Οι επιλογές του κόμματος της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης για τις
επερχόμενες Περιφερειακές και Δημοτικές εκλογές καταδεικνύει με τον πιο
χαρακτηριστικό τρόπο πως ο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο δεν είναι ένα ακραίο κόμμα
όπως τον χαρακτηρίζουν οι πολιτικοί του αντίπαλοι και οι κυβερνητικοί
εταίροι ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, αλλά φαίνεται πως δεν μπορεί να ξεπεράσει τα βασικά
χαρακτηριστικά των συστημικών κομμάτων της ύστερης μεταπολίτευσης. Και
εξηγούμαι…
-
Η πίεση από το «κράτος» (ιδιωτικά ΜΜΕ, επιχειρηματικά συμφέροντα) καθώς και από τα κόμματα που απαρτίζουν την κυβέρνηση φαίνεται πως οδηγεί το κόμμα σε «μετριοπαθείς» πολιτικές επιλογές μπροστά ιδίως στην επερχόμενη κυβερνητική εξουσία
-
Η ανάγκη για τη δημιουργία ευρύτερου «κοινωνικού ρεύματος» αναγκαίου ώστε να επιτευχθεί η πολυπόθητη εκλογική αυτοδυναμία οδηγεί σε «από τα πάνω» διευρύνσεις που δεν μπορούν να γίνουν εύκολα αποδεκτές από ένα κομμάτι της παραδοσιακής βάσης του κόμματος που είχε συνηθίσει να λειτουργεί διαφορετικά.
Ωστόσο, το μεγαλύτερο πρόβλημα που μπορεί κανείς να εντοπίσει σε αυτές
τις επιλογές είναι η έλλειψη ξεκάθαρης στρατηγικής για τις εκλογές. Για
παράδειγμα ποιο είναι το κριτήριο με το οποίο έγιναν οι επιλογές;
-
Η ανανέωση του πολιτικού προσωπικού που σηματοδοτεί η υποψηφιότητα στο Δήμο Αθηναίων;
-
Η μάχη με κοινοβουλευτικά στελέχη όπως οι υποψηφιότητες στις Περιφέρειες Αττικής, Θεσσαλίας, Κρήτης κα;
-
Η διεύρυνση του κόμματος με την επιλογή εξω-κομματικών υποψηφίων από άλλους χώρους όπως στις περιπτώσεις του κ Βουδούρη και του κ. Καρυπίδη;
Ένα από τα θέματα τα οποία ανιχνεύονται είναι η απροθυμία «κορυφαίων» στελεχών – βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ να κατέβουν υποψήφιοι σε μια μάχη η οποία είναι εξόχως πολιτική και θα σηματοδοτήσει πολιτικές εξελίξεις. Προτιμούν δηλαδή να διατηρήσουν την κοινοβουλευτική τους έδρα έτσι ώστε να μην «χάσουν» το κοινοβουλευτικό τους κεκτημένο σε μια πορεία δυνάμει υπουργοποίησής τους.
Επίσης, η αδυναμία της ηγεσία του κόμματος να μην προχωρήσει σε ουσιαστικές κινήσεις για την κοινωνική διεύρυνση του κόμματος με την «σοσιαλιστική αριστερά» σε τοπικό επίπεδο, επιβεβαιώνει την τάση είτε για επιλογές παραδοσιακών σχημάτων του κόμματος όταν αυτό βρισκόταν στο 4% είτε για επιλογές από τα πάνω, χωρίς τη συμμετοχή της κοινωνίας.
Τέλος, το βασικό θέμα το οποίο δεν μπορεί εύκολα να απαντήσει το κόμμα
της αξιωματικής αντιπολίτευσης σε σχέση με την κυβερνητική του προοπτική
είναι το κατά πόσο είναι εφικτή η άποψη της ηγετικής ομάδας και της
πλειοψηφίας του κόμματος για τη δυνατότητα εφαρμογής εναλλακτικής /
ριζοσπαστικής κυβερνητικής πολιτικής στο υπάρχον πλαίσιο που κινείται η
ΕΕ. Πιο συγκεκριμένα η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων, η ένταξη από
1/11/2014 των μεγαλύτερων Τραπεζών στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η
περιοριστική οικονομική πολιτική διαμέσου του λεγόμενου «Χρυσού Κανόνα»
των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών δημιουργούν ένα ασφυκτικό πλαίσιο για
επεκτατική οικονομική και κοινωνική πολιτική στο πλαίσιο της ΕΕ. Έτσι,
δεν είναι καθόλου βέβαιο πως ο ΣΥΡΙΖΑ αν και εφόσον γίνει κυβέρνηση θα
μπορέσει να εφαρμόσει μια πολιτική όπως το ΠΑΣΟΚ την πρώτη τετραετία
1981-1985, γιατί απλούστατα οι συνθήκες είναι πολύ διαφορετικές σε
διεθνές επίπεδο.
Έτσι, το πιο πιθανό είναι να «αναγκαστεί» να μην μπορεί να υλοποιήσει
σημαντικές αλλαγές κάτι που θα οδηγήσει σε πολιτική και κυβερνητική
μετριοπάθεια. Μια ανάλογη πολιτική που έγινε στην Κύπρο με το
κομμουνιστικό κόμμα ΑΚΕΛ. Όταν ο τότε ηγέτης του κόμματος Δημήτρης
Χριστόφιας θριαμβολογούσε όταν ο Πρόεδρος
της Κυπριακής Δημοκρατίας Τάσσος Παπαδόπουλος υπέγραφε στην Αθήνα στις
16 Απριλίου 2003 τη Συνθήκη Προσχώρησης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση
και την είσοδο της Κύπρου στη ζώνη του Ευρώ από την 1
Μαΐου 2004, κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί πως ο ίδιος ως Πρόεδρος της
Κυπριακής Δημοκρατίας έφερε την Τρόικα στην Κύπρο.
Μήπως και ο ΣΥΡΙΖΑ θα εξελιχθεί όπως το ΑΚΕΛ; Το μέλλον και η πολιτική του θα δείξει…
Χρύσανθος Τάσσης
Δρ. Πολιτικής Επιστήμης, διδάσκων στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου
Πηγή: sportdog.gr
Χρύσανθος Τάσσης
Δρ. Πολιτικής Επιστήμης, διδάσκων στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου