Σύμφωνα με πρόχειρες εκτιμήσεις το 60% των κατοίκων της Αργεντινής έχει
τουλάχιστον έναν Ιταλό πρόγονο, ενώ χώρες όπως οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η
Αυστραλία, η Γερμανία και η Μεγάλη Βρετανία έχουν μεγάλες ιταλικές
παροικίες. Η ιστορία με τους oriundi ξεκινάει από τα τέλη του 19ου αιώνα
και τις αρχές του 20ου και το μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα από την
Ιταλία προς τις χώρες της Αμερικής.
Με τη διάδοση του ποδοσφαίρου στον Νέο Κόσμο, η Αργεντινή και η Ουρουγουάη καθιερώθηκαν ως οι πρώτες ποδοσφαιρικές υπερδυνάμεις, χώρες οι οποίες είχαν μεγάλο ποσοστό Ιταλών μεταναστών. Παραδόξως πάντως, ο πρώτος oriundo δεν προερχόταν από τη Λατινική Αμερική αλλά από την Ελβετία. Επρόκειτο για τον Ερμάνο Αέμπι, ο οποίος έκανε ντεμπούτο με τη «σκουάντρα ατζούρα» τον Ιανουάριο του 1920 σε ένα φιλικό ματς με τη Γαλλία. Ο Αέμπι είχε γεννηθεί στο Μιλάνο από Ελβετό πατέρα και Ιταλίδα μητέρα, ενώ μεγάλωσε στην ελβετική πόλη Νεσατέλ. Στα 18 του πήγε στην Ιταλία για να παίξει στην Ίντερ, όπου και πέρασε όλη του την καριέρα.
Στο μεταξύ, τη δεκαετία του `20 κατά τη διάρκεια του φασιστικού καθεστώτος το ποδόσφαιρο στην Ιταλία έγινε επαγγελματικό προσελκύοντας τους καλύτερους ποδοσφαιριστές απ` όλο τον κόσμο. Εκείνη την εποχή η Serie A φάνταζε και ήταν επαγγελματικός παράδεισος για τους ποδοσφαιριστές σε σύγκριση με την Αργεντινή, την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, όπου ο επαγγελματισμός ήρθε στα τέλη της επόμενης δεκαετίας.
Έτσι, ξεκίνησε ένα μεγάλο ποδοσφαιρικό μεταναστευτικό ρεύμα από τη Λατινική Αμερική προς την Ιταλία, καθώς οι ιταλικοί σύλλογοι ήταν οικονομικά πανίσχυροι. Παράλληλα, με την τότε νομοθεσία, κάθε ποδοσφαιριστής ιταλικής καταγωγής που «επαναπατρίσθηκε» μπορούσε αυτόματα να αποκτήσει διπλή υπηκοότητα, παρακάμπτοντας τις συνήθεις μακρόχρονες διαδικασίες που ίσχυαν για άλλους πολίτες.
Επομένως, οι Λατινοαμερικάνοι ιταλικής καταγωγής, όσο ήταν στην Ιταλία, μπορούσαν πολύ απλά να αγωνιστούν και στην Εθνική, το οποίο εκμεταλλεύτηκε υπέρ του δέοντος η «σκουάντρα ατζούρα»… Το πώς βέβαια το επέτρεπε αυτό η φασιστική ιδεολογία εξηγείται από το γεγονός πως η ενδυνάμωση της Εθνικής Ιταλία θεωρούταν πιο… πατριωτικό από το να «βαφτίζονται» Ιταλοί σε μια νύχτα ποδοσφαιριστές με ιταλική καταγωγή. Όπως και να `χει, παίκτες-θρύλοι στις δεκαετίες του `20 και του `30, όπως οι Ραϊμούντο Όρσι, Λουίς Μόντι και Ενρίκε Γκουάιτα, που αγωνίστηκαν σε Γιουβέντους και Ρόμα, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην κατάκτηση του Μουντιάλ το 1934.
Μαζί τους είχαν άλλους δύο oriundi, τον Αργεντινό Ατίλιο Ντεμαρία και τον γεννημένο στο Σάο Πάουλο της Βραζιλίας, τον Ανφιλότζιο Γκουαρίζι. Πάντως, τέσσερα χρόνια μετά το 1938 ο μοναδικός oriundo ήταν ο Ουρουγουνός Μιγκέλ ή Μικέλε Αντρεόλο. Η μόδα των oriundi θα επανέκαμπτε για λίγο στη δεκαετία του `50 με παίκτες όπως ο Ομάρ Σίβορι, ο Ουμπέρτο Μάτσιο, ο Ζοζέ Αλταφίν, ο Έντι Φιρμάνι και ο Αλσίντες Τζίτζια, οι οποίοι αγωνίστηκαν με την Εθνική Ιταλίας. Μετά το 1962 πάντως ο νόμος για τον περιορισμό των ξένων στο ιταλικό ποδόσφαιρο «έσβησε» ουσιαστικά το φαινόμενο. Χρειάστηκε να περάσουν 40 χρόνια ώσπου να εμφανιστεί ο Μάουρο Καμορανέζι, ο Αργεντινός μέσος ο οποίος είχε ρίζες από το Μάρκε, μια περιοχή στην κεντρική Ιταλία. Ο πρώην παίκτης της Γιουβέντους είναι ο oriundo με τις περισσότερες συμμετοχές (55) στην Εθνική Ιταλίας.
Από τότε εμφανίστηκαν και οι Τζουζέπε Ρόσι, ο οποίος είναι Αμερικανός, ο Ιταλοβραζιλιάνος Τιάγκο Μότα και πρόσφατα ο Αργεντινός Πάμπλο Οσβάλντο. Οι γονείς του Ρόσι είναι από το Αμπρούτσο, ενώ οι πρόγονοι των Μότα και Οσβάλντο είναι από το Βένετο και Μάρκε, αντίστοιχα. Το θέμα είναι ότι πάντοτε υπήρχαν αντιδράσεις για τους οριούντι, κυρίως από εθνικιστές πολιτικούς και από δημοσιογράφους που υποστηρίζουν ότι πρέπει να έχουν προτεραιότητα οι γηγενείς Ιταλοί. Το 2003 η κλήση του Καμορανέζι, του πρώτου oriundo μετά από τέσσερις δεκαετίες, έγινε μείζον ζήτημα επειδή δεν τραγουδούσε τον ιταλικό εθνικό ύμνο, το οποίο κατά τη διάρκεια του Μουντιάλ του 2006 έγινε η νέα εθνικιστική υστερία! «Νιώθω Αργεντινός, αλλά υπερασπίστηκα τα χρώματα της Ιταλίας, που είναι στο αίμα μου, με αξιοπρέπεια.
Αυτό κανείς δεν μπορεί να μου το αφαιρέσει», τόνισε μετά την κατάκτηση του Μουντιάλ το 2006, περιγράφοντας όσο καλύτερα μπορούσε την έννοια των oriundi, περισσότερο από κάθε γκολ ή τρόπαιο θα μπορούσε. Όσο για το γιατί δεν τραγουδάει τον εθνικό ύμνο, απάντησε: «Απλά, δεν ξέρω τα λόγια»!
ΠΗΓΗ: Othersidefootball.com
Με τη διάδοση του ποδοσφαίρου στον Νέο Κόσμο, η Αργεντινή και η Ουρουγουάη καθιερώθηκαν ως οι πρώτες ποδοσφαιρικές υπερδυνάμεις, χώρες οι οποίες είχαν μεγάλο ποσοστό Ιταλών μεταναστών. Παραδόξως πάντως, ο πρώτος oriundo δεν προερχόταν από τη Λατινική Αμερική αλλά από την Ελβετία. Επρόκειτο για τον Ερμάνο Αέμπι, ο οποίος έκανε ντεμπούτο με τη «σκουάντρα ατζούρα» τον Ιανουάριο του 1920 σε ένα φιλικό ματς με τη Γαλλία. Ο Αέμπι είχε γεννηθεί στο Μιλάνο από Ελβετό πατέρα και Ιταλίδα μητέρα, ενώ μεγάλωσε στην ελβετική πόλη Νεσατέλ. Στα 18 του πήγε στην Ιταλία για να παίξει στην Ίντερ, όπου και πέρασε όλη του την καριέρα.
Στο μεταξύ, τη δεκαετία του `20 κατά τη διάρκεια του φασιστικού καθεστώτος το ποδόσφαιρο στην Ιταλία έγινε επαγγελματικό προσελκύοντας τους καλύτερους ποδοσφαιριστές απ` όλο τον κόσμο. Εκείνη την εποχή η Serie A φάνταζε και ήταν επαγγελματικός παράδεισος για τους ποδοσφαιριστές σε σύγκριση με την Αργεντινή, την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, όπου ο επαγγελματισμός ήρθε στα τέλη της επόμενης δεκαετίας.
Έτσι, ξεκίνησε ένα μεγάλο ποδοσφαιρικό μεταναστευτικό ρεύμα από τη Λατινική Αμερική προς την Ιταλία, καθώς οι ιταλικοί σύλλογοι ήταν οικονομικά πανίσχυροι. Παράλληλα, με την τότε νομοθεσία, κάθε ποδοσφαιριστής ιταλικής καταγωγής που «επαναπατρίσθηκε» μπορούσε αυτόματα να αποκτήσει διπλή υπηκοότητα, παρακάμπτοντας τις συνήθεις μακρόχρονες διαδικασίες που ίσχυαν για άλλους πολίτες.
Επομένως, οι Λατινοαμερικάνοι ιταλικής καταγωγής, όσο ήταν στην Ιταλία, μπορούσαν πολύ απλά να αγωνιστούν και στην Εθνική, το οποίο εκμεταλλεύτηκε υπέρ του δέοντος η «σκουάντρα ατζούρα»… Το πώς βέβαια το επέτρεπε αυτό η φασιστική ιδεολογία εξηγείται από το γεγονός πως η ενδυνάμωση της Εθνικής Ιταλία θεωρούταν πιο… πατριωτικό από το να «βαφτίζονται» Ιταλοί σε μια νύχτα ποδοσφαιριστές με ιταλική καταγωγή. Όπως και να `χει, παίκτες-θρύλοι στις δεκαετίες του `20 και του `30, όπως οι Ραϊμούντο Όρσι, Λουίς Μόντι και Ενρίκε Γκουάιτα, που αγωνίστηκαν σε Γιουβέντους και Ρόμα, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην κατάκτηση του Μουντιάλ το 1934.
Μαζί τους είχαν άλλους δύο oriundi, τον Αργεντινό Ατίλιο Ντεμαρία και τον γεννημένο στο Σάο Πάουλο της Βραζιλίας, τον Ανφιλότζιο Γκουαρίζι. Πάντως, τέσσερα χρόνια μετά το 1938 ο μοναδικός oriundo ήταν ο Ουρουγουνός Μιγκέλ ή Μικέλε Αντρεόλο. Η μόδα των oriundi θα επανέκαμπτε για λίγο στη δεκαετία του `50 με παίκτες όπως ο Ομάρ Σίβορι, ο Ουμπέρτο Μάτσιο, ο Ζοζέ Αλταφίν, ο Έντι Φιρμάνι και ο Αλσίντες Τζίτζια, οι οποίοι αγωνίστηκαν με την Εθνική Ιταλίας. Μετά το 1962 πάντως ο νόμος για τον περιορισμό των ξένων στο ιταλικό ποδόσφαιρο «έσβησε» ουσιαστικά το φαινόμενο. Χρειάστηκε να περάσουν 40 χρόνια ώσπου να εμφανιστεί ο Μάουρο Καμορανέζι, ο Αργεντινός μέσος ο οποίος είχε ρίζες από το Μάρκε, μια περιοχή στην κεντρική Ιταλία. Ο πρώην παίκτης της Γιουβέντους είναι ο oriundo με τις περισσότερες συμμετοχές (55) στην Εθνική Ιταλίας.
Από τότε εμφανίστηκαν και οι Τζουζέπε Ρόσι, ο οποίος είναι Αμερικανός, ο Ιταλοβραζιλιάνος Τιάγκο Μότα και πρόσφατα ο Αργεντινός Πάμπλο Οσβάλντο. Οι γονείς του Ρόσι είναι από το Αμπρούτσο, ενώ οι πρόγονοι των Μότα και Οσβάλντο είναι από το Βένετο και Μάρκε, αντίστοιχα. Το θέμα είναι ότι πάντοτε υπήρχαν αντιδράσεις για τους οριούντι, κυρίως από εθνικιστές πολιτικούς και από δημοσιογράφους που υποστηρίζουν ότι πρέπει να έχουν προτεραιότητα οι γηγενείς Ιταλοί. Το 2003 η κλήση του Καμορανέζι, του πρώτου oriundo μετά από τέσσερις δεκαετίες, έγινε μείζον ζήτημα επειδή δεν τραγουδούσε τον ιταλικό εθνικό ύμνο, το οποίο κατά τη διάρκεια του Μουντιάλ του 2006 έγινε η νέα εθνικιστική υστερία! «Νιώθω Αργεντινός, αλλά υπερασπίστηκα τα χρώματα της Ιταλίας, που είναι στο αίμα μου, με αξιοπρέπεια.
Αυτό κανείς δεν μπορεί να μου το αφαιρέσει», τόνισε μετά την κατάκτηση του Μουντιάλ το 2006, περιγράφοντας όσο καλύτερα μπορούσε την έννοια των oriundi, περισσότερο από κάθε γκολ ή τρόπαιο θα μπορούσε. Όσο για το γιατί δεν τραγουδάει τον εθνικό ύμνο, απάντησε: «Απλά, δεν ξέρω τα λόγια»!
ΠΗΓΗ: Othersidefootball.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου