Το θέμα σηκώνει πολλή κουβέντα. Το 10 είναι μικρό νούμερο για να τους
χωρέσεις όλους όσους έχεις στην κούτρα σου. Αυτό όμως είναι που το
καθιστά ξεχωριστό. Στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι το 10 το καλό, μα
οι 10... οι καλύτεροι. Η αρχή έγινε με τους τερματοφύλακες, ακολούθησαν
οι αριστεροί και δεξιοί αμυντικοί, οι στόπερ, οι λίμπερο (σέντερ μπακ),
οι αμυντικοί μέσοι (κόφτες), οι πολυσύνθετοι μέσοι (box to box), οι
επιθετικοί μέσοι, τα 10άρια και τώρα σειρά παίρνουν οι μέσοι, οι εξτρέμ
οι επιθετικοί που συνέκλιναν από τ' αριστερά. Εμείς επιχειρούμε μια
–υποκειμενική– αξιολόγηση για τους κορυφαίους σε όλες τις θέσεις του
ποδοσφαίρου...
* Σε αυτή τη λίστα έχουμε... μπερδέψει-αναμίξει παίκτες που κινούνταν στα πλάγια από τη μέση και μπροστά. Είτε έπαιζαν πάνω στη γραμμή είτε ήταν μεσοεπιθετικοί, καθαρόαιμα εξτρέμ ή επιθετικοί που επέλεγαν να ξεκινούν τις κούρσες τους από αυτή την πλευρά. Πρόκειται για παίκτες που συνδυάζουν γκολ, οξυδέρκεια, ασίστ, σουτ από μέση ή μακρινή απόσταση, ακόμα και εκτέλεση φάουλ και εννοείται 20άρες και 40άρες σέντρες μπαλιές ακριβείας.
Αλλοι περισσότερο και άλλοι λιγότερο (ανάλογα και με τις επιταγές της εκάστοτε ποδοσφαιρικής εποχής), οι 10 της δικής μας λίστας τίμησαν με αυτό τον τρόπο το παντεσπάνι τους. Η επιλογή έγινε με τα παραπάνω κριτήρια υπό την προϋπόθεση βέβαια της συμβολής τους στην κατάκτηση τίτλων.
10. ΖΜΠΙΓΚΝΙΕΒ ΜΠΟΝΙΕΚ
Εξαιρετικός ντριμπλέρ στις αρχές των '80ς για κάποιο αδιευκρίνιστο λόγο έπαιζε καλύτερα υπό το φως των προβολέων και ειδικά στα ευρωπαϊκά ματς και γι αυτό κάποτε ο πρόεδρος της Γιουβέντους τον ονόμασε «Bello di notte» (σ.σ.: ωραίος το βράδυ). Με τη Γηραιά Κυρία (αφού πήρε δύο πρωταθλήματα Πολωνίας με τη Βίτζεβ Λοτζ) κατέκτησε σχεδόν τα πάντα σε μία τριετία (1982-'85). Ενα Πρωταθλητριών (1985), ένα Κυπελλούχων και ένα Σούπερ Καπ Ευρώπης (1984), ένα πρωτάθλημα, ένα Κύπελλο και ακόμα ένα Κύπελλο με τη Ρόμα. Εκανε σπουδαίο Μουντιάλ με την Πολωνία, οδηγώντας την στην τρίτη θέση το 1982. Μάλιστα κόντρα στο πολύ ισχυρό τότε Βέλγιο έγινε ένας από τους ελάχιστους που έχουν κάνει χατ τρικ σε Παγκόσμιο Κύπελλο.
9. ΤΖΙΜΙ ΤΖΟΝΣΤΟΝ
Πριν από κάθε ματς, τη στιγμή που έμπαινε η ομάδα στο γήπεδο, έπιανε σφυρίζοντας το σκοπό του ύμνου της Σέλτικ και τον ακολουθούσαν οι υπόλοιποι. Κοντούλης, αδύνατος, μία σταλιά, αλλά έγινε ο μεγάλος αρχηγός και ο κορυφαίος στην ιστορία των Πράσινων της Γλασκόβης χάρη στο τσαγανό και το πνεύμα νικητή. Εκείνος ήταν που οδήγησε τη Σέλτικ το 1967 στο μυθικό τρεμπλ και τη κυρίως στην κατάκτηση του Πρωταθλητριών κόντρα στην τεράστια Ιντερ του Ελένιο Ερέρα. Καταπληκτικός ντριμπλέρ και σπρίντερ, συγκαταλέγεται στην καλύτερη τριάδα παικτών (μαζί με Νταλγκλίς, Μπρέμνερ) που έβγαλε ποτέ η Σκωτία.
8. ΜΠΡΟΥΝΟ ΚΟΝΤΙ
Επαιζε παντού. Και στις δύο πτέρυγες, δεύτερος επιθετικός ή επιτελικός μέσος. Ενας από τους σπουδαιότερους Ιταλούς ποδοσφαιριστές και μαζί με τον Φραντσέσκο Τότι οι δύο σημαντικότεροι αρχηγοί στην ιστορία της Ρόμα, την οποία οδήγησε στο πρωτάθλημα του 1983, σε τέσσερα Κύπελλα και στον χαμένο στα πέναλτι από τη Λίβερπουλ τελικό του Πρωταθλητριών του 1984. Και με την Εθνική Ιταλίας όμως έζησε τεράστιες στιγμές. Σημαντικότερη όλων η κατάκτηση του Μουντιάλ του 1982, όπου στον τελικό με τη Δυτική Γερμανία (3-1) έφτιαξε τα δύο γκολ.
7. ΑΛΑΝ ΣΙΜΟΝΣΕΝ
Ηταν καλύτερος ακόμα και από τους αδερφούς Λάουντρουπ. Δηλαδή είναι ο κορυφαίος Δανός όλων των εποχών. Πέραν των τεράστιων ικανοτήτων του σε ντρίμπλα, ταχύτητα και σουτ, έχει κάνει κάτι μοναδικό που δεν έχει πετύχει κανείς άλλος στην ιστορία του αθλήματος: έχει σκοράρει σε τελικό Πρωταθλητριών (1977 ήττα 3-1 από τη μεγάλη Λίβερπουλ), Κυπελλούχων (1982 2-1 με δικό του γκολ τη Σταντάρ Λιέγης) και UEFA (1979 2-1 με δικό του γκολ τον Ερυθρό Αστέρα). Πέραν του 1982 (ως παίκτης της Μπαρτσελόνα), όλους τους άλλους τίτλους (συμπεριλαμβανομένου του UEFA του 1975) τους κατέκτησε ως παίκτης της κορυφαίας Γκλάντμπαχ όλων των εποχών. Μαζί της πήρε επίσης τρία σερί πρωταθλήματα (1975-'77) και ένα Κύπελλο, ενώ ακριβώς τις ίδιες επιδόσεις είχε νωρίτερα με τη δανέζικη Βέιλε. Το 1977 έκανε απίστευτα πράγματα και δικαίως νίκησε στην ψηφοφορία για την Χρυσή Μπάλα μπροστά από τους Κέβιν Κίγκαν, Μισέλ Πλατινί.
6. ΚΟΥΡΤ ΧΑΜΡΙΝ
Οι νεότεροι δεν τον γνωρίζουν, αλλά για τους Σουηδούς και τους Ιταλούς (1958-1969) υπήρξε θρύλος. Η ντρίμπλες του έχουν μείνει μυθικές στη Σέριε Α', όπου με 190 γκολ παραμένει ο έβδομος σκόρερ στην ιστορία του Καμπιονάτο. Μάλιστα έχει βάλει και κάμποσα ιστορικά. Με δική του απίστευτη γκολάρα η Σουηδία νίκησε τη Δυτική Γερμανία στον ημιτελικό του Μουντιάλ του 1958 και προκρίθηκε στον τελικό με τη Βραζιλία. Και με τη Φιορεντίνα όμως έκανε παπάδες (1958-'67), οδηγώντας την στην κατάκτηση ενός Κυπελλούχων (1961) και δύο Κυπέλλων. Τότε μετακόμισε στη Μίλαν, όπου σε δύο χρόνια την οδήγησε σε ένα Πρωταθλητριών (1969). Εναν χρόνο νωρίτερα είχε κάνει το ίδιο στο Κυπελλούχων, όπου με δύο δικά του γκολ στον τελικό οι Ροσονέρι είχαν νικήσει με 2-0 το Αμβούργο.
5. ΣΤΑΝΛΕΪ ΜΑΘΙΟΥΣ
Ο σπουδαιότερος Βρετανός ποδοσφαιριστής όλων των εποχών. Επαιξε μπάλα για 33 χρόνια (1932-'65) και αποσύρθηκε σε ηλικία 55 ετών, αγωνιζόμενος στην Α' Κατηγορία με την αγαπημένη του Στοόουκ, τη φανέλα της οποίας φόρεσε για 19 χρόνια! Δεν ήταν όμως μόνο η διάρκεια που τον έκανε τρανό και ξακουστό. Ο Μπεκενμπάουερ είπε για αυτόν: «Κανείς αμυντικός στον κόσμο μόνος του δεν μπορεί να σταματήσει τις επελάσεις του». Και αυτό δεν ήταν υπερβολή. Ο Σερ Στάνλεϊ ήταν ίσως μετά τον Γκαρίντσα ο πιο τρελός ντριμπλέρ όλων των εποχών. Δυστυχώς στα καλύτερα του ξέσπασε ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος και τότε δεν υπήρχαν ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Επίσης επέλεξε συνειδητά να παίζει με τη Στόουκ και όχι με κάποια μεγάλη ομάδα του Νησιού, οδηγώντας τη μικρή αυτή ομάδα στη Μεγάλη Κατηγορία. Ενδιάμεσα βρέθηκε για 14 χρόνια (1947-'61) και στη Μπλάκπουλ με την οποία πήρε ένα Κύπελλο, έπαιξε σε δύο ακόμα χαμένους τελικούς και τερμάτισε δύο φορές δεύτερος στο πρωτάθλημα. Και όμως παρά το μικρό παλμαρέ του, η αναγνώριση ήταν τεράστια και το 1956 έγινε ο πρώτος που έλαβε την Χρυσή Μπάλα.
4. ΖΑΪΡΖΙΝΙΟ
Μπορούσε να περάσει τη μπάλα από το κεφάλι μίας βελόνας και να ντριμπλάρει ακόμα και τη σκιά του. Ετσι έλεγε γι αυτόν ο Πελέ. Από τις περιπτώσεις των Βραζιλιάνων παικταράδων που δεν έκαναν το πέρασμα στην Ευρώπη (τότε γινόταν δύσκολα). Ωστόσο, κόντρα σε Ευρωπαίους έδειξε την αξία του και με το παραπάνω στο υωηλότερο επίπεδο. Δεν υπήρξε απλό μέλος της κορυφαίας Εθνικής όλων των εποχών, της Βραζιλίας του 1970, αλλά σε εκείνο το Μουντιάλ αναδείχτηκε και ο κορυφαίος παίκτης του, ξεπερνώντας σε απόδοση ακόμα και τους συμπαίκτες του Πελέ, Ριβελίνο, Τοστάο! Με τη Σελεσάο κατέκτησε και ένα Κόπα Αμέρικα (1976). Σε συλλογικό επίπεδο αντικατέστησε στη Μποταφόγκο τον Γκαρίντσα και τα πήγε περίφημα, παίρνοντας ένα σωρό τοπικούς τίτλους (σ.σ.: τότε δεν υπήρχε πρωτάθλημα Βραζιλίας).
3. ΛΟΥΙΣ ΦΙΓΚΟ
Ντρίμπλα, σουτ, δύναμη, φαντασία. Ο,τι και να πεις είναι λίγο για τον κορυφαίο δεξιό μεσοεπιθετικό της σύγχρονης εποχής. Από μικρός φαινόταν τι παιχταράς θα γινόταν! Μέλος της «Χρυσής» φουρνιάς του πορτογαλικού ποδοσφαίρου (Ζοάο Πίντο, Κόουτο, Πάουλο Σόουζα, Μπαΐα, Ρούι Κόστα) κατέκτησε ένα ευρωπαϊκό Παίδων και ένα Παγκόσμιο Νέων. Πήρε ένα Κύπελλο με τη Σπόρτινγκα για να βρεθεί το 1995 στη Μπαρτσελόνα, με την οποία πήρε δύο πρωταθλήματα, ισάριθμα Κύπελλα, ένα Σούπερ Καπ και το 1997 το UEFA και το Σούπερ Καπ Ευρώπης. Το 2000 χρονιά που του δόθηκε η Χρυσή Μπάλα, μετακόμισε στη Ρεάλ ως ο πρώτος Γκαλάκτικο της εποχής Φλορεντίνο Πέρεθ. Και με τους Μαδριλένους έκανε παπάδες, παίρνοντας δύο πρωταθλήματα, ισάριθμα Σούπερ Καπ Ισπανίας και κυρίως το Τσάμπιονς Λιγκ του 2002, χρονιά που πήρε επίσης το ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ και το Διηπειρωτικό. Το 2005 πήγε στην Ιντερ όπου επίσης πήρε τέσσερα πρωταθλήματα, ένα Κύπελλο και τρία Σούπερ Καπ. Εξι φορές κορυφαίος Πορτογάλος και τρεις ακόμα κορυφαίος ξένος στην Πριμέρα, βρέθηκε στις καλύτερες 11άδες δύο EURO (2000 έφτασε στα ημιτελικά, 2004 το οποίο έχασε στον τελικό από την Ελλάδα) και ενός Μουντιάλ (2006 έφτασε στα ημιτελικά).
2. ΓΚΑΡΙΝΤΣΑ
Δεν είναι λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν πως ήταν καλύτερος ακόμα και από τον Πελέ. Απλά δεν έκανε αθλητικό βίο και ο αλκοολισμός και οι γυναίκες δεν τον άφησαν να απογειωθεί στο απίστευτο επίπεδο που μπορούσε. Το φοβερό με τον κορυφαίο ντριμπλέρ στην ιστορία του ποδοσφαίρου ήταν ότι έκανε τις πιο γρήγορες σβούρες γύρω από τον άξονα του και στη συνέχεια έριχνε ποδιές στους αντιπάλους του, καλπάζοντας με το ένα πόδι κοντύτερο από το άλλο. Αφού κατέκτησε το Μουντιάλ του 1958, πήγε στην Χιλή το 1962 για να το πάρει σχεδόν μόνος του. Με τον Πελέ να τραυματίζεται στο δεύτερο ματς, πήρε τη Βραζιλία από το χέρι και την οδήγησε στον τίτλο ως πρώτος σκόρερ και καλύτερος παίκτης της διοργάνωσης. Υπήρξε ηγέτης της Μποταφόγκο, με την οποία πανηγύρισε πολλούς περιφερειακούς τίτλους (τότε δεν υπήρχε ενιαίο πρωτάθλημα Βραζιλίας) και άπειρες ατομικές διακρίσεις.
1. ΤΖΟΡΤΖ ΜΠΕΣΤ
Κάποιος, κάποτε έγραψε: «Pele is good, Maradona is better, George is... Best». Οπως και τον Γκαρίντσα, τον άφαγε το ποτό και οι γυναίκες. Αυτά και το ότι γεννήθηκε σε λάθος χώρα (Βόρεια Ιρλανδία) και γι αυτό δεν διακρίθηκε ποτέ με την Εθνική ομάδα του, δηλαδή δεν έπαιξε καν σε Μουντιάλ ή EURO. Αυτά τα εννέα χρόνια (1964-'-73) όμως που μεγαλούργησε με τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ ήταν αρκετά για να λατρευτεί όσο κανείς ποτέ στο Νησί και όχι μόνο. Τα είχε όλα. Τα έκανε όλα. Ηταν τέλειος με τη μπάλα στα πόδια (και με τα δύο πόδια εξίσου). Μπορούσε να παίξει σε όλες τις θέσεις από τη μέση και μπροστά. Πολλές φορές βρισκόταν και ως δεύτερος φορ, αλλά τα περισσότερα παιχνίδια της καριέρας του τα έκανε από τα δεξιά αν και κινούνταν πιο ελεύθερος στο γήπεδο. Επιτομή της καριέρας του υπήρξε το Πρωταθλητριών του 1968, χρονιά κατά την οποία βραβεύτηκε και με την Χρυσή Μπάλα. Με τη Γιουνάιτεντ πήρε και δύο πρωταθλήματα, αλλά οι καταχρήσεις δεν του επέτρεψαν να μείνει στο «Ολντ Τράφορντ» περισσότερο από τα 28 χρόνια του και σταδιακά άρχισε η... κατηφόρα. Στην περίπτωση του γίνεται η μοναδική εξαίρεση να βρεθεί κάποιος χωρίς διάρκεια ή πλούσιο παλμαρέ στην πρώτη θέση. Απλά επειδή ήταν ο... Best!
πηγή: gazzetta.gr
* Σε αυτή τη λίστα έχουμε... μπερδέψει-αναμίξει παίκτες που κινούνταν στα πλάγια από τη μέση και μπροστά. Είτε έπαιζαν πάνω στη γραμμή είτε ήταν μεσοεπιθετικοί, καθαρόαιμα εξτρέμ ή επιθετικοί που επέλεγαν να ξεκινούν τις κούρσες τους από αυτή την πλευρά. Πρόκειται για παίκτες που συνδυάζουν γκολ, οξυδέρκεια, ασίστ, σουτ από μέση ή μακρινή απόσταση, ακόμα και εκτέλεση φάουλ και εννοείται 20άρες και 40άρες σέντρες μπαλιές ακριβείας.
Αλλοι περισσότερο και άλλοι λιγότερο (ανάλογα και με τις επιταγές της εκάστοτε ποδοσφαιρικής εποχής), οι 10 της δικής μας λίστας τίμησαν με αυτό τον τρόπο το παντεσπάνι τους. Η επιλογή έγινε με τα παραπάνω κριτήρια υπό την προϋπόθεση βέβαια της συμβολής τους στην κατάκτηση τίτλων.
10. ΖΜΠΙΓΚΝΙΕΒ ΜΠΟΝΙΕΚ
Εξαιρετικός ντριμπλέρ στις αρχές των '80ς για κάποιο αδιευκρίνιστο λόγο έπαιζε καλύτερα υπό το φως των προβολέων και ειδικά στα ευρωπαϊκά ματς και γι αυτό κάποτε ο πρόεδρος της Γιουβέντους τον ονόμασε «Bello di notte» (σ.σ.: ωραίος το βράδυ). Με τη Γηραιά Κυρία (αφού πήρε δύο πρωταθλήματα Πολωνίας με τη Βίτζεβ Λοτζ) κατέκτησε σχεδόν τα πάντα σε μία τριετία (1982-'85). Ενα Πρωταθλητριών (1985), ένα Κυπελλούχων και ένα Σούπερ Καπ Ευρώπης (1984), ένα πρωτάθλημα, ένα Κύπελλο και ακόμα ένα Κύπελλο με τη Ρόμα. Εκανε σπουδαίο Μουντιάλ με την Πολωνία, οδηγώντας την στην τρίτη θέση το 1982. Μάλιστα κόντρα στο πολύ ισχυρό τότε Βέλγιο έγινε ένας από τους ελάχιστους που έχουν κάνει χατ τρικ σε Παγκόσμιο Κύπελλο.
9. ΤΖΙΜΙ ΤΖΟΝΣΤΟΝ
Πριν από κάθε ματς, τη στιγμή που έμπαινε η ομάδα στο γήπεδο, έπιανε σφυρίζοντας το σκοπό του ύμνου της Σέλτικ και τον ακολουθούσαν οι υπόλοιποι. Κοντούλης, αδύνατος, μία σταλιά, αλλά έγινε ο μεγάλος αρχηγός και ο κορυφαίος στην ιστορία των Πράσινων της Γλασκόβης χάρη στο τσαγανό και το πνεύμα νικητή. Εκείνος ήταν που οδήγησε τη Σέλτικ το 1967 στο μυθικό τρεμπλ και τη κυρίως στην κατάκτηση του Πρωταθλητριών κόντρα στην τεράστια Ιντερ του Ελένιο Ερέρα. Καταπληκτικός ντριμπλέρ και σπρίντερ, συγκαταλέγεται στην καλύτερη τριάδα παικτών (μαζί με Νταλγκλίς, Μπρέμνερ) που έβγαλε ποτέ η Σκωτία.
8. ΜΠΡΟΥΝΟ ΚΟΝΤΙ
Επαιζε παντού. Και στις δύο πτέρυγες, δεύτερος επιθετικός ή επιτελικός μέσος. Ενας από τους σπουδαιότερους Ιταλούς ποδοσφαιριστές και μαζί με τον Φραντσέσκο Τότι οι δύο σημαντικότεροι αρχηγοί στην ιστορία της Ρόμα, την οποία οδήγησε στο πρωτάθλημα του 1983, σε τέσσερα Κύπελλα και στον χαμένο στα πέναλτι από τη Λίβερπουλ τελικό του Πρωταθλητριών του 1984. Και με την Εθνική Ιταλίας όμως έζησε τεράστιες στιγμές. Σημαντικότερη όλων η κατάκτηση του Μουντιάλ του 1982, όπου στον τελικό με τη Δυτική Γερμανία (3-1) έφτιαξε τα δύο γκολ.
7. ΑΛΑΝ ΣΙΜΟΝΣΕΝ
Ηταν καλύτερος ακόμα και από τους αδερφούς Λάουντρουπ. Δηλαδή είναι ο κορυφαίος Δανός όλων των εποχών. Πέραν των τεράστιων ικανοτήτων του σε ντρίμπλα, ταχύτητα και σουτ, έχει κάνει κάτι μοναδικό που δεν έχει πετύχει κανείς άλλος στην ιστορία του αθλήματος: έχει σκοράρει σε τελικό Πρωταθλητριών (1977 ήττα 3-1 από τη μεγάλη Λίβερπουλ), Κυπελλούχων (1982 2-1 με δικό του γκολ τη Σταντάρ Λιέγης) και UEFA (1979 2-1 με δικό του γκολ τον Ερυθρό Αστέρα). Πέραν του 1982 (ως παίκτης της Μπαρτσελόνα), όλους τους άλλους τίτλους (συμπεριλαμβανομένου του UEFA του 1975) τους κατέκτησε ως παίκτης της κορυφαίας Γκλάντμπαχ όλων των εποχών. Μαζί της πήρε επίσης τρία σερί πρωταθλήματα (1975-'77) και ένα Κύπελλο, ενώ ακριβώς τις ίδιες επιδόσεις είχε νωρίτερα με τη δανέζικη Βέιλε. Το 1977 έκανε απίστευτα πράγματα και δικαίως νίκησε στην ψηφοφορία για την Χρυσή Μπάλα μπροστά από τους Κέβιν Κίγκαν, Μισέλ Πλατινί.
6. ΚΟΥΡΤ ΧΑΜΡΙΝ
Οι νεότεροι δεν τον γνωρίζουν, αλλά για τους Σουηδούς και τους Ιταλούς (1958-1969) υπήρξε θρύλος. Η ντρίμπλες του έχουν μείνει μυθικές στη Σέριε Α', όπου με 190 γκολ παραμένει ο έβδομος σκόρερ στην ιστορία του Καμπιονάτο. Μάλιστα έχει βάλει και κάμποσα ιστορικά. Με δική του απίστευτη γκολάρα η Σουηδία νίκησε τη Δυτική Γερμανία στον ημιτελικό του Μουντιάλ του 1958 και προκρίθηκε στον τελικό με τη Βραζιλία. Και με τη Φιορεντίνα όμως έκανε παπάδες (1958-'67), οδηγώντας την στην κατάκτηση ενός Κυπελλούχων (1961) και δύο Κυπέλλων. Τότε μετακόμισε στη Μίλαν, όπου σε δύο χρόνια την οδήγησε σε ένα Πρωταθλητριών (1969). Εναν χρόνο νωρίτερα είχε κάνει το ίδιο στο Κυπελλούχων, όπου με δύο δικά του γκολ στον τελικό οι Ροσονέρι είχαν νικήσει με 2-0 το Αμβούργο.
5. ΣΤΑΝΛΕΪ ΜΑΘΙΟΥΣ
Ο σπουδαιότερος Βρετανός ποδοσφαιριστής όλων των εποχών. Επαιξε μπάλα για 33 χρόνια (1932-'65) και αποσύρθηκε σε ηλικία 55 ετών, αγωνιζόμενος στην Α' Κατηγορία με την αγαπημένη του Στοόουκ, τη φανέλα της οποίας φόρεσε για 19 χρόνια! Δεν ήταν όμως μόνο η διάρκεια που τον έκανε τρανό και ξακουστό. Ο Μπεκενμπάουερ είπε για αυτόν: «Κανείς αμυντικός στον κόσμο μόνος του δεν μπορεί να σταματήσει τις επελάσεις του». Και αυτό δεν ήταν υπερβολή. Ο Σερ Στάνλεϊ ήταν ίσως μετά τον Γκαρίντσα ο πιο τρελός ντριμπλέρ όλων των εποχών. Δυστυχώς στα καλύτερα του ξέσπασε ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος και τότε δεν υπήρχαν ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Επίσης επέλεξε συνειδητά να παίζει με τη Στόουκ και όχι με κάποια μεγάλη ομάδα του Νησιού, οδηγώντας τη μικρή αυτή ομάδα στη Μεγάλη Κατηγορία. Ενδιάμεσα βρέθηκε για 14 χρόνια (1947-'61) και στη Μπλάκπουλ με την οποία πήρε ένα Κύπελλο, έπαιξε σε δύο ακόμα χαμένους τελικούς και τερμάτισε δύο φορές δεύτερος στο πρωτάθλημα. Και όμως παρά το μικρό παλμαρέ του, η αναγνώριση ήταν τεράστια και το 1956 έγινε ο πρώτος που έλαβε την Χρυσή Μπάλα.
4. ΖΑΪΡΖΙΝΙΟ
Μπορούσε να περάσει τη μπάλα από το κεφάλι μίας βελόνας και να ντριμπλάρει ακόμα και τη σκιά του. Ετσι έλεγε γι αυτόν ο Πελέ. Από τις περιπτώσεις των Βραζιλιάνων παικταράδων που δεν έκαναν το πέρασμα στην Ευρώπη (τότε γινόταν δύσκολα). Ωστόσο, κόντρα σε Ευρωπαίους έδειξε την αξία του και με το παραπάνω στο υωηλότερο επίπεδο. Δεν υπήρξε απλό μέλος της κορυφαίας Εθνικής όλων των εποχών, της Βραζιλίας του 1970, αλλά σε εκείνο το Μουντιάλ αναδείχτηκε και ο κορυφαίος παίκτης του, ξεπερνώντας σε απόδοση ακόμα και τους συμπαίκτες του Πελέ, Ριβελίνο, Τοστάο! Με τη Σελεσάο κατέκτησε και ένα Κόπα Αμέρικα (1976). Σε συλλογικό επίπεδο αντικατέστησε στη Μποταφόγκο τον Γκαρίντσα και τα πήγε περίφημα, παίρνοντας ένα σωρό τοπικούς τίτλους (σ.σ.: τότε δεν υπήρχε πρωτάθλημα Βραζιλίας).
3. ΛΟΥΙΣ ΦΙΓΚΟ
Ντρίμπλα, σουτ, δύναμη, φαντασία. Ο,τι και να πεις είναι λίγο για τον κορυφαίο δεξιό μεσοεπιθετικό της σύγχρονης εποχής. Από μικρός φαινόταν τι παιχταράς θα γινόταν! Μέλος της «Χρυσής» φουρνιάς του πορτογαλικού ποδοσφαίρου (Ζοάο Πίντο, Κόουτο, Πάουλο Σόουζα, Μπαΐα, Ρούι Κόστα) κατέκτησε ένα ευρωπαϊκό Παίδων και ένα Παγκόσμιο Νέων. Πήρε ένα Κύπελλο με τη Σπόρτινγκα για να βρεθεί το 1995 στη Μπαρτσελόνα, με την οποία πήρε δύο πρωταθλήματα, ισάριθμα Κύπελλα, ένα Σούπερ Καπ και το 1997 το UEFA και το Σούπερ Καπ Ευρώπης. Το 2000 χρονιά που του δόθηκε η Χρυσή Μπάλα, μετακόμισε στη Ρεάλ ως ο πρώτος Γκαλάκτικο της εποχής Φλορεντίνο Πέρεθ. Και με τους Μαδριλένους έκανε παπάδες, παίρνοντας δύο πρωταθλήματα, ισάριθμα Σούπερ Καπ Ισπανίας και κυρίως το Τσάμπιονς Λιγκ του 2002, χρονιά που πήρε επίσης το ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ και το Διηπειρωτικό. Το 2005 πήγε στην Ιντερ όπου επίσης πήρε τέσσερα πρωταθλήματα, ένα Κύπελλο και τρία Σούπερ Καπ. Εξι φορές κορυφαίος Πορτογάλος και τρεις ακόμα κορυφαίος ξένος στην Πριμέρα, βρέθηκε στις καλύτερες 11άδες δύο EURO (2000 έφτασε στα ημιτελικά, 2004 το οποίο έχασε στον τελικό από την Ελλάδα) και ενός Μουντιάλ (2006 έφτασε στα ημιτελικά).
2. ΓΚΑΡΙΝΤΣΑ
Δεν είναι λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν πως ήταν καλύτερος ακόμα και από τον Πελέ. Απλά δεν έκανε αθλητικό βίο και ο αλκοολισμός και οι γυναίκες δεν τον άφησαν να απογειωθεί στο απίστευτο επίπεδο που μπορούσε. Το φοβερό με τον κορυφαίο ντριμπλέρ στην ιστορία του ποδοσφαίρου ήταν ότι έκανε τις πιο γρήγορες σβούρες γύρω από τον άξονα του και στη συνέχεια έριχνε ποδιές στους αντιπάλους του, καλπάζοντας με το ένα πόδι κοντύτερο από το άλλο. Αφού κατέκτησε το Μουντιάλ του 1958, πήγε στην Χιλή το 1962 για να το πάρει σχεδόν μόνος του. Με τον Πελέ να τραυματίζεται στο δεύτερο ματς, πήρε τη Βραζιλία από το χέρι και την οδήγησε στον τίτλο ως πρώτος σκόρερ και καλύτερος παίκτης της διοργάνωσης. Υπήρξε ηγέτης της Μποταφόγκο, με την οποία πανηγύρισε πολλούς περιφερειακούς τίτλους (τότε δεν υπήρχε ενιαίο πρωτάθλημα Βραζιλίας) και άπειρες ατομικές διακρίσεις.
1. ΤΖΟΡΤΖ ΜΠΕΣΤ
Κάποιος, κάποτε έγραψε: «Pele is good, Maradona is better, George is... Best». Οπως και τον Γκαρίντσα, τον άφαγε το ποτό και οι γυναίκες. Αυτά και το ότι γεννήθηκε σε λάθος χώρα (Βόρεια Ιρλανδία) και γι αυτό δεν διακρίθηκε ποτέ με την Εθνική ομάδα του, δηλαδή δεν έπαιξε καν σε Μουντιάλ ή EURO. Αυτά τα εννέα χρόνια (1964-'-73) όμως που μεγαλούργησε με τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ ήταν αρκετά για να λατρευτεί όσο κανείς ποτέ στο Νησί και όχι μόνο. Τα είχε όλα. Τα έκανε όλα. Ηταν τέλειος με τη μπάλα στα πόδια (και με τα δύο πόδια εξίσου). Μπορούσε να παίξει σε όλες τις θέσεις από τη μέση και μπροστά. Πολλές φορές βρισκόταν και ως δεύτερος φορ, αλλά τα περισσότερα παιχνίδια της καριέρας του τα έκανε από τα δεξιά αν και κινούνταν πιο ελεύθερος στο γήπεδο. Επιτομή της καριέρας του υπήρξε το Πρωταθλητριών του 1968, χρονιά κατά την οποία βραβεύτηκε και με την Χρυσή Μπάλα. Με τη Γιουνάιτεντ πήρε και δύο πρωταθλήματα, αλλά οι καταχρήσεις δεν του επέτρεψαν να μείνει στο «Ολντ Τράφορντ» περισσότερο από τα 28 χρόνια του και σταδιακά άρχισε η... κατηφόρα. Στην περίπτωση του γίνεται η μοναδική εξαίρεση να βρεθεί κάποιος χωρίς διάρκεια ή πλούσιο παλμαρέ στην πρώτη θέση. Απλά επειδή ήταν ο... Best!
πηγή: gazzetta.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου