Ο Β. Γαλούπης σχολιάζει το πρόσφατο περιστατικό στην εθνική εφήβων και
αναρωτιέται τι μηνύματα εισπράττει ο ίδιος ο παίκτης μετά το συμβάν.
Γίνεται το γνωστό περιστατικό στην εθνική εφήβων μπάσκετ και παίρνουν
φωτιά τα μήντια και ειδικά τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Με κηρύγματα
ηθικολογίας, κατάρες, ακραίους χαρακτηρισμούς, γενικά με όσα βιώνουμε
καθημερινά σε όλα στην Ελλάδα του 2014. Για μια, δυο μέρες πάντα κι
έπειτα πάμε γι’ άλλα στο facebook και στο twitter. Η απώλεια μέτρου,
άλλωστε, είναι κάτι που μας συνοδεύει γενικά.
Φυσικά, όλοι ξέρουν την αλήθεια,
όλοι έχουν αντιληφθεί τι συνέβη, όλοι έχουν βγάλει τα συμπεράσματά τους
που δεν επιδέχονται αμφισβήτησης. Και άπαντες, ακόμα κι όσοι δεν
γνωρίζανε καν μέχρι χθες την ύπαρξη του συγκεκριμένου παίκτη, μπλέκουν
άσκεφτα στην κουβέντα ευαίσθητα ζητήματα, όπως η προσωπικότητα ενός
μπασκετμπολίστα, τους γονείς του και δεν ξέρω εγώ τι άλλο.
Πώς γίνεται, όμως, και οι
περισσότεροι που κόπτονται τόσο πολύ για το καλό ενός αθλητή να αγνοούν
επιδεικτικά την ίδια του την τοποθέτηση, αυτό πραγματικά δεν μπορώ να το
καταλάβω. Με ξεπερνάει.
Ο Αντώνης Κόνιαρης έκανε μια
επίσημη δήλωση. Υπογεγραμμένη από τον ίδιο μέσα από το σάιτ της
ομοσπονδίας μπάσκετ. Και το σημειώνω αυτό επειδή δεν έγινε σε κάποιον
δημοσιογράφο ενός ΜΜΕ, έτσι ώστε να υπάρχουν περιθώρια παρερμηνείας.
Ότι, δηλαδή, κάτι άλλο ήθελε να πει και κάτι άλλο βγήκε στον αέρα.
Είπε, λοιπόν, επί λέξει και με κάθε
επισημότητα ο διεθνής: «Σχετικά με το δήθεν περιστατικό βιαιοπραγίας
εναντίον μου, οφείλω να ξεκαθαρίσω ότι ο προπονητής μου δεν με χτύπησε
ΠΟΤΕ. Είναι φανερό ότι η εικόνα ξεγελά. Μου έκανε πολύ έντονες
παρατηρήσεις, όμως σε καμία περίπτωση δεν με χτύπησε. Αυτά προς
αποκατάσταση της πραγματικότητας. Περιμένουμε από τους Έλληνες να μας
στηρίξουν κι όχι μετά από μία πολύ σημαντική νίκη να συζητάμε για
πράγματα που δεν έχουν συμβεί».
Έχοντας κάνει τα χιλιόμετρά μου
στον αθλητισμό κι από μέσα πιο πιτσιρικάς και σαν επαγγελματίας
δημοσιογράφος αργότερα, έχω μάθει να αξιολογώ ως τον Νο1 πρωταγωνιστή
τον αθλητή. Τον οποίο στην Ελλάδα τον περνάμε όχι σε δεύτερη μοίρα, αλλά
τον αντιμετωπίζουμε συνήθως σαν τον τελευταίο τροχό της αμάξης. Ειδικά
όταν θέλει να εκφραστεί. Όπως, βέβαια, μπορώ να κατανοώ μετά από τόσα
χρόνια στο κουρμπέτι και την ιδιαίτερη σχέση που κτίζεται ανάμεσα στον
αθλητή και στον προπονητή του. Μια σχέση που δεν μπορεί να την καταλάβει
όποιος δεν έχει μυηθεί στο αντικείμενο.
Ο Κόνιαρης είναι ένας ταλαντούχος
νεαρός άντρας. Στα 17 του χρόνια είναι επαγγελματίας αθλητής, υπογράφει
συμβόλαια, έχει την ικανότητα και την ωριμότητα να σηκώνει τις φανέλες
δυο τεράστιων συλλόγων όπως ο Παναθηναϊκός και ο ΠΑΟΚ, είναι διεθνής.
Όχι μόνο στον αθλητισμό, αλλά
κυρίως η ίδια η κοινωνία αντιμετωπίζει έναν 17χρονο ως έτοιμο ή σχεδόν
έτοιμο σε λίγους μήνες να μπει στο παιχνίδι της ζωής επί ίσοις όροις. Να
βγάζει δίπλωμα οδήγησης και να κυκλοφορεί στον δρόμο έχοντας την ευθύνη
της ζωής του, των συνεπιβατών του, των διερχόμενων κλπ. Να ψηφίζει και
να εκλέγει κυβερνήσεις. Να πηγαίνει στον στρατό. Να εργάζεται. Να
συστήνει κι εταιρίες, αν θέλει. Να παντρεύεται και να γίνεται
οικογενειάρχης.
Αυτός ο νεαρός άντρας, λοιπόν,
ενδεχομένως για πρώτη φορά στην ζωή του σε τέτοιον βαθμό, βγαίνει και
τοποθετείται δημόσια για ένα σκηνικό έντασης που ήταν παρών και τον
αφορά άμεσα. Κι απευθύνεται στην ελληνική κοινή γνώμη. Σε
δημοσιογράφους, σε φιλάθλους, στην πιάτσα, σε όλη την κοινωνία. Και τι
εισπράττει; Εδώ είναι το ερώτημα.
Τον έλαβε κανείς υπ’ όψιν του σ’
αυτά που είπε στην δήλωσή του τον Κόνιαρη; Θεωρήθηκε ότι λέει την
αλήθεια; Ή ο καθένας, τελικά, συνέχισε το βιολί του για να πει ό,τι είχε
στο μυαλό του αγνοώντας τον; Μάλλον το δεύτερο. Σα να μην υπήρχε δική
του θέση για το γεγονός κάνανε οι περισσότεροι. Κι αυτό τι είναι;
Σεβασμός στην προσωπικότητά του; Στα δικαιώματά του; Στην επαγγελματική
του υπόσταση; Και τι μηνύματα λαμβάνει από τις αντιδράσεις της κοινής
γνώμης αυτός ο νέος άνθρωπος που είναι στην αφετηρία της ενηλικίωσής
του; Ότι άμα μιλάει θα τον γράφουμε εκεί που δεν πιάνει μελάνι; Ότι δεν
έχουν βαρύτητα τα λεγόμενά του; Ότι πρέπει να τα λένε άλλοι αντί γι’
αυτόν, επειδή ο ίδιος δεν μπορεί;
Μήπως, λοιπόν, είναι αυτή η
ταμπακιέρα ή έστω κι αυτή; Εκτός κι αν θεωρηθεί ότι φοβήθηκε κάτι και το
έκανε. Ότι ήταν μια μαϊμού δήλωση. Ότι πιέστηκε. Πέραν του ότι αυτό κι
αν είναι προσβλητικό για την προσωπικότητα ενός ανθρώπου, ειδικά από την
στιγμή που είναι αμόλυντος από επικοινωνιακά παιχνίδια, υπάρχει και το
εύλογο ερώτημα. Τι να φοβήθηκε, ρε παιδιά; Μην χάσει το… βαρύ…
συμβόλαιο; Πού; Στην εθνική εφήβων; Ή μήπως καίγεται μην του κόψουν την
καλημέρα ή τις συμμετοχές; Αφού έτσι κι αλλιώς 30λεπτα παίζει.
Να με συμπαθάτε, λοιπόν, αλλά ακόμα
κι αν πηγαίνω κόντρα στο ρεύμα και το ηλεκτρισμένο κλίμα, εγώ θα
επιλέξω να ακούσω περισσότερο τον παίκτη απ’ οποιονδήποτε άλλον.
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν, χωρίς δεύτερες σκέψεις, την ξεκάθαρη άποψή του. Να
τον αντιμετωπίσω, δηλαδή, σαν ενεργό μέλος της κοινωνίας μας κι όχι σαν
ένα παιδάκι. Και να σεβαστώ την προσωπικότητά του, την οποία άπαντες
επικαλούνται, αλλά και τη γνώμη του ως άμεσα εμπλεκόμενου στο γνωστό
περιστατικό, μια γνώμη που πέρασε εντελώς στο ντούκου.
Πηγή: gazzetta.gr
Πέμπτη 31 Ιουλίου 2014
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου