Από τα τέλη του 19ου αιώνα, το ποδόσφαιρο είχε μεταναστεύσει μαζί με
τους ναυτικούς και έμπορους Βρετανούς στις δύο όχθες του μεγάλου
ποταμού. Από τη μία μεριά του Ρίο ντε λα Πλάτα βρίσκονταν οι Αργεντινοί
και από την άλλη οι Ουρουγουανοί. Ωστόσο, ακόμα και στο 1900, το
παιχνίδι παιζόταν στο αγγλικό στιλ και οι ντόπιοι μόλις που άρχιζαν
σταδιακά να συμμετάσχουν: τόσο στον αγωνιστικό χώρο όσο και στην εξέδρα.
Εκεί, ειδικά, στα ξύλινα καθίσματα ή και στις θέσεις των ορθίων, όλα γίνονταν με το αγγλικό στιλ. Επικρατούσε μία ατμόσφαιρα που σήμερα θα ταίριαζε σε αγώνες τένις. Απόλυτη ησυχία, η οποία μερικές φορές διακοπτόταν από ένα επιφώνημα θαυμασμού ή κάποια χειροκροτήματα στα γκολ. Καμία σχέση δηλαδή με όσα φανταζόμαστε και που ισχύουν για το ποδόσφαιρο της Λατινικής Αμερικής. Πως όμως άλλαξε αυτή η διάθεση των φιλάθλων και μετετράπησαν στους πιο διαβόητους και σκληροπυρηνικούς οπαδούς του κόσμου; Η απάντηση βρίσκεται σε έναν χοντρό τύπο που έφτιαχνε δέρματα για σέλες και φημιζόταν πως είχε τα πιο δυνατά πνευμόνια στο Μοντεβιδέο.
Ο Προυδένσιο Μιγκέλ Ρέγιες δεν φημιζόταν για την οξυδέρκεια του. Στη συνοικία της Κορδόν, όπου πάλευε για το μεροκάματο, έσπαγαν πλάκα μαζί του, αλλά ταυτόχρονα άπαντες αναγνώριζαν την αγάπη του για την ομάδα της γειτονιάς: την Νασιονάλ, που μόλις είχε προκύψει από την συνένωση των Uruguay Athletic Club και Montevideo Fútbol Club. Καθώς λοιπόν ήξεραν ότι μπορούσε να φυσάει αέρα με πολύ δύναμη στα δέρματα, έκαναν από το σύλλογο μία συμφωνία μαζί του. Θα μπορούσε να δίνει το παρών σε όλα τα παιχνίδια της στο «Πάρκε Σεντράλ», αλλά θα ήταν εκείνος που θα φούσκωνε τις μπάλες. Φανταστείτε όμως ότι δεν υπήρχαν τρόμπες και οι πολύ σκληρές μπάλες από δέρμα μοσχαριού και χωρίς σαμπρέλα, έπρεπε να γεμίσουν με αέρα από τα δικά του σωθικά.
Για αυτή τη θέση του ως βοηθός ονομάστηκε «hinchador» (σ.σ.: ιντσαδόρ από το hinchar που σημαίνει... φυσάω). Για τους φίλους της Νασιονάλ λοιπόν ο Δον Προυδένθιο ήταν ο «hinchador» της ομάδας τους. Μόνο που εκείνος στα παιχνίδια αποδείχτηκε πολύ φωνακλάς και χαλούσε την ηρεμία του γηπέδου. Καθώς βρισκόταν δίπλα από την πλάγια γραμμή, έτρεχε από το ένα κόρνερ στο άλλο και φώναζε γεμάτος ενθουσιασμό: «Νασιονάλ, Νασιονάλ, πάνω τους Νασιονάλ, πάμε ομάδα μου να τους φάμε». Αρχικά ο χοντρός Ρέγιες προκαλούσε γέλιο με τη συμπεριφορά του. Σιγά σιγά όμως έγινε και ο ίδιος ένα αξιοθέατο των αγώνων και άρχισε να βρίσκει μιμητές.
Στη μία γωνία και σχεδόν πίσω από το τέρμα, εκεί όπου μαζεύονταν οι πιο πιτισιρκάδες η καζούρα μετατράπηκε σε γούστο. Οπότε φώναζε ο «hinchador», εκείνοι ακολουθούσαν και δημιουργούσαν την πρώτη καταγεγραμμένη ποδοσφαιρική ατμόσφαιρα στην America Latina. Για όποιον ρωτούσε «Μα καλά, ποιος είναι αυτός που φωνάζει;», η μόνιμη απάντηση ήταν καταλυτική για το μέλλον του οπαδικού κινήματος εκεί στο Νότο: «Είναι ο hincha pelotas (σ.σ.: ο φυσάει μπάλες) της Νασιονάλ».
Λίγα χρόνια αργότερα και με την ίδια ιστορία να συνεχίζεται και να έχει κάνει διάσημο τον Προυδένσιο Μιγκελίτο Ρέγιες, ο τρανός στον Ρίο ντε λα Πλάτα συγγραφέας και δημοσιογράφος, Ντιέγο Λουσέρο εμφανίστηκε για να καταγράψει σε άρθρο του το φαινόμενο. Τιτλοφόρησε το άρθρο του ως «Hincha» και ουσιαστικά σε αυτό περιέγραψε τη συμπεριφορά του οπαδού. Από εκείνη την ημέρα στη Νότια Αμερική όλοι οι οπαδοί ονομάστηκαν «hinchas», σφραγίζοντας μία για πάντα τη ζωή, τη συμπεριφορά στην εξέδρα.
Μάλιστα ήταν τέτοια η μετάλλαξη του φίλαθλου σε οπαδό σε εκείνα τα μέρη, ώστε το φαινόμενο επεκτάθηκε σε παθιασμένο βαθμό και στα αντιπροσωπευτικά συγκροτήματα των χωρών της περιοχής. Χαρακτηριστικό είναι ότι ειδικά οι Ουρουγουανοί οπαδοί έγιναν οι πρώτοι που διέσχισαν τον Ατλάντικό (150 άτομα) και ακολούθησαν την Εθνική τους στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Παρισιού (1924), όπου πήρε το Χρυσό Μετάλλιο, κάτι που επανέλαβαν τέσσερα χρόνια αργότερα στο Αμστερνταμ. Για να μην πούμε φυσικά για τον απίστευτο χαμό που δημιούργησαν το 1930 ως -επικίνδυνοι για τις αντίπαλες ομάδες- οικοδεσπότες του πρώτου Μουντιάλ, το οποίο και πανηγύρισαν.
Το σημαντικότερο όμως όσον αφορά τη Νασιονάλ, είναι ότι μέχρι τις μέρες μας συνεχίζουν να τιμούν την παρουσία του Προυδένσιο Μιγκέλ Ρέγιες. Σε κάθε αναμέτρηση στο «Πάρκε Σεντράλ» κάνει την εμφάνιση του το σχετικό τεράστιο πανό. «Οι πρώτοι οπαδοί του κόσμου» γράφει και εκεί στη γειτονιά του Κορδόν εξακολουθούν να πιστεύουν ότι εκείνοι έχουν κάθε ιστορικό δικαίωμα να φέρουν με υπερηφάνεια αυτόν τον τόσο τιμητικό τίτλο.
Πέραν όμως από ομάδες και χώρες, ο χοντρός εκείνος τύπος που το 1900 φυσούσε αέρα μέσα στις μπάλες, προσέδωσε στο παιχνίδι μία άλλη διάσταση. Εκείνη του 12ου παίκτη. Και κάπως έτσι έδωσε τη δυνατότητα χρόνια πολλά αργότερα στον εκπληκτικό συμπατριώτη του, τον Εδουάρδο Γκαλεάνο να γράψει στο αγαπημένο «El Fútbol a sol y sombra» (σ.σ.: Το ποδόσφαιρο στον ήλιο και τη σκιά): «Το να παίζεις χωρίς οπαδούς, είναι σα να χορεύεις χωρίς μουσική»!
* ΥΓ.: Σίγουρα υπάρχουν άπειρες περιγραφές και ιστορίες για το πως στην Αγγλία τριγυρνούσαν πιωμένοι οπαδοί και τα έσπαγαν, τραγουδώντας, πολύ νωρίτερα από την εμφάνιση του ήρωα αυτού του κειμένου. Οπως όμως έχει συμβουλέψει και κάποιος σοφός κύριος... ας μην αφήσουμε αυτή τη λεπτομέρεια να χαλάσει αυτή την ιστορία μας!
*Πηγή: gazzetta.gr*
Εκεί, ειδικά, στα ξύλινα καθίσματα ή και στις θέσεις των ορθίων, όλα γίνονταν με το αγγλικό στιλ. Επικρατούσε μία ατμόσφαιρα που σήμερα θα ταίριαζε σε αγώνες τένις. Απόλυτη ησυχία, η οποία μερικές φορές διακοπτόταν από ένα επιφώνημα θαυμασμού ή κάποια χειροκροτήματα στα γκολ. Καμία σχέση δηλαδή με όσα φανταζόμαστε και που ισχύουν για το ποδόσφαιρο της Λατινικής Αμερικής. Πως όμως άλλαξε αυτή η διάθεση των φιλάθλων και μετετράπησαν στους πιο διαβόητους και σκληροπυρηνικούς οπαδούς του κόσμου; Η απάντηση βρίσκεται σε έναν χοντρό τύπο που έφτιαχνε δέρματα για σέλες και φημιζόταν πως είχε τα πιο δυνατά πνευμόνια στο Μοντεβιδέο.
Ο Προυδένσιο Μιγκέλ Ρέγιες δεν φημιζόταν για την οξυδέρκεια του. Στη συνοικία της Κορδόν, όπου πάλευε για το μεροκάματο, έσπαγαν πλάκα μαζί του, αλλά ταυτόχρονα άπαντες αναγνώριζαν την αγάπη του για την ομάδα της γειτονιάς: την Νασιονάλ, που μόλις είχε προκύψει από την συνένωση των Uruguay Athletic Club και Montevideo Fútbol Club. Καθώς λοιπόν ήξεραν ότι μπορούσε να φυσάει αέρα με πολύ δύναμη στα δέρματα, έκαναν από το σύλλογο μία συμφωνία μαζί του. Θα μπορούσε να δίνει το παρών σε όλα τα παιχνίδια της στο «Πάρκε Σεντράλ», αλλά θα ήταν εκείνος που θα φούσκωνε τις μπάλες. Φανταστείτε όμως ότι δεν υπήρχαν τρόμπες και οι πολύ σκληρές μπάλες από δέρμα μοσχαριού και χωρίς σαμπρέλα, έπρεπε να γεμίσουν με αέρα από τα δικά του σωθικά.
Για αυτή τη θέση του ως βοηθός ονομάστηκε «hinchador» (σ.σ.: ιντσαδόρ από το hinchar που σημαίνει... φυσάω). Για τους φίλους της Νασιονάλ λοιπόν ο Δον Προυδένθιο ήταν ο «hinchador» της ομάδας τους. Μόνο που εκείνος στα παιχνίδια αποδείχτηκε πολύ φωνακλάς και χαλούσε την ηρεμία του γηπέδου. Καθώς βρισκόταν δίπλα από την πλάγια γραμμή, έτρεχε από το ένα κόρνερ στο άλλο και φώναζε γεμάτος ενθουσιασμό: «Νασιονάλ, Νασιονάλ, πάνω τους Νασιονάλ, πάμε ομάδα μου να τους φάμε». Αρχικά ο χοντρός Ρέγιες προκαλούσε γέλιο με τη συμπεριφορά του. Σιγά σιγά όμως έγινε και ο ίδιος ένα αξιοθέατο των αγώνων και άρχισε να βρίσκει μιμητές.
Στη μία γωνία και σχεδόν πίσω από το τέρμα, εκεί όπου μαζεύονταν οι πιο πιτισιρκάδες η καζούρα μετατράπηκε σε γούστο. Οπότε φώναζε ο «hinchador», εκείνοι ακολουθούσαν και δημιουργούσαν την πρώτη καταγεγραμμένη ποδοσφαιρική ατμόσφαιρα στην America Latina. Για όποιον ρωτούσε «Μα καλά, ποιος είναι αυτός που φωνάζει;», η μόνιμη απάντηση ήταν καταλυτική για το μέλλον του οπαδικού κινήματος εκεί στο Νότο: «Είναι ο hincha pelotas (σ.σ.: ο φυσάει μπάλες) της Νασιονάλ».
Λίγα χρόνια αργότερα και με την ίδια ιστορία να συνεχίζεται και να έχει κάνει διάσημο τον Προυδένσιο Μιγκελίτο Ρέγιες, ο τρανός στον Ρίο ντε λα Πλάτα συγγραφέας και δημοσιογράφος, Ντιέγο Λουσέρο εμφανίστηκε για να καταγράψει σε άρθρο του το φαινόμενο. Τιτλοφόρησε το άρθρο του ως «Hincha» και ουσιαστικά σε αυτό περιέγραψε τη συμπεριφορά του οπαδού. Από εκείνη την ημέρα στη Νότια Αμερική όλοι οι οπαδοί ονομάστηκαν «hinchas», σφραγίζοντας μία για πάντα τη ζωή, τη συμπεριφορά στην εξέδρα.
Μάλιστα ήταν τέτοια η μετάλλαξη του φίλαθλου σε οπαδό σε εκείνα τα μέρη, ώστε το φαινόμενο επεκτάθηκε σε παθιασμένο βαθμό και στα αντιπροσωπευτικά συγκροτήματα των χωρών της περιοχής. Χαρακτηριστικό είναι ότι ειδικά οι Ουρουγουανοί οπαδοί έγιναν οι πρώτοι που διέσχισαν τον Ατλάντικό (150 άτομα) και ακολούθησαν την Εθνική τους στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Παρισιού (1924), όπου πήρε το Χρυσό Μετάλλιο, κάτι που επανέλαβαν τέσσερα χρόνια αργότερα στο Αμστερνταμ. Για να μην πούμε φυσικά για τον απίστευτο χαμό που δημιούργησαν το 1930 ως -επικίνδυνοι για τις αντίπαλες ομάδες- οικοδεσπότες του πρώτου Μουντιάλ, το οποίο και πανηγύρισαν.
Το σημαντικότερο όμως όσον αφορά τη Νασιονάλ, είναι ότι μέχρι τις μέρες μας συνεχίζουν να τιμούν την παρουσία του Προυδένσιο Μιγκέλ Ρέγιες. Σε κάθε αναμέτρηση στο «Πάρκε Σεντράλ» κάνει την εμφάνιση του το σχετικό τεράστιο πανό. «Οι πρώτοι οπαδοί του κόσμου» γράφει και εκεί στη γειτονιά του Κορδόν εξακολουθούν να πιστεύουν ότι εκείνοι έχουν κάθε ιστορικό δικαίωμα να φέρουν με υπερηφάνεια αυτόν τον τόσο τιμητικό τίτλο.
Πέραν όμως από ομάδες και χώρες, ο χοντρός εκείνος τύπος που το 1900 φυσούσε αέρα μέσα στις μπάλες, προσέδωσε στο παιχνίδι μία άλλη διάσταση. Εκείνη του 12ου παίκτη. Και κάπως έτσι έδωσε τη δυνατότητα χρόνια πολλά αργότερα στον εκπληκτικό συμπατριώτη του, τον Εδουάρδο Γκαλεάνο να γράψει στο αγαπημένο «El Fútbol a sol y sombra» (σ.σ.: Το ποδόσφαιρο στον ήλιο και τη σκιά): «Το να παίζεις χωρίς οπαδούς, είναι σα να χορεύεις χωρίς μουσική»!
* ΥΓ.: Σίγουρα υπάρχουν άπειρες περιγραφές και ιστορίες για το πως στην Αγγλία τριγυρνούσαν πιωμένοι οπαδοί και τα έσπαγαν, τραγουδώντας, πολύ νωρίτερα από την εμφάνιση του ήρωα αυτού του κειμένου. Οπως όμως έχει συμβουλέψει και κάποιος σοφός κύριος... ας μην αφήσουμε αυτή τη λεπτομέρεια να χαλάσει αυτή την ιστορία μας!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου