Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2015

Ο σημαντικότερος παίκτης του Τούντορ!!

Ο Βασίλης Σαμπράκος γράφει για τον Αλέξανδρο Τζιόλη, τον MVP του φετινού ΠΑΟΚ που αρνείται πεισματικά να γίνει “σταρ”. 
Λίγη ώρα μετά τη λήξη του ματς της Πέμπτης στην Τούμπα έβρισκα στο mailbox μου το μήνυμα ενός Γερμανού συναδέλφου μου που παρακολουθούσε το ΠΑΟΚ – Ντόρτμουντ. “Οταν είχα μάθει ότι το scouting report συνιστούσε στον Τούχελ να προσέξει πολύ τον Τζιόλη επειδή είναι ο παίκτης κλειδί στο πλάνο του Τούντορ σκέφτηκα ότι θα λάθευε ο σκάουτερ ή ότι θα έτυχε να τον παρακολουθήσει σε ένα παιχνίδι που ήταν καλός. Οχι επειδή δεν τον θυμάμαι για αξιόλογο αλλά επειδή δεν θυμάμαι να συνάντησα στα ελληνικά media, όταν μελέτησα ενόψει αυτού του ματς, σοβαρές αναφορές στην επιρροή του Τζιόλη στο παιχνίδι του ΠΑΟΚ”, μου έγραψε, για να κλείσει με την “είναι δυνατόν να παίζει έτσι και να μην προβάλλεται ως ο σημαντικότερος παίκτης του ΠΑΟΚ;” ερώτηση. “Εχει την ατυχία να είναι Ελληνας ποδοσφαιριστής”, του έγραψα προτού του εξηγήσω όλο τον συλλογισμό που βάζω σε αυτό το σημείωμα.
ADVERTISEMENT
Ο Αλέξανδρος Τζιόλης ήξερε από σχετικά μικρός, από τα 20 του χρόνια, τον δρόμο και τον τρόπο για να ανεβάσει στα ύψη την προβολή, την αποδοχή, την δημοφιλία και την εμπορικότητα του ονόματός του. Διότι είχε από νωρίς τις παραστάσεις. Σχεδόν στην εφηβεία είδε τους πρώτους ποδοσφαιριστές να παίζουν για την εξέδρα και να πουλάνε οπαδιλίκι και αγάπες για τον σύλλογο στη Νέα Σμύρνη, τον καιρό που αγωνιζόταν στον Πανιώνιο. Το είδε να συμβαίνει στον ίδιο και μεγαλύτερο βαθμό στην 5ετία της ζωής του στον Παναθηναϊκό. Εκανε μια συνειδητή επιλογή να μην εξελιχθεί σε ποδοσφαιριστή – οπαδό, να μην παραμυθιάζει με το συναίσθημα, κι ας ήξερε ότι έτσι δεν θα άκουγε ποτέ το όνομά του από την κερκίδα και ότι θα έχανε την ευκαιρία να κερδίσει μεγαλύτερα συμβόλαια επειδή “τον αγαπάει ο κόσμος”. Εκανε μια συνειδητή επιλογή που την πλήρωσε ακριβά τον καιρό που κινδύνευε να “καεί” στον Παναθηναϊκό, όταν η κερκίδα τον πήγαινε πολύ “ανάποδα” επειδή ήταν “παιδί του Τζίγκερ”, δηλαδή παίκτης που άρεσε στον Γιάννη Βαρδινογιάννη.
Οταν επέστρεψε στην Ελλάδα για τον ΠΑΟΚ ο Τζιόλης δεν είχε αλλάξει μυαλό. Ενώ η καταγωγή του (από την Κατερίνη) του έδινε την ευκαιρία να δηλώσει “ΠΑΟΚσάκι από μικρό παιδί”, να χτυπήσει ένα δικέφαλο τατού και να πανηγυρίζει μπροστά από τη θύρα 4 ώστε να εξασφαλίζει την λαϊκή απαίτηση για την παραμονή του στον σύλλογο, ο Τζιόλης παρέμεινε αυτό που είναι: αθλητής που έκανε την χαρά του, το ποδόσφαιρο, επάγγελμα. Εκανε και πάλι τη δύσκολη, για τα ελληνικά ποδοσφαιρικά δεδομένα, επιλογή να συνεχίσει να πουλάει τον εαυτό του ως ποδοσφαιριστή και όχι ως αισθηματία. Γι' αυτό βρέθηκε να ξενιτεύεται ξανά στην Τουρκία. Ομως ούτε και τότε άλλαξε μυαλό.
Το ίδιο “αντιεμπορική” επιλογή έχει κάνει και στη συναναστροφή με τα media. Κρατούσε από πιτσιρικάς για τον εαυτό του τον ρόλο του ποδοσφαιριστή και δεν επεδίωξε να εξελιχθεί σε παράγοντα ή να προκαλέσει επαινετικά δημοσιεύματα και χαρισμένα πρωτοσέλιδα. Κάπως έτσι εξηγείται το γεγονός ότι ουδέποτε έλαβε τη θέση που του αξίζει στη λίστα των πιο αξιόλογων Ελλήνων ποδοσφαιριστών της γενιάς του. Διότι προβλήθηκε διαχρονικά πολύ λιγότερο από αρκετούς που έχουν να δείξουν πολύ λιγότερες και μικρότερες διακρίσεις συγκριτικά με ένα παιδί που στα 24 του έφτασε ως βασικός συντελεστής της πορείας με τη Βέρντερ μέχρι τον τελικό του UEFA Cup και την κατάκτηση του κυπέλλου Γερμανίας. Για παρόμοιους λόγους έχανε τον τελευταίο καιρό και τη θέση του από την Εθνική. Διότι τα media δεν φρόντιζαν να τονίζουν την ανάγκη της παρουσίας του.
Σήμερα, δηλαδή από την αρχή της σεζόν, ο Τζιόλης είναι, αν όχι ο σημαντικότερος, ένας εκ των πιο σημαντικών και καθοριστικών ποδοσφαιριστών στο πλάνο του Ιγκόρ Τούντορ. Είναι ρυθμιστής του πλάνου και στην ανασταλτική λειτουργία και στο δημιουργικό μέρος του παιχνιδιού. Και μαζί με αυτά, είναι ο παίκτης που ακούει περισσότερο τον πάγκο για να αλλάξει ρυθμό, να επιλέξει πλευρά ανάπτυξης, να ξεκινήσει κομπίνες, δηλαδή αυτός που ακούει περισσότερες εντολές παιχνιδιού από τον προπονητή του. Ο προπονητής του αγωνιστικού χώρου. Ολα αυτά όμως ο Τζιόλης δεν τα “φωνάζει” ούτε με τη συμπεριφορά του εντός τερέν ούτε μέσα από τα media. Επιλέγει να παραμένει όσο αθόρυβος υπήρξε διαχρονικά στην ελληνική καριέρα του. Γι' αυτό και δεν παίρνει τη θέση που του “αξίζει”. Γι' αυτό και ο ΠΑΟΚ δεν έχει ακόμη αισθανθεί τυχερός που δεν τον έδιωξε πριν από 1,5 χρόνο, όταν τον νόμιζε για “περιττό”. Αν λεγόταν Tziolof, Tziolak, Tzioletti σήμερα θα είχε βαρεθεί να βλέπει τη φάτσα του σε χάρτινα και ψηφιακά πρωτοσέλιδα. Σήμερα απλώς κερδίζει ένα χειροκρότημα, μέχρι την επόμενη φορά που θα μπει στο στόχαστρο μιας εύκολης και σκληρής κριτικής μετά από μια ήττα του ΠΑΟΚ.
Τέτοιας πάστας ποδοσφαιριστές έπαψαν να κυκλοφορούν στην Ελλάδα από τα μέσα της δεκαετίας του '90, δηλαδή από τον καιρό που οι ατζέντηδες και τα media μπήκαν για τα καλά στη ζωή του επαγγελματικού ποδοσφαίρου και άρχισαν να παίζουν καθοριστικό ρόλο στην διαμόρφωση της κοινής αντίληψης για την αξία ενός ποδοσφαιριστή και στην πραγματικότητα να αλλοιώνουν ή και να διαφθείρουν τον χαρακτήρα του. Τέτοιας πάστας Ελληνες ποδοσφαιριστές τους κυνηγάς πλέον με το δίκαννο στην κοινωνία των συλλόγων που κάνουν πρωταθλητισμό. Η σημερινή πραγματικότητα δεν αφήνει πολύ χώρο στον ήλιο του επαγγελματικού ποδοσφαίρου σε τέτοια παιδιά. Συνήθως αυτά πηγαίνουν χαμένα, ή δεν κάνουν την καριέρα και τα λεφτά που θα τους εξασφάλιζε η επιλογή να κάνουν “δημόσιες σχέσεις” με την κερκίδα και τα media. Του Τζιόλη δεν του βγήκε σε κακό, αφού κυκλοφόρησε στα περισσότερα από τα μεγαλύτερα πρωταθλήματα της Ευρώπης και κατάφερε να εξασφαλίσει καλά συμβόλαια με υψηλές αποδοχές. Υπό κανονικές συνθήκες θα έπρεπε να λειτουργεί ως παράδειγμα για τους νεότερους. Η ελληνική κοινωνία του ποδοσφαίρου όμως προτιμά να δείχνει άλλο δρόμο στους πιτσιρικάδες της: συνωστισμό στα τατουατζίδικα, καβάλα τις πινακίδες για πανηγύρι μπροστά τους φανατικούς, ατζέντη, image maker, δηλαδή όλα τα εφόδια για μια ελληνική επιτυχημένη καριέρα. Και κάπως έτσι έχουμε φτάσει να έχουμε τους ποδοσφαιριστές που μας αξίζουν.
*Πηγή: gazzetta.gr*

Δεν υπάρχουν σχόλια: