Ο Αλέξης Σπυρόπουλος γράφει στο gazzetta για τους Έλληνες διαιτητές που δεν «σφυρίζουν» για να εξυπηρετήσουν το παιχνίδι, αλλά για τον βαθμό από τον παρατηρητή.
Οι διαιτητές στο γήπεδο λειτουργούν όπως οι μαθητές στο σχολείο. Οι μαθητές. Δεν μελετούν για να προσλάβουν το αγαθό της γνώσης. Μελετούν με τέτοιον τρόπο ώστε να προσλάβουν τον βαθμό στον έλεγχο. Οι διαιτητές. Δεν σφυρίζουν για το Παιγνίδι. Για να το (εξ)υπηρετήσουν, πράγμα που είναι ο ρόλος τους και ο προορισμός τους. Σφυρίζουν, για τον βαθμό από τον παρατηρητή.
Θυμάμαι πριν τα Χριστούγεννα, Πανιώνιος-Φωστήρας, έπαιζε ένας απ’ τα Χανιά που υποτίθεται ότι περνούσε τεστ προαγωγής στη Σούπερ Λιγκ. Βάζει ο υπέροχος Κάμπας γκολ πρόκρισης, τρελαίνεται, φεύγει προς την κερκίδα, καθ’ οδόν κλωτσάει κι ένα σημαιάκι του κόρνερ, βγάζει τη φανέλα, κάποτε επιστρέφει. Ο διαιτητής τον περιμένει με την κίτρινη κάρτα στο χέρι. Νορμάλ. Του τη δείχνει. Κι επί τόπου, του την…ξαναδείχνει και του βγάζει την κόκκινη!
Μία για το σημαιάκι, λέει, και μία για τη φανέλα. Ήταν ν’ απορείς, δηλαδή, γιατί δεν του ‘δειξε…κι άλλη μία. Για τον χρόνο που ξοδεύτηκε στον πανηγυρισμό. Να τον είχε αποβάλει με τρεις κίτρινες, όχι με δύο. Το είχε κάνει κάποτε ο Αγγλος Πολ, που σήμερα είναι τηλεκριτικός διαιτησίας, με τον Σίμουνιτς. Κροατία-Αυστραλία, στο Μουντιάλ 2006.
Τη στιγμή της αποβολής του Κάμπα, ήθελε 15 λεπτά ακόμη. Ως το φινάλε. Ο Φωστήρας, με δέκα παίκτες εξ αυτού του λόγου, θα μπορούσε να έχει χάσει την πρόκριση. Ένα γκολ, του Πανιωνίου, ήταν. Ευτυχώς, ο Πανιώνιος δεν το ‘βαλε. Προσευχόμουν από μέσα μου, να μη το βάλει. Δεν θα ήθελα να κλέψει το εισιτήριο απ’ την τσέπη του μικρού, «έτσι».
Μένεις, σαν βλαξ, ν’ αναρωτιέσαι. Αν του είχε βγάλει μία κίτρινη του Κάμπα, και τελείωνε το έργο εκεί, τι; Θα έκανε…ένσταση, για την ατιμώρητη κλωτσιά στο σημαιάκι, ο Πανιώνιος; ‘Η θα του ‘κοβαν μονάδα στην αξιολόγηση; Προφανώς ο τύπος το ‘κανε, αδίστακτα, μόνο και μόνο για να δείξει στον παρατηρητή πόσο καλός είναι. Δεν έχω ιδέα, τι βαθμό πήρε. Καλά είναι, τέτοιοι τύποι να μη ενθαρρύνονται με τον καλό βαθμό.
Εάν προαχθούν, θα ‘ρθει μια μέρα των ημερών που θα ματοκυλήσουν γήπεδο. Μου αποτυπώθηκε τόσο αδρά το περιστατικό που, όταν ξαναείδα τον διαιτητή, τον αναγνώρισα. Μια Δευτέρα βράδυ στη Φούτμπολ Λιγκ, Ηρακλής-Καλλιθέα. Μια ταλεντάρα, απ’ τη Σαλονίκη ως την Κρήτη. Σπάνιο ταλέντο, να καταστρέφει παιγνίδια. Το Παιγνίδι δεν έχει ανάγκη διαιτητές, άριστους για τον παρατηρητή. Το Παιγνίδι έχει ανάγκη διαιτητές, πρωτίστως συμβατούς με την κοινή λογική.
Πέρυσι τον Μάιο στο Βερολίνο, τελικός κυπέλλου Ντόρτμουντ-Μπάγερν, ο Γερμανός αρχιδιαιτητής Φάντελ, παλαιός εξαιρετικός διαιτητής ο ίδιος, εμπιστεύθηκε για ρέφερι ένα που δεν ήταν καν διεθνής. Ο άνθρωπος διηύθυνε το ματς αψεγάδιαστα. Κι όταν έφτασε στο 90’, 5-2 το σκορ, αμέσως σφύριξε λήξη. Η κοινή λογική του υπαγόρευσε να μη κρατήσει καθυστερήσεις για τις αλλαγές. Να κρατήσει, τι; Μήπως κάνει η Μπάγερν το…5-5; Ευθανασία! Δεν νομίζω να του χάλασαν, γι’ αυτό, τη βαθμολογία. Και δεν είχε, ο ίδιος, τη φοβία ότι θα του τη χαλούσαν. Ακριβώς το ίδιο έκανε και ο κορυφαίος Γερμανός διαιτητής, ο Κίρχερ, το περασμένο Σάββατο. Βέρντερ-Ντόρτμουντ 0-5. Λήξη στο 90’. Δεν έπαθε κάτι η καριέρα του!
Στους διαιτητές, όσο ανακατεύεται το στομάχι μου με την εξουσία τους, άλλο τόσο λατρεύω όποτε παρατηρώ την ανθρώπινη ατέλεια. Τούμπα, ΠΑΟΚ-Καλλιθέα. Επαιξε το μάτι του ανθρώπου, είδε «4» αντί το σωστό «14» για ν’ αποβάλει τον παίκτη της Καλλιθέας στο πέναλτι, ο «4» τρελάθηκε γιατί ήταν μακρυά απ’ τη φάση, ο «14» πλησίασε τον διαιτητή και του είπε «εγώ ήμουν», επίσης ο Κατσουράνης πλησίασε τον διαιτητή και του είπε «αφού ήταν το «14», βγάλε το «14» να τελειώνει και να παίξουμε». Ο διαιτητής δεν επέμεινε, με τον συνήθη αποκρουστικό αυταρχισμό. Πήγε και στον τέταρτο για μία περαιτέρω επιβεβαίωση, επέστρεψε, επανόρθωσε, ζήτησε συγγνώμη από τον «4», απέβαλε τον «14», όλα εντάξει.
Και πολύ αργότερα, δεν είδε πέναλτι+αποβολή υπέρ της Καλλιθέας. Τον έτρωγε, ήταν φανερό, στα επόμενα λεπτά. Σου λέει, δεν μπορεί να διαμαρτύρονται σαν τρελοί για μια φάση στο 6-0. Σφύριξε λήξη. Τον πλησίασε, να του δώσει το χέρι, ένας παίκτης της Καλλιθέας. Τον ρώτησε, αμέσως. «Τη βρήκε με το χέρι;» Ο παίκτης έγνεψε, ναι. Ο διαιτητής μόρφασε. Ένα γαμώτο, ότι του ‘φυγε η φάση. Δεν πειράζει. Μου φτάνει. Ως θεατής, καλύφθηκα απ’ τη γκριμάτσα του. Υστερα σου λέει, πώς αναγνωρίζεις το ανθρώπινο του σφάλματος; Να πώς το αναγνωρίζεις, δεν είναι δύσκολο. Η αποτυχία, η αστοχία, είναι για τους ανθρώπους. Άλλο ότι συνηθίζουμε να είμαστε αμείλικτοι με την αστοχία. Των…άλλων. Με τη δική μας, εάν ποτέ την παραδεχθούμε, ήταν μία κακή στιγμή στη δουλειά που όμως δεν μας αντιπροσωπεύει. Τους άλλους, η αποτυχία τους αντιπροσωπεύει «με τη μία».
Οι διαιτητές, λοιπόν, θέλουν τον βαθμό. «Το μόνο που θυμάμαι» που λέει κι η διαφήμιση. Ο βαθμός. Και φυσικά, το άλλο μισό της ευτυχίας τους, θέλουν να τα έχουν καλά με τον ανά εποχή Ισχυρό. Αυτά τα δύο, και τέλος. Εχει πλάκα να χαζεύεις εφέτος, ιδίως νέους διαιτητές σε παιγνίδια του Ολυμπιακού, πόση αγωνία κουβαλάνε οι δόλιοι (και δεν κρύβεται…) μη τυχόν σκάσει στο δικό τους χέρι η στραβή και πληρώσουν την οργή. Κάνουν ό,τι μπορούν, καμιά φορά περισσότερα απ’ όσα θα ‘κανε ο κύριος Σάββας, ν’ απέλθει το ποτήρι από μπροστά τους και να περάσει, σαν εν δυνάμει βόμβα, στον επόμενο. Τους λυπάσαι. Ετσι ήταν, ανέκαθεν. Εχω δει νέο διαιτητή να χαρίζει στον Παναθηναϊκό σφυρίγματα, σε…φιλικό καλοκαιριού στη Λεωφόρο. Πάλευε, ο άμοιρος, να χωρέσει στον πίνακα Α’ Εθνικής που επρόκειτο να καταρτιστεί!
Κι άντε οι νέοι, νέοι είναι, δίνεις το ελαφρυντικό. Γενικώς, όμως, οι διαιτητές δεν διαφέρουν. Ολοι ίδιοι είναι. Γιοι της ίδιας μάνας, θαρρείς. Εδώ έφτασε να μη διαφέρει, στη βαθμοθηρία, ο Κάκος. Που και νούμερο-ένα στη χώρα είναι, και μιας κάποιας υπόστασης και κουλτούρας άνθρωπος με συγκεκριμένη κοινωνική δράση, και με μια μούρλια ιδιαίτερη αν θέλετε. Και πάλι, ο βαθμός!
Απέβαλε τον Αγάνθο, μη του κόψουν τη μισή μονάδα. Εάν προέτασσε την κοινή λογική και δεν τον είχε αποβάλει, με πιθανότητες 999 στις 1000 δεν θα μιλούσε κανείς. Ποιος θα είχε τα μούτρα να το μιλήσει, αυτό; Απ’ την ΑΕΚ;
Αλλ’ άντε και του έκοβαν τη μισή μονάδα, πάλι (πρώτον) δεν θα καταστρεφόταν η καριέρα του και (δεύτερον) θα είχε, έπειτα, τον τρόπο του να το επικοινωνήσει. Να βγάλει προς τα έξω, το και το. Τότε, όλος ο εναντίον του σάλος, το κράξιμο από δω κι από κει, αυτομάτως θα γύριζε υπέρ. Ενώ έτσι, κόντρα στην κοινή λογική για χάρη του εδαφίου-τάδε, στα μάτια της ανυποψίαστης γιαγιούλας που βλέπει ειδήσεις ο Κάκος έγινε το Τέρας του χωριού. Δεν το αξίζει. Φαίνεται, όμως, πως είναι ο χώρος έτσι. Και να μη είσαι ηλίθιος, μπαίνοντας θα σε κάνουν…