Ασφαλώς
μετά από 27 αγώνες ανάμεσα τους ο Παναθηναϊκός και η Μπαρτσελόνα έχουν
πολλά να θυμηθούν, πολλά να διηγηθούν, πολλά να μοιράσουν κι ακόμη
περισσότερα να χωρίσουν!
Συναντήθηκαν
για πρώτη φορά τη σεζόν 1981-82, έχουν αναμετρηθεί σε έναν μεγάλο
τελικό, σε δύο μικρούς τελικούς και σε δύο κολασμένες σειρές των πλέι
οφς της Ευρωλίγκας και η Ιστορία (δεν επαναλαμβάνεται εφέτος, αλλά)
συνεχίζεται, χωρίς ουδείς να ξέρει πού μπορεί να καταλήξει...
Τα καινούργια επεισόδια σε αυτό το γαϊτανάκι που καλά κρατεί τα
τελευταία χρόνια, βρίσκονται μπροστά μας: την Παρασκευή το βράδυ στο
ΟΑΚΑ και σε δυο μήνες από τώρα στη Βαρκελώνη οι δυο ομάδες θα βρεθούν
αντιμέτωπες για τρίτη φορά σε Top 16. Αναπόδραστα, όποτε βρίσκονται
ενώπιος ενωπίω η κουβέντα θα στριφογυρίζει στην τάπα του Βράνκοβιτς στον
Μοντέρο, αλλά και στη μνημειώδη δήλωση του ανέκαθεν δηκτικού Μάλκοβιτς
(“εφόσον η Μπαρτσελόνα υποστηρίζει ότι είναι η ηθική νικήτρια του
τελικού, τότε ας δώσει ο Αλεμάνι το πριμ που έχει τάξει στους παίκτες
για το Κύπελλο”)!
Αυτά συνέβησαν εκείνο το από πάσης απόψεως μακρύ βράδυ της 11ης
Απριλίου του 1996. Από τότε πέρασαν κιόλας 18 χρόνια, οι πρωταγωνιστές
εκείνης της βραδιάς ή βγήκαν στη σύνταξη ή έχουν αποτραβηχτεί από τις
δυο ομάδες και η υπόθεση θα αποτελεί το διαχρονικό σημείο αναφοράς
τους...
Σήμερα όμως θα την πάω πολύ πιο μακριά τη βαλίτσα φωτίζοντας την
παρθενική αναμέτρηση των δύο ομάδων, που εάν δεν είναι ακριβώς χαμένη
στα βάθη του χρόνου, είναι σίγουρα καταχωνιασμένη στα σκοροφαγωμένα
αρχεία μου!
Ημουν 18 χρονών εκείνη την εποχή, δούλευα στο “Φως των Σπορ” και
μαζί με τον Τάκη Ευσταθίου (από την Αθλητική Ηχώ, άλλωστε δεν υπήρχαν
άλλες αθλητικές εφημερίδες) ακολουθούσαμε τον Παναθηναϊκό στην ευρωπαϊκή
πορεία του. Είχα κάνει το πρώτο δημοσιογραφικό ταξίδι μου στο εξωτερικό
για τον αγώνα της προκριματικής φάσης με τη Λέφσκι Σόφια στην περίφημη
“Σάλα Ουνιβερσιάδα”, ήμουν παρών στο θρίλερ του “Τάφου του Ινδού” με το
“αιώνιο δευτερόλεπτο” στη λήξη του αγώνα με την ΤΣΣΚΑ Μόσχας και από τη
στιγμή που οι “πράσινοι” προκρίθηκαν στην τελική φάση (των έξι ομάδων)
πέταγα τη σκούφια μου, διότι επιτέλους θα έβλεπα από κοντά και θα
προσπαθούσα να συναντήσω κιόλας όλους τους... τιτανοτεράστιους παίκτες
της εποχής!
Εφτασε λοιπόν η πρεμιέρα του ομίλου, έβαλα τα... καλά μου και κάθε
δυο εβδομάδες ζούσα το όνειρο ενός νεανία που ήταν ψωνισμένος με το
μπάσκετ. Μιας και το έφερε η κουβέντα, αυτό το όνειρο δεν το είχα ζήσει
με τη δημοσιογραφική ιδιότητα, τρία χρόνια νωρίτερα, όταν σε αυτή την
εξάδα συμμετείχε ο Ολυμπιακός, που τον είχα παρακολουθήσει ως θεατής
στο “Παπαστράτειο” εναντίον της Γκντανσκ (του περιβόητου Γιούρκεβιτς)
και της Τζουβεντούτ Μπανταλόνα στον αγώνα στον οποίο ο Γιάννης Γκαρώνης
έστειλε σε φορείο κι από εκεί στο Κρατικό Νοσοκομείο της Νίκαιας τον
Ζόραν Σλάβνιτς!
Η Μπαρτσελόνα ήταν ο δεύτερος κατά σειρά αντίπαλος του Παναθηναϊκού
στον γύρο των “6”, όπου συμμετείχαν επίσης -προς τέρψιν του φιλοθεάμονος
κοινού- η ολλανδική Νασούα Ντεν Μπος (με Ακερμπουμ, Κάιπερς, Εσβελντ,
Ντέκερ, Ρίτσαρντσον) , η Μακαμπί Τελ Αβίβ (με Αροέστι, Μπέρκοβιτς,
Σίλβερ, Πέρι, Γουίλιαμς, Λάσοφ), η Παρτίζαν Βελιγραδίου (με Σλάβνιτς,
Νταλιπάγκιτς, Γκρμπόβιτς, Μπ. Πέτροβιτς, Μάριτς, Σάβοβιτς) και η
μετέπειτα πρωταθλήτρια Ευρώπης Σκουϊμπ Καντού (με τον Μπιανκίνι στον
πάγκο και τους Ρίβα, Μαρτζοράτι, Μπόζα, Μπάρνια, Φλάουερς, Κιούπεκ).
Θυμάμαι σαν να ' ταν χθες, που την παραμονή πήγα με μπόλικο θράσος
στο (επί της οδού Μιχαλακοπούλου) ξενοδοχείο “Golden Age” όπου είχαν,
καταλύσει οι Καταλανοί και αναζητούσα κατεπειγόντως τον Χουάν Αντόνιο
Σαν Επιφάνιο, που έμελλε να χαράξει και να σημαδέψει την κατοπινή πορεία
της, όπως επίσης και της Εθνικής ομάδας της Ισπανίας, χωρίς ωστόσο ποτέ
του να καταφέρει να στεφθεί πρωταθλητής Ευρώπης.
Σαν τον Γκάλη ένα πράγμα!
Τον βρήκα σε μια γωνία τον Επι, του συστήθηκα με την παιδική συστολή μου, τον προσφώνησα με μεγαλοπρέπεια «
Señor
Epi» κι αυτός δέχτηκε με προθυμία να μου δώσει συνέντευξη και μου
έκανε το καλύτερο ποδαρικό για τις επόμενες απόπειρες μου με τους
παικταράδες που κατέφταναν κάθε δεύτερη εβδομάδα στην Αθήνα...
Ήταν 17 Δεκεμβρίου του 1981, στις 19.30, στο γήπεδο της Λεωφόρου
Αλεξάνδρας, όπου ο Τσεχοσλοβάκος Λιούμπομιρ Κότλεμπα και ο
Δυτικογερμανός Βίλι Χέινζελμαν έκαναν το τζάμπολ ενός αγώνα που έμελλε
να αποβεί ιστορικός σε ότι αφορά τα μελλούμενα του! Στις εξέδρες δεν
έπεφτε καρφίτσα και ο Παναθηναϊκός το πάλεψε, αλλά η ανωτερότητα της
Μπαρτσελόνα ήταν εμφανής και της επέτρεψε να φύγει νικήτρια με σκορ
89-79 (ημίχρονο 43-34), σε ένα ματς στο οποίο ο Απόστολος Κόντος έδωσε
για άλλη μια φορά ρεσιτάλ αυτοθυσίας και συνάμα τρέλας, καθώς κτύπησε το
χέρι του κι όμως συνέχισε να αγωνίζεται!
Το...ατύχημα συνέβη μόλις στο δεύτερο λεπτό, πάνω σε ένα μπάσιμο στο
οποίο ο αρχηγός του Παναθηναϊκού συγκρούστηκε με τον Επι με αποτέλεσμα
να πέσει κάτω και να βάλει το χέρι του στο δάπεδο για να κρατηθεί! Κι
όμως ο... άτιμος (νυν υποψήφιος Δήμαρχος νέας Φιλαδέλφειας) σηκώθηκε σαν
να μην τρέχει τίποτε, ζήτησε από τον συχωρεμένο τον Νάκο να του δέσει
το χέρι, εκτέλεσε τις βολές και δεν διανοήθηκε να ζητήσει αλλαγή! Ο
Τόλης έβαλε 12 πόντους, αλλά παραδόξως για τις συνήθειες του είχε χαμηλά
ποσοστά ευστοχίας, μάλιστα σε μια πάσα του Τάκη Κορωναίου στον
αιφνιδιασμό αστόχησε μόνος του σε λέι απ!) και γι αυτό του έβαλε τις
φωνές ο Πολίτης...
«Κώστα παίζω κτυπημένος, σε παρακαλώ μη μου φωνάζεις» του είπε κάποια
στιγμή, αλλά και πάλι δεν ζήτησε αλλαγή, ενώ μετά τη λήξη του ματς
διακομίστηκε στο νοσοκομείο, όπου οι γιατροί διαπίστωσαν διπλό κάταγμα! Ο
χρόνος άρχισε να τον σημαδεύει, καθώς είχε κλείσει τα 35 του και προς
γενική κατάπληξη ο Πολίτης δεν τον άρχιζε στη βασική πεντάδα, αλλά τον
καλούσε από τον πάγκο. Αυτό ο ...εγωίσταρος ο Κόντος (όπως παραδέχεται
και στην αυτοβιογραφία του «Έρωτας με το καλάθι») δεν μπορούσε να το
αποδεχθεί και μουρμούριζε συνεχώς, «αλλά όταν έγινα προπονητής τότε
κατάλαβα πόσο λανθασμένη και άδικη ήταν η στάση μου».
Οι συνθέσεις των δύο ομάδων:
ΠΑΝΑΘΗΝΑΪΚΟΣ: Κορωναίος 13, Βίδας 4, Γούλφοκ 23, Στεργάκος 13, Κοκολάκης 2, Κόντος 12, Τόμπσον 10, Ιωάννου 2.
Προπονητής: Κώστας Πολίτης
ΜΠΑΡΤΣΕΛΟΝΑ: Σολοθάμπαλ 8, Σαν Επιφάνιο 16, Σιμπίλιο 26, Ντε λα Κρουθ 22, Χάνσεν 13, Φίλιπς 4, Κρέους, Φλόρες.
Προπονητής: Αντόνι Σέρα
Δυο μήνες αργότερα, στις 18 Φεβρουαρίου του 1982 οι δυο ομάδες
αναμετρήθηκαν στον αγώνα του Β' γύρου στο “Παλάου Μπλαουγκράνα”, όπου οι
Καταλανοί επιβλήθηκαν της ελληνικής ομάδας με 113-83 (ημίχρονο 60-43).
Από τον Παναθηναϊκό είχε αποχωρήσει ο (πρωταγωνιστής του ματς της
Μόσχας, όπου είχε βάλει 30 πόντους απέναντι στον Ταρακάνοφ και στον
Μίσκιν) Αμερικανός Ντέηβιντ Τόμπσον, μάλιστα την κοπάνησε
απροειδοποίητα αφήνοντας το διαμέρισμα του στη Γλυφάδα σε κακά χάλια και
ξεχνώντας ένα καναρίνι έξω από το κλουβί του! Εκτός αποστολής σε αυτό
το ματς έμειναν ο Απόστολος Κόντος (λόγω του τραυματισμού του από τον
αγώνα στη Λεωφόρο) και ο Δημήτρης Κοκολάκης που αντικαταστάθηκαν από τον
νεαρό Γιάννη Γεωργανά και τον μετέπειτα αθλητικό συντάκτη Κώστα Μπατή.
Οι συνθέσεις των δύο ομάδων:
ΜΠΑΡΤΣΕΛΟΝΑ: Σολοθάμπαλ 5, Φλόρες 11, Σαν Επιφάνιο 22, Χάνσεν 10, Φίλιπς 15, Ντε λα Κρουθ 15, Ανσα 13, Φερνάντεθ 14, Κρέους 8.
Προπονητής: Αντόνι Σέρα
ΠΑΝΑΘΗΝΑΪΚΟΣ: Κορωναίος 16, Ιωάννου 6, Βίδας 18, Γούλφοκ 14, Στεργάκος 22, Κατσίνης 1, Μπατής 6, Γεωργανάς, Παπαντωνίου.
Προπονητής: Κώστας Πολίτης
Στα 33 χρόνια που πέρασαν από εκείνες τις παρθενικές αναμετρήσεις των
δύο ομάδων, ο μόνος που παραμένει ακόμη ενεργός ένθεν κακείθεν είναι ο
Τζοάν (ή Τσίτσι) Κρέους, τότε παίκτης και νυν τεχνικός διευθυντής της
Μπαρτσελόνα.
Στους δέκα αγώνες του τελικού γύρου ο Παναθηναϊκός τερμάτισε
τελευταίος σημειώνοντας μία νίκη (επί της Ντεν Μπος στην Αθήνα με
88-77) και εννέα ήττες. Από την πλευρά της η Μπαρτσελόνα κατέλαβε την
τέταρτη θέση με 5 νίκες (μεταξύ αυτών και το 69-68 επί των Ιταλών) και 5
ήττες, συμπεριλαμβανομένης και αυτής από τους Ολλανδούς στο
Σερτόγκενμπος. Χαρακτηριστικό στοιχείο του ...ανέμελου στιλ μπάσκετ
εκείνης της εποχής είναι ότι οι κατοστάρες πήγαιναν σύννεφο: ο
Παναθηναϊκός έβαλε σε τέσσερα ματς πάνω από 88 πόντους και σε πέντε
δέχτηκε πάνω από εκατό, ενώ η Μπαρτσελόνα πέτυχε τέσσερις κατοστάρες και
σε άλλα δυο ματς ξεπέρασε τους 95 πόντους!
Τρίτη κατατάχθηκε η Παρτίζαν Βελιγραδίου, ενώ στον τελικό που
διεξήχθη στην Κολωνία η Σκουίμπ Καντού επιβλήθηκε της (υπερασπιζόμενης
τα σκήπτρα της προηγούμενης σεζόν) Μακαμπί Τελ Αβιβ με 86-80. Την
επόμενη χρονιά η ιταλική ομάδα ως Φορντ Καντού πέτυχε το repeat στη
Γκρενόμπλ όπου σε έναν συναρπαστικό “εμφύλιο” τελικό, ο οποίος κρίθηκε
από μια τάπα στη λήξη, επιβλήθηκε της (Ολίμπια) Μπίλι Μιλάνο με 69-68.