Ο Δημήτρης Ιτούδης προσθέτει
αυτές τις μέρες, με την επιλογή του να αποδεχθεί μια τουρκική προσφορά,
το όνομά του σε μια λίστα που ήταν ανύπαρκτη μέχρι και πριν από μερικά
χρόνια, αυτή των μεταναστών προπονητών. Βαδίζει στα χνάρια των
πρωτοπόρων, του Φώτη Κατσικάρη και του Ηλία Ζούρου, κάνει αυτό που
κάνουν τα τελευταία χρόνια ο Παναγιώτης Γιαννάκης, ο Βαγγέλης
Αλεξανδρής, προπονητές που το πήραν απόφαση ότι οι δουλειές “της
προκοπής” στην Ελλάδα είναι μετρημένες σε δύο – τρία δάχτυλα και έκαναν
το βήμα της μετανάστευσης.
Δεν θα έβρισκε δουλειά στην Ελλάδα ο Ιτούδης; Πιθανότατα ναι, εφόσον ο ίδιος χαμήλωνε πολύ τις προδιαγραφές, δηλαδή αν ήταν διατεθειμένος να δουλέψει σε συνθήκες πολύ διαφορετικές από αυτές που του εξασφάλιζε για 13 χρόνια η παρουσία στο πλάι του Ομπράντοβιτς, αν ήθελε να κάνει εκπτώσεις. Είναι “καλομαθημένος” ο Ιτούδης, δηλαδή μαθημένος να εργάζεται σε συνθήκες που επιτρέπουν την δημιουργία ή την συντήρηση υψηλών φιλοδοξιών, σε συνθήκες που δημιουργούν έδαφος γόνιμο για υψηλό αθλητισμό, για πρωταθλητισμό. Αν ήθελε να συνεχίσει να εργάζεται με τέτοιες, στην Ελλάδα δεν είχε προοπτική. Πιασμένη η θέση στον Παναθηναϊκό, πιασμένη και στον Ολυμπιακό, και κάπου εκεί η κουβέντα θα έφτανε στο τέλος.
Για τον ίδιο λόγο προφανώς ξαναμπήκε ο Ηλίας Ζούρος στο αεροπλάνο για την Λιθουανία. Ο τόπος πλέον δεν σηκώνει πολλούς προπονητές με υψηλές φιλοδοξίες. Οι θέσεις είναι ελάχιστες. Αν δεν χωράς στον πάγκο του Ολυμπιακού και του Παναθηναϊκού, δεν χωράς πουθενά.
Κάπως έτσι θα συνέβαινε και στο ποδόσφαιρο με τους προπονητές. Στην μπάλα όμως υπάρχουν ακόμη περισσότερες των δύο εταιρείες που δίνουν μισθό και συνθήκες “της προκοπής”. Και δεν είναι μόνο αυτό. Είναι και που δεν κυκλοφορούν ακόμη πολλοί απόφοιτοι της σχολής των “προπονητών του πανεπιστημίου”, όπως αποκαλεί η Ευρώπη τους προπονητές που βγήκαν από έδρανα και τεχνολογικά προγράμματα και δεν πήραν το δίπλωμα μόνο επειδή είχαν δημιουργήσει βαρύ brand name ως ποδοσφαιριστές. Ενας τέτοιος προέκυψε τελευταία στο ποδόσφαιρο, ο Γιάννης Χριστόπουλος, και μετανάστευσε αμέσως, στην Ουκρανία.
Είναι ήττα για το σήμερα του ελληνικού επαγγελματικού αθλητισμού να μεταναστεύουν οι προπονητές του, οι διευθυντές του, τα όσα στελέχη έχει προλάβει να εκπαιδεύσει και να αναδείξει. Είναι κρίμα μακριά από την αθλητική Ελλάδα να κυκλοφορούν πλέον περισσότεροι ικανοί και έμπειροι Ελληνες μάνατζερς και τεχνοκράτες συγκριτικά με αυτούς που κυκλοφορούν εντός συνόρων. Είναι όμως μια πολύ καλή υπόσχεση για το αύριο, για το μετά της Ελλάδας αυτό που σήμερα συμβαίνει. Οπως συνέβη με τους ποδοσφαιριστές, οι προπονητές που θα επιστρέψουν με τις διεθνείς επιρροές και τις παραστάσεις θα έρθουν πίσω με πιο ανοιχτό κεφάλι, θα βοηθήσουν την Ελλάδα να αλλάξει, αθλητικά, κεφάλι. Το ίδιο μπορεί κανείς να περιμένει ότι θα συμβεί και με τα στελέχη που σήμερα μαθαίνουν την δουλειά, την διοίκηση αθλητικών επιχειρήσεων, αλλού, μακριά από εδώ. Διότι την μαθαίνουν σωστά. Και με δεδομένη την νοσταλγία τους, κάποια στιγμή, όταν οι συνθήκες θα είναι ώριμες, θα επιστρέψουν εδώ για να μας δείξουν πώς γίνεται. Και θα έρθουν εδώ με την αυτοπεποίθηση και την εμπιστοσύνη που θα τους δίνουν οι εφαρμοσμένες θεωρίες τους. Αφαιρώντας από την παρωχημένη σημερινή Ελλάδα το “μη μιλάς, δεν ξέρεις εσύ, σπούδασες και νομίζεις ότι έμαθες, βγες στο πεζοδρόμιο να δεις πώς είναι” επιχείρημα, το οποίο παραμένει ολοζώντανο στην σημερινή ελληνική αγορά, απαξιώνει και απογοητεύει, παραμερίζει τους μορφωμένους φιλόδοξους νεαρούς και κρατά reserve τις θέσεις για αυτούς που οδήγησαν και κρατούν την αγορά καρφωμένη στην σημερινή βαριά άρρωστη κατάσταση.
Δεν θα έβρισκε δουλειά στην Ελλάδα ο Ιτούδης; Πιθανότατα ναι, εφόσον ο ίδιος χαμήλωνε πολύ τις προδιαγραφές, δηλαδή αν ήταν διατεθειμένος να δουλέψει σε συνθήκες πολύ διαφορετικές από αυτές που του εξασφάλιζε για 13 χρόνια η παρουσία στο πλάι του Ομπράντοβιτς, αν ήθελε να κάνει εκπτώσεις. Είναι “καλομαθημένος” ο Ιτούδης, δηλαδή μαθημένος να εργάζεται σε συνθήκες που επιτρέπουν την δημιουργία ή την συντήρηση υψηλών φιλοδοξιών, σε συνθήκες που δημιουργούν έδαφος γόνιμο για υψηλό αθλητισμό, για πρωταθλητισμό. Αν ήθελε να συνεχίσει να εργάζεται με τέτοιες, στην Ελλάδα δεν είχε προοπτική. Πιασμένη η θέση στον Παναθηναϊκό, πιασμένη και στον Ολυμπιακό, και κάπου εκεί η κουβέντα θα έφτανε στο τέλος.
Για τον ίδιο λόγο προφανώς ξαναμπήκε ο Ηλίας Ζούρος στο αεροπλάνο για την Λιθουανία. Ο τόπος πλέον δεν σηκώνει πολλούς προπονητές με υψηλές φιλοδοξίες. Οι θέσεις είναι ελάχιστες. Αν δεν χωράς στον πάγκο του Ολυμπιακού και του Παναθηναϊκού, δεν χωράς πουθενά.
Κάπως έτσι θα συνέβαινε και στο ποδόσφαιρο με τους προπονητές. Στην μπάλα όμως υπάρχουν ακόμη περισσότερες των δύο εταιρείες που δίνουν μισθό και συνθήκες “της προκοπής”. Και δεν είναι μόνο αυτό. Είναι και που δεν κυκλοφορούν ακόμη πολλοί απόφοιτοι της σχολής των “προπονητών του πανεπιστημίου”, όπως αποκαλεί η Ευρώπη τους προπονητές που βγήκαν από έδρανα και τεχνολογικά προγράμματα και δεν πήραν το δίπλωμα μόνο επειδή είχαν δημιουργήσει βαρύ brand name ως ποδοσφαιριστές. Ενας τέτοιος προέκυψε τελευταία στο ποδόσφαιρο, ο Γιάννης Χριστόπουλος, και μετανάστευσε αμέσως, στην Ουκρανία.
Είναι ήττα για το σήμερα του ελληνικού επαγγελματικού αθλητισμού να μεταναστεύουν οι προπονητές του, οι διευθυντές του, τα όσα στελέχη έχει προλάβει να εκπαιδεύσει και να αναδείξει. Είναι κρίμα μακριά από την αθλητική Ελλάδα να κυκλοφορούν πλέον περισσότεροι ικανοί και έμπειροι Ελληνες μάνατζερς και τεχνοκράτες συγκριτικά με αυτούς που κυκλοφορούν εντός συνόρων. Είναι όμως μια πολύ καλή υπόσχεση για το αύριο, για το μετά της Ελλάδας αυτό που σήμερα συμβαίνει. Οπως συνέβη με τους ποδοσφαιριστές, οι προπονητές που θα επιστρέψουν με τις διεθνείς επιρροές και τις παραστάσεις θα έρθουν πίσω με πιο ανοιχτό κεφάλι, θα βοηθήσουν την Ελλάδα να αλλάξει, αθλητικά, κεφάλι. Το ίδιο μπορεί κανείς να περιμένει ότι θα συμβεί και με τα στελέχη που σήμερα μαθαίνουν την δουλειά, την διοίκηση αθλητικών επιχειρήσεων, αλλού, μακριά από εδώ. Διότι την μαθαίνουν σωστά. Και με δεδομένη την νοσταλγία τους, κάποια στιγμή, όταν οι συνθήκες θα είναι ώριμες, θα επιστρέψουν εδώ για να μας δείξουν πώς γίνεται. Και θα έρθουν εδώ με την αυτοπεποίθηση και την εμπιστοσύνη που θα τους δίνουν οι εφαρμοσμένες θεωρίες τους. Αφαιρώντας από την παρωχημένη σημερινή Ελλάδα το “μη μιλάς, δεν ξέρεις εσύ, σπούδασες και νομίζεις ότι έμαθες, βγες στο πεζοδρόμιο να δεις πώς είναι” επιχείρημα, το οποίο παραμένει ολοζώντανο στην σημερινή ελληνική αγορά, απαξιώνει και απογοητεύει, παραμερίζει τους μορφωμένους φιλόδοξους νεαρούς και κρατά reserve τις θέσεις για αυτούς που οδήγησαν και κρατούν την αγορά καρφωμένη στην σημερινή βαριά άρρωστη κατάσταση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου