Στο
κλαμπ Κοκοντρίλο του Μπουένος Άιρες, όπου μαζεύονται αρκετοί πιστοί της
Iglesia Maradoniana, της εκκλησίας που έχει δημιουργηθεί για τον Θεό του
ποδοσφαίρου, η πραγματικότητα είναι διαφορετική από τις προσταγές του
Φρόιντ και του Γιουνγκ. Οι καλλίγραμμες, συχνά γυμνές ballerinas που
χορεύουν αισθησιακά, διαμαρτύρονται όταν στις οθόνες παίζουν φάσεις από
τον Ντιέγο. Οι θαμώνες σταματούν να ασχολούνται μαζί τους, ακόμα και
όταν ο ερωτισμός τους χτυπάει κόκκινο. Απλά αρνούνται το κάλεσμα τους,
για εκείνο μιας ανώτερης δύναμης. Ο Μαραντόνα αποτελεί σημαντικότερο
θέαμα. Όταν δε τύχει ο ίδιος ο Θεός τους να επισκεφτεί το κλαμπ, οι
χορεύτριες είναι σαν μην υπάρχουν.
Κανένας άλλος Αργεντινός δεν ενσαρκώνει χαρακτηριστικότερα του βασικούς συμβολισμούς του τάνγκο από τον Ντιέγο Μαραντόνα. Ο Εμίρ Κουστουρίτσα στο ντοκιμαντέρ του τον περιέγραψε ως τον χορό που εμφανέστερα από κάθε άλλον υποδηλώνει την ένωση του έρωτα με τον θάνατο, κατά την φροϋδική ερμηνεία όπου ο έρωτας είναι το φυσικό ταίρι του θανάτου και μαζί κυβερνούν τον κόσμο. Ο Nτιεγίτο με την ζωή του στα γήπεδα έγινε συνώνυμο του έρωτα. Και φλέρταρε με τον θάνατο έξω από αυτά. Δύο άκρα που συγκρούονταν με ολέθριες συνέπειες, αλλά ήταν παντού τριγύρω του. Η παρουσία των δαιμόνων, άλλωστε, δίνει μεγαλύτερη αξία στους αγγέλους.
Το ματς με την Αγγλία στις 22 Ιουνίου του 1986 ήταν ένα από εκείνα που σχετίζονται με τον Έρωτα. Το τάνγκο του Μαραντόνα εκτελέστηκε άρτια. Ήταν η πρώτη αναμέτρηση της Αργεντινής με την Αγγλία μετά τον πόλεμο των Φόκλαντς. Ο Barrilete Cósmico, μεγαλωμένος στο υποβαθμισμένο προάστιο Βίγια Φιορίτο του Μπουένος Άιρες, ένιωθε πάντα την ευθύνη της εκπροσώπησης των υπερήφανων φτωχών στις πλάτες του. Την ανάγκη να υπερασπιστεί την αξιοπρέπεια όλων όσοι, όπως ο πατέρας του, έμεναν νηστικοί για να μπορέσουν να φάνε τα παιδιά τους. «Είναι κλοπή να κλέβεις από τους κλέφτες;», ήταν ένα συνηθισμένο ερώτημα των Αργεντινών που πανηγύριζαν δίχως ηθικούς ενδοιασμούς για το χέρι του Θεού. «Τότε, το αποκάλεσαν το χέρι του Θεού. Μαλακίες χέρι του Θεού. Ήταν το χέρι του Ντιέγο και ήταν σαν να να κλέβει τους Άγγλους», έλεγε αργότερα ο ίδιος. Η γειτονιά του θα ήταν δικαιωμένη.
Σε ένα λαό βασανισμένο επί χρόνια από τη χούντα και την φτώχεια και με την εθνική του υπερηφάνεια πληγωμένη από τους 649 νεκρούς στον πόλεμο των Φόλκλαντς κανείς δεν μπορούσε να μιλήσει περί no politica ή διαχωρισμό του αθλητισμού από την πολιτική. Πόσω μάλλον όταν εμπνευστής της εκδίκησης μέσα στο γήπεδο ήταν ο μεγαλύτερος επαναστάτης της αλμπισελέστε.΄Ηταν σαν να τραγουδάει μέσα στη μούρη της Θάτσερ το «God save the Queen» και να δίνει στους συμπατριώτες του ένα αίσθημα λύτρωσης. Παρότι μέσα τους όλοι ήξεραν πως μια νίκη που προήλθε από ένα γκολ με το χέρι και ένα γκολ-ποίημα δεν θα φέρει πίσω τους νεκρούς ή την κυριαρχία των Μαλβίνας. Το παιχνίδι εκείνο ήταν το peak του. Ο καλύτερός του χορός. Το μεγαλύτερο σκάνδαλο στο πρώτο γκολ, η μεγαλύτερη επιτυχία στο δεύτερο. Και η παραδοχή πως ό,τι κι αν λέει, ό,τι κι αν κάνει, είναι ο καλύτερος. «Ευχαριστούμε Θεέ για το ποδόσφαιρο, για τον Μαραντόνα», κραύγαζε ο Αργεντινός σπίκερ.
Η επέτειος του «Χεριού του Θεού» αποτέλεσε το έναυσμα για την επανάληψη του «Μαραντόνα» από τον Εμίρ Κουστουρίτσα κατά τη διάρκεια ενός (πολύ) πρωινού ταξιδιού, με την έλλειψη ύπνου να κάνει τα πράγματα χειρότερα. Δεν μπόρεσα να κρατήσω τα δάκρυα στο σημείο που ο ίδιος ο Ντιέγο τραγουδάει λυτρωτικά, συγκεντρώνοντας τα περίεργα βλέμματα των τριγύρω. Έκρυψα το πρόσωπό μου και συνέχισα την προβολή, αλλά ήταν απλά η αρχή. Συνέχισα με το υπέροχο «30 for 30» του ESPN, το αφιέρωμα του Legends of Football, το football heroes, το A complete Story και ολοκλήρωσα με την ντοκιμαντεριστική συνάντηση του Ντιέγο με τον Γκάρι Λίνεκερ. Κι ύστερα, φορτωμένος με καφεΐνη και συναισθήματα, προσπάθησα να κατανοήσω την πλήρη επίδραση του Μαραντόνα. Όχι μόνο στο ποδόσφαιρο. Δεν είναι μόνο το ποδόσφαιρο.
Όπως και κάθε μεγάλος ήρωας της στρογγυλής Θεάς, ο Μαραντόνα προσεγγίστηκε από πολιτικούς και συμφέροντα. Ήδη από το 1979, ένα χρόνο μετά το Μουντιάλ της Αργεντινής και την απόφαση του Μενότι να δώσει τη φανέλα με το 10 στον Κέμπες, ο πιτσιρικάς από το Μπουένος Άιρες οδήγησε τη χώρα του στην κατάκτηση του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος Νέων και το καθεστώς άρχισε να του χαμογελάει προσποιητά. Δημιούργησε ψευδαισθήσεις σχέσεων με προέδρους και άλλα εξέχοντα πρόσωπα, τα οποία τον ξέχασαν μεμιάς όταν οι δαίμονες βγήκαν στο προσκήνιο. Η κουλτούρα της αριστεράς ταίριαζε περισσότερο στην εκρηκτική του προσωπικότητα και στον αυθορμητισμό του. Αποκάλεσε δημόσια δολοφόνο τον Τζορτζ Μπους, εναντιώθηκε στην πολιτική των ΗΠΑ και στον Πάπα. Χτύπησε tattoo τον Φιντέλ Κάστρο και τον Ερνέστο Γκεβάρα.
Σε μια ζωή βγαλμένη από κάθε αίσθηση «κανονικότητας», ο Ντιέγο δημιούργησε φανατικούς πιστούς αλλά και πολέμιους. Πιθανόν η πρώτη, μεγάλη κατηγορία να προέρχεται ακριβώς από την μάχη με τους δαίμονες. Έχοντας βαρεθεί τους τέλειους ήρωες, ο κόσμος ήθελε κάποιον διαφορετικό. «Είναι ένας από τους ανθρώπους που προκαλούν ακραίες αντιδράσεις στον κόσμο», τονίζει ο Σαμ Μπλερ, σκηνοθέτης του «Maradona '86». Γνωρίζοντας από πολύ μικρή ηλικία ότι το ταλέντο του ήταν ασύγκριτο, δεν ονειρεύτηκε ποτέ να γίνει ηγέτης του έθνους. Να ξεφύγει από τη σκληρή πραγματικότητα ήθελε, με δύο όνειρα. Να κατακτήσει το Μουντιάλ και να στεφθεί Πρωταθλητής. Ήξερε ότι θα πραγματοποιηθούν. Η μπάλα τον χρειαζόταν όσο την χρειαζόταν κι εκείνος. Εκείνο που δεν υπολόγιζε, ήταν η κοκαΐνη, η οποία τον έκανε έναν Θεό με αμαρτίες. Με ανθρώπινες αδυναμίες.
Ο Ντιεγίτο έκανε λάθη και δεν ντρέπεται να τα παραδεχθεί. Εκτέθηκε και οι αυτοκαταστροφικές τάσεις του έκαναν πολλούς να τρίβουν τα χέρια τους. «Όλοι εναντίον του Μαραντόνα», έγραφε ένα πρωτοσέλιδο μετά το χέρι του Θεού. Εμένα, μου έφεραν στο νου τους στίχους του Manu Chao που τραγουδάει «Αν ήμουν ο Μαραντόνα θα ζούσα όπως αυτός», καθώς και το «ακίνδυνο τραγουδάκι» από Τρύπες που μιλάει για ονειροπόλους, χαμένους, τρελούς. Για τους μεθυσμένους από το Θεό και τους εθισμένους από τη ζωή, οι οποίοι «θα έπρεπε να έχουν ήδη συλληφθεί». Δεν χωρούν πουθενά. Όπως εκείνος.
Τα ναρκωτικά, εκτός από το ποδόσφαιρο, του στέρησαν δύο ακόμα αγγέλους. Τις κόρες του. Λίγο έλειψε να του στερήσουν και την ίδια τη ζωή, αλλά όπως και με την Αργεντινή, την πήρε στις πλάτες του στα δύσκολα. «Ξέρεις τι ποδοσφαιριστής θα ήμουν αν δεν έπαιρνα κοκαΐνη; Τι παίκτη χάσαμε. Θα μπορούσα να είμαι πολλά περισσότερα από ό,τι είμαι τώρα!», δηλώνει ο ίδιος με μια παράξενη λάμψη στα μάτια του. Το αποτυχημένο πέρασμά του από την προπονητική μοιάζει περισσότερο με μια σχέση ζωής η οποία έχει παρέλθει οριστικά, αλλά ο ένας εκ των δύο προσπαθεί μάταια να την ξαναζωντανέψει.
Ο Ντιέγο όμως δεν είναι μόνο ποδόσφαιρο στα καλύτερά του, πολιτική και αυτοκαταστροφή. Είναι προσευχή, τάνγκο και υπερηφάνεια στις φτωχογειτονιές του Μπουένος Άιρες. Πανκ συγχορδίες βγαλμένες από νεαρούς στη θατσερική Αγγλία. Αυτοπεποίθηση στα στήθη ενός νεαρού και εικόνισμα δίπλα στην Παναγία στον ιταλικό Νότο. Ελπίδα για εκείνους που παλεύουν με τους δαίμονές τους και για όσους τολμούν να κοιτάξουν ψηλότερα από ό,τι τους επιβάλλουν οι κοινωνικές δομές. Είναι το χαμόγελο του Φιντέλ και η υψωμένη γροθιά του Μanu Chao. Συνεπιβάτης στην «Poderosa» του Τσε, έμπνευση του Κουστουρίτσα και εφιάλτης των διεφθαρμένων προέδρων της FIFA. Είναι έρωτας. Και θάνατος...
Κανένας άλλος Αργεντινός δεν ενσαρκώνει χαρακτηριστικότερα του βασικούς συμβολισμούς του τάνγκο από τον Ντιέγο Μαραντόνα. Ο Εμίρ Κουστουρίτσα στο ντοκιμαντέρ του τον περιέγραψε ως τον χορό που εμφανέστερα από κάθε άλλον υποδηλώνει την ένωση του έρωτα με τον θάνατο, κατά την φροϋδική ερμηνεία όπου ο έρωτας είναι το φυσικό ταίρι του θανάτου και μαζί κυβερνούν τον κόσμο. Ο Nτιεγίτο με την ζωή του στα γήπεδα έγινε συνώνυμο του έρωτα. Και φλέρταρε με τον θάνατο έξω από αυτά. Δύο άκρα που συγκρούονταν με ολέθριες συνέπειες, αλλά ήταν παντού τριγύρω του. Η παρουσία των δαιμόνων, άλλωστε, δίνει μεγαλύτερη αξία στους αγγέλους.
Το ματς με την Αγγλία στις 22 Ιουνίου του 1986 ήταν ένα από εκείνα που σχετίζονται με τον Έρωτα. Το τάνγκο του Μαραντόνα εκτελέστηκε άρτια. Ήταν η πρώτη αναμέτρηση της Αργεντινής με την Αγγλία μετά τον πόλεμο των Φόκλαντς. Ο Barrilete Cósmico, μεγαλωμένος στο υποβαθμισμένο προάστιο Βίγια Φιορίτο του Μπουένος Άιρες, ένιωθε πάντα την ευθύνη της εκπροσώπησης των υπερήφανων φτωχών στις πλάτες του. Την ανάγκη να υπερασπιστεί την αξιοπρέπεια όλων όσοι, όπως ο πατέρας του, έμεναν νηστικοί για να μπορέσουν να φάνε τα παιδιά τους. «Είναι κλοπή να κλέβεις από τους κλέφτες;», ήταν ένα συνηθισμένο ερώτημα των Αργεντινών που πανηγύριζαν δίχως ηθικούς ενδοιασμούς για το χέρι του Θεού. «Τότε, το αποκάλεσαν το χέρι του Θεού. Μαλακίες χέρι του Θεού. Ήταν το χέρι του Ντιέγο και ήταν σαν να να κλέβει τους Άγγλους», έλεγε αργότερα ο ίδιος. Η γειτονιά του θα ήταν δικαιωμένη.
Σε ένα λαό βασανισμένο επί χρόνια από τη χούντα και την φτώχεια και με την εθνική του υπερηφάνεια πληγωμένη από τους 649 νεκρούς στον πόλεμο των Φόλκλαντς κανείς δεν μπορούσε να μιλήσει περί no politica ή διαχωρισμό του αθλητισμού από την πολιτική. Πόσω μάλλον όταν εμπνευστής της εκδίκησης μέσα στο γήπεδο ήταν ο μεγαλύτερος επαναστάτης της αλμπισελέστε.΄Ηταν σαν να τραγουδάει μέσα στη μούρη της Θάτσερ το «God save the Queen» και να δίνει στους συμπατριώτες του ένα αίσθημα λύτρωσης. Παρότι μέσα τους όλοι ήξεραν πως μια νίκη που προήλθε από ένα γκολ με το χέρι και ένα γκολ-ποίημα δεν θα φέρει πίσω τους νεκρούς ή την κυριαρχία των Μαλβίνας. Το παιχνίδι εκείνο ήταν το peak του. Ο καλύτερός του χορός. Το μεγαλύτερο σκάνδαλο στο πρώτο γκολ, η μεγαλύτερη επιτυχία στο δεύτερο. Και η παραδοχή πως ό,τι κι αν λέει, ό,τι κι αν κάνει, είναι ο καλύτερος. «Ευχαριστούμε Θεέ για το ποδόσφαιρο, για τον Μαραντόνα», κραύγαζε ο Αργεντινός σπίκερ.
Η επέτειος του «Χεριού του Θεού» αποτέλεσε το έναυσμα για την επανάληψη του «Μαραντόνα» από τον Εμίρ Κουστουρίτσα κατά τη διάρκεια ενός (πολύ) πρωινού ταξιδιού, με την έλλειψη ύπνου να κάνει τα πράγματα χειρότερα. Δεν μπόρεσα να κρατήσω τα δάκρυα στο σημείο που ο ίδιος ο Ντιέγο τραγουδάει λυτρωτικά, συγκεντρώνοντας τα περίεργα βλέμματα των τριγύρω. Έκρυψα το πρόσωπό μου και συνέχισα την προβολή, αλλά ήταν απλά η αρχή. Συνέχισα με το υπέροχο «30 for 30» του ESPN, το αφιέρωμα του Legends of Football, το football heroes, το A complete Story και ολοκλήρωσα με την ντοκιμαντεριστική συνάντηση του Ντιέγο με τον Γκάρι Λίνεκερ. Κι ύστερα, φορτωμένος με καφεΐνη και συναισθήματα, προσπάθησα να κατανοήσω την πλήρη επίδραση του Μαραντόνα. Όχι μόνο στο ποδόσφαιρο. Δεν είναι μόνο το ποδόσφαιρο.
Όπως και κάθε μεγάλος ήρωας της στρογγυλής Θεάς, ο Μαραντόνα προσεγγίστηκε από πολιτικούς και συμφέροντα. Ήδη από το 1979, ένα χρόνο μετά το Μουντιάλ της Αργεντινής και την απόφαση του Μενότι να δώσει τη φανέλα με το 10 στον Κέμπες, ο πιτσιρικάς από το Μπουένος Άιρες οδήγησε τη χώρα του στην κατάκτηση του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος Νέων και το καθεστώς άρχισε να του χαμογελάει προσποιητά. Δημιούργησε ψευδαισθήσεις σχέσεων με προέδρους και άλλα εξέχοντα πρόσωπα, τα οποία τον ξέχασαν μεμιάς όταν οι δαίμονες βγήκαν στο προσκήνιο. Η κουλτούρα της αριστεράς ταίριαζε περισσότερο στην εκρηκτική του προσωπικότητα και στον αυθορμητισμό του. Αποκάλεσε δημόσια δολοφόνο τον Τζορτζ Μπους, εναντιώθηκε στην πολιτική των ΗΠΑ και στον Πάπα. Χτύπησε tattoo τον Φιντέλ Κάστρο και τον Ερνέστο Γκεβάρα.
Σε μια ζωή βγαλμένη από κάθε αίσθηση «κανονικότητας», ο Ντιέγο δημιούργησε φανατικούς πιστούς αλλά και πολέμιους. Πιθανόν η πρώτη, μεγάλη κατηγορία να προέρχεται ακριβώς από την μάχη με τους δαίμονες. Έχοντας βαρεθεί τους τέλειους ήρωες, ο κόσμος ήθελε κάποιον διαφορετικό. «Είναι ένας από τους ανθρώπους που προκαλούν ακραίες αντιδράσεις στον κόσμο», τονίζει ο Σαμ Μπλερ, σκηνοθέτης του «Maradona '86». Γνωρίζοντας από πολύ μικρή ηλικία ότι το ταλέντο του ήταν ασύγκριτο, δεν ονειρεύτηκε ποτέ να γίνει ηγέτης του έθνους. Να ξεφύγει από τη σκληρή πραγματικότητα ήθελε, με δύο όνειρα. Να κατακτήσει το Μουντιάλ και να στεφθεί Πρωταθλητής. Ήξερε ότι θα πραγματοποιηθούν. Η μπάλα τον χρειαζόταν όσο την χρειαζόταν κι εκείνος. Εκείνο που δεν υπολόγιζε, ήταν η κοκαΐνη, η οποία τον έκανε έναν Θεό με αμαρτίες. Με ανθρώπινες αδυναμίες.
Ο Ντιεγίτο έκανε λάθη και δεν ντρέπεται να τα παραδεχθεί. Εκτέθηκε και οι αυτοκαταστροφικές τάσεις του έκαναν πολλούς να τρίβουν τα χέρια τους. «Όλοι εναντίον του Μαραντόνα», έγραφε ένα πρωτοσέλιδο μετά το χέρι του Θεού. Εμένα, μου έφεραν στο νου τους στίχους του Manu Chao που τραγουδάει «Αν ήμουν ο Μαραντόνα θα ζούσα όπως αυτός», καθώς και το «ακίνδυνο τραγουδάκι» από Τρύπες που μιλάει για ονειροπόλους, χαμένους, τρελούς. Για τους μεθυσμένους από το Θεό και τους εθισμένους από τη ζωή, οι οποίοι «θα έπρεπε να έχουν ήδη συλληφθεί». Δεν χωρούν πουθενά. Όπως εκείνος.
Τα ναρκωτικά, εκτός από το ποδόσφαιρο, του στέρησαν δύο ακόμα αγγέλους. Τις κόρες του. Λίγο έλειψε να του στερήσουν και την ίδια τη ζωή, αλλά όπως και με την Αργεντινή, την πήρε στις πλάτες του στα δύσκολα. «Ξέρεις τι ποδοσφαιριστής θα ήμουν αν δεν έπαιρνα κοκαΐνη; Τι παίκτη χάσαμε. Θα μπορούσα να είμαι πολλά περισσότερα από ό,τι είμαι τώρα!», δηλώνει ο ίδιος με μια παράξενη λάμψη στα μάτια του. Το αποτυχημένο πέρασμά του από την προπονητική μοιάζει περισσότερο με μια σχέση ζωής η οποία έχει παρέλθει οριστικά, αλλά ο ένας εκ των δύο προσπαθεί μάταια να την ξαναζωντανέψει.
Ο Ντιέγο όμως δεν είναι μόνο ποδόσφαιρο στα καλύτερά του, πολιτική και αυτοκαταστροφή. Είναι προσευχή, τάνγκο και υπερηφάνεια στις φτωχογειτονιές του Μπουένος Άιρες. Πανκ συγχορδίες βγαλμένες από νεαρούς στη θατσερική Αγγλία. Αυτοπεποίθηση στα στήθη ενός νεαρού και εικόνισμα δίπλα στην Παναγία στον ιταλικό Νότο. Ελπίδα για εκείνους που παλεύουν με τους δαίμονές τους και για όσους τολμούν να κοιτάξουν ψηλότερα από ό,τι τους επιβάλλουν οι κοινωνικές δομές. Είναι το χαμόγελο του Φιντέλ και η υψωμένη γροθιά του Μanu Chao. Συνεπιβάτης στην «Poderosa» του Τσε, έμπνευση του Κουστουρίτσα και εφιάλτης των διεφθαρμένων προέδρων της FIFA. Είναι έρωτας. Και θάνατος...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου