Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2011

Ο αγέλαστος «καρπουζάς»!

Ο καιρός των... δαφνών για τον «καρπουζά από το Εστορίλ». Η ώρα της δόξας για τον άνθρωπο με το κλασικό καφέ σουέντ σακάκι που είχε γίνει «ταυτόσημο» με το δέρμα του. Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος.
Ισως η στιγμή να αποδεχθούμε την αξιοσύνη του Φερνάντο Σάντος στο μέτρο των δυνατοτήτων του, αλλά και των δικών μας. Ούτε διθύραμβοι ούτε ατυχείς ακροβατισμοί του στυλ «ο Πορτογάλος Φέργκιουσον» και άλλα ηχηρά παρόμοια.
Επειτα από δέκα χρόνια παρουσίας στην Ελλάδα (με τις απαραίτητες... διακοπές πίσω στην πατρίδα του), μας ξέρει και τον ξέρουμε. Κανείς δεν μπορεί να κρυφτεί από αυτή τη σχέση που, ας μην κρυβόμαστε, δεν είχε μεγάλα πάθη και ανομολόγητα μίση. Ο Σάντος δεν είναι άνθρωπος των άκρων, ως εκ τούτου δεν δημιουργεί και ακραίες καταστάσεις γύρω από το άτομό του. Δεν θα γίνει ποτέ Μπάγεβιτς, με ό,τι αυτό σημαίνει για την καριέρα του.
Εχει πάντα έναν τρόπο στο βλέμμα του να αποκρούει τις μεγάλες χαρές. Ακόμα και προχθές μέσα στο γλεντοκόπι από την πρόκριση στα τελικά του Euro της Πολωνίας και της Ουκρανίας, τον έβλεπες ότι με δυσκολία έσκαγε το χειλάκι του. Αυτός είναι και δεν κρύφτηκε ποτέ προσποιούμενος κάποιον άλλον.
Επί του πρακτέου, είναι ο κατάλληλος προπονητής που θα μπορούσε να διαχειριστεί Ελληνες ποδοσφαιριστές στην εθνική ομάδα. Τακτικιστής, λάτρης του κλεφτοπόλεμου και των χαμηλών τόνων, δεν θα μπορούσε να βρει καλύτερη ομάδα για να περάσει τη φιλοσοφία του.
Είχε εξαρχής να διαχειριστεί παρόμοιο υλικό με εκείνο του Ρεχάγκελ (μπορεί τα πρόσωπα των παικτών να αλλάζουν κατά καιρούς, όμως το επίπεδο της ποιότητας δεν αυξομειώνεται δραματικά) και τούτο ήταν κάτι που το γνώριζε εκ των προτέρων, δεν του ήρθε ως δυσάρεστη έκπληξη στην πορεία. Είπαμε, μας ξέρει και τον ξέρουμε.
Επένδυσε λοιπόν πάνω στα ειδικά χαρακτηριστικά του μέσου Ελληνα ποδοσφαιριστή. Οχι πολλή ταχύτητα, όχι εξτρεμισμοί που θα εξέθεταν το σύνολο, αλλά υπομονή και πείσμα. Τι άλλο μπορεί να δώσει το ελληνικό ποδόσφαιρο; Πώς θα μπορέσει να αντιπαρατεθεί με τις λοιπές ομάδες της Ευρώπης; Στα ίσα; Απίθανο. Με... αντάρτικο; Μόνο έτσι!
Το ευτύχημα με τον Σάντος (σε αντίθεση με τον χερ Οτο) ήταν και είναι ότι άνοιξε τις πύλες της εθνικής ομάδας σε κάθε παίκτη. Δεν μπήκε στη λογική των αποκλεισμών και του κλειστού κλαμπ στο οποίο ελάχιστοι ικανοί και εκλεκτοί μπορούν να διαβούν.
Παίκτες που υπό άλλες συνθήκες δεν θα είχαν τη δυνατότητα να φορέσουν τη φανέλα με το εθνόσημο, επί των ημερών του έγιναν μέλη της. Και δεν ήταν διαβατήριο για τη συμμετοχή του η... φανέλα του κλαμπ που φορούν, αλλά η παρουσία τους στο πρωτάθλημα. Καλεί παίκτες από παντού: από το εξωτερικό, από ομάδες της επαρχίας, από ομάδες των Αθήνων (πλην του κλασικού ΠΟΚ), δίχως δεσμεύσεις και αγκυλώσεις. Η φόρμα ενός εκάστου είναι το ασφαλέστερο κριτήριό του και αυτό δείχνει το πόσο δίκαιος είναι.
Οποιος πιστεύει ότι η εθνική ομάδα μπορεί να παίξει κάτι άλλο, περισσότερο ευφάνταστο ας πούμε, πλέον θα πρέπει να έχει πειστεί. Κάναμε το τεράστιο άλμα με τον Ρεχάγκελ τυποποιώντας τον κλεφτοπόλεμο και συνεχίζουμε με τον Σάντος στο ίδιο... πατρόν της επιτυχίας.
Κανείς δεν γνωρίζει αν έπειτα από αυτήν την επιτυχία ο Σάντος θα αποκτήσει περισσότερους θαυμαστές ή τουλάχιστον αποδέκτες των προπονητικών του ικανοτήτων. Μάλλον δεν φαίνεται να τον ενδιαφέρει ιδιαίτερα η αυτοπροβολή του. Αντε στο τσακίρ κέφι να φανεί στις άκρες των χειλιών του ένα υποτυπώδες χαμόγελο...
Πηγή: Goal

Δεν υπάρχουν σχόλια: