Ο Δημήτρης Δραγώγιας γράφει για τη φανέλα με το εθνόσημο, που αν χρειαστεί θα... πεθάνει μετά και από την ελπίδα!
Πρόσφατα, σε μια συνέντευξή του, ο Πολ Σκόουλς απέδωσε την αποτυχία της
Εθνικής Αγγλίας στις μεγάλες διοργανώσεις και στην ατέρμονη
αντιπαράθεση μεταξύ των διεθνών της Γιουνάιτεντ και της Λίβερπουλ που
κατά κανόνα συνέθεταν το ρόστερ των Λιονταριών.
Ξεκάθαρα απάντησε ότι «σε αντίθεση με ομάδες σαν τη Βραζιλία, την Ισπανία ή τη Γερμανία, αναρωτιέμαι τελικά αν οι δικοί μας διεθνείς αισθάνονται την ανάγκη να αγωνίζονται με την ίδια φανέλα της Εθνικής».
Στο παρελθόν ανάλογο πρόβλημα αντιμετώπιζε και η δική μας εθνική ομάδα. Το πρόβλημα έπαψε να υφίσταται, τουλάχιστον στον βαθμό που ταλάνιζε την Αγγλία, από τη στιγμή που ο Οτο Ρεχάγκελ φρόντισε να επιλέξει λεγεωνάριους με παραστάσεις από προηγμένα πρωταθλήματα και κατ’ επέκταση ακομπλεξάριστους σε κακές συνήθειες του παλιού καιρού.
Η διαγραφόμενη επιτυχία της Εθνικής και επί Φερνάντο Σάντος οφείλεται εν πολλοίς στη δημιουργία ομαλού κλίματος στα αποδυτήρια και έτι το ελληνικό πρωτάθλημα είναι τόσο απαξιωμένο που για έναν διεθνή οι επιλογές διάκρισής του περιορίζονται είτε μέσω ευρωπαϊκών διοργανώσεων είτε μέσω εθνοσήμου. Επιπλέον, αν σε κάτι οφείλει κανείς να βγάλει το καπέλο στον Σάντος, είναι ότι δεν επηρεάζεται από φανέλες. Δεν έμεινε ούτε στο ΠΟΚ συν ΠΑΟΚ, αλλά επέμεινε στην επιλογή των πιο φορμαρισμένων ανά εποχή.
Η Εθνική Ελλάδας στο ποδόσφαιρο είναι μια περίεργη υπόθεση για το κοινό. Την αγκαλιάζει όταν αισθάνεται την ανάγκη να διοχετεύσει συμβολικά την αίσθηση μιας συσπείρωσης. Σε μια εποχή που το ελληνικό πρωτάθλημα διεξάγεται όπως ένα ριάλιτι στο οποίο κάθε εβδομάδα αποσύρεται και ένας «παίκτης» το κοινό αναζητάει σταθερές. Με εξαίρεση την ευρωπαϊκή πορεία του ΠΑΟΚ στο Europa League, που χαρακτηρίζεται αξιοπρεπής αν όχι επιτυχημένη, ένας φίλος του ποδοσφαίρου δεν έχει πολλές αφορμές για να ξεχαστεί από την καθημερινότητά του.
Μια αφορμή του δίνει αυτή η Εθνική, που δεν εντυπωσιάζει με το θεαματικό ποδόσφαιρό της, αλλά που του εξασφαλίζει τουλάχιστον αξιοπρεπή πορεία. Και αν τελικώς ξεπεράσει το εμπόδιο της Γεωργίας και φτάσει στα τελικά του Euro, θα έχει πετύχει κάτι που, εκτός των παραδοσιακών δυνάμεων του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου, ελάχιστες άλλες το πέτυχαν: την τρίτη διαδοχική συμμετοχή σε τελική φάση, με ενδιάμεση συμμετοχή σε Μουντιάλ.
Η Εθνική επίσης δίνει μια αφορμή για ποδοσφαιρική κουβέντα και όχι για δικαστική, αστυνομική ή συνωμοτική, όπως στο πρωτάθλημα. Είναι μια ευχάριστη συζήτηση και πάντως όχι καταθλιπτική.
Ο αθλητισμός δίνει ευκαιρίες για παραλληλισμούς. Καθ’ υπερβολή και καταχρηστικά κάποιες φορές, αλλά κι αυτό θα αποκατασταθεί στην πορεία των πραγμάτων.
Η εποποιία της Πορτογαλίας έγινε καταξίωση το 2008, καθιέρωση το 2010 και –αν και εφόσον– συνήθεια το 2012. Μέσα σε ένα περιβάλλον μιζέριας, όταν μιλάς για ελληνικές επιτυχίες διεθνώς, απ’ όπου κι αν προέρχονται, τότε δημιουργείς ευφορία, έστω κι αν θεωρείται ψευδαίσθηση ευτυχίας. Γιατί η εθνική ομάδα δεν είναι ο καθρέπτης του ελληνικού ποδοσφαίρου. Για την ακρίβεια, ουδεμία σχέση έχει με αυτό. Είναι μια μεμονωμένη προσπάθεια, αποκομμένη από όλο το υπόλοιπο σύστημα και πορεύεται σε ρότα προδιαγεγραμμένη από έναν σοβαρό προπονητή και διεθνείς που, κατά έναν ανεξήγητο τρόπο, βγάζουν σε αυτά τα παιχνίδια τον καλύτερο εαυτό τους.
Το ελληνικό ποδόσφαιρο δεν εκμεταλλεύτηκε ούτε κατ’ ελάχιστον τις διαδοχικές επιτυχίες σε εθνικό επίπεδο μετά το 2004, έτσι ώστε να καταστεί αξιοπρεπέστερο και αξιόπιστο. Είτε ένστικτο αυτοσυντήρησης το πούμε, είτε αυτοΐασης, είτε σύμπτωση, σε κάθε περίπτωση αυτή η ομάδα, με τη συνέχειά της, μας δίνει το δικαίωμα να υποστηρίξουμε πια ότι, ακόμη κι αν ως χώρα καταρρεύσουμε οικονομικά και κοινωνικά, αυτή θα βάλει τον αυτόματο πιλότο ανακαλύπτοντας τρόπους να πορεύεται σε ασφαλή μονοπάτια.
Κι αν είναι να πεθάνει κάποια τελευταία, δεν θα είναι η ελπίδα που τόσο κλισαρισμένα αναπαράγουμε αλλά αυτή η φανέλα με το εθνόσημο…
Πηγή: Εξέδρα
Ξεκάθαρα απάντησε ότι «σε αντίθεση με ομάδες σαν τη Βραζιλία, την Ισπανία ή τη Γερμανία, αναρωτιέμαι τελικά αν οι δικοί μας διεθνείς αισθάνονται την ανάγκη να αγωνίζονται με την ίδια φανέλα της Εθνικής».
Στο παρελθόν ανάλογο πρόβλημα αντιμετώπιζε και η δική μας εθνική ομάδα. Το πρόβλημα έπαψε να υφίσταται, τουλάχιστον στον βαθμό που ταλάνιζε την Αγγλία, από τη στιγμή που ο Οτο Ρεχάγκελ φρόντισε να επιλέξει λεγεωνάριους με παραστάσεις από προηγμένα πρωταθλήματα και κατ’ επέκταση ακομπλεξάριστους σε κακές συνήθειες του παλιού καιρού.
Η διαγραφόμενη επιτυχία της Εθνικής και επί Φερνάντο Σάντος οφείλεται εν πολλοίς στη δημιουργία ομαλού κλίματος στα αποδυτήρια και έτι το ελληνικό πρωτάθλημα είναι τόσο απαξιωμένο που για έναν διεθνή οι επιλογές διάκρισής του περιορίζονται είτε μέσω ευρωπαϊκών διοργανώσεων είτε μέσω εθνοσήμου. Επιπλέον, αν σε κάτι οφείλει κανείς να βγάλει το καπέλο στον Σάντος, είναι ότι δεν επηρεάζεται από φανέλες. Δεν έμεινε ούτε στο ΠΟΚ συν ΠΑΟΚ, αλλά επέμεινε στην επιλογή των πιο φορμαρισμένων ανά εποχή.
Η Εθνική Ελλάδας στο ποδόσφαιρο είναι μια περίεργη υπόθεση για το κοινό. Την αγκαλιάζει όταν αισθάνεται την ανάγκη να διοχετεύσει συμβολικά την αίσθηση μιας συσπείρωσης. Σε μια εποχή που το ελληνικό πρωτάθλημα διεξάγεται όπως ένα ριάλιτι στο οποίο κάθε εβδομάδα αποσύρεται και ένας «παίκτης» το κοινό αναζητάει σταθερές. Με εξαίρεση την ευρωπαϊκή πορεία του ΠΑΟΚ στο Europa League, που χαρακτηρίζεται αξιοπρεπής αν όχι επιτυχημένη, ένας φίλος του ποδοσφαίρου δεν έχει πολλές αφορμές για να ξεχαστεί από την καθημερινότητά του.
Μια αφορμή του δίνει αυτή η Εθνική, που δεν εντυπωσιάζει με το θεαματικό ποδόσφαιρό της, αλλά που του εξασφαλίζει τουλάχιστον αξιοπρεπή πορεία. Και αν τελικώς ξεπεράσει το εμπόδιο της Γεωργίας και φτάσει στα τελικά του Euro, θα έχει πετύχει κάτι που, εκτός των παραδοσιακών δυνάμεων του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου, ελάχιστες άλλες το πέτυχαν: την τρίτη διαδοχική συμμετοχή σε τελική φάση, με ενδιάμεση συμμετοχή σε Μουντιάλ.
Η Εθνική επίσης δίνει μια αφορμή για ποδοσφαιρική κουβέντα και όχι για δικαστική, αστυνομική ή συνωμοτική, όπως στο πρωτάθλημα. Είναι μια ευχάριστη συζήτηση και πάντως όχι καταθλιπτική.
Ο αθλητισμός δίνει ευκαιρίες για παραλληλισμούς. Καθ’ υπερβολή και καταχρηστικά κάποιες φορές, αλλά κι αυτό θα αποκατασταθεί στην πορεία των πραγμάτων.
Η εποποιία της Πορτογαλίας έγινε καταξίωση το 2008, καθιέρωση το 2010 και –αν και εφόσον– συνήθεια το 2012. Μέσα σε ένα περιβάλλον μιζέριας, όταν μιλάς για ελληνικές επιτυχίες διεθνώς, απ’ όπου κι αν προέρχονται, τότε δημιουργείς ευφορία, έστω κι αν θεωρείται ψευδαίσθηση ευτυχίας. Γιατί η εθνική ομάδα δεν είναι ο καθρέπτης του ελληνικού ποδοσφαίρου. Για την ακρίβεια, ουδεμία σχέση έχει με αυτό. Είναι μια μεμονωμένη προσπάθεια, αποκομμένη από όλο το υπόλοιπο σύστημα και πορεύεται σε ρότα προδιαγεγραμμένη από έναν σοβαρό προπονητή και διεθνείς που, κατά έναν ανεξήγητο τρόπο, βγάζουν σε αυτά τα παιχνίδια τον καλύτερο εαυτό τους.
Το ελληνικό ποδόσφαιρο δεν εκμεταλλεύτηκε ούτε κατ’ ελάχιστον τις διαδοχικές επιτυχίες σε εθνικό επίπεδο μετά το 2004, έτσι ώστε να καταστεί αξιοπρεπέστερο και αξιόπιστο. Είτε ένστικτο αυτοσυντήρησης το πούμε, είτε αυτοΐασης, είτε σύμπτωση, σε κάθε περίπτωση αυτή η ομάδα, με τη συνέχειά της, μας δίνει το δικαίωμα να υποστηρίξουμε πια ότι, ακόμη κι αν ως χώρα καταρρεύσουμε οικονομικά και κοινωνικά, αυτή θα βάλει τον αυτόματο πιλότο ανακαλύπτοντας τρόπους να πορεύεται σε ασφαλή μονοπάτια.
Κι αν είναι να πεθάνει κάποια τελευταία, δεν θα είναι η ελπίδα που τόσο κλισαρισμένα αναπαράγουμε αλλά αυτή η φανέλα με το εθνόσημο…
Πηγή: Εξέδρα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου