χούντας, η αλήστου μνήμης ΥΕΝΕΔ.
Ο Ολυμπιακός πάτησε γκάζι μετά το 31-29 και γέννησε ελπίδες. Προηγήθηκε με 44-31 και 64-55, αλλά το +18 ήταν πολύ δύσκολη υπόθεση. Δεν υπήρχαν και τρίποντα τότε. Οι Πολωνοί είχαν έναν δαίμονα, τον Εντι Γιούρκιεβιτς, που πέτυχε 45 πόντους. Ο ένας από τους δύο διαιτητές ήταν ο πολύς Κότλεμπα. Ο δεύτερος, κάποιος Ιταλός.
Η διαφορά έφτασε στους 19 πόντους, στα μισά του β' ημιχρόνου. Το κοινό παραληρούσε. Αλλά η Γκντανσκ δεν σκόπευε να παραδοθεί έτσι εύκολα.
Το τελευταίο πεντάλεπτο ξεκίνησε με σκορ 90-76. Τα σίδερα στο "Παπαστράτειο" κόντευαν να λιώσουν από τις φωνές και την έκρηξη των συναισθημάτων. Οι δύο ομάδες έμοιαζαν εγκλωβισμένες στο τρενάκι του λούνα παρκ: πότε πάνω, πότε κάτω.
Το 5ο φάουλ του ασυγκράτητου Γιούρκιεβιτς έδωσε την ώθηση για την τελική επίθεση: 95-76 με καλάθι του Γιώργου Καστρινάκη, 102-79 τελικό σκορ με το κλασσικό τζαμπ-σουτ του Στηβ Γιατζόγλου, που σφράγισε τον θρίαμβο με 36 πόντους. Ελληνική πρόκριση διά πυρός και σιδήρου στην εξάδα της Ευρώπης!
"Νταξ μωρέ, δεν έγινε και τίποτε", θα πει ο σημερινός, καλομαθημένος στα τρόπαια μπασκετόφιλος. Λάθος. Εγινε και παραέγινε.
Στην "Αθλητική Ηχώ" της επόμενης ημέρας, ο Μιχάλης Νομικός έγραψε ότι η πρόκριση ήταν "ανάσταση για το μέχρι πριν από λίγες ημέρες νεκρό ελληνικό μπάσκετ". Ασφαλώς ήταν η μεγαλύτερη επιτυχία στην έως τότε ιστορία του Ολυμπιακού. Κι ας έκανε μόνο μία νίκη στην τελική φάση.
Λίγους μήνες αργότερα, κατέφτασε στο στερέωμα ο Αρης του Ιωαννίδη, πρωταθλητής για πρώτη φορά στα τελείως ξεκούδουνα, με τη βοήθεια πάντως ενός κέρματος που προσγειώθηκε στο κεφάλι του διαιτητή Προεστού και προκάλεσε μηδενισμό του Ολυμπιακού.
Χρειάστηκε να κατηφορίσει ο Ιωαννίδης στο λιμάνι 13 χρόνια πιο μετά, για να ξανασηκώσουν κεφάλι οι "ερυθρόλευκοι"...
Η συμμετοχή του Ολυμπιακού στην ελίτ του ευρωπαϊκού μπάσκετ ήταν μία πρώτη σπίθα, περίπου 9 χρόνια πριν την εποποιία της Αθήνας και λίγους μήνες πριν την άφιξη του Νίκου Γκάλη στην Ελλάδα. Οσοι παρακολούθησαν το θρίλερ του Πειραιά από την τηλεόραση κατάλαβαν ότι ...κάτι γίνεται εδώ, κάτι υπάρχει.
Για εμένα, τον ακόμη αμούστακο, αυτός ήταν ο αγώνας που με έκανε να ερωτευτώ την πορτοκαλί μπάλα.
Μόλις απογαλακτίστηκα, άρχισα να συχνάζω στα γήπεδα του μπάσκετ. Το "Παπαστράτειο" μου έπεφτε βολικό, αρκεί να μην έχανα το 803, που περνούσε κάθε μισή ώρα.
Για τον "Τάφο του Ινδού" χρειάζονταν δύο λεωφορεία, αλλά το δεύτερο σε άφηνε ακριβώς απ'έξω. Η Νίκαια ήταν ακόμη πιο κοντά και είχε και Παναγιώτη Γιαννάκη. Και ο Πανελλήνιος μου ερχόταν βολικός. Και το Σπόρτιγκ, με τον Ηλεκτρικό. Η ΑΕΚ λιγότερο, αφού απαιτούσε ολόκληρο ταξίδι από το σπίτι μου.
Οποτε βέβαια ερχόταν στην Αθήνα εκείνος ο μελαχρινός διάβολος, ο Γκάλης, δεν είχαν πια σημασία τα δρομολόγια και τα τρένα. Τη μυρωδιά του "Αλεξάνδρειου" αξιώθηκα να τη γνωρίσω το 1985, φοιτητής ακόμη, δύο χρόνια πριν ξεκινήσω δουλειά. Ανυποψίαστος ακόμη για όσα με περίμεναν.
Εκείνο το βράδυ, της 7ης Δεκεμβρίου 1978, στο κατάμεστο "Παπαστράτειο", ο Βαγγέλης Φουντουκίδης έκλαψε με λυγμούς, γοερά, πάνω στο μικρόφωνο της ΥΕΝΕΔ. Aν υπήρχε βίντεο, θα είχε καταστραφεί από την υγρασία.
Δεν τον αδικώ, ούτε προσδίδω οπαδική χροιά στη συγκίνησή του. Απ'όσο γνωρίζω, άλλωστε, δεν ήταν φίλος του Ολυμπιακού. Λίγα χρόνια πριν τη συνταξιοδότησή του, ο κύριος Ευάγγελος ζούσε στο πετσί του τη δικαίωση του αθλήματος που είχε αγαπήσει και υποστηρίξει, από 20 χρονών παιδί. Δεν είναι μικρό πράγμα.
Το 1985, οι κατά τι νεώτεροι συνάδελφοί του στην τότε ΕΡΤ τον ξεπροβόδισαν με ειδική εκπομπή ("Ωρα του Αθλητισμού"), της οποίας ο πρόλογος έχει διασωθεί στο διαδίκτυο: ο Γιάννης Διακογιάννης, ο Νίκος Κατσαρός, ο Μανώλης Μαυρομμάτης, ο Δημήτρης Κωνσταντάρας, ο συγχωρεμένος Χρήστος Ράπτης, ο Γιάννης Μαμουζέλος, ο Δημήτρης Θεοδωρίδης. Με λίγο ψάξιμο, θα τη βρείτε.
Σήμερα ο Βαγγέλης Φουντικιδης είναι 86 ετών και παραμένει θαλερός στις επάλξεις. Στη δεκαετία του '80, υπήρξε επιτυχημένος θεατρικός επιχειρηματίας, αλλά και συγγραφέας. Εύχομαι υγεία και μακροημέρευση.
ΥΓ: Η Αθλητική Ηχώ κυκλοφόρησε στις 8/12/1978 με πηχυαίο πανηγυρικό τίτλο: 'ΑΜΟΚ, για τον μέγα θρίαμβο του Ολυμπιακού, πανηγύρια σε ολόκληρη τη χώρα. Ηταν συγκλονιστικός, έκανε να ριγήσουν και οι πέτρες"! Η καταπράσινη, επισημαίνω, Ηχώ. Ζούσαμε, όπως αντιλαμβάνεστε, μία τελείως διαφορετική εποχή.
*Πηγή: gazzetta.gr*
Του Άρη, εκείνο το 88-89 τον Δεκέμβριο του 1987 στη Βαρκελώνη ("ωωωω, όχι, είναι κλοπή, είναι αδικία, ωωωω, ωωωω, ωωωω"). Του ΠΑΟΚ, κι ας τελείωσε με ήττα, το δράμα της Ναντ. Της ΑΕΚ, ο τελικός του Σαπόρτα στη Λωζάννη επί Ιβκοβιτς.
Του Ολυμπιακού, όμως; Εδώ η απάντηση είναι πιο περίπλοκη.
Η προφανής απάντηση, το θαύμα της Κωνσταντινούπολης, παραείναι πρόσφατη για να βρει τη θέση της στο λεύκωμα της ιστορίας. Ακόμα και σήμερα, μου φαίνεται σαν παραμύθι.
O ιστορικός του μέλλοντος ασφαλώς θα κατατάξει τον "χαρταετό" του Γιώργου Πρίντεζη στα πιο λαμπερά πετράδια της διοργάνωσης (δίπλα στο νικητήριο τρίποντο του Τζόρτζεβιτς από το 1992) και στα μεγαλύτερα σουτ του ελληνικού μπάσκετ, μαζί με το "βάλ'το αγόρι μου" του Διαμαντίδη στο Βελιγράδι, τις βολές του Καμπούρη το 1987 και το τρίποντο του Φάνη στο Ζάγκρεμπ.
Τα buzzer-beaters έχουν άλλη χάρη. Να θυμηθώ να φτιάξω κάποτε και το σχετικό αφιέρωμα...
Οταν έγινε το αγαπημένο μου ευρωπαϊκό παιχνίδι του Ολυμπιακού, από τα 500 που ήδη γράφει το κοντέρ, ο Γιώργος Πρίντεζης ήταν απλώς μια λάμψη στα μάτια του πατέρα του. Εάν δεν υπάρχει σφάλμα στο αρχείο μου, το ημερολόγιο έγραφε 7 Δεκεμβρίου 1978. Εννέα χρόνια πριν την εποποιία του Ευρωμπάσκετ...
Ηταν ένας από τους πρώτους αγώνες μπάσκετ που παρακολούθησα ποτέ. Από την τηλεόραση φυσικά. Ημουν ακόμη πιτσιρίκι. Ολυμπιακός-Γκντανσκ στο θρυλικό "Παπαστράτειο".
Με Γιατζόγλου, Καστρινάκη, Μελίνι, Διάκουλα: τη χρυσή τετράδα των Ελληνοαμερικάνων. Με έναν Αμερικανό που είχε περάσει από τον Παναθηναϊκό, τον Τζένκινς. Με Ραφτόπουλο, Σισμανίδη, Ράμμο, Γκαρώνη και Κίμωνα Κοκορόγιαννη. Και με τον συγχωρεμένο Κώστα Μουρούζη στον πάγκο.
Ο Ολυμπιακός διεκδικούσε θέση στην τελική φάση του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, η οποία, για πρώτη φορά νομίζω, αποφασίστηκε να διεξαχθεί με σύστημα τελικής εξάδας, όπου όλοι θα έπαιζαν με όλους μέχρι να βγει -από βαθμολογία- το ζευγάρι του τελικού.
Είχε μπλέξει όμως σε έναν περίεργο Όμιλο, ο πρωταθλητής Ελλάδας, με τη γαλλική Λεμάν, την Γκντανσκ από την γενέτειρα του Λεχ Βαλέσα και με μία αδύναμη ομάδα από τη ...Συρία, την Αλ Γιάλα. Εχασε στη Γαλλία, έχασε στην Πολωνία, νίκησε τη Λεμάν στον Πειραιά, καθάρισε τους Σύρους. Και έμεινε ζωντανός μέχρι την τελευταία αγωνιστική.
Για να βγει ευνοημένος από την τριπλή ισοβαθμία της τελευταίας στιγμής, ο Ολυμπιακός όφειλε να νικήσει τη Γκντανσκ με διαφορά μεγαλύτερη των 18 πόντων. Η Πολωνία ήταν τότε πολλά βήματα μπροστά από την Ελλάδα.
Δεν γνωρίζω ποιος εισηγήθηκε την αγορά των τηλεοπτικών δικαιωμάτων, γνωρίζω όμως ότι έφερε καινούριους φίλους στο μπάσκετ. Εγώ, το μειράκιον των 12 ετών, ήμουν ένας από αυτούς.
Στην ΕΡΤ δεν υπήρχε ακόμη Συρίγος. Τουλάχιστον όχι σε καρέκλα με μεγάλα ποδάρια.
Οταν αποφασίστηκε η τηλεοπτική μετάδοση του αγώνα, το μικρόφωνο δόθηκε ασυζητητί στον άνθρωπο που διακόνευσε το μπάσκετ στις πέτρινες δεκαετίες του '50 και του '60, όταν ακόμη η πορτοκαλί μπάλα ήταν αστερίσκος του αστερίσκου. Τον πιστό εραστή της, Βαγγέλη Φουντουκίδη.
Ηταν ένα άνευ προηγουμένου θρίλερ, που καθήλωσε τον ανυποψίαστο τηλεθεατή στις ασπρόμαυρες θολές οθόνες της εποχής. Δεν υπήρχαν ιδιωτικά κανάλια τότε για να τραβήξουν αλλού το φιλοθέαμον κοινό, παρά μόνο η ΕΡΤ και το απομεινάρι της χούντας, η αλήστου μνήμης ΥΕΝΕΔ.
Ο Ολυμπιακός πάτησε γκάζι μετά το 31-29 και γέννησε ελπίδες. Προηγήθηκε με 44-31 και 64-55, αλλά το +18 ήταν πολύ δύσκολη υπόθεση. Δεν υπήρχαν και τρίποντα τότε. Οι Πολωνοί είχαν έναν δαίμονα, τον Εντι Γιούρκιεβιτς, που πέτυχε 45 πόντους. Ο ένας από τους δύο διαιτητές ήταν ο πολύς Κότλεμπα. Ο δεύτερος, κάποιος Ιταλός.
Η διαφορά έφτασε στους 19 πόντους, στα μισά του β' ημιχρόνου. Το κοινό παραληρούσε. Αλλά η Γκντανσκ δεν σκόπευε να παραδοθεί έτσι εύκολα.
Το τελευταίο πεντάλεπτο ξεκίνησε με σκορ 90-76. Τα σίδερα στο "Παπαστράτειο" κόντευαν να λιώσουν από τις φωνές και την έκρηξη των συναισθημάτων. Οι δύο ομάδες έμοιαζαν εγκλωβισμένες στο τρενάκι του λούνα παρκ: πότε πάνω, πότε κάτω.
Το 5ο φάουλ του ασυγκράτητου Γιούρκιεβιτς έδωσε την ώθηση για την τελική επίθεση: 95-76 με καλάθι του Γιώργου Καστρινάκη, 102-79 τελικό σκορ με το κλασσικό τζαμπ-σουτ του Στηβ Γιατζόγλου, που σφράγισε τον θρίαμβο με 36 πόντους. Ελληνική πρόκριση διά πυρός και σιδήρου στην εξάδα της Ευρώπης!
"Νταξ μωρέ, δεν έγινε και τίποτε", θα πει ο σημερινός, καλομαθημένος στα τρόπαια μπασκετόφιλος. Λάθος. Εγινε και παραέγινε.
Στην "Αθλητική Ηχώ" της επόμενης ημέρας, ο Μιχάλης Νομικός έγραψε ότι η πρόκριση ήταν "ανάσταση για το μέχρι πριν από λίγες ημέρες νεκρό ελληνικό μπάσκετ". Ασφαλώς ήταν η μεγαλύτερη επιτυχία στην έως τότε ιστορία του Ολυμπιακού. Κι ας έκανε μόνο μία νίκη στην τελική φάση.
Λίγους μήνες αργότερα, κατέφτασε στο στερέωμα ο Αρης του Ιωαννίδη, πρωταθλητής για πρώτη φορά στα τελείως ξεκούδουνα, με τη βοήθεια πάντως ενός κέρματος που προσγειώθηκε στο κεφάλι του διαιτητή Προεστού και προκάλεσε μηδενισμό του Ολυμπιακού.
Χρειάστηκε να κατηφορίσει ο Ιωαννίδης στο λιμάνι 13 χρόνια πιο μετά, για να ξανασηκώσουν κεφάλι οι "ερυθρόλευκοι"...
Η συμμετοχή του Ολυμπιακού στην ελίτ του ευρωπαϊκού μπάσκετ ήταν μία πρώτη σπίθα, περίπου 9 χρόνια πριν την εποποιία της Αθήνας και λίγους μήνες πριν την άφιξη του Νίκου Γκάλη στην Ελλάδα. Οσοι παρακολούθησαν το θρίλερ του Πειραιά από την τηλεόραση κατάλαβαν ότι ...κάτι γίνεται εδώ, κάτι υπάρχει.
Για εμένα, τον ακόμη αμούστακο, αυτός ήταν ο αγώνας που με έκανε να ερωτευτώ την πορτοκαλί μπάλα.
Μόλις απογαλακτίστηκα, άρχισα να συχνάζω στα γήπεδα του μπάσκετ. Το "Παπαστράτειο" μου έπεφτε βολικό, αρκεί να μην έχανα το 803, που περνούσε κάθε μισή ώρα.
Για τον "Τάφο του Ινδού" χρειάζονταν δύο λεωφορεία, αλλά το δεύτερο σε άφηνε ακριβώς απ'έξω. Η Νίκαια ήταν ακόμη πιο κοντά και είχε και Παναγιώτη Γιαννάκη. Και ο Πανελλήνιος μου ερχόταν βολικός. Και το Σπόρτιγκ, με τον Ηλεκτρικό. Η ΑΕΚ λιγότερο, αφού απαιτούσε ολόκληρο ταξίδι από το σπίτι μου.
Οποτε βέβαια ερχόταν στην Αθήνα εκείνος ο μελαχρινός διάβολος, ο Γκάλης, δεν είχαν πια σημασία τα δρομολόγια και τα τρένα. Τη μυρωδιά του "Αλεξάνδρειου" αξιώθηκα να τη γνωρίσω το 1985, φοιτητής ακόμη, δύο χρόνια πριν ξεκινήσω δουλειά. Ανυποψίαστος ακόμη για όσα με περίμεναν.
Εκείνο το βράδυ, της 7ης Δεκεμβρίου 1978, στο κατάμεστο "Παπαστράτειο", ο Βαγγέλης Φουντουκίδης έκλαψε με λυγμούς, γοερά, πάνω στο μικρόφωνο της ΥΕΝΕΔ. Aν υπήρχε βίντεο, θα είχε καταστραφεί από την υγρασία.
Δεν τον αδικώ, ούτε προσδίδω οπαδική χροιά στη συγκίνησή του. Απ'όσο γνωρίζω, άλλωστε, δεν ήταν φίλος του Ολυμπιακού. Λίγα χρόνια πριν τη συνταξιοδότησή του, ο κύριος Ευάγγελος ζούσε στο πετσί του τη δικαίωση του αθλήματος που είχε αγαπήσει και υποστηρίξει, από 20 χρονών παιδί. Δεν είναι μικρό πράγμα.
Το 1985, οι κατά τι νεώτεροι συνάδελφοί του στην τότε ΕΡΤ τον ξεπροβόδισαν με ειδική εκπομπή ("Ωρα του Αθλητισμού"), της οποίας ο πρόλογος έχει διασωθεί στο διαδίκτυο: ο Γιάννης Διακογιάννης, ο Νίκος Κατσαρός, ο Μανώλης Μαυρομμάτης, ο Δημήτρης Κωνσταντάρας, ο συγχωρεμένος Χρήστος Ράπτης, ο Γιάννης Μαμουζέλος, ο Δημήτρης Θεοδωρίδης. Με λίγο ψάξιμο, θα τη βρείτε.
Σήμερα ο Βαγγέλης Φουντικιδης είναι 86 ετών και παραμένει θαλερός στις επάλξεις. Στη δεκαετία του '80, υπήρξε επιτυχημένος θεατρικός επιχειρηματίας, αλλά και συγγραφέας. Εύχομαι υγεία και μακροημέρευση.
ΥΓ: Η Αθλητική Ηχώ κυκλοφόρησε στις 8/12/1978 με πηχυαίο πανηγυρικό τίτλο: 'ΑΜΟΚ, για τον μέγα θρίαμβο του Ολυμπιακού, πανηγύρια σε ολόκληρη τη χώρα. Ηταν συγκλονιστικός, έκανε να ριγήσουν και οι πέτρες"! Η καταπράσινη, επισημαίνω, Ηχώ. Ζούσαμε, όπως αντιλαμβάνεστε, μία τελείως διαφορετική εποχή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου