Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2012

Δεν είναι «χειρότερη», είναι κομπλεξική!!

Ο Γιάννης Σερέτης γράφει, με αφορμή τη χθεσινή ρεβάνς στο «Καμπ Νου», για τα συμπλέγματα της Ρεάλ Μαδρίτης και τις αλλαγές που έχει φέρει στη Μαδρίτη ο Ζοσέ Μουρίνιο.
Δεν είναι «χειρότερη», είναι κομπλεξική!
Να το ξεκαθαρίσουμε εξ αρχής για να μην παρεξηγηθούμε. Η Λίβερπουλ και η Τότεναμ να κερδάνε (αυθεντικά… παραγκίσια το «κερδάνε») και όλοι οι άλλοι… όπως έλεγε και ο Σπάθας (ο μπαμπάς, που δεν νομίζω ότι ενδιαφερόταν τόσο για το ευρωπαϊκό ποδοσφαιρικό γίγνεθσαι). Συμπαθώ κι άλλες ομάδες, όπως η Ντόρτμουντ και η Λα Κορούνια, αλλά καλώς ή κακώς δεν είμαι από τους εκείνους που υποστηρίζουν μια ομάδα σε κάθε χώρα. Ισα – ίσα, που στην Ιταλία, επί παραδείγματι, δεν γουστάρω ούτε μία! Γιατί τις θεωρώ όλες βρώμικες κατά καιρούς και από ποδόσφαιρο δεν μου έχει μείνει τίποτα φοβερό εκτός από τη δεκαετία του ’80 λόγω Νάπολι και Γιούβε, την Μίλαν των Ολλανδών και του Μπαρέζι και το προπέρσινο κατόρθωμα του Μουρίνιο με την Ιντερ (όχι ως θέαμα, αλλά ως μεθοδολογία, ένταση, ρυθμό παιχνιδιού).
Είμαι λοιπόν, από τους ελάχιστους που μπορώ να βλέπω όλα τα «classicο» καθαρά, πιο ποδοσφαιρικά, καθόλου οπαδικά. Ναι, μου τη σπάει ο ποδοσφαιρικός κωλοπαιδισμός ορισμένων της Ρεάλ. Ναι, σιχαίνομαι το πανταχόθεν γλείψιμο στην Μπάρτσα, (που ξεπερνά κατά πολύ τις ποδοσφαιρικές αναλύσεις και κάνει δημοσιογράφους - «αποενοχοποιημένους» επειδή πρόκειται για ξένη ομάδα που αγαπούν - να καφρίζουν με σάλια και τερατώδη σχόλια σε γραπτά και λόγια). Γελάω με τις γραφικές διαμαρτυρίες του Ζοσέ, όχι μόνο διότι είναι υπερβολικές ορισμένες φορές και θυμίζει τραμπάκουλα στον πάγκο ομάδας της ΕΠΣ Πειραιά, αλλά και διότι «κόκο – μόκο» (όπως και όλοι οι των «μεγάλων ομάδων» σε όλα τα πρωταθλήματα, ακόμη και στο αγαπημένο μου αγγλικό) όταν ευνοείται και όταν ευνοούνταν κατά καιρούς στο παρελθόν (Πόρτο, Τσέλσι, Ιντερ). Εκτιμώ αφάνταστα αυτό που έχουν φτιάξει στην Βαρκελώνη και το οποίο «υπηρετεί» καταπληκτικά ο σεμνός και δουλευταράς Πεπ, τον οποίο θεωρώ καλύτερο ως χαρακτήρα, όχι όμως και ως προπονητή από τον Μουρίνιο. Και θαυμάζω τον τρόπο με τον οποίο ο «Μου» μετάλλαξε μια soft και «παραδομένη» στην ανωτερότητα του αντιπάλου ξεπεσμένη βασίλισσα σε μια ταχύτατη, ανταγωνιστική, με ισχυρή προσωπικότητα ομάδα, η οποία δεν διαθέτει το ταλέντο και την θαυμάσια ποδοσφαιρική ταυτότητα του αντιπάλου της, αλλά βρήκε ενθουσιασμό, πάθος, κίνητρα και πιθανότατα θα πάρει το εφετινό πρωτάθλημα και θα παλέψει μέχρι τελευταίας ρανίδας για να πάρει το Τσάμπιονς Λιγκ από μια ομάδα που ίσως (δεν είμαι αρμόδιος, γιατί δεν έχω πλήρη εικόνα πριν από το 80’ και το ποδόσφαιρο έχει αλλάξει πολύ) να είναι η κορυφαία και πιο θεαματική όλων των εποχών.
Εχοντας δει αυτή τη μετάλλαξη της Ρεάλ και τα εφετινά μεταξύ τους παιχνίδια, κατέληξα σε ένα οριστικό (για την τρέχουσα σεζόν) συμπέρασμα. Η Ρεάλ δεν είναι πια «χειρότερη» (αυτό βεβαίως είναι σχετικό και πολύ συζητήσιμο) ομάδα από την Μπαρτσελόνα. Εχει διαφορετικό στυλ παιχνιδιού, άλλα χαρίσματα και άλλα μειονεκτήματα από τους πρωταθλητές Ευρώπης, μα είναι πλέον ένα εξίσου ανταγωνιστικό (με διαφορετικό στυλ) σύνολο. Μπορεί να νικήσει με άνεση όλες τις ομάδες που μπορεί να νικήσει εύκολα και η Μπάρτσα, η οποία αν χάσει τελικά τον τίτλο, θα τον χάσει λόγω του – λογικού- κορεσμού μιας γενιάς παικτών, μιας καταπληκτικής παρέας, η οποία έχει ήδη «μπουκώσει» από κούπες και τίτλους και κρατιέται σε τόσο υψηλό επίπεδο λόγω του άφθονου και αυθεντικού ταλέντου των παικτών και κυρίως της χαράς – απόλαυσης - ηδονής αυτού που παίρνουν μέσα από το ίδιο το ποδόσφαιρο που παίζουν!
Όχι, η Ρεάλ δεν είναι πια κατώτερη. Είναι, όμως, αναμφισβήτητα, κομπλεξική απέναντι στην Μπαρτσελόνα και μόνο σ΄ αυτή. Πρέπει να είναι τρεις φορές καλύτερη σε ένα ματς από την Μπάρτσα για να την νικήσει (και αν…). Η’ να είναι τρεις φορές πιο τυχερή ή να την βοηθήσει πολύ περισσότερο η διαιτησία σε συγκεκριμένο «ισοβαρές» ντέρμπι με την Μπάρτσα. Οι πρωταθλητές Ευρώπης έχουν απίστευτο αέρα, φοβερή αυτοπεποίθηση λόγω της ποδοσφαιρικής ταυτότητάς τους, των διαδοχικών επιτυχιών (αν νικούσαν και χθες θα έπαιρναν για πρώτη φορά «κεφάλι» στις νίκες επί της Ρεάλ για πρώτη φορά στην ιστορία των δύο ομάδων!). Τέτοιο «αέρα» που ακόμη και σε παιχνίδια που δεν τους «πάνε» με (αυτή) τη Ρεάλ, δύσκολα χάνουν, σπανίως θα φύγουν με σκυμμένο κεφάλι.
Ο θαυμαστός Γκουαρντιόλα (και οι παίκτες της Μπαρτσελόνα) ξέρει ότι χθες η Ρεάλ τους «πάτησε» μέσα στην έδρα τους. Γι΄ αυτό πήγε και έδωσε συγχαρητήρια στον Ζοσέ (κι ας γράφει ο Νο 1 αντιπαθής στους συναδέλφους του εν ενεργεία παίκτης της υφηλίου Ζλάταν Ιμπραϊμοβιτς διάφορα… «αρσενικά» και «μάγκικα» στο βιβλίο του, υποτιμώντας και δυσφημώντας τον Πεπ, λες και είναι αυτός ο… επαναστάτης με αιτία). Δεν ήταν η Μπάρτσα κακή. Ηταν η Ρεάλ απίθανη τουλάχιστον για 45 λεπτά, όπως και στο πρώτο εφετινό ματς, του Σούπερ Καπ, όταν πάλι ηττήθηκε!
Αν θα αλλάξει αυτό; Δύσκολο το βλέπω αν δεν «τελειώσει» αυτή η γενιά παικτών της Μπάρτσα. Τα συμπλέγματα έχουν μειωθεί στη Ρεάλ με το νέο αίμα και τον εντελώς ΜΗ συμπλεγματικό απέναντί της πολεμιστή Μουρίνιο, που της έχει στερήσει δύο Τσάμπιονς Λιγκ (με το «σβησμένο τσιγάρο» του Ρόνι όταν ήταν στην Τσέλσι και με την Ιντερ, όπου είχε MVP τον Σνέιντερ και τον Μιλίτο που εφέτος είναι αναπληρωματικοί!).
Αλλά για να γυρίσει ο ήλιος δεν θέλει μόνο δουλειά, αλλά και πίστη και τύχη πολλή! Κι αυτά δεν τα βρίσκεις όταν χάνεις ευκαιρίες σαν τη χθεσινή που «χτίζουν» χαρακτήρα winner.
* Σε κάθε περίπτωση, πάντως, θα είναι κρίμα για αυτόν τον σούπερ ανταγωνισμό στον οποίο εστιάζει η παγκόσμια ποδοσφαιρική κοινότητα να πάει ο Μουρίνιο στην Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ το καλοκαίρι (δέκα πρωταθλήματα πίσω θα μας αφήσει, κρατήστε τον Σερ Αλεξ βρεεεεεε!!!!!!).
Υ.Γ. Ισως να είναι άστοχη η σύγκριση, αλλά αν η ιστορία σας θυμίζει κάτι από Ολυμπιακός – Παναθηναϊκός από το 1997 ως το 2004, αλλά και στη συνέχεια, μέχρι να κρεμάσει τα παπούτσια του ο Τζόρτζεβιτς, ίσως να μην έχετε άδικο. Αφήνοντας τα διαιτητικά απέξω, μπορώ να θυμηθώ πάρα πολλά ματς στα οποία ο Παναθηναϊκός ήταν ανώτερος (χαρακτηριστικά το 2-2 στο ΟΑΚΑ με Λύμπε – Αλεξανδρή ή το 3-2 στη Λεωφόρο με τα δύο αυτογκόλ Χένρικσεν – Κυργιάκου ή τρία ματς στο «Γ.Καραϊσκάκης» με κορυφαίο το 1-1 του 2008), όπου οι Πράσινοι ήταν ανώτεροι, αλλά οι Ερυθρόλευκοι είχαν έναν τόνο μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και δέκα μποφόρ περισσότερο αέρα στα πανιά τους, ως «κληρονομιά» τίτλων, νικών, επιτυχιών, αίσθησης ανωτερότητας. Και αυτό, να ξέρετε, μεταλαμπαδεύεται και από γενιά σε γενιά παικτών. Ως έναν βαθμό όμως…

πηγή: gazzetta.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: