«Το ξέρεις ότι ο λύγκας απειλείται με εξαφάνιση;»
με ρώτησε η διανοούμενη φίλη μου, Σάββατο απομεσήμερο, ενώ μόλις είχαμε
αποσώσει τις φακές μας –σαν να λέμε την αστακομακαρονάδα της εποχής της
εκταμίευσης της έκτης δόσης.
Γράφει ο Τάκης Τσιρτσώνης...
Δεν το ήξερα –και ομολογώ ότι μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν με είχε απασχολήσει ιδιαίτερα. Αλλά κάπου στο πρώτο ημίωρο παρακολούθησης του σχετικού ντοκιμαντέρ –κι ενώ η ώρα πλησίαζε πλέον 19:30– ήμουν διατεθειμένος να πάρω εγώ ο ίδιος ένα λυγκάκι σπίτι μου και να το μοσχαναθρέψω με αντάλλαγμα να γυρίσουμε στη Nova.
Οι διαπραγματεύσεις στον design καναπέ της δεν κράτησαν πολύ και της υποσχέθηκα να τις συνεχίσουμε στο ημίχρονο. Ισα που πρόλαβα την ανακοίνωση των συνθέσεων. Σαν reunion του Ολυμπιακού Βόλου έμοιαζε. Μόνχε από τη μία (για πρώτη φορά βασικός στον Ολυμπιακό του Βαλβέρδε), Σανκαρέ, Γιακούποβιτς, Ουμπίντες από την άλλη. Η σύνθεση του Αρη γενικά θύμιζε τραπέζι που προκύπτει αιφνιδιαστικά σαββατόβραδο, με τη νοικοκυρά να βγάζει στους καλεσμένους της ό,τι βρέθηκε. Εξω ο Πρίττας, έξω ο Λαζαρίδης κι ο Παπαστεριανός, μέσα ο νεαρός Γιαννιώτας, ο Βράνιες, ο Σολτάνι και ο Ντίκο στο αρχικό σχήμα έπειτα από καιρό, ο Καζναφέρης δεξιός μπακ. «Με Καζναφέρη στο γήπεδο, ο Ολυμπιακός δεν χάνει», μου λέει η φίλη μου προφητικά. «Δεν είναι αυτός, γλυκό μου», προσπαθώ να την επαναφέρω στην τάξη.
«Δεν φαντάζομαι να μου πεις ότι ούτε ο Καστίγιο είναι αυτός που θυμάμαι και στον οποίο στήριζαν τόσα πολλά στον Ολυμπιακό, ε;», μου λέει με γνήσιο παράπονο. Τι να της πεις τώρα...
Πριν συμπληρωθεί το δεκάλεπτο, ο Τζιμπούρ ανοίγει λογαριασμό. «Είδες;» μου λέει η φίλη μου, «κάτι μάθανε παίζοντας στην Ευρώπη με τις διάφορες Ντόρτμουντ» (τελικά, θα πρέπει να διαβάζει κρυφά αθλητικά sites και ο λύγκας να ήταν μπλόφα...).
Λίγο μετά ο Αλγερινός αποτυγχάνει να αξιοποιήσει μία ιδανική κατά λάθος ασίστ του Φατί, ενώ οι κλοτσιές πάνε σύννεφο. Η εξέδρα κοχλάζει –με τη συνδρομή και του επόπτη Ποντίκη, «το όνομα πρέπει να το έχει τελικά», μου λέει κι αποφεύγω να τη διορθώσω– όμως ο Ολυμπιακός μοιάζει κυρίαρχος. Στο 28’ ο Γιακούποβιτς βγαίνει με τα χέρια μπροστά σαν υπνοβάτης στο φάουλ του Ιμπαγάσα. Κεφαλιά Μοντέστο και 0-2, εντελώς όπως με την Ντόρτμουντ στο Καραϊσκάκη. Ρε μπας και είναι κολλητική η... Κοστανσίτιδα;
Ημίχρονο με όλα όσα αυτό συνεπάγεται.
Στο ξεκίνημα του δεύτερου, όλοι αυτοί που κάθονται στον πάγκο του Αρη κάνουν διορθωτικές κινήσεις. Στον αντίστοιχο του Ολυμπιακού, ρωτάνε απλά τον Ιμπαγάσα «θείο, αντέχεις;». Εκείνος γνέφει καταφατικά κι όλοι έχουν το κεφάλι τους ήσυχο. Γύρω στο 60’ ο θαυματουργός Αριέλ όμως αποχωρεί κι οι Κιτρινόμαυροι –που απόψε είναι (σχεδόν) ολόμαυροι– αναθαρρεύουν. Σε μία από τις πλημμυρηδόν αντεπιθέσεις των Κόκκινων (κι ενώ οι σέντερ μπακ των Κίτρινων πιθανότατα βρίσκονται κάπου στην Κρήνη για ούζα), ο Μόνχε σκάβει την μπάλα πάνω από τον Γιακούποβιτς. Δοκάρι.
Κάπου ένα τέταρτο πριν από τη λήξη, ο Τόχα με κάποιο αδιευκρίνιστο κομμάτι του σώματός του σπρώχνει την μπάλα στα δίχτυα από κοντά. «Λες να ξαναγίνει;», είναι η φράση που σχηματίζεται στο μυαλό οποιουδήποτε παρακολουθεί το παιχνίδι.
Ο Γιακούποβιτς πάντως ξαναχασμουριέται σε ένα φάουλ από τα δεξιά –δεν μπορεί, αυτός είχε αφίσα τον Κοστάνσο στο δωμάτιό του– και για κάνα δίλεπτο το φάντασμα του ΟΦΗ ξορκίζεται. Λίγο μετά ο Μέγερι δείχνει ότι είναι αδιαμφισβήτητα καλύτερος από τον Φράνκο. Μολονότι η έξοδός του είναι κι εκείνου Μεσολόγγι, τουλάχιστον σημαδεύει με τη γροθιά του αντίπαλο και όχι κάποιον άτυχο συμπαίκτη σαν τον Μαρκάνο.
Το τελικό 2-3 μοιάζει σαν το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας της Παρασκευής στη Βουλή. Νίκη μεν, αλλά αγχώδης. Και προβληματισμός για την επόμενη μέρα. «Τι λες για μια κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας με εμένα από πάνω;», με ρωτά.
Πηγή: Εξέδρα
Δεν το ήξερα –και ομολογώ ότι μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν με είχε απασχολήσει ιδιαίτερα. Αλλά κάπου στο πρώτο ημίωρο παρακολούθησης του σχετικού ντοκιμαντέρ –κι ενώ η ώρα πλησίαζε πλέον 19:30– ήμουν διατεθειμένος να πάρω εγώ ο ίδιος ένα λυγκάκι σπίτι μου και να το μοσχαναθρέψω με αντάλλαγμα να γυρίσουμε στη Nova.
Οι διαπραγματεύσεις στον design καναπέ της δεν κράτησαν πολύ και της υποσχέθηκα να τις συνεχίσουμε στο ημίχρονο. Ισα που πρόλαβα την ανακοίνωση των συνθέσεων. Σαν reunion του Ολυμπιακού Βόλου έμοιαζε. Μόνχε από τη μία (για πρώτη φορά βασικός στον Ολυμπιακό του Βαλβέρδε), Σανκαρέ, Γιακούποβιτς, Ουμπίντες από την άλλη. Η σύνθεση του Αρη γενικά θύμιζε τραπέζι που προκύπτει αιφνιδιαστικά σαββατόβραδο, με τη νοικοκυρά να βγάζει στους καλεσμένους της ό,τι βρέθηκε. Εξω ο Πρίττας, έξω ο Λαζαρίδης κι ο Παπαστεριανός, μέσα ο νεαρός Γιαννιώτας, ο Βράνιες, ο Σολτάνι και ο Ντίκο στο αρχικό σχήμα έπειτα από καιρό, ο Καζναφέρης δεξιός μπακ. «Με Καζναφέρη στο γήπεδο, ο Ολυμπιακός δεν χάνει», μου λέει η φίλη μου προφητικά. «Δεν είναι αυτός, γλυκό μου», προσπαθώ να την επαναφέρω στην τάξη.
«Δεν φαντάζομαι να μου πεις ότι ούτε ο Καστίγιο είναι αυτός που θυμάμαι και στον οποίο στήριζαν τόσα πολλά στον Ολυμπιακό, ε;», μου λέει με γνήσιο παράπονο. Τι να της πεις τώρα...
Πριν συμπληρωθεί το δεκάλεπτο, ο Τζιμπούρ ανοίγει λογαριασμό. «Είδες;» μου λέει η φίλη μου, «κάτι μάθανε παίζοντας στην Ευρώπη με τις διάφορες Ντόρτμουντ» (τελικά, θα πρέπει να διαβάζει κρυφά αθλητικά sites και ο λύγκας να ήταν μπλόφα...).
Λίγο μετά ο Αλγερινός αποτυγχάνει να αξιοποιήσει μία ιδανική κατά λάθος ασίστ του Φατί, ενώ οι κλοτσιές πάνε σύννεφο. Η εξέδρα κοχλάζει –με τη συνδρομή και του επόπτη Ποντίκη, «το όνομα πρέπει να το έχει τελικά», μου λέει κι αποφεύγω να τη διορθώσω– όμως ο Ολυμπιακός μοιάζει κυρίαρχος. Στο 28’ ο Γιακούποβιτς βγαίνει με τα χέρια μπροστά σαν υπνοβάτης στο φάουλ του Ιμπαγάσα. Κεφαλιά Μοντέστο και 0-2, εντελώς όπως με την Ντόρτμουντ στο Καραϊσκάκη. Ρε μπας και είναι κολλητική η... Κοστανσίτιδα;
Ημίχρονο με όλα όσα αυτό συνεπάγεται.
Στο ξεκίνημα του δεύτερου, όλοι αυτοί που κάθονται στον πάγκο του Αρη κάνουν διορθωτικές κινήσεις. Στον αντίστοιχο του Ολυμπιακού, ρωτάνε απλά τον Ιμπαγάσα «θείο, αντέχεις;». Εκείνος γνέφει καταφατικά κι όλοι έχουν το κεφάλι τους ήσυχο. Γύρω στο 60’ ο θαυματουργός Αριέλ όμως αποχωρεί κι οι Κιτρινόμαυροι –που απόψε είναι (σχεδόν) ολόμαυροι– αναθαρρεύουν. Σε μία από τις πλημμυρηδόν αντεπιθέσεις των Κόκκινων (κι ενώ οι σέντερ μπακ των Κίτρινων πιθανότατα βρίσκονται κάπου στην Κρήνη για ούζα), ο Μόνχε σκάβει την μπάλα πάνω από τον Γιακούποβιτς. Δοκάρι.
Κάπου ένα τέταρτο πριν από τη λήξη, ο Τόχα με κάποιο αδιευκρίνιστο κομμάτι του σώματός του σπρώχνει την μπάλα στα δίχτυα από κοντά. «Λες να ξαναγίνει;», είναι η φράση που σχηματίζεται στο μυαλό οποιουδήποτε παρακολουθεί το παιχνίδι.
Ο Γιακούποβιτς πάντως ξαναχασμουριέται σε ένα φάουλ από τα δεξιά –δεν μπορεί, αυτός είχε αφίσα τον Κοστάνσο στο δωμάτιό του– και για κάνα δίλεπτο το φάντασμα του ΟΦΗ ξορκίζεται. Λίγο μετά ο Μέγερι δείχνει ότι είναι αδιαμφισβήτητα καλύτερος από τον Φράνκο. Μολονότι η έξοδός του είναι κι εκείνου Μεσολόγγι, τουλάχιστον σημαδεύει με τη γροθιά του αντίπαλο και όχι κάποιον άτυχο συμπαίκτη σαν τον Μαρκάνο.
Το τελικό 2-3 μοιάζει σαν το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας της Παρασκευής στη Βουλή. Νίκη μεν, αλλά αγχώδης. Και προβληματισμός για την επόμενη μέρα. «Τι λες για μια κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας με εμένα από πάνω;», με ρωτά.
Πηγή: Εξέδρα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου